Μάθηση χωρίς σκέψη είναι χαμένος κόπος. Σκέψη χωρίς μάθηση είναι κίνδυνος. Κομφούκιος*
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- Αρχική σελίδα
- Ταινίες
- Ντοκιμαντέρ
- Καλλιτεχνικά / Εκπαιδευτικά
- Οικολογία
- Φωτογραφία
- Δικαιώματα των Ζώων
- Περιβαλλοντική Εκπαίδευση
- Η ελληνική ως ξένη γλώσσα
- Δραματοθεραπεία
- Online Περιοδικά
- Διαδικτυακές διαλέξεις
- Εκπαιδευτικά Project
- Ψηφιακές Βιβλιοθήκες
- Μουσεία / Γκαλερί
- Street Art
- Εκθέσεις-Εκδηλώσεις
- Visual Research
- Απόψεις
- Κριτικοί Εκπαιδευτικοί Αναστοχασμοί
- BLOG 2
26 Νοεμβρίου 2011
Ψυχανάλυση και Θρησκεία
Από το βιβλίο του κυρίου Θανάση Τζαβάρα σχετικά με την ψυχανάλυση και την θρησκεία .
Η Ψυχανάλυση για τη Θρησκεία
Η ψυχαναλυτική θεωρία , παρ΄όλον ότι στα αρχικά της στάδια διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο από νευροβιολογικές αναφορές και τις εμπειριστικές θετικιστικές φιλοδοξίες του Φρόιντ, σχετικά πρώιμα χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τα τρέχοντα καθημερινά αλλά και τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα. Έτσι, ενώ η ψυχανάλυση, ως θεωρία του ατομικού ψυχισμού, παραμένει σαφώς ελλιμενισμένη στη νεύρο-βιολογική καταγωγή της (βλέπε π.χ. την σημασία των ορμών στην ψυχική ζωή), το άτομο βιώνει και επιβιώνει μέσα και χάρη στην ανθρώπινη μονάδα, την κοινωνία. Αυτή η διαπίστωση αναδείχθηκε συν τω χρόνω τόσο σημαντική για την ψυχανάλυση ώστε, χωρίς υπερβολή, μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως μια θεωρία κοινωνικής καταγωγής της ατομικής ψυχολογίας .
Αυτή η αναγνώριση του σημαντικού ρόλου των ποικίλων κοινωνικών φαινομένων, από την λειτουργία της οικογενειακής μονάδας μέχρι την σημασία της μεγάλης μονάδας, για την επιβίωση, των εξανθρωπισμό του ανθρώπινου είδους και εντέλει την ποιότητα της ζωής του ανθρώπου, εμπλούτισε την ψυχαναλυτική σκέψη αλλά και κατ’ ανταπόδοση φώτισε τις κοινωνιολογικές θεωρήσεις με μείζονες έννοιες της φροϋδικής προσέγγισης.
Χωρίς αμφιβολία, ένα μείζον πεδίο κοινού προβληματισμού μεταξύ ψυχανάλυσης και κοινωνιολογίας υπήρξε το παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο της θρησκευτικότητας και κυρίως οι συνακόλουθές της ατομικές και ομαδικές συμπεριφορές . Άλλωστε σε αυτό το σημείο προέκυψαν τα μείζονα σημεία διαφωνιών και συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων επιστημονικών θεωρήσεων και εκείνων των θεσμών, που διοικούν και διαχειρίζονται τα θρησκευτικά φαινόμενα μέσα στην ιστορία και την κοινωνία. Θα πρέπει να διευκρινίσει πως αυτές οι συγκρούσεις δεν έχουν άμεση σχέση με τις θεωρητικές διαμάχες μεταξύ θεολογίας, φιλοσοφίας και επιστήμης αλλά συμβαίνουν κατά κανόνα στο εδώ και τώρα της ιστορικής και γεωγραφικής συγκυρίας . Επιπλέον, ας τονιστεί πως η ψυχαναλυτική προσέγγιση της θρησκευτικής συμπεριφοράς – όπως άλλωστε κάθε ανθρώπινης επιλογής και συμπεριφοράς – δεν έχει κανέναν ρυθμιστικό ή κανονιστικό χαρακτήρα και ότι το πρωτείον κάθε ψυχαναλυτικής προσέγγισης είναι η ελευθερία και η αυτονομία του Υποκειμένου.
Η Σύγχρονη δυτική επιστήμη, σχηματικά κάπως, καθορίστηκε από την σύγκληση της ελληνικής, των προσταγμάτων του διαφωτισμού και των οραμάτων των διαφόρων κοινωνικών κινημάτων με πρότυπο την γαλλική επανάσταση . Δημιούργημα της ορθολογικότητας και της δημοκρατίας , η επιστημονική κοινότητα όρισε έναν καινούργιο τρόπου συνύπαρξης , όπου η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης κατέχει το πρωτείο ως προς την όποια αυθεντία , τον αυταρχισμό και κάθε δογματικότητα . Η δημοκρατία των ομοίων και τω ισότιμων (la republic des pairs) που χαρακτηρίζει την κοινωνικότητα της παιδείας και της γνώσης καθώς και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων , μπορούν να θεωρηθούν κατακτήσεις αυτής της νέας κατάστασης των κοινωνικών πραγμάτων στην νεωτερικότητα και της συμπορευσής της με την επιστημονική επανάσταση.
Ο Φρόιντ ως ερευνητής και διανοητής , οι μαθητές του και συνεχιστές του έργου του και η ψυχανάλυση ως θεωρία του ανθρώπινου ψυχισμού και της κατανόησης της ψυχοπαθολογίας, είναι σαφής απόγονοι του διαφωτισμού και συμμετέχουν ενεργά στο νέο επιστημονικό και ορθολογικό κίνημα της νεωτερικότητας . Οι προσφυείς ψυχαναλυτικές απόψεις σχετικά με τη διφυή υπόσταση, τη διχασμένη φύση του ανθρώπινου υποκειμένου προσφέρουν εντελώς νέες ιδέες σχετικά με τον προβληματισμό για τους βαθμούς ελευθερίας του ατόμου, τους όρους αλλοτρίωσης του και φυσικά για το αυτεξούσιων του ανθρωπίνου υποκειμένου . Έτσι η ψυχανάλυση συναντά τους προβληματισμούς των φιλοσόφων, των κοινωνιοψυχολόγων και των θεολόγων για το θρησκευόμενο άτομο και το θρησκευτικό φαινόμενο και εντέλει συμμετέχει σε κάθε καλόπιστο διάλογο όταν τυγχάνει να προσκαλείται. Άλλωστε μέσα στα ποικίλα ψυχαναλυτικά περιβάλλοντα συναντάμε ψυχαναλυτές οι οποίοι με τον προβληματισμό τους και τη θρησκευτική τους πρακτική εμπλούτισαν με καινούργιες προτάσεις τη συνάντηση της πίστης, του θρησκευτικού βιώματος και της ψυχαναλυτικής πρακτικής. Βέβαια θα πρέπει να τονιστεί προς πρώιμα στη ιστορία της ψυχανάλυσης οι σχέσεις των ψυχαναλυτών με μερικούς φιλοσόφους και θεολόγους, αλλά κυρίως με τα πάσης φύσεως ιερατεία, υπήρξαν προβληματικές και συχνά εχθρικές. Ακόμη και σήμερα μετά από έναν αιώνα παρουσίας της ψυχανάλυσης και της καταξίωσης της ως έναν μείζον γεγονός του πολιτισμού και της κουλτούρας, η φροϋδική σκέψη και κληρονομιά εξακολουθούν να παίζουν το ρόλο του μείζονος και δαιμονικού κακού για τα αφελή πνεύματα .
Η "ψυχρή" κλινική ματιά του ψυχαναλυτή, που αναγνωρίζει στην ατομική θρησκευτική συμπεριφορά τα χαρακτηριστικά μιας θεσμοθετισμένης νεύρωσης – όπως άλλωστε για παράδειγμα, είναι και κάθε ερευνητική επιστημονική δραστηριότητα – ενοχλεί, διότι αυτή η άποψη, στηριζόμενη εμπειρικά, μπορεί να καταδείξει την εξίσου ευεργετική ή βλαβερή σημασία της για το άτομο ανάλογα με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, που εκδηλώνεται. Όπως τονίστηκε πιο πάνω, η ψυχανάλυση δεν διαθέτει μια επαρκή θεωρία για την κοινωνία και επομένως δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι μπορεί να εξηγήσει όλο το φάσμα των θρησκευτικών φαινομένων. Η ψυχανάλυση παραμένει όμως μία μείζων συμβολή στην προσπάθεια αυτογνωσίας του ανθρωπίνου υποκειμένου μέσα στην ιστορία και ενισχύει την ενσυναίσθησή του επισημαίνοντας τις παρεκκλίσεις και παλινδρομήσεις ως προς τις κατακτήσεις του πολιτισμού, της δημοκρατίας και εντέλει της ελευθερίας .
Αυτή η συμβολή της ψυχανάλυσης δεν έλκει την αξία από κάποια αυθεντία ή ιδιοκτησία της όποιας αλήθειας, αλλά προέρχεται από την επώδυνη εμπειρία των ίδιων των ψυχαναλυτών σχετικά με τις κοινωνικές τους σχέσεις και δεσμούς. Οι ψυχαναλυτικοί δεσμοί, παρ΄όλη την θεωρητική τους θωράκιση και την αυξημένη προσπάθεια των ψυχαναλυτών για αυτογνωσία μέσα από την προσωπική ψυχαναλυτική τους πορεία , κάθε άλλο παρά πρότυπα μπορούν να θεωρηθούν δημοκρατικότητας και κοινωνίας των ομοίων . Γι αυτό, με εκκίνηση την προσωπική της επώδυνη εμπειρία με διασπάσεις αυταρχικότητα και προσωπολατρίες, η ψυχαναλυτική κοινότητα καλείται να διαθέτη αυξημένη εγρηγόρηνση για τα θέματα της ανελευθερίας και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου μέσα στον τρέχοντα αιώνα . Και να είναι μία διαυγής φωνή της συνείδησης και η μνήμη μιας κοινωνίας που βρίσκεται εκτεθειμένη σε παλιρροϊκά κύματα παλινδρόμησης σε ποικίλους ρατσισμούς, ξενοφοβίες και τη μισαλλοδοξία.
Όταν σε μία εποχή, που για λόγους πολιτικό-ιστορικούς βέβαια (ξανά)ακούγονται φωνές καρδιναλίων, αρχιραβίνων, Αγιατολαχ και μουλάδων, κομισάριων και αρχιεπισκόπων περί φυλής, φόβου του άλλου ή του ξένου κ.λ.π., τότε η αναφορά πρέπει να είναι χωρίς ίχνος αμφιβολίας στην δίνη του Σταλινισμού, στις τραγωδίες του ναζισμού και του φασισμού, στη λαίλαπα των ποικίλων δικτατοριών ανά τον κόσμο, της Ελλάδας συμπεριλαμβανόμενης. Σε αυτή την ιστορική στιγμή και οι ψυχαναλυτές, με όση αρετή και τόλμη διαθέτουν, θα πρέπει να ενώσουν την προσπάθειά τους, έτσι ώστε η Ελευθερία του Νου και της Ψυχής να συνεχίσει να λειτουργεί στο δυνατόν πιο υψηλό βαθμό και σε τούτη την ελληνική κοινωνία και στην παγκόσμια κοινότητα.
Θανάσης Τζαβάρας
Ψυχαναλυτής
Καθηγητής Ψυχιατρικής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου