16 Ιανουαρίου 2012

Η πλατεία Ομονοίας μέσα από την Ασπρόμαυρη Φωτογραφία 1833-1950

Το Αθηναϊκό σταυροδρόμι. H κοινωνική σύνθεση και οι χώροι συναθροίσεων των Αθηναίων στην πολύπαθη πλατεία. Του Γεωργίου M. Σαρηγιάννη Αναπλ. καθηγ. E.M. Πολυτεχνείου, από το ένθετο “7 ημέρες” της Καθημερινής, Ιανουάριος 1994.

Σύμφωνα με το Σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ (1833), η σημερινή περιοχή πλατείας Ομονοίας προοριζόταν για το επίσημο κέντρο της Αθήνας, όπου σε μια διαδοχή πλατειών και λεωφόρων (από τις οποίες απέμεινε η πλατεία Δημαρχείου και η Οδός Αιόλου), είχαν προβλεφθεί τα Βασιλικά Ανάκτορα και μια σειρά διοικητικών κτιρίων.

Στο νεοκλασικής φιλοσοφίας σχέδιο, η περιοχή αποτελούσε το «κεντρικό» σημείο στο οποίο αντάμωναν οι τρεις μεγάλοι συνθετικοί άξονες: η οδός Αιόλου που οδηγούσε στην Ακρόπολη, η οδός Πειραιώς που οδηγούσε στον ιερό χώρο του Κεραμεικού και η οδός Σταδίου που οδηγούσε στο αρχαίο Στάδιο.

Το σχέδιο, συμπληρωνόταν με έναν κάθετο στην Αιόλου άξονα, την οδό Ερμού, που συνέδεε τον Κεραμεικό με τη σημερινή Πλατεία Συντάγματος, όπου είχαν προβλεφθεί


Ακαδημία, Βιβλιοθήκη και Επισκοπή γύρω από μια μνημειώδη πλατεία (πλατεία Μουσών) περίπου συμμετρική ενός άλλου συγκροτήματος πλατειών επί της Πειραιώς (σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου), κλείνοντας ένα σχήμα, πιστό στη νεοκλασική αντίληψη της πολεοδομίας που ακολουθούσε τη συμμετρία, τη μνημειακότητα, την καθιέρωση αξόνων που συνέδεαν σημαντικά σημεία πλούσια σε αναφορές στην αρχαία ιστορία, αλλά και στο ιδεολογικό επιστέγασμα της τότε ανερχόμενης αστικής τάξης.


Με την ανακήρυξη των Αθηνών ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου Βασιλείου, πολλοί πλούσιοι ομογενείς και φιλέλληνες άρχισαν να αγοράζουν οικόπεδα και κτήματα σ’ αυτήν. Μέρος τους(Παπαρρηγόπουλος, Ράινεκ, Φίνλεϊ, Ράλλης, Σούτσοι) κατευθύνθηκε στην περιοχή βόρεια από την Πλάκα σε επαφή με το τμήμα της εκείνο που εκατοικείτο από αρχοντικές οικογένειες Βυζαντινών (Μπενιζέλου, Χωματιανού – Λογοθέτη, Παλαιολόγου, Χαλκοκονδύλη) ή αρβανιτών «γκαγκαρέων» (Χαϊμαντά, Κόσκορου, Μπούκουρα) γύρω δηλαδή από τη σημερνή πλατεία Συντάγματος, ενώ άλλοι αγόρασαν κτήματα στις εξοχικές περιοχές των Πατησίων και της Κυψέλης (Μάλκομ, Κανάρης, Μ. Βόδας)….


Σχέδιο 
Μετά, όμως, τη δημοσίευση του σχεδίου, έσπευσαν, κυρίως Φαναριώτες ευγενείς, να εγκατασταθούν γύρω από τον χώρο που προβλέπονταν τα Ανάκτορα, δηλαδή την πλατεία Ομονοίας (Πρίγκηψ Κατακουζηνός, Πρίγκηψ Καρατζάς, Σπαθάριος Βλαχούτσικος).

Και συνθετικά μεν το Σχέδιο Κλεάνθη και Σάουμπερτ ήταν άψογο, πλην όμως η προϋπάρχουσα πολεοδομική πραγματικότητα, η κοινωνική διαστρωμάτωση και το μικροκλίμα του αθηναϊκού χώρου, επεφύλασσαν διαφορετικές εξελίξεις.

H περιοχή Ομονοίας γειτνίαζε με τις εργατικές συνοικίες του Ψυρρή


και του Μεταξουργείου, τοπογραφικά ήταν σε κοίλωμα που συγκρατούσε τον αέρα, ήταν κοντά στα έλη του Κηφισού και το μικροκλίμα της δεν ήταν από το ευνοϊκότερα του αθηναϊκού τοπίου.

Ετσι, όταν ο πατέρας του Οθωνα, βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, ήρθε στην Αθήνα για να επιμεληθεί της ανέγερσης των ανακτόρων μαζί με τον προσωπικό του αρχιτέκτονα Φρειδερίκο φον Γκέρτνερ απέρριψε αμέσως τη θέση της πλατείας Ομονοίας και επέλεξε την περιοχή της πλατείας Συντάγματος.

H παράδοση αναφέρει ότι τοποθετήθηκαν σε τέσσερα υποψήφια σημεία τεμάχια κρέατος επί υψηλών στύλων. Οποιο τεμάχιο αλλοιωνόταν βραδύτερα, ήταν φανερό ότι ήταν σε υγειινότερη περιοχή, με δροσερή θερμοκρασία, ελαφρούς ανέμους και ξηρό κλίμα και προφανώς η πλατεία Συντάγματος, κείμενη στο διάσελλο Λυκαβηττού – Ακροπόλεως, υψηλότερα από το ρεύμα του Ιλισού (ο οποίος έρρεε και δεν λίμναζε όπως ο Κηφισός) και σε γειτνίαση με τον ορεινό όγκο του Υμηττού, ήταν η πλεονεκτικότερη περιοχή.


Εκτός δε αυτών υπήρχαν εκεί αρκετά δημόσια κτήματα, ενώ η περιοχή Ομονοίας είχε ήδη υπερτιμηθεί εν όψει της προβλεπόμενης οικοδόμησης των ανακτόρων και της αθρόας ζήτησης οικοπέδων από τους Φαναριώτες ευγενείς.

Ιστορία

H ιστορία της πλατείας Ομονοίας, στα επόμενα εκατό χρόνια, είναι μια δραματική πάλη ανάμεσα στη μεγαλοαστική Αθήνα της πλατείας Συντάγματος και στις εργατικές περιοχές νότια και νοτιοδυτικά της Ομόνοιας.

Για πολλές δεκαετίες, μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ομόνοια κρατάει έναν μεσοαστικό χαρακτήρα, τα μεγάλα ξενοδοχεία της, ο «Μέγας Αλέξανδρος», το «Μπάγκειον», δίνουν έναν τόνο χαρακτηριστικό, αλλά στις παρόδους και στην οδό Αθηνάς κυριαρχούν τα κάθε λογής στέκια των επαρχιωτών του τύπου «Η Ωραία Θεσσαλία» ή «Η Ωραία Πελοπόννησος». Μεταβατικά στη Σταδίου κυριαρχεί το πολυτελέστατο «Μαζέστικ», ενώ από την πλατεία Κολοκοτρώνη και πέρα, το κλίμα αλλάζει άρδην με το «Ακροπόλη Παλλάς» και την κορυφαία κατάληξή του στη «Μεγάλη Βρετάννια».


Αντίστοιχα, στα εστιατόρια και στα καφενεία, υπήρχε μια νότα πολυτελούς κλίματος χαμηλά στη Σταδίου (εστιατόριο «Αβέρωφ»), αλλά όλη η περιοχή και η πλατεία ήταν γεμάτη από μεσοαστικά, όπως το παλιό «Νέον», τα «Ηνωμένα Βουστάσια», του «Ζαχαράτου – Καπερώνη», ο «Μέγας Αλέξανδρος», το «Ελληνικόν» και άλλα, έως τα μικροαστικότερα όπως «το Στέμμα» ή οι ψησταριές των παρόδων και το «Μέγα ζυθοπωλείον Ζαχαράτου» επί της πλατείας.

Καταστήματα

Και στα καταστήματα, το κλίμα άλλαξε βαθμιαία με τελευταία απομεινάρια πολυτελείας του «Χρυσικόπουλου» και κατάληξή τους του Λαμπρόπουλου σε μεσοαστικό επίπεδο, ενώ η πλατεία ήταν σε μια διαρκή πολιορκία από τα πέριξ που απευθύνονταν στον κόσμο της ενδοχώρας (Μεταξουργείο, Ψυρρή), στους επαρχιώτες που έφθαναν με το τρένο στους σταθμούς Πελοποννήσου και Λαρίσης ή με τα λεωφορεία στην Αγίου Κωνσταντίνου και στους κατοίκους των χωριών – προαστίων που οι συγκοινωνίες έφερναν στην Ομόνοια, όπως του Μενιδίου και των Λιοσίων ή και του Πειραιά και των συνοικιών του, μόλις έφθασε το αρχικά ατμοκίνητο και μετά ηλεκτροκίνητο τρένο Πειραιά – Αθήνας.

Μην ξεχνάμε ότι εγγύτατα στην πλατεία, ήταν και ο σταθμός Λαυρίου, που έφερνε τους Μεσογείτες και τους Μαρουσιώτες, και πάντα σε μίξη τα στρώματα, στην Αγίου Κωνσταντίνου το Βασιλικό Θέατρο και στο σταθμό Λαυρίου επιβάτες και για τα αρχοντικά της Κηφισιάς.
Σ’ όλη την εκατονταετία μέχρι το 1955, η πλατεία Ομονοίας ήταν πλατεία, χώρος για τους κατοίκους της Αθήνας, με όποια διαμόρφωση και αν είχε και είναι γνωστό ότι αρκετές φορές άλλαξε τη μορφή της, πότε επειδή κάποιος ρέκτης ή φιλοπρόοδος δήμαρχος ή υπουργός ήθελε να αφήσει το όνομά του σε ένα χώρο «ευρείας χρήσης» από πλατιά στρώματα και ευρεία εκλογική βάση και πότε γιατί οι ανάγκες μετατροπής της σε υπόγειο σταθμό του Ηλεκτρικού, έδιναν την ευκαιρία «εκσυγχρονισμού» της.

Στα τέλη του περασμένου αιώνα, η πλατεία ήταν ήδη διαμορφωμένη με συστάδες δένδρων (κυπαρίσσια και φοίνικες) και με εξέδρα μουσικής στο κέντρο της και στις αρχές του αιώνα ήταν πλέον κατάφυτη με παγκάκια και περιπατητές που αναπαύονταν από την τύρβη της αγοράς που πολιορκούσε την πλατεία σε απόσταση αναπνοής, τα Χαυτεία και η Αθηνάς ήταν πάντα προ των πυλών.

Σταθμός

Από το 1925 έως το 1930, η πλατεία ανασκάπτεται και κατασκευάζεται ο σταθμός του Ηλεκτρικού, που ήταν πριν στην οδό Αθηνάς. Η νέα μορφή της πλατείας δεν είναι πλέον κατάφυτη, αλλά εξακολουθεί να είναι πλατεία. Μαρμάρινα κιγκλιδώματα, περίπτερα και οι δύο, τότε, είσοδοι του ηλεκτρικού της δίνουν έναν αστικό τόνο, που είναι σε εντατική χρήση από τον κόσμο.

Επί Δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη κατασκευάστηκαν (1930) και οι αεραγωγοί του υπογείου και του υποσταθμού της Ηλεκτρικής Εταιρείας με μορφή υψηλών κιόνων, ακαθορίστου ρυθμού, στη βάση των οποίων κάθονταν οι οκτώ από τις εννέα Μούσες από τσιμέντο (η ένατη, παρελείφθη λόγω συμμετρίας, σημειώνει ο Μπίρης), οι οποίες, όμως, αποξηλώθηκαν σύντομα, χαρακτηρισθείσες ως «κακόγουστες».

Δεκαετία του ’50

Η δεκαετία του ’50 είναι καθοριστική για όλη την Αθήνα και φυσικά και για την Ομόνοια. Είναι η εποχή που το κυρίαρχο σύνθημα του «εκσυγχρονισμού» οδεύοντας σε εντελώς λάθος δρόμο, καταστρέφει την ανθρώπινη διάσταση της πόλης.

Η προτεραιότητα δίδεται στο ιδιωτικό αυτοκίνητο και αυτή η πολιτική εκφράζεται σε μια τραγική αναζήτηση χώρου για οδόστρωμα έναντι οιουδήποτε τιμήματος.

Ξηλώνονται τα τραμ, πραγματοποιούνται και σχεδιάζονται διανοίξεις στην καρδιά της Πλάκας (Β. Ολγας μέχρι Αδριανού κ.ά.), που αποτρέπονται την τελευταία στιγμή έπειτα από την -επιτέλους- κατακραυγή του πνευματικού και μέρους του τεχνικού κόσμου, σχεδιάζεται η διάνοιξη της Κοραή μέχρι το Μοναστηράκι και η πόλη παραδίδεται στα χέρια των ευκαιριακών μικροεργολάβων που την μετατρέπουν χωρίς κεφάλαια, με την αντιπαροχή, σε τσιμεντούπολη.

Η Ομόνοια μετατρέπεται από πλατεία σε κυκλοφοριακό κόμβο και αφού αποξηλωθούν όλοι οι επ’ αυτής χώροι, περίπτερα, παγκάκια, μαρμάρινα ή μη πεζούλια και κιγκλιδώματα, διαμορφώνεται σε αμφιλεγόμενο κατασκεύασμα – κέντρο του κόμβου, αποκλείεται η πρόσβαση πεζών στη λεγόμενη πλέον «πλατεία» και υπογείως κατασκευάζεται μια άλλη πλατεία για δευτέρας κατηγορίας πολίτες, τους πεζούς.


Οι περίφημες κυλιόμενες κλίμακες, που όποτε λειτουργούσαν αποτελούσε είδηση, τα μικρομάγαζα της υπόγειας στάθμης που γρήγορα άρχισαν να χάνουν την αρχική αίγλη τους, η αποπνικτική ατμόσφαιρα του χώρου, είναι τώρα τα νέα δεδομένα που σε συνδυασμό με τις γενικότερες αλλαγές στον αθηναϊκό χώρο οριστικοποιούν επιτέλους στην Ομόνοια έναν χαρακτήρα που επί εκατόν είκοσι χρόνια προσπαθούσε να αποφύγει.

Το επίγειο μέρος της πέρασε από τότε πολλές αναμορφώσεις. Περιλάμβανε κατ’ αρχήν μια λίμνη με συντριβάνια και αρχικά το εναπομένον τμήμα μεταξύ λίμνης και οδοστρώματος βοτσαλοστρώθηκε με λευκά και πράσινα βότσαλα (τα πράσινα απεικόνιζαν μια φιδωτή φιγούρα γύρω από τη λίμνη).

Σύνθεση

Η όλη σύνθεση προκάλεσε καυστικά σχόλια και έδιδε τροφή στους γελοιογράφους, όπως ο Μποστ που απεικόνιζε μέσα στη λίμνη τη γοργόνα να ερωτά τον τροχονόμο αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος και να παίρνει τη φυσικότατη απάντηση «ζει και βασιλεύει και ωραιότατο πατσά μαγειρεύει», υπονοώντας το επί της πλατείας ομώνυμο πασίγνωστο εστιατόριο, ενώ άλλοι την αποκαλούσαν «δίσκο μνημοσύνου».

Τα συντριβάνια, ένα κατακόρυφο και ένα λοξό, έλεγαν ότι το μεν χρησίμευε ως ανεμοδείκτης, όταν το νερό έπεφτε επί της Σταδίου φύσαγε βορειοδυτικός, ενώ όταν κατάβρεχε τους περαστικούς της 3ης Σεπτεμβρίου, νοτιοανατολικός, το δε λοξό, είτε ότι «σημάδευε την Μόσχα» (ήταν η εποχή που ο Χρουστσόφ είχε απειλήσει ότι θα ρίξει πυραύλους στην Ακρόπολη), είτε ότι συμβόλιζε το (λοξό) μυαλό των αρχιτεκτόνων.

Ακόμη, εκ των υστέρων θυμήθηκαν ξανά την αναγκαιότητα ενός αεραγωγού, και η εσπευσμένη κατασκευή του εν είδει φουγάρου, ενέπνευσε τον ανεξάντλητο Μποστ να αναφωνεί μεταξύ των άλλων «υπέροχος πλατία με τον φωτιζμόν, δεικνίης εις τους ξένους τον πολιτιζμόν, οι κρότοι δε των καθιζήσεων, θα τακτοποιηθούν δια τεχνικών λύσεων».

Πριν παρέλθει δεκαετία, ανακατασκευάστηκε σε διάφορες μορφές, πλακοστρώθηκε πάλι ξηλώθηκε και φυτεύθηκε γκαζόν, διαλύθηκαν τα συντριβάνια και τοποθετήθηκαν επάλληλοι υαλοπίνακες ως έργον τέχνης, πάντα όμως το «άβατον» για τους πεζούς παρέμενε με αυξανόμενη αυστηρότητα, πλην των τουριστών που πλένουν τα πόδια τους στην λίμνη όταν έχει καύσωνα.

Ο χώρος σήμερα της «πλατείας» αποτελείται πλέον από τα πεζοδρόμια στις συμβολές των οδών που συγκλίνουν σ’ αυτήν όπου και εκτυλίσσεται όλη η ζωή της εις τον επίγειον κόσμον, (στον υπόγειο συνεχίζεται, βέβαια, ανάμεσα στους περαστικούς που βιάζονται είτε να κατέβουν στον Ηλεκτρικό, είτε να περάσουν ξαναβγαίνοντας στην επιφάνεια, και σε εκείνους που αποτελούν τους «θαμώνες» της, και που παραλλάσσουν με τις διάφορες ώρες του εικοσιτετραώρου).

Οταν κατεδαφίστηκε το τελευταίο απομεινάρι μιας άλλης εποχής, το θέατρο Κοτοπούλη, ως αίθουσες θεαμάτων παρέμειναν πλέον μόνον εκείνες που κατά τον Τσιφόρο «έπαιζαν με τάλλαρον εν, έργατα δύο, εν γκαγκστερικόν και το άλλο σεξουάλα διά να συμπληρώνεται και η μόρφωσις».

Kατάσταση

Σήμερα η Ομόνοια, έχει έναν δικό της χαρακτήρα, που παραλλάσει ανάλογα με την ώρα, αλλά που δεν μπορεί κανείς να τον κατατάξει μονοσήμαντα. Μπορεί να έχει χάσει ίσως ανεπιστρεπτί τη μεγαλοαστική πολυτέλεια (χωρίς καθόλου αυτό να είναι μομφή) αλλά δεν έχει χάσει αυτό που κέρδιζε σιγά-σιγά επί εκατόν είκοσι έτη: την πολυποίκιλη σύνθεση ολόκληρης της αθηναϊκής κοινωνίας που είναι παρούσα σχεδόν στο σύνολό της εκεί.

Αλλωστε, η θέση της στον αθηναϊκό χάρτη, μόνο σε μια τέτοια σύνθεση θα μπορούσε νομοτελειακά να οδηγήσει, η Ομόνοια είναι, όπως την χαρακτηρίζει ο Καιροφύλλας, ο «ομφαλός της Αθήνας», και είναι το σταυροδρόμι όλων σχεδόν των κοινωνικών ομάδων της. Το μόνο που της λείπει ασφυκτικά, είναι ο επίγειος χώρος.

Ποια περιοχή όμως της Αθήνας έχει πλέον χώρο για Ανθρώπους…;

Επιλογή βασικής βιβλιογραφίας:

1) Κ. H. Μπίρη: Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα. Αθήναι 1961.
2) Μ. Σκαλτσά: Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα. θεσσαλονίκη 1983.
3) θ. Παπαϊωάννου: Ενθύμιον Αθηνών. Αθήναι 1984 (2η έκδ. 1990).
4) Γ. Παπακώστα: φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας. Αθήνα 1988.
5) Γ. Μ. Σαρηγιάννη: H νομοτέλεια της εξέλιξης του αττικού τοπίου. Στον κατάλογο της έκθεσης «Αττικό τοπίο» του ΥΠΠΟ, Αθήνα 1989.
6) Γ. Καιροφύλα: η σειρά για την Αθήνα από το 1830 ως σήμερα (H ρομαντική Αθήνα, H Αθήνα της Μπελ-Επόκ, H Αθήνα του Μεσοπολέμου, H Αθήνα του ’40 και της Κατοχής, H Αθήνα μετά τον Πόλεμο, H Αθήνα στην Δεκαετία του ’50, που εκδίδονται από το 1983 ως σήμερα από τις εκδόσεις «Φιλιππότη»).
7) Γ. Γκίκα: Ρούα Ρούχου. Αθήνα 1987.
8) Δ. Σκουζέ: H Αθήνα που έφυγε. τ. 1ος Αθήναι 1961, τ. 2ος 1967.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top