19 Ιουνίου 2012

ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

Η φιλοσοφία των αρχαίων Σκεπτικών, όπως και των Στωικών αποσκοπούσε στην εξασφάλιση ενός ευδαίμονος βίου μέσω της αταραξίας. Πίστευαν ότι η προσπάθειά μας να συλλάβουμε την αληθινή ουσία των πραγμάτων γύρω μας είναι μια επιζήμια ματαιοπονία που διαταράσσει τη γαλήνη της ψυχής μας.

Η βασική τους επιχειρηματολογία βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αμφισβήτηση των Σοφιστών, παρά στην μεταφυσική του Πλάτωνα και τη λογική του Αριστοτέλη. Οι εννοιολογικές κατηγορίες του αληθινού και του ψεύτικου, του καλού και του κακού ή του δίκαιου και του άδικου δεν έχουν καμιά οντολογική αξία γι’ αυτούς, παρά μόνο μια καθαρά υποκειμενική και πολιτισμική σημασία.

Οι Σκεπτικοί πίστευαν, όπως και οι Σοφιστές, πώς για κάθε θέμα υπάρχουν δύο εντελώς αντίθετες απόψεις, με εξίσου ισχυρά επιχειρήματα, χωρίς να μπορεί να αξιολογηθεί η μία σαν καλύτερη από την άλλη, «ορθότερη» ή «αληθέστερη». Η άποψη τους αυτή καθιερώνει τη λεγόμενη ισοσθένεια των επιχειρημάτων και τη ματαιοπονία της αναζήτησης μιας οποιασδήποτε αντικειμενικής αλήθειας για τα πράγματα. Αν υπήρχε πραγματικά ένα «σωστό» κριτήριο αξιολόγησης ή απόδειξης της αλήθειας, τότε πρέπει η ορθότητά του αυτή να έχει αξιολογηθεί από κάποιο άλλο κριτήριο, το οποίο με τη σειρά του να έχει αξιολογηθεί από κάποιο άλλο κ.ο.κ., σε μια ατέρμονη κυκλική επιχειρηματολογία ή αναδρομή στο άπειρο. Αυτή ακριβώς η εκ των πραγμάτων αναγκαστική κυκλική επιχειρηματολογία κάνει τις αντιτιθέμενες απόψεις ισοσθενείς, με αποτέλεσμα ο ανθρώπινος νους να οδηγηθεί στην «εποχήν» (διαβάστε το σαν «αποχή»), στην αναστολή δηλαδή της λήψης μιας απόφασης υπέρ ή κατά κάποιας άποψης, μέχρι να δεχτεί πρόσθετες πληροφορίες. Η βεβαιότητα για τα πράγματα καταντά τελικά σημάδι ανοησίας.

Ο Σκεπτικισμός σύμφωνα με τον Μπέρτραντ Ράσελ «είναι λογικά άψογος, αλλά ψυχολογικά αδύνατος”. Η κριτική αυτή υπήρξε και από την αρχαιότητα εναντίον των Σκεπτικών, ότι δηλαδή αυτοί βρισκόμενοι σε συνεχή «εποχήν» έμεναν αδρανείς για όλα τα πρακτικά ζητήματα της ζωής. Με άλλα λόγια, παρόλο που δεν είχαν κανένα λογικό σφάλμα στην θεωρητική τους αυτή τοποθέτηση, έρχονταν αναγκαστικά σε αντίφαση με την πρακτική τους στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων της ζωής. Για να άρει αυτή την αντίφαση ο Σκεπτικός Καρνεάδης πρότεινε την πιθανολογική αξιολόγηση της στάσης μας απέναντι στα πρακτικά ζητήματα με βάση το υποκειμενικό "ως επί το πλείστον".

Ο Σκεπτικισμός διακρίνεται σε 4 Φάσεις: τους αρχαιότερους Σκεπτικούς, με πιο γνωστούς τον τον ιδρυτή της σχολής Πύρρωνα (360-270 π.Χ.) και τον Τίμωνα το Φλειάσιο (320 - 230 π.Χ.), τη Μέση Ακαδημία με σημαντικότερο τον Αρκεσίλαο (315 - 241 π.Χ.), τη. Νέα Ακαδημία: με τον Καρνεάδη και τέλος τους νεότερους Σκεπτικούς με τον Αινησίδημο και τον Σέξτο τον Εμπειρικό.


ΠΥΡΡΩΝ

Σύμφωνα με το Πύρρωνα δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αληθινή γνώση με τις αισθήσεις μας διότι τα αντιληπτικά δεδομένα δεν μας πληροφορούν για το πως πραγματικά είναι ο κόσμος (τα όντα), αλλά μόνο για το πώς αυτός φαίνεται (φαινόμενα). Όλες οι απόψεις είναι έτσι υποκειμενικές, πρόσκαιρες, και μπορούν να αλλάξουν με κατάλληλα επιχειρήματα. Μια οποιαδήποτε πρόταση είναι το ίδιο αληθινή όσο και ψευδής. Διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες είναι εξίσου έγκυρες. Οι αντικρουόμενες απόψεις είναι έτσι ισοσθενείς. Η πιο συνετή επομένως γνωσιολογική στάση είναι η αποδοχή της αγνωσίας, η εγκατάλειψη της βεβαιότητας και η αποφυγή των συμπερασμάτων και των οριστικών τοποθετήσεων.

Η γνωστική αυτή τοποθέτηση εκφράζεται με το φιλοσοφικό όρο εποχή (παύση της κρίσης) και το ουδέν μάλλον (τίποτε περισσότερο, ούτε αυτό ούτε το άλλο).
Με αυτό τον τρόπο οι σκεπτικοί δεν αμφισβητούν την οπτική των απλών ανθρώπων, αλλά τους ισχυρισμούς των φιλοσόφων ότι μπορούν να πετύχουν την βέβαιη, αντικειμενική γνώση.

Η μαχητική, μεθοδική αναζήτηση της αλήθειας συνοδεύεται από ταραχή, ενώ η έντιμη αποδοχή της αγνωσίας συνοδεύεται από ψυχική ηρεμία, εσωτερικό ησυχασμό και αταραξία.

Όπως μας πληροφορεί ο επίσκοπος της Καισαρείας Ευσέβιος, σύμφωνα με τον Πύρρωνα ''είναι αδύνατον να διακρίνουμε, να μετρήσουμε και να κρίνουμε τα πράγματα: τα μεν ουν πράγματα αποφαίνειν επ' ίσης αδιάφορα και αστάθμητα και ανεπίκριτα, διότι ούτε τα δεδομένα των αισθήσεών μας, ούτε οι απόψεις μας μπορούν να είναι αληθινές ή ψεύτικες. Δεν πρέπει λοιπόν να εμπιστευόμαστε τις κρίσεις μας, αλλά να αποφεύγουμε να διατυπώνουμε άποψη, ούτε να κλίνουμε προς τη μια ή την άλλη πλευρά, αλλά να είμαστε κατηγορηματικοί, θεωρώντας για το κάθε επιμέρους πράγμα ότι αυτό δεν είναι περισσότερο απ' το ότι δεν είναι ή ότι ούτε είναι ούτε δεν είναι κάτι. Το αποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι η αφασία, (η μη εκφορά κρίσης ή βεβαιότητας για τίποτα, ένα άλλο συνώνυμο της «εποχής») και μετά αταραξία (εσωτερική ηρεμία)''.

Ο Πύρρων ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τη θεωρία της ακαταληψίας, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα πράγματα στην ουσία τους. Σύμφωνα με το Διογένη το Λαέρτιο:

ουδέν γαρ έφασκεν ούτε καλόν, ούτε αισχρόν, ούτε δίκαιον, ούτε άδικον. Και ομοίως επί πάντων μηδέν είναι τη αληθεία νόμω, νόμω δε και έθει πάντα τους ανθρώπους πράττειν, ού γαρ μάλλον τόδε και τόδε είναι έκαστον.

(διότι έλεγε ότι κανένα πράγμα δεν είναι ούτε ωραίο, ούτε άσχημο, ούτε δίκαιο, ούτε άδικο. Και παρόμοια για όλα ότι κανένα δεν έχει αληθινή ύπαρξη. Απλά όλες τις πράξεις τους τις κάνουν οι άνθρωποι από υποκειμενική αντίληψη και συνήθεια. Διότι για κανένα πράγμα δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι τούτο και όχι εκείνο.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Πύρρων λειτουργούσε και στην καθημερινή του σύμφωνα με τις αρχές της φιλοσοφίας του, χωρίς να προσπαθεί να αποφύγει τίποτα, αντιμετωπίζοντας τα πάντα, άμαξες, γκρεμούς και σκυλιά και μην αναγνωρίζοντας γενικά την εγκυρότητα των αισθήσεων.

Ο μαθητής του Πύρρωνα, Τίμων, ανέφερε (Ευσέβιος) ότι σύμφωνα με το δάσκαλό του, αυτός που θέλει να αποκτήσει την ευδαιμονία πρέπει να αποβλέπει σε τρία πράγματα:

Πρώτον μεν οποία πέφυκε τα πράγματα. Δεύτερον δε, τίνα χρή τρόπον ημάς προς αυτά διακείσθαι.Τελευταίον δε, τι περιέσται τοις ούτως έχουσιν. Τα με ουν πράγματα φησίν αυτόν αποφαίνειν επ’ ίσης, αδιάφορα και αστάθμητα και ανεπίκριτα, διά τούτο μήτε τας αισθήσεις ημών μήτε τας δόξας αληθεύειν ή ψεύδαισθαι. Διά τουτο ουν μηδέ πιστεύειν αυταίς δειν, αλλά αδοξάστους και ακλινείς και ακραδάντους είναι… Τοις μέντοι διακειμένοις ούτω περιέσεσθαι. Τίμων φησίν πρώτον μεν αφασία, έπειτα δ’ αταραξίαν, Αινησίδημος δε ηδονήν.

(Πρώτον ποια είναι η φύση των πραγμάτων. Δεύτερο ποια θέση πρέπει να παίρνουμε ως προς αυτά. Και τελευταίο ποιο κέρδος θα έχουμε παίρνοντας αυτή τη θέση. Τα πράγματα, αυτός αποδεικνύει, είναι εξίσου αδιάφορα και ανεπίδεκτα κρίσεως. Γι’ αυτό ούτε οι αισθήσεις μας, ούτε οι λογικές κρίσεις μας είναι αληθείς ή ψευδείς. Δεν πρέπει επομένως να έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτές, αλλά να μη σχηματίζουμε καμιά ιδέα, να μην έχουμε καμιά προτίμηση και να μην υποκείμεθα σε καμιά ταραχή. Όσοι κρατούν αυτή τη στάση, έχουν σαν κέρδος την αφασία (τη μη διατύπωση κρίσης), μετά την αταραξία και, σύμφωνα με τον Αινησίδημο, επίσης την ηδονή).

Σύμφωνα με μια θεωρία ο Πύρρων κατέληξε σε αυτές τις φιλοσοφικές θεωρίες μετά από τον επηρεασμό του από τους Ινδούς γυμνοσοφιστές, τους οποίους γνώρισε κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην οποία είχε λάβει μέρος. Άλλοι όμως υποστηρίζουν ότι διδασκαλία του μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το συνδυασμό της άποψης του Δημοκρίτου για την υποκειμενικότητα των αισθήσεων με τις αντιλήψεις της Μεγαρικής Σχολής και ιδιαίτερα του Στίλπωνα.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της ακαταληψίας, ούτε οι αισθήσεις, ούτε η λογική σκέψη μπορούν να μας αποκαλύψουν την αληθινή ουσία των όντων. Ο Τίμων παρομοίαζε τις αισθήσεις μας και τη σκέψη με δυο μεγάλους απατεώνες της εποχής του, τον Ατταγά και τον Νουμήνιο και συνήθιζε να λέει σαν παροιμία εναντίον εκείνων που δέχονταν την αξιοπιστία των αισθήσεων, όταν τις συνοδεύει η μαρτυρία του νου: «Ίδομεν εταιρίαν ο Ατταγάς και ο Νουμήνιος»….

Τίποτα δεν μπορούμε να δεχθούμε σαν αληθινό. Διότι για κάθε ζήτημα υπάρχουν επιχειρήματα θετικά και αρνητικά, με την ίδια λογική ισχύ, ισοσθένειαν των λόγων, όπως την αποκαλούσε ο Τίμων. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια αντίληψη εξέφρασε αργότερα και ο Καντ στο τμήμα της «Κριτικής του Καθαρού Λόγου» που πραγματεύεται την «υπερβατική διαλεκτική». Εκεί αποδεικνύει ότι ο καθαρός λόγος προσπαθώντας να επιλύσει τα προβλήματα των αντινομιών (της περατότητας και απειρότητας του κόσμου, της αιτιότητας και της ελευθερίας κ.λ.π.) εμπλέκει σε αντιφάσεις και μπορεί να παρουσιάσει τόσο θετικά όσο και αρνητικά επιχειρήματα, με τον ίδιο μάλιστα βαθμό λογικής αποδεικτικότητας.

Η φιλοσοφία έτσι των αρχαίων Σκεπτικών μοιάζει με την Καντιανή φιλοσοφία. Και αυτοί δεν αρνούνται ότι υπάρχουν εξωτερικά αντικείμενα, αλλά υποστηρίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι όπως μας τα παρουσιάζουν οι αισθήσεις μας: «οία γαρ φαίνεται τα πράγματα, μη τοιαύτα είναι εν τη φύσει, αλλά μόνον φαίνεσθαι. Ζητείν τα’ έλεγον ουχ άπερ νοούσιν ό,τι γαρ νοείται δήλον, αλλά ων ταις αισθήσεις μετίσχουσι» (Διογένης Λαέρτιος 9.78) (Διότι τα πράγματα δεν είναι στην πραγματικότητα όπως φαίνονται, αλλά μόνον φαίνονται ότι είναι έτσι. Και έλεγαν ότι αντικείμενο της έρευνάς τους δεν ήταν τα νοούμενα, διότι καθετί που νοείται είναι φανερόν, αλλά εκείνα τα πράγματα τα οποία γίνονται αντιληπτά μερικώς από τις αισθήσεις).

Το χωρίο αυτό είναι σημαντικό, διότι δείχνει ότι οι Σκεπτικοί είχαν διαχωρίσει τα νοούμενα από τα εμπειρικά αισθητά αντικείμενα (φαινόμενα), πολύ πριν τον Κάντιο.

Η άρνησή τους να πάρουν θέση ήταν τόσο καθολική που περιελάμβανε και αυτόν ακόμα τον εαυτό της. Όχι μόνο δεν όριζαν κανένα πράγμα, αλλά αναιρούσαν και αυτόν ακόμη τον ορισμό, ότι δηλαδή δεν όριζαν τίποτα. Όπως επισημαίνει ο Διογένης ο Λαέρτιος:

Διετέλουν δε οι Σκεπτικοί τα των αιρέσεων δόγματα πάντα ανατρέποντες. Αυτοί δε ουδέν αποφείνοντο δογματικώς. Έως δε του προσφέρεσθαι τα των άλλων δόγματα μηδέν ορίζοντες, μητ’ αυτό τούτο. Ώστε και το μη ορίζει ανήρουν λέγοντες οίον «Ουδέν ορίζομεν» επεί ώριζον αν».

(Συνεχώς οι Σκεπτικοί ανέτρεπαν όλα τα δόγματα των φιλοσοφικών σχολών, ενώ οι ίδιοι δεν διατύπωναν καμιά δογματική πρόταση. Κατά την έκθεση μάλιστα των δογμάτων των άλλων σχολών, αυτοί δεν προβαίνουν σε κανέναν ορισμό, αποφεύγοντας να παρουσιάσουν σα δική τους την αρχή και το ότι δεν προβαίνουν σε κανένα ορισμό. Δεν λένε π.χ. «ουδέν ορίζομεν», διότι σε αυτή την περίπτωση θα παρουσίαζαν κάποιον (έστω και αρνητικό) ορισμό.

Φαίνεται έτσι ότι οι Σκεπτικοί έτειναν προς τον απόλυτο και γενικευμένο σχετικισμό.

Με τη λέξη «εποχήν» οι αρχαιότεροι Σκεπτικοί εννοούσαν την αναστολή του σχηματισμού οποιασδήποτε κρίσης. Την αποφυγή του “ναι” ή του “όχι” . Την πλέρια ισορροπία του ζυγού, χωρίς καμιά κλίση προς το ένα ή στο άλλο μέρος.. Γι’ αυτό ένας άλλος χρησιμοποιούμενος, ισοδύναμος όρος είναι η «αρρεψία», το να μη ρέπει κανείς ούτε προς την κατάφαση ούτε προς την άρνηση, όπως ακριβώς και ο όρος «αφασία», το να μην εκφέρει δηλαδή καμία γνώμη. Τον όρο «εποχή» επανέφερε στην φιλοσοφική ορολογία του 20ου αιώνα ο ιδρυτής της φαινομενολογικής σχολής Χούσρελ. Εποχή είναι σύμφωνα με αυτόν, το να αποφύγουμε να εκφράσουμε μια κρίση για την ύπαρξη του μελετούμενου αντικειμένου. Με αυτό τον τρόπο βλέπουμε τα πράγματα μόνο σα φαινόμενα. Κατά τον Χούσρελ, ο τρόπος αυτός μας βοηθά να υψωθούμε στη θεώρηση του καθαρού είδους των φαινομένων και να πραγματοποιήσουμε τη λεγόμενη «φαινομενολογική αναγωγή».

Η αταραξία τώρα είναι η ψυχική διάθεση που προκύπτει από την ακαταληψία της εποχής. Απαλλασσόμενη η ψυχή από τις ψευδείς δοξασίες και αποκτώντας την επίγνωση ότι ο κόσμος είναι ένα απλό φαινόμενο, συνηθίζει να μη συγκινείται από όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτόν. Η αταραξία αυτή αποτελεί τη μόνη δυνατή για τον άνθρωπο ευδαιμονία. Ο Πύρρων, σύμφωνα με τον Τίμωνα, απάλλαξε τους ανθρώπους από τη τυραννία των ψευδών δοξασιών και έδειξε με πιο τρόπο συμπεριφοράς μπορεί να ζήσει κάποιος στον κόσμο σα θεός.

Η επίδραση των διδασκαλιών του Πύρρωνα είναι εμφανής στον Στωικό Αρίστωνα τον Χίο. Παρότι αυτός ήταν μαθητής του Ζήνωνα, απομακρύνθηκε σε πολλά καίρια σημεία από τα δόγματα της Στωικής διδασκαλίας και απέκλινε προς τον κυνικό ηδονισμό και τον πυρρωνισμό. Όπως έλεγε, ο ηθικός σκοπός της ζωής είναι το να ζει κανείς δείχνοντας πλήρη αδιαφορία απέναντι στα πράγματα, τα οποία βρίσκονται μεταξύ αρετής και κακίας, χωρίς να αναγνωρίζει σε αυτά καμιά διαφορά, αλλά διατηρώντας την ίδια ψυχική κατάσταση απέναντι σε όλα. Διότι, υποστήριζε, ο σοφός μοιάζει με τον καλό ηθοποιό, ο οποίος παίζει το ίδιο καλά το ρόλο του Θερσίτη ή το ρόλο του Αγαμέμνονα. Παρομοίαζε τους διαλεκτικούς λόγους των φιλοσόφων με τους ιστούς των αραχνών, οι οποίοι παρότι έχουν τεχνική εμφάνιση, είναι άχρηστοι. Δε δεχόταν επίσης ούτε την ύπαρξη πολλών αρετών, όπως ο Ζήνωνας, ούτε της μιας Αρετής με τα πολλά ονόματα, όπως υποστήριζαν οι φιλόσοφοι της Μεγαρικής Σχολής, αλλά αναγνώρισε σαν αρετή το να έχουμε μια ορισμένη διάθεση απέναντι σε ένα πράγμα. Η προσέγγισή του προς τον Πυρρωνισμό φαίνεται από την αποδοχή από αυτόν της γενικής αδιαφορίας των όντων. Τα πάντα είναι αδιάφορα και δεν αξίζει να συγκινούμαστε από αυτά.

Προχωρώντας στη Μέση Ακαδημία έχουμε τον Σκεπτικό Αρκεσίλαο, που επίσης αρνιόταν ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να γνωστεί - ούτε καν η Σωκρατική γνώση της άγνοιας! Υποστήριζε ότι τα πάντα λανθάνουν μέσα στην άγνοια και ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να γίνει αντιληπτό ή νοητό. Επομένως δεν πρέπει κανείς να λέει ούτε να βεβαιώνει τίποτα. Καταπολέμησε έτσι τις αντιλήψεις πολλών φιλοσοφικών σχολών.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς εισήλθε ο Σκεπτικισμός στην Πλατωνική Ακαδημία. Σύμφωνα με την Πλατωνική αντίληψη, την αλήθεια δεν την παρέχει ούτε η αίσθηση ούτε η λογική κρίση (δόξα) αλλά μόνον η ενόραση των ιδεών. Όταν λοιπόν κατέπεσε η Πλατωνική αντίληψη περί ιδεών στη Μέση Ακαδημία, ήταν φυσικό να εισέλθει ο σκεπτικισμός, αφού κατά τους Πλατωνικούς η αίσθηση και η δόξα (γνώμη) δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν κριτήρια της αλήθειας. Επανήλθε έτσι ο Αρκεσίλαος στη ριζική αμφιβολία των πάντων του Σωκράτη, ερμηνεύοντάς τον αρνητικά.

Ο Σωκράτης παρουσίαζε τη γνώση για την άγνοια σα μια αδιαμφισβήτητη γνώση. Ο Αρκεσίλαος όμως δε τη δεχόταν ούτε και με αυτό τον όρο. Γι’ αυτό και συγκαταλέγεται στους πατέρες του Σκεπτικισμού και τα επιχειρήματά του χρησιμοποιήθηκαν από τους Σκεπτικούς φιλοσόφους, από τον Αυγουστίνο και ακόμα από τον Καρτέσιο. Στην καταπολέμηση των Στωικών χρησιμοποιούσε σαν επιχειρήματα τις παραισθήσεις και την αδυναμία της αίσθησης να διαστείλει δύο όμοια αντικείμενα. Χρησιμοποιούσε επίσης τους περίφημους σωρείτες. Ρωτούσε δηλαδή αν ένας κόκκος σιταριού αποτελεί ένα σωρό. Μετά ρωτούσε αν δυο κόκκοι σίτου αποτελούν σωρό, αν τρεις και ούτω καθεξής. Αποδείκνυε έτσι ότι με την διαδοχική προσθήκη ενός κόκκου σιταριού δεν μπορεί να δημιουργηθεί ποτέ σωρός, ακόμα και να βάλλουμε συνολικά άπειρους κόκκους!

Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιούσε και αντίστροφα: Παραδεχόταν δηλαδή ότι π.χ 10.0000 κόκκοι σιταριού αποτελούν ένα σωρό. Μετά διαπίστωνε ότι αν αφαιρεθεί ένας κόκκος, αυτός εξακολουθεί να παραμένει σωρός. Με τη συνεχή έτσι αφαίρεση ενός κόκκου έφτανε να διαπιστώσει ότι ακόμα και ένας μόνον κόκκος σιταριού δεν αποτελεί σωρό! Με όλα αυτά ήθελε να αποδείξει ότι υπάρχουν όρια μεταξύ της αλήθειας και του ψεύδους και συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για κριτήριο της αλήθειας. Όταν καταπέσουν οι θεωρίες που αναγνωρίζουν την ύπαρξη ενός κριτηρίου για την αλήθεια, εισερχόμαστε στην «εποχή» των σκεπτικών, εφόσον δεν μπορούμε να εκφέρουμε ούτε θετική, ούτε αρνητική κρίση.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα προβλήματα των «σωρειτών», σαν αυτά που εισήγαγε ο Αρκεσίλαος, οδήγησαν στη σύγχρονη εποχή στον ορισμό των ασαφών συνόλων και από αυτά της λεγόμενης Ασαφούς Λογικής με πλείστες πρακτικές εφαρμογές.

Παρόλο που στο θεωρητικό πεδίο ο Αρκεσίλαος αρνήθηκε να δεχθεί οποιοδήποτε κριτήριο της Αλήθειας, αναγκάστηκε να πάρει μια μη αρνητική θέση στα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Δέχθηκε έτσι σαν κριτήριο της πρακτικής αλήθειας το «εύλογον». Σύμφωνα με τον Σέξτο τον Εμπειρικό η αντίληψη του Αρκεσίλαου για το «εύλογο» ήταν η εξής:

«Εκείνος που ακολουθεί σε όλα τη στάση της εποχής θα κανονίσει εκείνα που πρέπει να προτιμά κι εκείνα που πρέπει να αποφεύγει με το «εύλογο». Διότι η ευδαιμονία πραγματοποιείται με τη φρόνηση και η φρόνηση κινείται μέσα στα κατορθώματα (δηλαδή τις ορθές πράξεις). Και κατόρθωμα είναι εκείνο, το οποίο όταν παραχθεί, παρέχει μια απολογία που μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όποιος λοιπόν προστρέχει στο εύλογο θα πράττει ορθά και θα είναι ευδαίμων».

Δε γνωρίζουμε όμως τη σημασία που έδινε ο Αρκεσίλαος στον όρο «εύλογον».

Ο Καρνεάδης ο Κυρηναίος (214-129) αντιπροσώπευσε το πνεύμα της Νέας Ακαδημίας. Η φιλοσοφία του στρεφόταν κυρίως εναντίον του Στωικού Χρυσίππου, του οποίου τα δόγματα συστηματικά διασκεύαζε. Γι’ αυτό ακριβώς συνήθιζε ο ίδιος να παρατηρεί: Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος σαν φιλόσοφος, ούτε κι εγώ θα ήμουν φιλόσοφος». Όπως παρατηρεί όμως ο Σέξτος ο Εμπειρικός, η πολεμική του Καρνεάδη στρεφόταν γενικότερα εναντίον όλων των προγενεστέρων του φιλοσόφων, αμφισβητώντας την ύπαρξη οποιουδήποτε έγκυρου κριτηρίου για την αλήθεια:

«Ουδέν έστιν απλώς αληθείας κριτήριον. Ου λόγος ούκ αίσθησις ου φαντασία ούκ άλλο τι των όντων. Πάντα γαρ ταύτα συλλήβδην διαψεύδεται ημάς

(Δεν υπάρχει κανένα απολύτως κριτήριο για την αλήθεια. Ούτε η σκέψη, ούτε η αίσθηση, ούτε η φαντασία, ούτε κανένα άλλο των όντων. Διότι όλα αυτά χωρίς καμιά εξαίρεση μας εξαπατούν).

Το βασικό του επιχείρημα, με το οποίο κατέρριπτε τις απόψεις για τα κριτήρια της αληθείας, ήταν ότι υπάρχουν ψευδείς παραστάσεις και έννοιες που είναι τόσο όμοιες με την αλήθεια που δεν μπορούν να διακριθούν από αυτήν. Αυτή την έλλειψη διάκρισης ονόμαζε «Απαραλλαξίαν». Για κάθε ζήτημα υπάρχουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα επιχειρήματα, τα οποία έχουν την ίδια ισχύ και πιστότητα. Κατέληγε έτσι στην άρνηση της ύπαρξης οποιασδήποτε απόλυτα βέβαιης γνώσης.

Παρότι πάντως αρνιόταν τη βεβαιότητα της γνώσης, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αρνητική του στάση, για να δικαιολογήσει την καθημερινή πρακτική και τη θεωρητική έρευνα.. Όταν πρόκειται να προβούμε σε κάποια ενέργεια, σαν πρακτικοί άνθρωποι, ή να υποστηρίξουμε κάποια γνώμη σα θεωρητικοί συζητητές, έλεγε ότι πρέπει να προτιμούμε εκείνη την άποψη που μας φαίνεται πιο πιθανή. Με αυτό τον τρόπο ο Καρνεάδης έγινε ιδρυτής της Πιθανολογίας (Προπαμπιλισμού) κι εδώ είναι ιδαιαίτερα θετική η συμβολή του. Διακρίνει διάφορους βαθμούς πιθανότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψη όχι τη σχέση μιας άποψης που εμφανίζει πιθανότητα με τα εξωτερικά αντικείμενα, αλλά το βαθμό της πειστικότητας και της σαφήνειας με την οποία αυτή εμφανίζεται στη συνείδηση.

Από τις απόψεις (δοξασίες) που μας φαίνονται πιθανές, μερικές εμφανίζονται από μόνες τους, μεμονωμένες, χωρίς καμιά αναφορά σε άλλες σαν πιθανές. Αυτό αποτελεί τον πρώτο και χαμηλότερο βαθμό πιθανότητας. Περιοριζόμαστε να θεωρήσουμε μερικές απόψεις σαν πιθανές, χωρίς να τις εξετάσουμε ως προς τις σχέσεις τους προς άλλες. Αυτές οι απόψεις ονομάζονται απλά «φαντασίαι πιθαναί» (πιθανές φαντασίες). Δεύτερος βαθμός πιθανότητας είναι εκείνος κατά τον οποίο η πιθανότητα μιας άποψης μαρτυρείται και από την πιθανότητα άλλων απόψεων που συνδέονται με αυτήν. Μια παράσταση που εμφανίζει αυτή την πιθανότητα δευτέρου βαθμού ονομάζεται «φαντασία πιθανή και απερίσπαστος», δηλαδή πιθανή, χωρίς η πιθανότητά της να παραβλάπτεται από την αντίθετη μαρτυρία άλλων. Τρίτος και υψηλότερος βαθμός πιθανότητας είναι εκείνος κατά τον οποίο μια παράσταση είναι πιθανή και απερίσπαστη, αλλά συγχρόνως όλες οι συνδεόμενες με αυτήν από κάθε άποψη παραστάσεις εμφανίζουν μια πλήρη πιθανότητα. Μια τέτοια πιθανότητα τρίτου βαθμού ονομάζεται «Φαντασία πιθανή και απεριόριστη και περιωδευμένη», δηλαδή εξετασμένη λεπτομερώς προς όλες τις κατευθύνσεις.

Τις διακρίσεις αυτές μετέφερε ο Καρνεάδης και στα ηθικά προβλήματα. Σύμφωνα με τον Σέξτο τον Εμπειρικό, έλεγε ότι για τα αδιάφορα πράγματα πρέπει να παίρνουμε σαν κριτήρια τις πιθανές δοξασίες. Για τα άξια λόγου τις πιθανές και τις απερίσπαστες και για τα αναγκαία πράγματα, στα οποία κατατάσσεται και η ευδαιμονία, τις πιθανές, απερίσπαστες και περιωδευμένες δοξασίες.

Χρησιμοποιώντας ο Καρνεάδης την οξύνοιά του και την διαλεκτική του δεινότητα ασχολήθηκε με την ανασκευή των δογματικών απόψεων των Στωικών, όπως και κάθε προγενέστερης φιλοσοφίας. Ανασκεύασε επίσης την «απόδειξη» της ύπαρξης του θεού από την υπάρχουσα αρμονία και τη τάξη στον κόσμο, αντιπαραθέτοντας ότι σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει επίσης ένα μεγάλο πλήθος κακών. Θεωρούσε επίσης αντιφατική την αντίληψη των Στωικών, που θεωρεί το θεό σαν ένα έμψυχο λογικό ον και του αποδίδει συγχρόνως τα γνωρίσματα της αιωνιότητας. Κάθε έμψυχο λογικό ον, σύμφωνα με αυτόν, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς να υπόκειται σε ψυχικά συναισθήματα και πάθη. Κάθε όμως πάθος και συναίσθημα εμφανίζει το υποκείμενο, που τα υφίσταται αυτά, σαν επιδεκτικό φθοράς. Καταπολεμούσε επίσης τις προσπάθειες του Χρυσίππου να συμβιβάσει την ελευθερία της βούλησης με την Ειμαρμένη.

Δε δεχόταν ότι η Ειμαρμένη μπορεί να θεωρηθεί σαν ταυτόσημη με τη συνεχή σύνδεση αιτιών και αποτελεσμάτων. Είναι δυνατόν να επιδρούν στην εξέλιξη του κόσμου ανεξάρτητες ενέργειες, που παρεισδύουν απέξω στη σειρά του αιτίου και αιτιατού. Κατέρριπτε επίσης τις δοξασίες των Στωικών με τις οποίες αυτοί αποδείκνυαν την αληθότητα της μαντικής. Όπως έλεγε, πρέπει να συμβαίνει ένα από τα εξής δύο πράγματα: ή τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο να είναι τυχαία, οπότε δεν μπορεί να υπάρχει γι’ αυτά καμιά πρόβλεψη – άρα ούτε και μαντική - ή τα εγκόσμια γεγονότα να συμβαίνουν κατ’ αναγκαιότητα, οπότε η εξέτασή τους και η πρόβλεψή τους ανήκει στην επιστήμη και όχι στη μαντική.

Επειδή υποστήριζε την πιθανολογία, δε δεχόταν ότι μπορεί να υπάρξει καμιά αποδεικτική βεβαιότητα. Αν η απόδειξη, έλεγε, σημαίνει το να αναπαραγάγουμε την αλήθεια μια πρότασης από την αλήθεια άλλων προτάσεων, τότε δε θα βρούμε ποτέ τέρμα σε αυτή την αποδεικτική διαδικασία, διότι θα αναγκαζόμαστε επ’ άπειρον να ανατρέχουμε σε άλλες προγενέστερες προτάσεις. Ο Καρνεάδης προβάλλει αυτό τον ισχυρισμό, διότι δεν παραδέχεται την άμεση ενάργεια όπως ο Αριστοτέλης που υποστηρίζει ότι τη βάση της επιστημονικής απόδειξης αποτελούν οι αξιωματικές προτάσεις, οι οποίες είναι απόλυτα εναργείς (σαφείς). Στο θεολογικό πρόβλημα ο Καρνεάδης εξέφρασε πρώτος τα περισσότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν στις συζητήσεις των μεταγενέστερων χρόνων. Αρνούμενος να δεχθεί ότι είναι δυνατόν να αποδοθούν στο θείο ανθρωπομορφικές ιδιότητες, προετοίμασε μια υψηλότερη έννοια του θεού σαν υπερβατικού όντος, πάνω από την καθορισμένη αντίληψη, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αρνητική θεολογία και το μυστικισμό.


Προχωρώντας στους νεότερους Σκεπτικούς, πρώτος σημαντικός από αυτούς ήταν ο Αινησίδημος, ο οποίος επανίδρυσε τη σχολή των Σκεπτικών. Αυτή δεν εμφανίζεται πια σα μια σχολή, αλλά σα μια «αγωγή», δηλαδή σαν ένας τρόπος συμπεριφοράς και ζωής. Ο Αινησίδημος δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και έγραψε ένα έργο, αποτελούμενο από 8 βιβλία με τον τίτλο «Πυρρώνειοι Λόγοι». Αυτό εκδόθηκε μετά το θάνατο του Κικέρωνα, διότι ο Ρωμαίος ρήτορας δεν τον αναφέρει καθόλου και θεωρεί μάλιστα ότι οι Σκεπτικοί δεν είχαν αντιπροσώπους στην εποχή του. Περίληψη του συγγράμματός του μας παρέχει ο Φώτιος στην «Βιβλιοθήκη» του:

«Ειδήσεις αντλούμε από τον Σέξτο τον Εμπειρικό, τον Διογένη Λαέρτιο και από τον Ευσέβιο. Οι πληροφορίες του Ευσέβιου έχουν ληφθεί από ένα σύγγραμμα του περιπατητικού φιλοσόφου Αριστοκλέους του Μεσσηνίου. Με το βιβλίο του ο Αινησίδημος ήθελε να αποδείξει ότι δεν μπορούμε να έχουμε καμιά βέβαιη γνώση με τις αισθήσεις μας, ούτε με τη σκέψη μας. Δεν αξίζει συνεπώς τον κόπο να παίρνουμε στα σοβαρά όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Κατανοώντας την κενότητα των περιστατικών του ζωής, απαλλασσόμαστε από τις συγκινήσεις και τις λύπες, εξασφαλίζοντας την ηρεμία και την αταραξία της ψυχής. Συνεπώς, ο τελικός σκοπός της σκεπτικής αγωγής είναι η απόκτηση της ευδαιμονίας μέσω της αταραξίας και της απάθειας».

Περίφημα ήσαν τα επιχειρήματα με τα οποία ο φιλόσοφος καταπολεμά τη δυνατότητα της γνώσης. Τα επιχειρήματα αυτά τα ονόμαζε «τρόπους» ή «τόπους» ή «λόγους» και αυτοί ήσαν σύμφωνα με τον Σέξτο τον Εμπειρικό οι εξής δέκα:

1) «Ο προερχόμενος από τη διαφορά των διαφόρων ειδών ζώων”. Ζώα π.χ. με επιμήκεις οφθαλμούς θα βλέπουν τα αντικείμενα διαφορετικά από τα ζώα με κυκλικούς οφθαλμούς. Έτσι τα διάφορα ζώα έχουν, σε σχέση με τα ίδια αντικείμενα, διαφορετικές παραστάσεις.

2) «Ο προερχόμενος από τη διαφορά των ανθρώπων». Ο Έλληνας έχει π.χ. διαφορετικό σώμα από τον Σκύθη. Η διαφορά του σώματός τους προέρχεται από τη διαφορά της κράσεως των σωματικών χυμών μέσα στον άνθρωπο. Λόγω αυτής και οι παραστάσεις που σχηματίζει ο καθένας από αυτούς για τον εξωτερικό κόσμο θα είναι διαφορετικές. Έτσι συμβαίνει αυτό που θεωρεί ο Έλληνας προτιμότερο, ο Σκύθης να το θεωρεί απορριπτέο.

3) “Ο προερχόμενος από τη διαφορετική κατασκευή των αισθήσεων”. Οι αισθήσεις ενός και του ίδιου ανθρώπου δεν παρουσιάζουν με τον ίδιο τρόπο ένα αντικείμενο. Όταν π.χ. ατενίζουμε μια εικόνα, αυτή έχει για την όρασή μας βάθος, ενώ για την αφή μας είναι μια επιφάνεια χωρίς βάθος. Το μέλι επίσης κάνει μερικούς ανθρώπους να νιώθουν αηδία όταν το βλέπουν, ενώ το ίδιο έχει μια πολύ ευχάριστη γγεύση. Κάθε αντικείμενο παρουσιάζεται με άλλη μορφή σε κάθε μία από τις αισθήσεις μας..

4) “Ο προερχόμενος από τη διαφορά των υποκειμενικών καταστάσεων”. Τέτοιες υποκειμενικές καταστάσεις είναι η υγεία, η νόσος, το γήρας, η νεότητα κ.λ.π. Π.χ. ένα ρεύμα ψυχρού αέρα είναι ευχάριστο για το νέο, ενώ στο γέροντα προκαλεί ρίγος.

5) “Ο προερχόμενος από τη θέση, την απόσταση και το τοπικό περιβάλλον των αντικειμένων”. Κάθε αντικείμενο π.χ. παρουσιάζει μια διαφορετική μορφή, ανάλογα με την προοπτική της θέσης από την οποία γίνεται ορατό.

6) “Ο προερχόμενος από τις αναμίξεις ενός αντικειμένου με άλλα”. Η χλόη π.χ. εμφανίζεται πράσινη την ημέρα και χρυσή κάτω από το φως της σελήνης.

7) “Ο προερχόμενος από τις ποσότητες και τον τρόπο διευθέτησης των πραγμάτων”. Π.χ ένας κόκκος άμμου εμφανίζει σκληρότητα, ενώ μια σημαντική ποσότητα άμμου παρουσιάζει μαλακότητα.

8) “Ο προερχόμενος από τη σχετικότητα των αντικειμένων και των φαινομένων”.

9) “Ο προερχόμενος από τη συχνότητα ή σπανιότητα των φαινομένων”. Ένα πράγμα που εμφανίζεται σπάνια, π.χ. ένα κομήτης, προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση απ’ ότι η συνεχώς εμφανιζόμενη σε μας σελήνη.

10) “Ο προερχόμενος από τον τρόπο ζωής, τα ήθη, τους νόμους, την πίστη σε διάφορες μυθολογικές παραδόσεις και τα φιλοσοφικά δόγματα”.

Οι δέκα αυτοί τρόποι συμπτύχθηκαν (σύμφωνα με τον Σέξτο από τους μεταγενέστερους Σκεπτικούς και σύμφωνα με το Διογένη τον Λαέρτιο από τον Αγρίππα) σε πέντε, οι οποίοι εμφανίζονται κάπως διαφορετικοί ως προς τους προηγούμενους. Αυτοί είναι οι εξής:

1) «Ο από της διαφωνίας», ο προερχόμενος δηλαδή από τις υπάρχουσες διαφωνίες ως προς το ίδιο πράγμα. Τέτοιες διαφωνίες συναντάμε κατά το πλείστον μεταξύ των φιλοσόφων.
2) «Ο από την εις άπειρον εκπτώσεως», δηλαδή ο προερχόμενος από την αναδρομή στο άπειρο. Αυτό συμβαίνει π.χ.όταν ζητάμε τους έσχατους αποδεικτικούς λόγους, οπότε αναγκαζόμαστε να αναζητούμε επ’ άπειρον νέες αποδεικτικές βάσεις.
3) «Ο από του προς τι», δηλαδή ο προερχόμενος από τη γενική σχετικότητα. Η σχετικότητα, το «πρός τι», εφορμάται όχι από την ουσία των πραγμάτων, αλλά από τις μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες είναι ανύπαρκτες από οντολογικής άποψης, όπως όταν χαρακτηρίζουμε μια τοπική κατεύθυνση δεξιά ή αριστερά, κάτι το εντελώς συμβατικά καθορισμένο.
4) «Ο εξ υποθέσεως», ο προερχόμενος από το ότι για να αποφύγουμε την επ’ άπειρον αναδρομή, παραδεχόμαστε μια υπόθεση (αξίωμα) σαν αληθή. Αυτό όμως δεν είναι ασφαλές, διότι μπορούμε να δεχτούμε σαν αληθές και το αντίθετο αυτής της υπόθεσης.
5) «Ο διάλληλος τρόπος». Αυτός παρουσιάζεται όταν «εκείνο που οφείλει να αποτελέσει βεβαιωτική απόδειξη για το ζητούμενο, πρέπει να αντλήσει τη βεβαιότητά του από το ζητούμενο. Όταν δηλαδή το συμπέρασμα εμπερικλείει μέσα του την υπόθεση. Θα δούμε ένα παράδειγμα αυτού παρακάτω στον Σέξτο τον Εμπειρικό.

Οι παραπάνω τρόποι αποτελούν την σύνοψη της σκεπτικιστικής επιχειρηματολογίας του Αινησίδημου. Εκτός όμως από αυτά τα επιχειρήματα, χρησιμοποιούσε και άλλα. Υποστήριζε π.χ. ότι οποιαδήποτε γένεση είναι αδύνατη, ότι δεν μπορεί ένα σώμα, ούτε εξερχόμενο από τον εαυτό του, ούτε ενούμενο με ένα άλλο, να γεννήσει ένα άλλο σώμα. Το ασώματο δεν μπορεί να γεννήσει το σωματικό, διότι το ασώματο «δεν είναι επιδεκτικον ούτε πάθους ούτε γεννητικόν ενεργείας».. Καταφέρθηκε επίσης εναντίον της αρχής της αιτιότητας. Πώς είναι δυνατόν ρωτούσε, από τα φανερά αποτελέσματα να αναχθούμε σε αφανείς αιτίες; Τα φανερά αποτελέσματα είναι συγκεκριμένης φύσης κι επομένως εντελώς διάφορα των αοράτων αιτιών. Δεν είναι δυνατόν να παραχθούν φαινόμενα τόσο πολύπλοκα όπως τα υλικά φαινόμενα. Από την αλλη μεριά με τη θεωρία των ατόμων που δέχονταν οι Επικούρειοι, δεν έχουν αυτοί κανένα δικαίωμα, να αντιλαμβάνονται τις αφανείς αιτίες ανάλογα με τις φανερές. Η προτίμηση ορισμένων υποθέσεων για την εξήγηση των φυσικών φαινομένων και ενδείξεων είναι μια αυθαίρετη πράξη. Από τα συγκεκριμένα σημεία (σημάδια) και ενδείξεις δεν μπορούμε να συνάγουμε τίποτα με βεβαιότητα, διότι το ίδιο σημείο μπορεί να σχετίζεται με πολλά φαινόμενα. Για παράδειγμα τα κόκκινα μάγουλα μπορεί να είναι σημάδι υγείας, αλλά και πυρετού.

Σύμφωνα πάντως με τον Σέξτο, ο Αινησίδημος, παρόλο τον σκεπτικισμό του, είχε εγκρίνει τις κοσμολογικές δοξασίες του Ηράκλειτου και είχε προσπαθήσει να καταρτήσει ένα σύστημα που να εξηγεί τα φυσικά φαινόμενα. Πολλοί ιστορικοί φιλοσοφίας απορούν πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, σκεπτικιστής δηλαδή Αινησίδημος να ασχοληθεί με το κοσμολογικό πρόβλημα. Και ο Παρμενίδης όμως παλιότερα, αν και θεωρούσε τα φυσικά φαινόμενα σαν «δόκον», δηλαδή δοξασία, ασχολήθηκε στο δεύτερο μέρος του ποιήματός του με την εξήγησή τους...

Σα συνεχιστής του νεώτερου Σκεπτικισμού θεωρείται και ο Σέξτος ο Εμπειρικός, γιατρός στο επάγγελμα που έδρασε γύρω στο 150 π.χ. Ονομάστηκε Εμπειρικός γιατί ακολουθούσε την εμπειρική (αντίθετη της δογματικής ή θεωρητικής) ιατρική σχολή, που είχε στενή σχέση με το φιλοσοφικό σκεπτικισμό.

Διασώζονται τρία συγγράμματά του. Το πρώτο οι «Πυρρώνειες Υποτυπώσεις» αποτελείται από 3 βιβλία. Τα δύο άλλα έχουν συνήθως τον κοινό τίτλο: «Προς Μαθηματικούς», όπου αυτός ασκεί κριτική στο δογματισμό των λεγόμενων «εγκυκλίων» μαθημάτων της εποχής του. Τα έργα του «Ιατρικά Υπομνήματα» και «Περί ψυχής Υπόμνημα», που αφορούσαν τις απόψεις του για την ιατρική μέθοδο, χάθηκαν. Στο έργο του «Προς Δογματικούς» ασκεί κριτική σε όλα τα προηγούμενα δογματικά φιλοσοφικά συστήματα..

Η πολεμική του Σέξτου στρέφεται κυρίως προς δυο κατευθύνσεις. Στην καταπολέμηση αφενός της εγκυρότητας του παραγωγικού συλλογισμού και αφετέρου του νόμου της αιτιότητας. Καταπολεμώντας το συλλογισμό υποστηρίζει ότι όταν αφορμώμενοι από την πρόταση «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί», φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι και ο Σωκράτης είναι θνητός, κάνουμε ένα λογικό σφάλμα. Η μείζων πρόταση «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί» μπορεί να αποδειχθεί με την τελεία επαγωγή, με την απαρίθμηση δηλαδή όλων των μερικών περιπτώσεων. Οπότε για να πούμε «όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί», πρέπει να γνωρίζουμε προηγουμένως ότι ο «Σωκράτης είναι θνητός». Εδώ δηλαδή έχουμε το σφάλμα της διαλληλίας, διότι χρησιμοποιούμε την αποδεικτέα πρόταση σαν αποδεικτικό λόγο. Το περίεργο είναι ότι το ίδιο ακριβώς επιχείρημα εναντίον του συλλογισμού χρησιμοποίησε το 19ο αιώνα ο Άγγλος φιλόσοφος Stewart Mill.

Καταπολεμώντας, από την άλλη μεριά, την αρχή της αιτιότητας, ο Σέξτος υποστήριξε ότι η έννοια της αιτίας πρέπει να καταταχθεί στην κατηγορία της σχετικότητας. Σχετίζοντας δυο φαινόμενα οι άνθρωποι ονομάζουν το ένα αιτία και το άλλο αποτέλεσμα. Η έννοια όμως της σχέσης δεν έχει καμιά οντολογική αξία, αλλά αποτελεί απλά ένα προϊόν της ανθρώπινης διάνοιας. Τα επιχειρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν και κατά τον 18ο αιώνα από τον Σκώτο φιλόσοφο David Hume στην κριτική του για την έννοια της αιτιότητας.

Ο Σέξτος παρατηρεί επίσης τα εξής: 1) Η αιτία δεν μπορεί να νοηθεί ότι υφίσταται συγχρόνως με το αποτέλεσμα, διότι θα συγχεόταν έτσι με αυτό. 2) Δεν μπορεί ούτε να προηγείται του αποτελέσματος, διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει χωριστά και άσχετα από αυτό. Με την κατάλυση όμως της σχέσης καταλύεται και η αιτιότητα. 3) Ούτε μπορεί για τον ίδιο λόγο να έπεται του αποτελέσματος.

Η γενική μεθοδολογία που ακολούθησε ήταν να θέτει αντιμέτωπα τα δεδομένα των αισθήσεων με τις θεωρητικές υποθέσεις και να υποστηρίζει ότι και τα δυο είναι σχετικά και δεν μπορούν να διεκδικήσουν την απόλυτη εγκυρότητα

Οι Σκεπτικοί επεξέτειναν την πολεμική τους και στο θεολογικό πεδίο. Ο θεός έλεγαν πρέπει να είναι ή πεπερασμένος ή άπειρος. Πεπερασμένος όμως δεν μπορεί να είναι, διότι σε αυτή την περίπτωση θα ήταν σε μικρότερο βαθμό τέλειος σε σύγκριση με το άπειρο, το οποίο περιέχει το πεπερασμένο. Αν, από την άλλη μεριά, υποτεθεί άπειρος, δεν μπορεί να κινείται, διότι δεν μπορεί να νοηθεί κίνηση στο άπειρο. Όντας έτσι ακίνητος, θα στερείται ζωής και ύπαρξης. Τη ύπαρξη της θείας πρόνοιας καταπολεμούσε λέγοντας ότι στον κόσμο υπάρχει αναμφισβήτητα και το κακό. Για να υπάρχει όμως αυτό ή ο θεός δεν μπορεί να το εμποδίσει ή δε θέλει να το εμποδίσει. Στην πρώτη περίπτωση , αυτός δεν είναι παντοδύναμος και στη δεύτερη δεν είναι πανάγαθος. Συμπέρανε έτσι ότι δεν υπάρχει θεία πρόνοια.

Σχετικά με την πρακτική τώρα ζωή ο Σέξτος δεν καταργεί κάθε κριτήριο. Για να ζήσουμε στον κόσμο, χρειάζεται να παρατηρούμε τα πράγματα που συμβαίνουν κάθε μέρα. Γύρω μας Ή οδηγούμεθα από τη φύση ή υπακούμε στον εξαναγκασμό των παθών ή ακολουθούμε την παράδοση και τους νόμους ή συμμορφωνόμαστε προς τις υποδείξεις των τεχνών. Γι’ αυτή τη ρύθμιση πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη τα σημεία, δηλαδή τις διάφορες ενδείξεις, οι οποίες μας προσανατολίζουν προς τη πορεία της πραγματικότητας. Τα σημεία όμως δε μας αποκαλύπτουν μια κρυμμένη και αόρατη πραγματικότητα, αλλά μας υπενθυμίζουν άλλα φαινόμενα τα οποία παρατηρήσαμε σε άλλες περιπτώσεις που συνδέονται με αυτά.

Η αναγνώριση αυτού του είδους των συνδέσεων μας θυμίζει την προσπάθεια του Hume στους νεότερους χρόνους, ο οποίος θέλησε να ανάγει το νόμο της αιτιότητας σε μια συνειρμική σχέση των ψυχολογικών παραστάσεων.

Είναι γεγονός ότι οι δοξασίες των Σκεπτικών παρουσιάζονται και πάλι στη νεότερη φιλοσοφία.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top