16 Ιανουαρίου 2012

Η «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ» ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. του ‘Αλκη Ξανθάκη απο το βιβλίο “Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας 1839-1960″


Στα πλαίσια της Ελληνικής φωτογραφικής ιστορίας, εντάσσεται το εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο, που σκοπό έχει ν’ αποδείξει οτι τα φυσικά και οπτικά φαινόμενα, που αποτέλεσαν τις βάσεις της φωτογραφίας, ήταν γνωστά στην αρχαία Ελλάδα. Οι φακοί τα κάτοπτρα, οι ιδιότητες του φωτός, η σύνθεση και η δημιουργία των χρωμάτων, οι νόμοι  της ανάκλασης και της διάθλασης και ακόμα η αρχή του σκοτεινού θαλάμου, είχαν παρατηρηθεί και διατυπωθεί έγγραφα κατά την αρχαιότητα. Αν κι οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί απέφυγαν συστηματικά να εφαρμόσουν στην πράξη τις θεωρητικές παρατηρήσεις τους, είναι αποδεδειγμένο, πια, ότι ορισμένες από τις παραπάνω εφευρέσεις τους, όπως π.χ. ο φακός και τα κάτοπτρα, βρήκαν πρακτική εφαρμογή στην εποχή τους. Πάνω σε αυτές τις παρατηρήσεις βασίστηκαν οι νεώτεροι εφευρέτες κι ερευνητές της Δύσης που ασχολήθηκαν, όμως, με τους νόμους της οπτικής, μόνο μετά τον 13 μ.Χ. αιώνα. Οι χημικές παρατηρήσεις σχετικά με τις ευαίσθητες στο φως ενώσεις, που αποτελούν το δεύτερο σημαντικό σκέλος που συντέλεσε στην ολοκλήρωση της φωτογραφικής εφεύρεσης, έγιναν γνωστές μόνο κατά το 15 μ.Χ. αιώνα. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν από τους Μινωικούς χρόνους την κατασκευή του τεχνητού γυαλιού, που είχαν προφανώς μάθει από τους Φοίνικες. Σαν παράδειγμα αναφέρουμε τον κύανο, μια ορυκτή πέτρα, που χρησιμοποιήθηκε, από τους Ομηρικούς χρόνους, για την εξωτερική διακόσμηση αρχιτεκτονικών κτιρίων καθώς και σαν διακοσμητικό στοιχείο διάφορων αντικειμένων. Ο Θεόφραστος στο «Περί λίθων» σύγγραμμά του διακρίνει δύο είδη κύανου: τον «αυτοφυή» και τον σκευαστόν», δηλαδή την τεχνητή κυανή υαλόμαζα. Η παραπάνω πληροφορία δείχνει την εξέλιξη που είχε η υαλουργία κατά την αρχαιότητα. Στην αρχή κατασκεύαζαν χρωματιστά γυαλιά κι αργότερα διάφανα, που τα χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν σκεύη καθώς καί διακοσμητικούς λίθους. Στις περισσότερες φωτογραφικές ιστορίες, ξένοι ερευνητές θεωρούν oτι ο φακός ήταν γνωστός στους Κινέζους, μετά το 900 π.Χ. Με  βάση τις ερευνές μου πιστεύω ότι ο φακός ήταν  γνωστός στη Νεοανακτορική Μινωϊκή περίοδο, γύρω στα 1500 π.Χ. και πιθανώς στη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Οι μεγεθυντικές και συγκεντρωτικές ιδιότητες του φακού όχι μόνο είχαν πρακτική εφαρμογή, αλλά περιγράφονται και σε σχετικά κείμενα. Το πιθανότερο είναι ότι οι φακοί, που χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα, δεν ήταν φτιαγμένοι από τεχνητό γυαλί, αλλά ο «διαφανής λίθος» και η «ύαλος», όπως τους αποκαλούσαν, ήταν κομμάτια φυσικού γυαλιού, που είχαν τις ιδιότητες του φακού. Είναι εξακριβωμένο ότι ο όρος «φακός», που σήμαινε τον καρπό της φακής, δε χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα, για να δηλώσει τον οπτικό φακό. Χρησιμοποιήθηκε, όμως, για να χαρακτηρίσει αντικείμενα που είχαν το σχήμα φακής και μόνον πρόσφατα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αμφίκυρτο φακό. Οι πρώτοι φακοί ήταν κομμάτια ορείας κρυστάλλου (ορεία κρύσταλλος = κρύσταλλος των ορέων, δηλαδή το ορυκτό κρύσταλλο), που είναι παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία και βρίσκεται συνήθως μέσα σε κρυσταλλοπαγεΐς σχιστόλιθους και γρανίτες. Έχει λάμψη υαλώδη, είναι συνήθως άχρωμος και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα σαν ημιπολύτιμος λίθος, καθώς και στα οπτικά συστήματα των διάφορων οργάνων. Κομμάτια χρωματιστής κι άχρωμης ορείας κρυστάλλου χρησιμοποιήθηκαν, κατά την αρχαιότητα, σαν διακοσμητικά στοιχεία. Αυτός είναι κι ο λόγος που οδήγησε τους Αρχαιολόγους να θεωρούν, όλα τα κομμάτια της ορείας κρυστάλλου που ανακαλύπτουν, σαν ένθετα διακοσμητικά ξύλινων και άλλων σκευών. Η πληροφορία για τις συγκεντρωτικές ιδιότητες του φακού και η ικανότητά του ν’ ανάβει φωτιά με τη συγκέντρωση των ακτίνων του ήλιου, αναφέρεται από τον Αριστοφάνη (453-393 π.Χ.) στις «Νεφέλες». Από το σχετικό διάλογο, γίνεται φανερό, ότι οι φακοί όχι μόνο ήταν γνωστοί, αρκετά παλιότερα από την εποχή του Αριστοφάνη, αλλά και πουλιόντουσαν στα μαγαζιά της εποχής εκείνης, για καθημερινή χρήση. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί καταρρίπτει την αντίληψη που επικρατούσε μέχρι σήμερα, ότι η πρώτη γραπτή περιγραφή του φακού, έγινε τον 11ο αιώνα από τον Άραβα λόγιο Alhazen. Επίσης καταρρίπτεται η θεωρία, ότι ο φακός δεν είχε πρακτική εφαρμογή κατά την αρχαιότητα. Αξίζει λοιπόν να μεταφερθεί εδώ ο σχετικός διάλογος:
«Σωκράτης: Ποίαν τινά;
Στρεψιάδης: “Ηδη παρά τοισι φαρμακοπώλαις τήν λίθον ταύτην έόρακας τήν καλήν τήν διαφανή, άφ’ ής τό πύρ άπτουσι;
Σωκράτης: Τήν ΰαλον λέγεις;
Στρεψιάδης: Έγωγε. Φέρε, τί δήτ’ αν, εί ταύτην λαβών, όποτε γραφοιτο τήν δίκην ό γραμματεύς, άποτέρω στάς ώδε πρός τόν ήλιον τά γράμματα έκτήξαιμι τής έμής δίκης».
 (Νεφέλες 766-772)
Το κείμενο σε ελεύθερη μετάφραση έχει έτσι:
Σωκ: Ποια δηλαδή;
Στρεψ: Δεν έτυχε να δεις στους φαρμακοπώλες εκείνη την ωραία διάφανη πέτρα που ανάβει τη φωτιά;
Σωκ: Εννοείς το γυαλί (το κρύσταλλο);
Στρεψ: Αυτήν ακριβώς. Θα πάρω το κρύσταλλο κι όταν γράφει ο γραμματέας την μήνυση, θα πάω να σταθώ στον ήλιο και θα ρίξω τις ακτίνες του πάνω στο κερί και θα λειώσω τα γράμματα».
Μετά τον Αριστοφάνη, τη συγκεντρωτική ιδιότητα του φακού, αναφέρει και ο Θεόφραστος στο "Περί πυρός" σύγγραμμά του, που μόνο αποσπάσματά του έχουν διασωθεί. Σε αυτό εξετάζει την ουσία και τις ιδιότητες του πυρός με μέθοδο επιστημονική, αλλ’ όχι απόλυτα σωστή, σχετικά με τη φύση του φωτός. «Ότι δ’ άπό μέν τού ήλίου φώς άπτουσι τή άνακλάσει άπό τών λείων (τί τό άπορον;)…. έξάπτεται δέ άπό τε τής ύέλου» (Περί πυρός 73, βλ. καί §77) Μετάφραση: (Ποια απορία μπορεί να υπάρχει ως προς το ότι (οι άνθρωποι) ανάβουν φως (φωτιά) από την αντανάκλαση του ηλιακού φωτός στις λείες επιφάνειες… γιατί ανάβεται ως γνωστόν και από το γυαλί». Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη και άμεσος διάδοχος της Περιπατιτικής Σχολής, μετά το θάνατο του δασκάλου του. Ανάμεσα στα σωζόμενα έργα του είναι και το "Περί λίθων", που θεωρείται απόσπασμα μεγαλύτερου έργου σχετικού με την ορυκτολογία και περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για την επεξεργασία των λίθων από τους αρχαίους. Είναι αναμφισβήτητο πια γεγονός, ότι ο αμφίκυρτος φακός χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες για το άναμα της φωτιάς. Αφού, όμως, ήταν γνωστή η συγκεντρωτική ιδιότητα των φυσικών αυτών φακών, οδηγούμεθα στο λογικό συμπέρασμα, ότι πρέπει να είχε παρατηρηθεί και η μεγεθυντική ικανότητα ορισμένων από τα «γυαλιά» αυτά. Έτσι, τα κρύσταλλα που είχαν μεγεθυντικές ιδιότητες, ύστερα από πρόχειρη επεξεργασία και λείανση, πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες εργασίες. Οι πρώτοι Έλληνες αστρονόμοι πρέπει να τους χρησιμοποίησαν για την κατασκευή τηλεσκοπίων, που τους βοηθούσαν στις αστρονομικές παρατηρήσεις τους. Ανάμεσα στα διάφορα αστρονομικά οργανά τους αναφέρεται κι η διόπτρα, που σύμφωνα με την οπτική, καλείται «κάθε οπτικό όργανο τον όποιου το αντικειμενικό σύστημα είναι φακός». Σύμφωνα με διήγηση του Διόδωρου, που έζησε την εποχή του Μεγάλου ο Αλέξανδρου, ο Εκαταίος έβλεπε, από κάποιο νησί, τη σελήνη τόσο κοντά, ώστε μπορούσε να διακρίνει τα βουνά, που βρίσκονται εκεί. Χρήση των φακών έκαναν επίσης, κι οι αρχαίοι Έλληνες γιατροί, για να καυτηριάζουν έλκη και να αφαιρούν μικρά σώματα, που βρισκόντουσαν σε μικρό βάθος στο δέρμα του ασθενή. Μια άλλη βασική χρησιμοποίηση των μεγεθυντικών ιδιοτήτων του φακού, που πρέπει να αρχίζει από τη Μινωϊκή εποχή, είναι η βοήθεια που πρόσφερε στη χάραξη των σφραγιδόλιθων. Οι περίτεχνες παραστάσεις και η μεγάλη λεπτομέρεια των σφραγιδόλιθων και των δακτυλιόλιθων, έκανε υποχρεωτική τη χρήση του μεγεθυντικού φακού από τον χαράκτη, για το σκάλισμα τους. Στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου Κρήτης, καθώς και σ’ άλλα Ελληνικά μουσεία, βρίσκονται εκτεθειμένα στις προθήκες τους, πολλά δείγματα κρυστάλλινων κομματιών. Πιστεύω ότι αρκετά απ’ αυτά ήταν «φακοί», που χρησιμοποιήθηκαν μ’ αυτόν τον προορισμό κι όχι απλές διακοσμητικές πέτρες. Τα επίπεδα και κοίλα κάτοπτρα (αλλιώς ένοπτρα ή έσοπτρα) είχαν νρησιμοποιηθεί επίσης, κατά την αρχαιότητα, αρχικά σαν καθρέπτες κι αργότερα για το άναμμα της φωτιάς. Σχετικά με τα επίπεδα κάτοπτρα ο Πλάτωνας αναφέρει την «τών κατόπτρων ειδωλοποιΐάν καί πάντα όσα εμφανή καί λεία κατιδεΐν…» όπου «δεξιά φαντάζεται το αριστερά…» ενώ πιο κάτω αναφέρει ότι «όταν ή τών κατόπτρων λειότης, ένθεν καί ένθεν όψη λαβούσα… τό κάτω πρός τά άνω.  (Πλάτων "Τίμαιος" 46α, c).
Στο σημείο αυτό ο Πλάτωνας αναφέρεται στα κοίλα κάτοπτρα, που έχουν την ιδιότητα ν’ αναστρέφουν τα είδωλα των αντικειμένων. Η σημαντικότερη όμως ανακάλυψη μετά το φακό, ήταν η περιγραφή των αρχών του σκοτεινού θαλάμου από τον Αριστοτέλη (384-323 π.Χ.). Σύμφωνα με τη φωτογραφική ιστορία, η πρώτη γραπτή περιγραφή των αρχών του σκοτεινού θάλαμου, έγινε από τον Battista della Porta το 1569, στο βιβλίο του "Magia Naturalise". Η παρατήρηση όμως του Αριστοτέλη, αποτελέι την παλιότερη αναφορά του φωτογραφικού θαλάμου, δηλαδή της συμπεριφοράς των ακτίνων του φωτός, όταν περνάνε μέσα από μια μικρή τρύπα. 
Η περιγραφή της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός και του σχηματισμού του ειδώλου ενός αντικειμένου μέσα από μια μικρή τρύπα, περιγράφονται σε βασικές γραμμές από το μεγάλο σοφό, στο 15ο κεφάλαιο του βιβλίου του «Προβλήματα». Το φως και οι ιδιότητες του απασχόλησαν όλους σχεδόν τούς Έλληνες φιλοσόφους και μαθηματικούς της αρχαιότητας, που έγραψαν και σχετικά έργα. Οι περισσότεροι πρέσβευαν ότι τ’ αντικείμενα γίνονται ορατά, γιατί κάτι εκπέμπεται από το μάτι και φτάνει μέχρις αυτά. Η θεωρία "Περί πόρων καί απορροών" του Εμπεδοκλή (495-435 π.Χ.) παραδέχεται την άποψη αυτή, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί ότι από κάθε αντικείμενο εκπέμπονται ακτίνες (απορροές) που γίνονται αποδεκτές από τους «πόρους» που βρίσκονται μέσα στο μάτι. Το μάτι, δηλαδή, είναι μιά πηγή εκπομπής και λήψης των ακτίνων, έτσι ώστε να γίνεται δυνατή η όραση. Ο Δημόκριτος (460-370 π.Χ.), ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία, ότι το φως αποτελειται από σωματίδια που εκπέμπονται με πολύ μεγάλη ταχύτητα, από ένα αυτόφωτο σώμα. Ο Διογένης ο Λαέρτιος (Θ’ 48) μας πληροφορεί ότι ο Δημόκριτος είχε γράψει σχετικό σύγγραμμα με τίτλο "Ακτινογραφίες". Ο όρος ακτινογραφία σήμαινε την έρευνα και τη μελέτη της ακτινοβολίας με μαθηματικό τρόπο. Πολύ αργότερα, το 17Ο4, ο Άγγλος φυσικός Νεύτων θα δημοσιεύσει το βιβλίο του "Οπτική", όπου θ’ αναπτύξει την αντίστοιχη θεωρία του της σωματιδιακής επομπής του φωτός. Σε πολλά εργα του, ο Πλάτωνας άναφέρει παρατηρήσεις για τα οπτικά φαινόμενα, της διάθλασης και της ανάκλασης, που τα χρησιμοποιεί, όμως, για να δηλώσει μια μεταφορική έννοια. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο Ι της "Πολιτείας" του: «Επίσης τα ίδια αντικείμενα φαίνονται καμπύλα ή ευθύγραμμα, ανάλογα πού τα βλέπουμε, μέσα ή εξω από το νερό καί με βαθουλώματα ή με προεξοχές εξ' αιτίας της απάτης που προξενούν στη δράση τα χρώματα· γενικά είναι φανερό ότι οι οπτικές αυτές απάτες βάζουν σε μεγάλη ταραχή τη ψυχή…». Ο Στοβαίος στο "Ανθολόγιό" του αναφέρει ότι ο Πλάτωνας είχε ασχοληθεί και περιγράψει τον τρόπο με τον όποιο βλέπουμε: «Πώς λοιπόν γίνεται; Βλέπουμε σύμφωνα με γραμμές ή ευθείες ή καμπύλες ή γραμμές που αντανακλώνται καί που, φυσικά, μόνο με το νου συλλαμβάνονται και είναι άυλες. Και με τις ευθείες (γραμμές) βλέπουμε όσα βρίσκονται στον αέρα καί όσα βρίσκονται στους λίθους που είναι διαφανείς και τα κέρατα και όλα αυτά τα βλέπουμε με κάθε σαφήνεια…). Πολλοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και μαθηματικοί, προβληματίστηκαν με το σχηματισμό των χρωμάτων θεωρούσαν ότι η δημιουργία των χρωμάτων είχε άμεση σχέση με το φως και την ύλη. Ο Ζήνωνας ο Στωικός πίστευε ότι «τά χρώματα πρώτους είναι σχηματισμούς τής ύλης» (τα χρώματα είναι οι πρώτοι σχηματισμοί της ύλης). Ο Πλάτωνας κάνει στόν "Τίμαιο" (67c – 68d) μια έκτενη ανάλυση για τη μίξη των χρωμάτων και περιγράφει τα νέα χρώματα πουδημιουργούνται. Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), ήταν ενας από τους πρώτους που διαπίστωσε ότι ο χρωματισμός των άντικειμένων διαφέρει ανάλογα με το φως που τα φωτίζει· απ’ αυτό συμπέρανε ότι τα σώματα δεν έχουν το ίδιο χρώμα. Στον Επίκουρο αποδίδεται και το "Περί τού όράν" σύγγραμμα, που δε διασώθηκε. Στον Αριστοτέλη ή τη σχολή του αποδίδεται και το βιβλίο “Περι χρωμάτων”. Είναι μια συλλογή παρατηρήσεων, που απευθύνεται σ’ αυτόν που θα' θελε να ασχοληθεί επιστημονικά με τη θεωρία των χρωμάτων. Η επίδραση της χημικής δράσης κι ο ρόλος της στη δημιουργία των χρωμάτων δεν ήταν γνωστός στο συγγραφέα· γίνεται όμως διαχωρισμός των χρωμάτων σε κύρια και συμπληρωματικά και διατυπώνεται η αμφιβολία αν το μαύρο είναι χρώμα ή όχι. Ο Αρχιμήδης 287-212 π.Χ. είναι ένας ακόμα Έλληνας σοφός που ασχολήθηκε με διάφορα οπτικά προβλήματα. Αν κι οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι πολύ λίγες, είναι γνωστό οτι ο μεγάλος αυτός μαθηματικός, ασχολήθηκε με ορισμένες πρακτικές κατασκευές τών εφευρέσεών του. Κατά την πολιορκία τών Συρακουσών από τους Ρωμαίους το 214 π.Χ., ο Αρχιμήδης, ύστερα από παράκληση του Ιέρωνα, κατασκεύασε διάφορες βλητικές μηχανές γιά την άμυνα της πόλης. Σύμφωνα με πληροφορίες που αναφέρουν ο Λουκιανός, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης κι ο Ευστάθιος Ζωναράς, ο Αρχιμήδης πυρπόλησε τά Ρωμαϊκά πλοία με τη συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων, με κοίλα κάτοπτρα. Το κάθε κάτοπτρο ήταν φτιαγμένο από μικρότερα κάτοπτρα, έτσι τοποθετημένα, ώστε να σχηματίζουν ένα κατοπτρικό πολύγωνο. Ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους με κλειδώσεις και μπορούσαν να δημιουργήσουν οξείες και αμβλείες γωνίες, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τον θέωνα τον Αλεξανδρέα, ο Αρχιμήδης έγραψε καί βιβλίο με τίτλο «Κατοπτρικά», που είχε σαν θέμα τα οπτικά φαινόμενα σχετικά με τα κοίλα και κυρτά κάτοπτρα, και που δε διασώθηκε. Στον ίδιο αποδίδεται, επίσης, το έργο "Περί πυρπολικού κατόπτρου" που διασώθηκε σε αραβική μετάφραση, αλλά το έργο πιθανότατα, ανήκει στο σημαντικό Έλληνα μαθηματικό Απολλώνιο τόν Περγαίο (260-200 π.Χ.), που εζησε την ίδια εποχή με τον Αρχιμήδη. Ο Αρχιμήδης πρέπει να βάσισε τις έρευνές του για τα κοίλα κάτοπτρα στις σχετικές θεωρίες που είχε αναπτύξει ο Ευκλείδης, πριν ένα περίπου αιώνα. Διατύπωσε ακόμα τους θεμελιώδεις νόμους της διάθλασης του φωτός, που φαίνεται ότι παρατήρησε στη διάρκεια των αστρονομικών μελετών του. Ο Ευκλείδης ο μεγάλος μαθηματικός τής αρχαιότητας, που έζησε και άκμασε στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 300 π.Χ. επί βασιλείας Πτολεμαίου Α’, εκτός από τα γνωστά μαθηματικά συγγράμματά του, έγραψε καί τα βιβλία "Οπτικά" και "Κατοπτρικά"· σε αυτά περιγράφει με γεωμετρικές κατασκευές τις βασικές αρχές της οπτικής. Θεωρείται ο πατέρας της στερεοσκοπίας, γιατί πρώτος παρατήρησε ότι τα ανθρώπινα μάτια βλέπουν τα είδωλα ενός αντικειμένου να διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους, αφού οι γωνίες δράσης των δυο ματιών απέχουν μιαν ορισμένη απόσταση. Το ίδιο φαινόμενο παρατήρησε 450 χρόνια αργότερα ο Πτολεμαίος κι αργότερα ο Leonardo da Vinci (1452-1519). Τέλος, πρέπει να αναφερθει εδώ και το πασίγνωστο εδάφιο της αρχής του βιβλίου Ζ της "Πολιτείας" του Πλάτωνα, το όποιο ορισμένοι θεώρησαν ότι περιγράφει το θέατρο σκιών, τον … ομιλούντα κινηματογράφο, ή ακόμα ένα φωτογραφικό θάλαμο με φωτοευαίσθητα τοιχώματα.
«… Φαντάσου σαν μέσα σ’ ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό του ανοιγμένη προς το φως σ’ όλο το μάκρος της ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκονται έκει μέσα αλυσοδεμένοι… χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξ' αιτίας των δεσμών τους· και από πίσω σ’ αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχει αναμμένη φωτιά, που το φώς της να έρχεται ως αυτούς και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχάκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός από τους ανθρώπους και τους δείχνουν από κει τις ταχυδακτυλουργίες τους… Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ' αυτά πιο ψηλά από το τοιχάκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν…». Πολλά έχουν γραφτεί για το απόσπασμα αυτό, από την πιο λογική ως την πιο απίθανη εκδοχή. Ο Θανάσης Φωτιάδης στό ενδιαφέρον βιβλίο του "Καραγκιόζης ό Πρόσφυγας" περιγράφει αναλυτικά τίς διάφορες θεωρίες, σχετικά με τό αν το χωρίο αυτό άναφέρεται σε κουκλοθέατρο ή θέατρο σκιών. Από τό βιβλίο του μαθαίνουμε τα παρακάτω: Στα 1932, ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό ο γνωστός δημοσιολόγος Γεώργιος Πώπ και ο καθηγητής της αρχαιολογίας Α. Αρβανιτόπουλος. Αναφερόμενος στο σχετικό απόσπασμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα, ο Πωπ δημοσιεύει επιστολή προς τον Α. Αρβανιτόπουλο (εφ. Έθνος, 14 Ιουλίου 1932, άρθρο του με τίτλο "Σκιαί"), για το αν ο κινηματογράφος ήταν γνωστός στην αρχαιότητα. Την επομένη, 15 Ιουλίου, ο Αρβανιτόπουλος στέλνει επιστολή όπου απαντά στον Πωπ και μεταξύ άλλων αναφέρει: «… Συμφωνώ με την εικασίαν του κ. Χ (πρόκειται για το ψευδώνυμο του Γ. Πώπ), ότι εις το 7ο βιβλίο της "Πολιτείας" του Πλάτωνος ο Σωκράτης ομιλών, δια παραβολής, δεν εκφράζει αποκυήματα της φαντασίας του, αλλ’ αντλεί εκ της πραγματικότητος…» Με βάση αυτό το στοιχείο ο Πώπ υποστήριξε ότι η περιγραφή αναφερόταν σε μια μορφή προβολής με τη βοήθεια φακών, πού ήταν γνωστοί τά χρόνια εκείνα, δηλαδή ένα είδος ομιλούντος κινηματογράφου. Τέλος, Ο Lo Duca στο βιβλίο του "Η ιστορία του Κινηματογράφου" αναφέρει ότι ο Paul Valery προχώρησε πιο μακριά, θεωρώντας ότι το σπήλαιο του Πλάτωνα ήταν ένας μεγάλος σκοτεινός θάλαμος και πώς αν «περιόριζε σε μια πολύ μικρή τρύπα το άνοιγμα του άντρου του κι άλειφε μ’ ένα ευαίσθητο στρώμα τα τοιχώματα που του χρησιμεύανε για οθόνη, ο Πλάτωνας, μεγαλώνοντας το βάθος της σπηλιάς του, θα είχε πετύχει ενα γιγάντιο φίλμ…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top