Μάθηση χωρίς σκέψη είναι χαμένος κόπος. Σκέψη χωρίς μάθηση είναι κίνδυνος. Κομφούκιος*
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- Αρχική σελίδα
- Ταινίες
- Ντοκιμαντέρ
- Καλλιτεχνικά / Εκπαιδευτικά
- Οικολογία
- Φωτογραφία
- Δικαιώματα των Ζώων
- Περιβαλλοντική Εκπαίδευση
- Η ελληνική ως ξένη γλώσσα
- Δραματοθεραπεία
- Online Περιοδικά
- Διαδικτυακές διαλέξεις
- Εκπαιδευτικά Project
- Ψηφιακές Βιβλιοθήκες
- Μουσεία / Γκαλερί
- Street Art
- Εκθέσεις-Εκδηλώσεις
- Visual Research
- Απόψεις
- Κριτικοί Εκπαιδευτικοί Αναστοχασμοί
- BLOG 2
18 Αυγούστου 2013
"Οικονομικές θεωρίες και κρίσεις", Νίκος Χριστοδουλάκης (Κριτική)
Ίσως η κρίση του 2008 και η αμφισβήτηση που προκάλεσε στις οικονομικές θεωρίες ήταν ευκαιρία για κάτι πιο δημιουργικό, αλλά και πιο επίπονο: να επανεξετάσουμε το βαθμό αυθεντίας που ισχυρίζεται ότι έχει κάθε οικονομική θεωρία υπό το πρίσμα του πόσο επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αντιμετώπισε τις διάφορες οικονομικές κρίσεις στο παρελθόν και υπό ποιες προϋποθέσεις τα κατάφερε ή για ποιους λόγους απέτυχε. Ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσουμε την επανεξέταση των οικονομικών θεωριών είναι να ξαναδούμε την ιστορική τους διαδρομή, πώς διαμορφώθηκαν, πώς εξελίχθηκαν και γιατί σε αυτή τη μακρά πορεία άλλες ξεχάστηκαν και άλλες επικράτησαν.
Προλεγόμενα:
Η ιδέα για να γραφτεί το παρόν βιβλίο ωρίμασε έπειτα από αλλεπάλληλες συζητήσεις με συναδέλφους μου καθηγητές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 σκεφτόμασταν πώς πρέπει να αλλάξει το Πρόγραμμα Σπουδών και η διδασκαλία των οικονομικών. Δεν αρκούσε να προσθέσουμε μερικά κεφάλαια περιγραφής της κρίσης, για να καλύψουμε τα ερωτήματα σχετικά με το πώς οι περίτεχνες οικονομικές θεωρίες που διδάσκονται απέτυχαν να προειδοποιήσουν εγκαίρως τις κυβερνήσεις και τους πολίτες σε όλο τον κόσμο (ή τουλάχιστον όσους ήθελαν να ακούσουν).
Ούτε έπρεπε να εξαντληθεί η προσπάθεια σε μια διαμάχη μεταξύ διάφορων θεωριών για το ποια είχε προλάβει να καταγγείλει τον επερχόμενο κίνδυνο ή ποια ήταν η πιο ενδεδειγμένη να τον αντιμετωπίσει εκ των υστέρων. Χωρίς καθόλου να υποτιμάται η χρησιμότητα μιας τέτοιας αναμέτρησης, συχνά τέτοιες αντιπαραθέσεις γίνονται με προσχηματισμένες ιδεολογικές αφετηρίες και αξιοποιούν την ευκαιρία δοκιμασίας μιας θεωρίας, όχι για να τη διορθώσουν, αλλά απλώς για να δικαιώσουν μια αντίπαλη άποψη, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να επανεξετάσουν σε τι είδους κρίσεις είχε οδηγήσει και αυτή στο παρελθόν.
Ίσως η κρίση του 2008 και η αμφισβήτηση που προκάλεσε στις οικονομικές θεωρίες ήταν ευκαιρία για κάτι πιο δημιουργικό, αλλά και πιο επίπονο: να επανεξετάσουμε το βαθμό αυθεντίας που ισχυρίζεται ότι έχει κάθε οικονομική θεωρία υπό το πρίσμα του πόσο επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αντιμετώπισε τις διάφορες οικονομικές κρίσεις στο παρελθόν και υπό ποιες προϋποθέσεις τα κατάφερε ή για ποιους λόγους απέτυχε. Ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσουμε την επανεξέταση των οικονομικών θεωριών είναι να ξαναδούμε την ιστορική τους διαδρομή, πώς διαμορφώθηκαν, πώς εξελίχθηκαν και γιατί σε αυτή τη μακρά πορεία άλλες ξεχάστηκαν και άλλες επικράτησαν.
Την ίδια ανάγκη ένιωθαν πολλοί. Ένας φίλος βιβλιοπώλης μού έλεγε ότι μετά το 2008 έπεσαν κατακόρυφα οι πωλήσεις οικονομικών τίτλων που υπόσχονταν αχτύπητες προβλέψεις, λαμπρές επενδυτικές αποδόσεις και πετυχημένες καριέρες στο Finance, αλλά από την άλλη μεριά αυξήθηκε εντυπωσιακά η ζήτηση για βιβλία του Κέυνς, του Μαρξ και του Άνταμ Σμιθ, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τις πρωτογενείς θεωρίες της οικονομίας και τις αιτίες των μεγάλων αλλαγών. Δίπλα στην ανάλυση των κλασικών, βρήκαν όμως ευκαιρία να βγουν στο προσκήνιο και πολλές δεισιδαιμονίες που περιγράφουν τις κρίσεις σαν μοιραίες και αναπόδραστες καταστροφές, χωρίς να αφήνουν δυνατότητες παρέμβασης, διόρθωσης και αποφυγής. Απάντηση στην επέλαση της μοιρολατρίας μπορεί να δοθεί μόνο μέσω της συστηματικής γνώσης και αξιολόγησης των σημερινών θεωριών και της θεμελίωσης μιας νέας ορθολογικότητας.
Ήδη, με αφορμή το 2008, σε πολλά πανεπιστήμια άλλων χωρών ξεκίνησαν έντονες συζητήσεις για την επανεξέταση και την αναθεώρηση βασικών πυλώνων της οικονομικής θεωρίας και είναι βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια θα γίνουν σημαντικές αλλαγές στη διδασκαλία των οικονομικών. Αποφασίσαμε έτσι να εισαγάγουμε στο Πρόγραμμα Σπουδών το μάθημα Ιστορία των οικονομικών θεωριών, και μου ανατέθηκε η διδασκαλία του. Κατά την προετοιμασία του μαθήματος, αντί να ακολουθήσω μια τυπική εξιστόρηση για το τι είπαν και έγραψαν σε κάθε ιστορική περίοδο οι μικροί και μεγάλοι στοχαστές των οικονομικών, επέλεξα μια διαφορετική προσέγγιση:
Να διατυπώσω πρώτα τα μεγάλα ερωτήματα που ανέκυψαν για τις οικονομικές θεωρίες μετά την κρίση του 2008 και στη συνέχεια να επιχειρήσω μια ιστορική περιήγηση για το πώς αντιμετώπισαν παρόμοιες προσκλήσεις οι παλαιότερες θεωρίες στη μακρά διαδρομή της εξέλιξής τους. H ιδέα υπήρχε ήδη σε αρκετά άλλα βιβλία της οικονομικής σκέψης και αποφάσισα ότι άξιζε τον κόπο.
Η ανταπόκριση που βρήκα από τη συμμετοχή των φοιτητών μέχρι τώρα με έπεισε να προχωρήσω στο επόμενο βήμα και έτσι αποφάσισα να γράψω τις διαλέξεις μου ως βιβλίο που απευθύνεται σε ευρύτερες κατηγορίες αναγνωστών.
Τι είναι και δεν είναι το βιβλίο
Αυτό όμως προκάλεσε και την πρώτη μεγάλη δυσκολία: στη διδασκαλία, η παράθεση ιστορικών στοιχείων για τα σημαντικά οικονομικά γεγονότα και η αυστηρά χρονολογική παρουσίαση των οικονομικών στοχαστών είναι αφενός επιβαλλόμενη για παιδευτικούς λόγους, αλλά και εύκολα προσαρμόσιμη όταν χρειάζεται να συσχετιστεί με κατοπινές θεωρίες και ζητήματα. Στην επόμενη διάλεξη μπορεί να επανέλθει η ιστορική σύνδεση και να συνεχιστεί η γραμμική μορφή παρουσίασης των θεωριών. Στο βιβλίο όμως η σειριακή εξιστόρηση θα γινόταν μια άνευρη εγκυκλοπαιδική καταγραφή, ενώ η συχνή διακοπή της θα το έκανε να μοιάζει με μωσαϊκό ασύνδετων αφηγήσεων. Πριν αρχίσω να το γράφω, έπρεπε να ξεκαθαρίσω πού να επικεντρωθώ, προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις για το στόχο που επιδιώκει. Παραθέτω λοιπόν πρώτα τι δεν είναι το βιβλίο:
(α) Δεν είναι μια πλήρης ιστορία των οικονομικών θεωριών: Ένα τέτοιο έργο θα είχε απαιτήσεις γνώσεων και έρευνας που υπερβαίνουν την ικανότητα του συγγραφέα, ενώ επίσης θα ήταν τόσο εκτεταμένο και πολυσχιδές που θα υπερέβαινε τις αντοχές του αναγνώστη. Επιπλέον στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν πολλά έργα που καλύπτουν με εμβρίθεια αυτό το πεδίο και αρκετά είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά, ώστε ο αναγνώστης μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να μελετήσει την ιστορική εξέλιξη της οικονομικής σκέψης. Ανάλογη πληροφόρηση ανευρίσκεται και σε πολλούς διαδικτυακούς τόπους που ειδικεύονται στην οικονομική ιστορία και την ιστορία των ιδεών. Δεδομένης της βιβλιογραφικής υπερ-επάρκειας, πιστεύω ότι ο αναγνώστης δεν θα αισθανθεί έλλειψη από την απουσία αναφοράς σε αρκετές οικονομικές θεωρίες ή από τη μερική εξέταση ορισμένων άλλων.
(β) Δεν είναι οικονομική ιστορία, καθώς το βιβλίο αναφέρεται μόνο επιλεκτικά και περιληπτικά σε ορισμένα οικονομικά γεγονότα προκειμένου να τα εκλάβει ως δοκιμασίες και ερεθίσματα για τις οικονομικές θεωρίες. Και στον τομέα αυτό η βιβλιογραφία διαρκώς πολλαπλασιάζεται διεθνώς -κάπως και στην Ελλάδα-, καθώς η αύξουσα διαθεσιμότητα παλαιότερων στοιχείων και η διάδοση των τεχνικών ανάλυσης έχουν πυροδοτήσει μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση των ιστορικών οικονομικών φαινομένων. Μετά το 2008, παρατηρείται και μια νέα γενιά διεθνών εκδόσεων ειδικά για την ιστορία και την ανάλυση των οικονομικών κρίσεων.
(γ) Δεν είναι μεθοδολογική πραγματεία για την επιστημολογική ανάλυση των οικονομικών θεωριών, αν και χρησιμοποιεί αρκετά κριτήρια για την αξιολόγηση και την ταξινόμησή τους. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να εξοικειωθεί με τα γνωσεολογικά χαρακτηριστικά της οικονομικής σκέψης και τις ατέρμονες αντιπαλότητες, τόσο εντός της οικονομολογικής οικογένειας όσο και έναντι άλλων επιστημονικών κλάδων, έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει στην εξειδικευμένη και απαιτητική βιβλιογραφία της επιστημολογίας και της φιλοσοφίας των επιστημών.
Επέλεξα λοιπόν να επικεντρωθώ στα βασικότερα ζητήματα οικονομικών θεωριών τα οποία αφενός σχετίζονται με τις ανησυχίες του σήμερα, αφετέρου διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των οικονομικών κρίσεων και γεγονότων - κατά την άποψή μου βέβαια. Η προσέγγιση είναι προφανώς επιλεκτική ως προς την ευρύτητα των θεμάτων και εκ των πραγμάτων ατελής ως προς το βάθος ανάλυσής τους. Θέλω να πιστεύω όμως ότι και οι δύο αυτές αδυναμίες ίσως συγχωρούνται αν το βιβλίο καταφέρει τελικά να εγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι μόνο για τα γενόμενα αλλά και για τα εσόμενα των οικονομικών.
Οι δοκιμασίες και τα ερεθίσματα που προκαλεί μια οικονομική κρίση στις οικονομικές θεωρίες είναι τριών ειδών:
• Πώς εξηγείται η φύση της κάθε κρίσης και αν οι προϋπάρχουσες θεωρίες ήταν επαρκείς ή αποδείχθηκαν ανεπαρκείς.
• Πώς αντιμετωπίζεται η κρίση με βάση τις αποφάσεις και πολιτικές που υποδεικνύει η κάθε θεωρία και εάν αυτές είναι αποτελεσματικές.
• Πώς διαμορφώνονται τα νέα δεδομένα προσφοράς και ζήτησης στην οικονομία, ώστε να αποτρέψουν την εμφάνιση νέων κρίσεων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι θεωρίες συσσώρευσης και διανομής, οι οποίες ασχολούνται με την επέκταση της οικονομίας ώστε να ανταποκριθεί στην άνοδο των απαιτήσεων επιβίωσης και ευημερίας σε μια κοινωνία.
Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, αναπτύχθηκαν και συγκρούστηκαν πολλές οικονομικές θεωρίες. Στην αρχαιότητα οι κρίσεις σιτοδείας οδήγησαν στη διαμόρφωση αντιλήψεων και στην εφαρμογή πρακτικών για την εποπτεία της παραγωγής και τη διαχείριση της διανομής είτε μέσω του κράτους, όπως στην Αίγυπτο, είτε με την οργάνωση της αγοράς, όπως στην Αθήνα και τη Ρώμη. Οι κρίσεις από τη διάβρωση του νομίσματος οδήγησαν στην υιοθέτηση του Κανόνα Χρυσού, όπως έγινε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στο Βυζάντιο και από πολλά ευρωπαϊκά κράτη κατά τη νεωτερική περίοδο. Οι κρίσεις τραπεζών και χρηματιστηρίων οδήγησαν στη διαμόρφωση της νομισματικής θεωρίας και πολιτικής, ενώ η μεγάλη ύφεση του 1929 οδήγησε στη γέννηση ενός νέου μεγάλου κλάδου, της Μακροοικονομικής.
Η διασταύρωση των θεωριών με την πρόκληση που θέτουν οι κρίσεις της εποχής τους μπορεί να εντοπίσει ορισμένα χρήσιμα ευρήματα και διδάγματα που αναδεικνύονται μέσω της κριτικής εξιστόρησης:
Πρώτον, τα πεπερασμένα όρια των θεωριών: Καθώς οι θεωρίες τεκμηριώνονται με προγενέστερες κάθε φορά παρατηρήσεις οικονομικών συμπεριφορών και βασίζονται σε παραδοχές κινήτρων και επιδιώξεων, ο βαθμός επαλήθευσής τους επηρεάζεται από κάθε τυχόν αλλαγή, ανατροπή και επανακαθορισμό των θεμελιωδών υποθέσεων. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να γίνεται με μεγάλη επιφύλαξη η απόπειρα επαλήθευσης ή διάψευσης μιας θεωρίας σε προγενέστερες περιόδους ή σε συνθήκες ριζικά διαφορετικές από αυτές στις οποίες βασίζεται.
Δεύτερον, η ανέφικτη ποσοτικοποίηση: Η θεαματική πρόοδος που έχει συντελεστεί στη συλλογή και επεξεργασία στατιστικών δεδομένων έχει προσδώσει μεγάλο βάθος και εγκυρότητα στις οικονομικές αναλύσεις, δεν τις έχει προικίσει όμως με την ίδια βεβαιότητα παρατήρησης και πρόβλεψης που ισχύει για τα φυσικά φαινόμενα. Όση και να είναι η τεχνική και μαθηματική πολυπλοκότητα μιας οικονομικής θεωρίας, η ισχύς και η αξιοπιστία της θα υπόκεινται σε αναρίθμητες άλλες παραμέτρους και διαταραχές που δύσκολα μετρούνται και ακόμα δυσκολότερα προβλέπονται.
Τρίτον, η ευάλωτη βεβαιότητα: Γρήγορα φτάνει κανείς σε μια απλή -αν και ίσως αναπάντεχη- διαπίστωση: όσο πιο μεγάλη ήταν η έπαρση και η εικαζόμενη αυθεντία μιας οικονομικής θεωρίας, τόσο πιο μεγάλη και η αστοχία της όταν τα πράγματα εξελίχθηκαν σε κρίση. Αντίθετα, θεωρίες που βασίζονταν σε απλούστερες υποθέσεις και αποδέχονταν εξαρχής το ενδεχόμενο πλάνης, ατέλειας και αστοχίας στις οικονομικές συμπεριφορές ήταν καλύτερα προετοιμασμένες να υποδεχτούν μια κρίση και να συνεισφέρουν στην αντιμετώπισή της.
Η κριτική εξιστόρηση ίσως βοηθήσει τόσο στο να κατανοηθούν ορισμένες πτυχές της σημερινής πραγματικότητας όσο και να προκαλέσει μια δημιουργική επιφυλακτικότητα του αναγνώστη στην υπερβολική -και ενίοτε αλαζονική- αυτοπεποίθηση με την οποία συγκροτούνται και διαδίδονται οι οικονομικές θεωρίες. Οι οικονομικές θεωρίες δεν είναι ούτε ακλόνητοι μηχανισμοί σκέψης για να διεκδικούν την κατήχηση της κοινωνίας, ούτε ασφαλείς μηχανισμοί προβλέψεων για να καθοδηγούν τους κυνηγούς του κέρδους. Κυρίως πρέπει να εκλαμβάνονται ως μια διαδικασία αυτογνωσίας της κοινωνίας και αναζήτησης προτύπων για τη βελτίωσή της, τα οποία όμως και αυτά αργά ή γρήγορα θα φτάσουν τα όρια της επάρκειας και χρησιμότητάς τους και θα χρειαστούν ένα νέο κύμα σκέψης για να εξελιχθούν περαιτέρω.
Γραφή
Η εξιστόρηση των βασικών οικονομικών θεωριών ακολουθεί γενικά τη χρονολογική σειρά των γεγονότων και πάνω σε αυτό τον ιστορικό καμβά ξεδιπλώνονται τα προβλήματα των κρίσεων και των ερμηνειών που επιχειρήθηκαν τόσο από θεωρίες της εποχής όσο και κατοπινές.
Στο βιβλίο, προσπάθησα να αποφύγω όσο γίνεται περισσότερο την παράθεση τεχνικών αναλύσεων, τα μακροσκελή αποσπάσματα άλλων συγγραφέων και τους χρονολογικούς πίνακες. Όταν έκρινα ότι κάτι από αυτά ήταν απαραίτητο, το περιέλαβα σε πλαίσια τα οποία μπορεί κανείς να τα διαβάσει αυτοτελώς ή και να τα προσπεράσει χωρίς να ανακοπεί η ροή της ανάγνωσης. Μερικές οικονομικές έννοιες που χρησιμοποιούνται συχνά σε παλιότερες και νεότερες θεωρίες τις επεξηγώ στο τέλος του βιβλίου, με την ελπίδα να βοηθήσουν στην κατανόησή τους. Οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι εκ των πραγμάτων συχνές, αλλά συνήθως γίνονται σε υποσημειώσεις για να μην περιπλέκουν το κυρίως κείμενο. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από το συγγραφέα. Τα ξένα ονόματα αναφέρονται άλλοτε με την ελληνική τους απόδοση, όταν είναι σχετικά γνωστά, και άλλοτε με την ξένη, πράγμα που μπορεί να κουράζει λίγο τον αναγνώστη.
Ευχαριστίες
Κατά τη συγγραφή του βιβλίου επωφελήθηκα από πολλές συζητήσεις και υποδείξεις συναδέλφων και φίλων, όπως επίσης από τα σχόλια και τις ερωτήσεις των φοιτητών μου. Θέλω όμως να ευχαριστήσω ξεχωριστά τον Θ. Ζιάκα, για μια διεισδυτική κριτική που έκανε σε ένα πρώτο σχέδιο του βιβλίου, τον Ν. Θεοχαράκη, για τις πολλές επισημάνσεις και διορθώσεις, τον Θ. Λιανό, για τις συμβουλές και την ανταλλαγή απόψεων περί Αριστοτέλη, και τον Αντώνη Λιάκο, για τις χρήσιμες επισημάνσεις στη σχέση ιστορίας και οικονομικών θεωριών.
Φυσικά ουδείς εξ αυτών ευθύνεται για τυχόν λάθη που παρέμειναν ή για όσες ελλείψεις και ατέλειες εξακολουθούν μετά βεβαιότητας να υπάρχουν στο βιβλίο.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω σε όσους επιμελήθηκαν την έκδοση του παρόντος και υπέμειναν τις πολλές καθυστερήσεις μέχρι να λάβει την τελική του μορφή.
Αθήνα, Απρίλιος 2012
Η ιδέα για να γραφτεί το παρόν βιβλίο ωρίμασε έπειτα από αλλεπάλληλες συζητήσεις με συναδέλφους μου καθηγητές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 σκεφτόμασταν πώς πρέπει να αλλάξει το Πρόγραμμα Σπουδών και η διδασκαλία των οικονομικών. Δεν αρκούσε να προσθέσουμε μερικά κεφάλαια περιγραφής της κρίσης, για να καλύψουμε τα ερωτήματα σχετικά με το πώς οι περίτεχνες οικονομικές θεωρίες που διδάσκονται απέτυχαν να προειδοποιήσουν εγκαίρως τις κυβερνήσεις και τους πολίτες σε όλο τον κόσμο (ή τουλάχιστον όσους ήθελαν να ακούσουν).
Ούτε έπρεπε να εξαντληθεί η προσπάθεια σε μια διαμάχη μεταξύ διάφορων θεωριών για το ποια είχε προλάβει να καταγγείλει τον επερχόμενο κίνδυνο ή ποια ήταν η πιο ενδεδειγμένη να τον αντιμετωπίσει εκ των υστέρων. Χωρίς καθόλου να υποτιμάται η χρησιμότητα μιας τέτοιας αναμέτρησης, συχνά τέτοιες αντιπαραθέσεις γίνονται με προσχηματισμένες ιδεολογικές αφετηρίες και αξιοποιούν την ευκαιρία δοκιμασίας μιας θεωρίας, όχι για να τη διορθώσουν, αλλά απλώς για να δικαιώσουν μια αντίπαλη άποψη, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να επανεξετάσουν σε τι είδους κρίσεις είχε οδηγήσει και αυτή στο παρελθόν.
Ίσως η κρίση του 2008 και η αμφισβήτηση που προκάλεσε στις οικονομικές θεωρίες ήταν ευκαιρία για κάτι πιο δημιουργικό, αλλά και πιο επίπονο: να επανεξετάσουμε το βαθμό αυθεντίας που ισχυρίζεται ότι έχει κάθε οικονομική θεωρία υπό το πρίσμα του πόσο επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αντιμετώπισε τις διάφορες οικονομικές κρίσεις στο παρελθόν και υπό ποιες προϋποθέσεις τα κατάφερε ή για ποιους λόγους απέτυχε. Ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσουμε την επανεξέταση των οικονομικών θεωριών είναι να ξαναδούμε την ιστορική τους διαδρομή, πώς διαμορφώθηκαν, πώς εξελίχθηκαν και γιατί σε αυτή τη μακρά πορεία άλλες ξεχάστηκαν και άλλες επικράτησαν.
Την ίδια ανάγκη ένιωθαν πολλοί. Ένας φίλος βιβλιοπώλης μού έλεγε ότι μετά το 2008 έπεσαν κατακόρυφα οι πωλήσεις οικονομικών τίτλων που υπόσχονταν αχτύπητες προβλέψεις, λαμπρές επενδυτικές αποδόσεις και πετυχημένες καριέρες στο Finance, αλλά από την άλλη μεριά αυξήθηκε εντυπωσιακά η ζήτηση για βιβλία του Κέυνς, του Μαρξ και του Άνταμ Σμιθ, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τις πρωτογενείς θεωρίες της οικονομίας και τις αιτίες των μεγάλων αλλαγών. Δίπλα στην ανάλυση των κλασικών, βρήκαν όμως ευκαιρία να βγουν στο προσκήνιο και πολλές δεισιδαιμονίες που περιγράφουν τις κρίσεις σαν μοιραίες και αναπόδραστες καταστροφές, χωρίς να αφήνουν δυνατότητες παρέμβασης, διόρθωσης και αποφυγής. Απάντηση στην επέλαση της μοιρολατρίας μπορεί να δοθεί μόνο μέσω της συστηματικής γνώσης και αξιολόγησης των σημερινών θεωριών και της θεμελίωσης μιας νέας ορθολογικότητας.
Ήδη, με αφορμή το 2008, σε πολλά πανεπιστήμια άλλων χωρών ξεκίνησαν έντονες συζητήσεις για την επανεξέταση και την αναθεώρηση βασικών πυλώνων της οικονομικής θεωρίας και είναι βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια θα γίνουν σημαντικές αλλαγές στη διδασκαλία των οικονομικών. Αποφασίσαμε έτσι να εισαγάγουμε στο Πρόγραμμα Σπουδών το μάθημα Ιστορία των οικονομικών θεωριών, και μου ανατέθηκε η διδασκαλία του. Κατά την προετοιμασία του μαθήματος, αντί να ακολουθήσω μια τυπική εξιστόρηση για το τι είπαν και έγραψαν σε κάθε ιστορική περίοδο οι μικροί και μεγάλοι στοχαστές των οικονομικών, επέλεξα μια διαφορετική προσέγγιση:
Να διατυπώσω πρώτα τα μεγάλα ερωτήματα που ανέκυψαν για τις οικονομικές θεωρίες μετά την κρίση του 2008 και στη συνέχεια να επιχειρήσω μια ιστορική περιήγηση για το πώς αντιμετώπισαν παρόμοιες προσκλήσεις οι παλαιότερες θεωρίες στη μακρά διαδρομή της εξέλιξής τους. H ιδέα υπήρχε ήδη σε αρκετά άλλα βιβλία της οικονομικής σκέψης και αποφάσισα ότι άξιζε τον κόπο.
Η ανταπόκριση που βρήκα από τη συμμετοχή των φοιτητών μέχρι τώρα με έπεισε να προχωρήσω στο επόμενο βήμα και έτσι αποφάσισα να γράψω τις διαλέξεις μου ως βιβλίο που απευθύνεται σε ευρύτερες κατηγορίες αναγνωστών.
Τι είναι και δεν είναι το βιβλίο
Αυτό όμως προκάλεσε και την πρώτη μεγάλη δυσκολία: στη διδασκαλία, η παράθεση ιστορικών στοιχείων για τα σημαντικά οικονομικά γεγονότα και η αυστηρά χρονολογική παρουσίαση των οικονομικών στοχαστών είναι αφενός επιβαλλόμενη για παιδευτικούς λόγους, αλλά και εύκολα προσαρμόσιμη όταν χρειάζεται να συσχετιστεί με κατοπινές θεωρίες και ζητήματα. Στην επόμενη διάλεξη μπορεί να επανέλθει η ιστορική σύνδεση και να συνεχιστεί η γραμμική μορφή παρουσίασης των θεωριών. Στο βιβλίο όμως η σειριακή εξιστόρηση θα γινόταν μια άνευρη εγκυκλοπαιδική καταγραφή, ενώ η συχνή διακοπή της θα το έκανε να μοιάζει με μωσαϊκό ασύνδετων αφηγήσεων. Πριν αρχίσω να το γράφω, έπρεπε να ξεκαθαρίσω πού να επικεντρωθώ, προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις για το στόχο που επιδιώκει. Παραθέτω λοιπόν πρώτα τι δεν είναι το βιβλίο:
(α) Δεν είναι μια πλήρης ιστορία των οικονομικών θεωριών: Ένα τέτοιο έργο θα είχε απαιτήσεις γνώσεων και έρευνας που υπερβαίνουν την ικανότητα του συγγραφέα, ενώ επίσης θα ήταν τόσο εκτεταμένο και πολυσχιδές που θα υπερέβαινε τις αντοχές του αναγνώστη. Επιπλέον στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν πολλά έργα που καλύπτουν με εμβρίθεια αυτό το πεδίο και αρκετά είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά, ώστε ο αναγνώστης μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να μελετήσει την ιστορική εξέλιξη της οικονομικής σκέψης. Ανάλογη πληροφόρηση ανευρίσκεται και σε πολλούς διαδικτυακούς τόπους που ειδικεύονται στην οικονομική ιστορία και την ιστορία των ιδεών. Δεδομένης της βιβλιογραφικής υπερ-επάρκειας, πιστεύω ότι ο αναγνώστης δεν θα αισθανθεί έλλειψη από την απουσία αναφοράς σε αρκετές οικονομικές θεωρίες ή από τη μερική εξέταση ορισμένων άλλων.
(β) Δεν είναι οικονομική ιστορία, καθώς το βιβλίο αναφέρεται μόνο επιλεκτικά και περιληπτικά σε ορισμένα οικονομικά γεγονότα προκειμένου να τα εκλάβει ως δοκιμασίες και ερεθίσματα για τις οικονομικές θεωρίες. Και στον τομέα αυτό η βιβλιογραφία διαρκώς πολλαπλασιάζεται διεθνώς -κάπως και στην Ελλάδα-, καθώς η αύξουσα διαθεσιμότητα παλαιότερων στοιχείων και η διάδοση των τεχνικών ανάλυσης έχουν πυροδοτήσει μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση των ιστορικών οικονομικών φαινομένων. Μετά το 2008, παρατηρείται και μια νέα γενιά διεθνών εκδόσεων ειδικά για την ιστορία και την ανάλυση των οικονομικών κρίσεων.
(γ) Δεν είναι μεθοδολογική πραγματεία για την επιστημολογική ανάλυση των οικονομικών θεωριών, αν και χρησιμοποιεί αρκετά κριτήρια για την αξιολόγηση και την ταξινόμησή τους. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να εξοικειωθεί με τα γνωσεολογικά χαρακτηριστικά της οικονομικής σκέψης και τις ατέρμονες αντιπαλότητες, τόσο εντός της οικονομολογικής οικογένειας όσο και έναντι άλλων επιστημονικών κλάδων, έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει στην εξειδικευμένη και απαιτητική βιβλιογραφία της επιστημολογίας και της φιλοσοφίας των επιστημών.
Επέλεξα λοιπόν να επικεντρωθώ στα βασικότερα ζητήματα οικονομικών θεωριών τα οποία αφενός σχετίζονται με τις ανησυχίες του σήμερα, αφετέρου διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των οικονομικών κρίσεων και γεγονότων - κατά την άποψή μου βέβαια. Η προσέγγιση είναι προφανώς επιλεκτική ως προς την ευρύτητα των θεμάτων και εκ των πραγμάτων ατελής ως προς το βάθος ανάλυσής τους. Θέλω να πιστεύω όμως ότι και οι δύο αυτές αδυναμίες ίσως συγχωρούνται αν το βιβλίο καταφέρει τελικά να εγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι μόνο για τα γενόμενα αλλά και για τα εσόμενα των οικονομικών.
Οι δοκιμασίες και τα ερεθίσματα που προκαλεί μια οικονομική κρίση στις οικονομικές θεωρίες είναι τριών ειδών:
• Πώς εξηγείται η φύση της κάθε κρίσης και αν οι προϋπάρχουσες θεωρίες ήταν επαρκείς ή αποδείχθηκαν ανεπαρκείς.
• Πώς αντιμετωπίζεται η κρίση με βάση τις αποφάσεις και πολιτικές που υποδεικνύει η κάθε θεωρία και εάν αυτές είναι αποτελεσματικές.
• Πώς διαμορφώνονται τα νέα δεδομένα προσφοράς και ζήτησης στην οικονομία, ώστε να αποτρέψουν την εμφάνιση νέων κρίσεων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι θεωρίες συσσώρευσης και διανομής, οι οποίες ασχολούνται με την επέκταση της οικονομίας ώστε να ανταποκριθεί στην άνοδο των απαιτήσεων επιβίωσης και ευημερίας σε μια κοινωνία.
Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, αναπτύχθηκαν και συγκρούστηκαν πολλές οικονομικές θεωρίες. Στην αρχαιότητα οι κρίσεις σιτοδείας οδήγησαν στη διαμόρφωση αντιλήψεων και στην εφαρμογή πρακτικών για την εποπτεία της παραγωγής και τη διαχείριση της διανομής είτε μέσω του κράτους, όπως στην Αίγυπτο, είτε με την οργάνωση της αγοράς, όπως στην Αθήνα και τη Ρώμη. Οι κρίσεις από τη διάβρωση του νομίσματος οδήγησαν στην υιοθέτηση του Κανόνα Χρυσού, όπως έγινε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στο Βυζάντιο και από πολλά ευρωπαϊκά κράτη κατά τη νεωτερική περίοδο. Οι κρίσεις τραπεζών και χρηματιστηρίων οδήγησαν στη διαμόρφωση της νομισματικής θεωρίας και πολιτικής, ενώ η μεγάλη ύφεση του 1929 οδήγησε στη γέννηση ενός νέου μεγάλου κλάδου, της Μακροοικονομικής.
Η διασταύρωση των θεωριών με την πρόκληση που θέτουν οι κρίσεις της εποχής τους μπορεί να εντοπίσει ορισμένα χρήσιμα ευρήματα και διδάγματα που αναδεικνύονται μέσω της κριτικής εξιστόρησης:
Πρώτον, τα πεπερασμένα όρια των θεωριών: Καθώς οι θεωρίες τεκμηριώνονται με προγενέστερες κάθε φορά παρατηρήσεις οικονομικών συμπεριφορών και βασίζονται σε παραδοχές κινήτρων και επιδιώξεων, ο βαθμός επαλήθευσής τους επηρεάζεται από κάθε τυχόν αλλαγή, ανατροπή και επανακαθορισμό των θεμελιωδών υποθέσεων. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να γίνεται με μεγάλη επιφύλαξη η απόπειρα επαλήθευσης ή διάψευσης μιας θεωρίας σε προγενέστερες περιόδους ή σε συνθήκες ριζικά διαφορετικές από αυτές στις οποίες βασίζεται.
Δεύτερον, η ανέφικτη ποσοτικοποίηση: Η θεαματική πρόοδος που έχει συντελεστεί στη συλλογή και επεξεργασία στατιστικών δεδομένων έχει προσδώσει μεγάλο βάθος και εγκυρότητα στις οικονομικές αναλύσεις, δεν τις έχει προικίσει όμως με την ίδια βεβαιότητα παρατήρησης και πρόβλεψης που ισχύει για τα φυσικά φαινόμενα. Όση και να είναι η τεχνική και μαθηματική πολυπλοκότητα μιας οικονομικής θεωρίας, η ισχύς και η αξιοπιστία της θα υπόκεινται σε αναρίθμητες άλλες παραμέτρους και διαταραχές που δύσκολα μετρούνται και ακόμα δυσκολότερα προβλέπονται.
Τρίτον, η ευάλωτη βεβαιότητα: Γρήγορα φτάνει κανείς σε μια απλή -αν και ίσως αναπάντεχη- διαπίστωση: όσο πιο μεγάλη ήταν η έπαρση και η εικαζόμενη αυθεντία μιας οικονομικής θεωρίας, τόσο πιο μεγάλη και η αστοχία της όταν τα πράγματα εξελίχθηκαν σε κρίση. Αντίθετα, θεωρίες που βασίζονταν σε απλούστερες υποθέσεις και αποδέχονταν εξαρχής το ενδεχόμενο πλάνης, ατέλειας και αστοχίας στις οικονομικές συμπεριφορές ήταν καλύτερα προετοιμασμένες να υποδεχτούν μια κρίση και να συνεισφέρουν στην αντιμετώπισή της.
Η κριτική εξιστόρηση ίσως βοηθήσει τόσο στο να κατανοηθούν ορισμένες πτυχές της σημερινής πραγματικότητας όσο και να προκαλέσει μια δημιουργική επιφυλακτικότητα του αναγνώστη στην υπερβολική -και ενίοτε αλαζονική- αυτοπεποίθηση με την οποία συγκροτούνται και διαδίδονται οι οικονομικές θεωρίες. Οι οικονομικές θεωρίες δεν είναι ούτε ακλόνητοι μηχανισμοί σκέψης για να διεκδικούν την κατήχηση της κοινωνίας, ούτε ασφαλείς μηχανισμοί προβλέψεων για να καθοδηγούν τους κυνηγούς του κέρδους. Κυρίως πρέπει να εκλαμβάνονται ως μια διαδικασία αυτογνωσίας της κοινωνίας και αναζήτησης προτύπων για τη βελτίωσή της, τα οποία όμως και αυτά αργά ή γρήγορα θα φτάσουν τα όρια της επάρκειας και χρησιμότητάς τους και θα χρειαστούν ένα νέο κύμα σκέψης για να εξελιχθούν περαιτέρω.
Γραφή
Η εξιστόρηση των βασικών οικονομικών θεωριών ακολουθεί γενικά τη χρονολογική σειρά των γεγονότων και πάνω σε αυτό τον ιστορικό καμβά ξεδιπλώνονται τα προβλήματα των κρίσεων και των ερμηνειών που επιχειρήθηκαν τόσο από θεωρίες της εποχής όσο και κατοπινές.
Στο βιβλίο, προσπάθησα να αποφύγω όσο γίνεται περισσότερο την παράθεση τεχνικών αναλύσεων, τα μακροσκελή αποσπάσματα άλλων συγγραφέων και τους χρονολογικούς πίνακες. Όταν έκρινα ότι κάτι από αυτά ήταν απαραίτητο, το περιέλαβα σε πλαίσια τα οποία μπορεί κανείς να τα διαβάσει αυτοτελώς ή και να τα προσπεράσει χωρίς να ανακοπεί η ροή της ανάγνωσης. Μερικές οικονομικές έννοιες που χρησιμοποιούνται συχνά σε παλιότερες και νεότερες θεωρίες τις επεξηγώ στο τέλος του βιβλίου, με την ελπίδα να βοηθήσουν στην κατανόησή τους. Οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι εκ των πραγμάτων συχνές, αλλά συνήθως γίνονται σε υποσημειώσεις για να μην περιπλέκουν το κυρίως κείμενο. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από το συγγραφέα. Τα ξένα ονόματα αναφέρονται άλλοτε με την ελληνική τους απόδοση, όταν είναι σχετικά γνωστά, και άλλοτε με την ξένη, πράγμα που μπορεί να κουράζει λίγο τον αναγνώστη.
Ευχαριστίες
Κατά τη συγγραφή του βιβλίου επωφελήθηκα από πολλές συζητήσεις και υποδείξεις συναδέλφων και φίλων, όπως επίσης από τα σχόλια και τις ερωτήσεις των φοιτητών μου. Θέλω όμως να ευχαριστήσω ξεχωριστά τον Θ. Ζιάκα, για μια διεισδυτική κριτική που έκανε σε ένα πρώτο σχέδιο του βιβλίου, τον Ν. Θεοχαράκη, για τις πολλές επισημάνσεις και διορθώσεις, τον Θ. Λιανό, για τις συμβουλές και την ανταλλαγή απόψεων περί Αριστοτέλη, και τον Αντώνη Λιάκο, για τις χρήσιμες επισημάνσεις στη σχέση ιστορίας και οικονομικών θεωριών.
Φυσικά ουδείς εξ αυτών ευθύνεται για τυχόν λάθη που παρέμειναν ή για όσες ελλείψεις και ατέλειες εξακολουθούν μετά βεβαιότητας να υπάρχουν στο βιβλίο.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω σε όσους επιμελήθηκαν την έκδοση του παρόντος και υπέμειναν τις πολλές καθυστερήσεις μέχρι να λάβει την τελική του μορφή.
Αθήνα, Απρίλιος 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΝΕΙΛΟ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΡΗΝΟ
Αυταπάτες και διδάγματα
Το καλοκαίρι του 2011, δεκαεπτά καθηγητές οικονομικών -όλοι οι επιζώντες κάτοχοι του βραβείου Νόμπελ- συγκεντρώθηκαν στα σύνορα Γερμανίας και Ελβετίας για να συζητήσουν την παγκόσμια οικονομική κρίση, τις επιπτώσεις της και τις πολιτικές για την αντιμετώπισή της. Στη συνάντηση είχε προσκληθεί και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε (Wolfgang Schauble), o οποίος έκανε την εξής πρόβλεψη για τη διάρκεια της κρίσης: Μπορεί να έχουμε μπροστά μας επτά χρόνια ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία, τα οποία μάλιστα έσπευσε να τα θεωρήσει μια αναπόφευκτη ανταλλαγή μεταξύ βραχυχρόνιου κόστους και μακροχρόνιου οφέλους.
Στη σύντομη αυτή φράση κρύβεται ένα μυστήριο και δύο μεγάλες αγωνίες που στο παρελθόν έχουν πολύ απασχολήσει τις οικονομικές θεωρίες και ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να τις δοκιμάζουν. Η πρώτη αγωνία είναι εάν τον επαχθή κύκλο της ύφεσης θα τον διαδεχθεί όντως ένας κύκλος ανάπτυξης ή μήπως κάποιες οικονομίες δεν αντέξουν και οδηγηθούν σε πλήρη κατάρρευση. Η δεύτερη αγωνία έγκειται στο εάν η ανάπτυξη -όταν και εφόσον επανέλθει- θα είναι επαρκής ώστε να υπερκεράσει τη ζημιά που επέφερε η ύφεση και τι πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν για να μεγιστοποιήσουν την έκταση και τη διάρκεια αυτού του αναπτυξιακού οφέλους.
Το μυστήριο σχετίζεται με τη διάρκεια της ύφεσης, την οποία ο Σόιμπλε προέβλεψε επταετή, φέρνοντας στο νου πολλές δοξασίες και προκαταλήψεις για τον περίφημο αυτό αριθμό που επί χιλιετίες απασχολεί φιλοσόφους, μάγους και μαθηματικούς.
Πού να βρήκε άραγε ο Σόιμπλε τον αριθμό 7; Προτείνω στον αναγνώστη δύο υποθετικές εκδοχές, μια απλοϊκή και μια πιο περίπλοκη. Ας πάρουμε πρώτα την απλοϊκή: Αν ο Σόιμπλε ως εξέχον μέλος της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας διαβάζει τακτικά τη Βίβλο, είναι πιθανό να έχει επηρεαστεί από την αφήγηση του ονείρου που είδε ο Φαραώ με τις 7 ισχνές και τις 7 παχιές αγελάδες. Όπως το ερμήνευσε ο Ιωσήφ, επρόκειτο για 7 χρόνια ξηρασίας και λιμού, που θα τα διαδέχονταν 7 χρόνια γονιμότητας και αφθονίας. Είναι η πιο παλιά αφήγηση για τις οικονομικές διακυμάνσεις και, όπως θα δούμε αργότερα, κρύβει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπισαν. Αν όντως ήταν επηρεασμένος από τη βιβλική αφήγηση, ο Σόιμπλε πιθανώς επικοινωνιακά να πόνταρε και στο γεγονός ότι όλοι σχεδόν στον κόσμο έχουν ακούσει την ίδια ιστορία και έτσι θα αποδεχτούν καλύτερα την πρόβλεψή του.
Μπορεί όμως να μη σκέφτηκε τόσο απλοϊκά και -αντιθέτως- να θέλησε να αναλύσει το φαινόμενο των οικονομικών κρίσεων πιο επιστημονικά. Τι θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση; Μάλλον θα διάλεγε και θα μελετούσε με προσοχή μια μεγάλη οικονομία του πλανήτη, θα εντόπιζε τις περιόδους των κρίσεων και θα προσπαθούσε να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα για τη διάρκειά τους. Όσο πιο μακρά μάλιστα ήταν η περίοδος εξέτασης, τόσο πιο αντιπροσωπευτικά θα ήταν τα συμπεράσματα.
Ας πάρουμε λοιπόν ως ένα τέτοιο παράδειγμα την οικονομία των ΗΠΑ και ας μελετήσουμε την εξέλιξη του ΑΕΠ για μια πολύ μακρά περίοδο 110 ετών από το 1900 έως το 2009. Παρατηρώντας το Διάγραμμα 1, βλέπουμε ότι το ΑΕΠ γενικά ανέρχεται, άλλες φορές όμως η άνοδός του είναι αργή και άλλες πολύ ισχυρή. Υπάρχουν επίσης και μερικές περίοδοι που υποχωρεί, άλλες έντονα και άλλες όπου απλώς εξασθενεί. Είναι δύσκολο να αναλύσουμε αυτές τις περιπτώσεις με απλή επισκόπηση, γι αυτό ας καταφύγουμε σε μια τεχνική ανάλυσης που διατίθεται πλέον σε όλα τα οικονομετρικά πακέτα και μας επιτρέπει να διασπούμε την εξέλιξη μιας χρονολογικής σειράς σε μια ομαλή τάση και σε μια κυκλική διακύμανση γύρω από την τάση. Όταν το ΑΕΠ είναι πάνω από την τάση έχουμε άνθηση, όταν υπολείπεται έχουμε ύφεση. Το Διάγραμμα 2 δείχνει όλες τις περιόδους ύφεσης και όλες τις περιόδους άνθησης της αμερικανικής οικονομίας στη διάρκεια των 110 ετών και με απλή παρατήρηση φαίνεται ότι δεν διαρκούν όλες οι υφέσεις το ίδιο διάστημα. Όμως, αν υπολογιστεί ο μέσος όρος διάρκειας της ύφεσης, θα βρεθεί ότι είναι 7 έτη, δηλαδή το ίδιο διάστημα ύφεσης που είχε πλήξει και την αρχαία Αίγυπτο!
Υπάρχει άραγε κάποια μυστηριώδης δύναμη που καθοδηγεί τις υφέσεις εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια και αυτές διαρκούν το ίδιο διάστημα; Μερικοί θα σπεύσουν να το πιστέψουν, διαιωνίζοντας έτσι την προκατάληψη της αριθμολογίας. Μπορούν μάλιστα να βρουν και άλλες περιπτώσεις οικονομικών φαινομένων παρόμοιας διάρκειας και να το εκλάβουν ως γενικευμένη επιβεβαίωση. Ίσως έτσι προκαλέσουν το ενδιαφέρον σε μια ανάλαφρη συζήτηση, στην πραγματικότητα όμως θα έχουν διαπράξει όλα τα δυνατά σφάλματα που μπορεί να γίνουν με την κακή χρήση μιας θεωρίας. Η σύμπτωση της διάρκειας δεν πρέπει να μας παρασύρει να αγνοήσουμε θεμελιώδεις διαφορές και κριτήρια, όπως τα εξής:
α) Καμία σχέση δεν έχουν τα δύο φαινόμενα ως προς τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Στην αρχαία Αίγυπτο ήταν η μεταβολή της στάθμης του Νείλου από τη μείωση των πηγών στη λίμνη Βικτόρια. Οι αιτίες των κρίσεων του 20ού αιώνα ήταν κυρίως η τεχνολογία, οι πόλεμοι, τα χρηματιστήρια και ένα επίμονο φαινόμενο που στα οικονομικά περιγράφεται με τη δυσνόητη φράση φθίνουσες αποδόσεις παραγωγικών συντελεστών.
β) Η σύμπτωση ότι η διάρκεια του ονείρου του Φαραώ επαληθεύεται στην Αμερική του 20ού αιώνα καθόλου δεν θεμελιώνει κάποια ιδιότητα προβλεπτικότητας. Εάν μάλιστα υπήρχε τρόπος να δούμε και πόσες φορές η προσδοκία παρόμοιων συμπτώσεων απέτυχε να προβλέψει σωστά τα πραγματικά γεγονότα, ίσως κλονιστούν και οι πιο φανατικοί προληπτικοί της αριθμολογίας.
γ) Αν και τα δύο φαινόμενα είναι άκρως διαφορετικά και η προβλεπτική τους ταύτιση είναι επιστημονικά ανόητη, δεν σημαίνει ότι η ανάλυση των συνεπειών της ύφεσης σε κάθε εποχή δεν είναι χρήσιμη για σήμερα. Ίσως ο Ρήνος δεν κινδυνεύει όπως ο Νείλος, η πολιτική όμως που εφάρμοσε ο Φαραώ για να αντιμετωπίσει το λιμό μπορεί να έχει κάτι να μας διδάξει ακόμα και σήμερα, είτε θετικό είτε αρνητικό.
δ) Η διάρκεια της ύφεσης δεν είναι ίδια σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά εξαρτάται από τους παράγοντες που την προκάλεσαν και από τις πολιτικές που εφαρμόζονται για να την αντιμετωπίσουν. Όπως θα δούμε αργότερα, ο λιμός στην Αίγυπτο ίσως κρατούσε λιγότερο αν ο Φαραώ δεν έκανε εξαγωγές σιτηρών για να γεμίσει το θησαυροφυλάκιό του και η μεγάλη ύφεση στις ΗΠΑ ίσως τελείωνε πιο νωρίς αν οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής δεν ήταν προσκολλημένοι στις άκαμπτες συνταγές των υψηλών επιτοκίων. Άλλωστε, και στη συνάντηση με τον Σόιμπλε, αρκετοί νομπελίστες -όπως ο Στίγκλιτζ και ο Μάσκιν- επισήμαναν ότι η δημοσιονομική λιτότητα παρατείνει την ύφεση και χρειάζονται άλλες πολιτικές για την υπέρβασή της, ενώ ο Μαντέλ προέβλεψε ότι αυτές οι διορθωτικές πολιτικές θα μπορούσαν να έχουν ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια.
Από τις αναπάντεχες χρονικές συμπτώσεις ανάμεσα στο λιμό στην αρχαία Αίγυπτο, τις αμερικανικές υφέσεις του 20ού αιώνα και την πρώτη μεγάλη παγκόσμια ύφεση του 21ου αιώνα, μπορούμε να κάνουμε μερικές καίριες επισημάνσεις σχετικά με τις οικονομικές θεωρίες, την ιστορική τους προέλευση και το πώς χρησιμοποιούνται ή διαστρέφονται:
• Τυχόν εξωτερικές ομοιότητες ανάμεσα σε οικονομικά φαινόμενα δεν συνεπάγονται ότι αυτά μπορούν να ερμηνευτούν από τις ίδιες θεωρίες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε ορισμένα φυσικά φαινόμενα που διέπονται από τους ίδιους φυσικούς νόμους (π.χ. τη βαρύτητα), στην οικονομία όμως οι εξελίξεις καθορίζονται από κοινωνικούς παράγοντες που συνήθως διαφέρουν από εποχή σε εποχή.
• Η διαπίστωση και η επιφανειακή ανάλυση ενός οικονομικού φαινομένου δεν συνιστά θεωρία, παρά μόνο εάν μπορεί να ερμηνεύσει την προέλευσή του και να αναλύσει παρόμοιες καταστάσεις που εκδηλώνονται σε άλλες συνθήκες.
• Οι προβλέψεις ενός φαινομένου δεν πρέπει να αξιολογούνται μόνο όταν φαίνονται να είναι επιτυχείς, αλλά πρέπει να συγκρίνονται και με τις αποτυχίες που τυχόν έχουν στην πρόβλεψη άλλων ομοειδών φαινομένων.
• Η υιοθέτηση μιας θεωρίας για να ερμηνεύσει ένα οικονομικό συμβάν πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά γιατί, εάν αργότερα διαπιστωθεί ότι είναι εσφαλμένη, το φαινόμενο δεν μπορεί να επαναληφθεί και να διορθωθεί αναδρομικά. Οι κοινωνικές διεργασίες καταγράφονται άπαξ ιστορικά και δεν είναι εργαστηριακά πειράματα που μπορεί κανείς να επαναλαμβάνει κατά το δοκούν μέχρι να τα πετύχει.
• Όταν μια θεωρία εμφανίζεται ως ερμηνεία ενός οικονομικού φαινομένου, ενσωματώνει συχνά και τον τρόπο αντιμετώπισης των συνεπειών του, πράγμα που κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη διάκριση μεταξύ της φύσης των πραγματικών γεγονότων και του είδους της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.
Με αυτές τις προειδοποιήσεις θα επιχειρήσουμε μια διαχρονική εξέταση των οικονομικών θεωριών για να δούμε πώς γεννήθηκαν από τα μεγάλα γεγονότα των κρίσεων και τις περιόδους ακμής, καταστροφών και προόδου. Ταυτόχρονα η εξέταση πρέπει να λάβει υπόψη της το πώς οι ίδιες θεωρίες επηρέασαν την εξέλιξη αυτών των φαινομένων.
Σε τι χρησιμεύει η ιστορία των οικονομικών θεωριών
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί κάποιος που ενδιαφέρεται για τα σύγχρονα οικονομικά ζητήματα πρέπει να ασχοληθεί και με την ιστορία των οικονομικών θεωριών. Άραγε δεν αρκεί να μάθει τις σημερινές οικονομικές θεωρίες και να επιλέξει αυτή που με κάποια κριτήρια θεωρεί πιο σωστή ή, εν πάση περιπτώσει, του ταιριάζει περισσότερο; Τι θα ωφελήσει αν μάθουμε τις οικονομικές αντιλήψεις που επικρατούσαν σε άλλες κοινωνίες, ιδιαίτερα μάλιστα στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο ή, ακόμα πιο μακριά, στην αρχαία Αίγυπτο, στην Ασία ή στους εξαφανισμένους πολιτισμούς των Μάγια;
Η ιστορία των οικονομικών θεωριών είναι χρήσιμη όχι μόνο για να αποκτήσουμε ιστορικές γνώσεις και να κατανοήσουμε καλύτερα πώς επηρεάστηκαν και εξελίχθηκαν οι παλιότερες κοινωνίες, αλλά μας βοηθά να απαντήσουμε και σε μερικά σύγχρονα ζητήματα για τους εξής λόγους:
Πολλά πράγματα, τα οποία με μια αίσθηση ιστορικού εγωϊσμού νομίζουμε ότι συμβαίνουν μόνο σήμερα και σ εμάς έτυχε το πλεονέκτημα να τα ζήσουμε και να τα κατανοήσουμε, έχουν επαναληφθεί πολλές φορές στην Ιστορία. Όπως και τώρα, έτσι και στο παρελθόν κάθε περίοδος αξιοποίησε τις δυνατότητες που είχε και προσπάθησε να κατανοήσει τα οικονομικά φαινόμενα που την απασχολούσαν. Είναι ενδιαφέρον να γνωρίσουμε πώς τα ερμήνευσε, πώς τα αντιμετώπισε και, ακόμα πιο χρήσιμο, να συγκρίνουμε τις συμπεριφορές και τα κυρίαρχα παραδείγματα του σήμερα με αυτά που επικράτησαν σε άλλες κοινωνίες και άλλες εποχές.
Για παράδειγμα, με ποια πολιτική η αρχαία Αθήνα απέφυγε τους λιμούς, ενώ η Αίγυπτος επλήγη πολλές φορές από έλλειψη τροφίμων; Γιατί ούτε η μία ούτε η άλλη δεν είχε αναπτύξει τεχνολογία, ενώ υπήρχαν οι τεχνικές γνώσεις για πολλά προβλήματα; Γιατί στη Ρώμη οι θεωρητικές αναζητήσεις στα οικονομικά έμειναν στάσιμες επί δύο σχεδόν αιώνες; Γιατί η Βιομηχανική Επανάσταση έγινε στην Αγγλία και όχι στην πιο πλούσια και ισχυρή Γαλλία, ή πολύ περισσότερο στην Κίνα, που την εποχή εκείνη είχε κάνει άφθονες τεχνικές ανακαλύψεις;
Επίσης, είναι πολύ διδακτικό να γνωρίζουμε πώς οι άλλοι λαοί σε άλλες εποχές ερμήνευσαν τα οικονομικά φαινόμενα, πώς επωφελήθηκαν από τις θετικές πλευρές τους και πώς απέφυγαν τις αρνητικές επιδράσεις τους ή γιατί δεν κατάφεραν να τις αποφύγουν. Για παράδειγμα, γιατί κατέρρευσαν οι χρηματιστηριακές αγορές στην Αγγλία και στη Γαλλία του 18ου αιώνα; Γιατί οι οικονομίες κεντρικού σχεδιασμού δεν μπόρεσαν να βρουν την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης και κατέρρευσαν το 1989; Γιατί άργησαν τόσο πολύ οι κυβερνήσεις να κατανοήσουν την κρίση του 1929 και να αντιδράσουν σωστά;
Υπάρχουν οικονομικές και κοινωνικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτά τα αποτελέσματα και είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ποιες θεωρίες τα κατάφεραν και ποιες δεν μπόρεσαν να δουν έγκαιρα τις αιτίες των γεγονότων και να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που προέκυπταν. Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ερώτημα είναι εάν, χρησιμοποιώντας την οικονομική θεωρία, μπόρεσε η τάδε κοινωνία τη δείνα εποχή να προβλέψει κάτι αρνητικό που ερχόταν και να το αποφύγει. Και μετά να διατυπώσουμε το ακόμα πιο ενδιαφέρον ερώτημα εάν μπορούμε εμείς σήμερα να γίνουμε πιο σώφρονες και να καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά φαινόμενα των οικονομικών κρίσεων.
Μερικοί θα ισχυριστούν ότι ακόμα και εάν αυτό πετύχει, ίσως κάποιοι άλλοι ξανακάνουν στο μέλλον λάθη, όση γνώση του παρελθόντος και να έχουν. Παρ όλα αυτά, όμως, ίσως κάνουν λιγότερα.
Οι δύο ιστορικές ενότητες της οικονομίας
Πολύ συνοπτικά μπορεί κανείς να περιγράψει τα κυριότερα στάδια συγκρότησης της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας ξεκινώντας από το 1776, όταν ο Άνταμ Σμιθ γράφει το βιβλίο Ο πλούτος των εθνών και μετά ακολούθησαν οι κλασικοί Ρικάρντο, Μάλθους, Μαρξ και Μιλλ. Δημιουργείται η Οριακή Σχολή (Μαρτζιναλιστική Επανάσταση) προς το τέλος του 19ου αιώνα, περίπου ταυτόχρονα με την Ιστορική Σχολή και τη Θεσμική Σχολή. Στη δεκαετία του 1930, γίνεται η Κεϋνσιανή Επανάσταση, ενώ μεταπολεμικά αναπτύσσεται έντονα η σχολή του Μονεταρισμού. Σήμερα κυριαρχεί η λεγόμενη νεοκλασική σύνθεση, όπου συνδυάζονται κεϋνσιανές και νεοκλασικές προσεγγίσεις.
Αυτή όμως η περιληπτική διαδρομή αφήνει έξω όλη την προηγούμενη ιστορική προεργασία σε οικονομικές θεωρίες και προσεγγίσεις. Αγνοεί τη συνδρομή και τα ευρήματα άλλων πολιτισμών σε άλλες χώρες. Απλοποιεί τη θεωρητική εξέλιξη σε μια εύκολη διαδοχή σταδίων, όπου η κάθε θεωρία αντικαθιστούσε την άλλη παραβλέποντας διαμάχες, διαψεύσεις και διασταυρώσεις. Για τους λόγους αυτούς, το βιβλίο θα ξεκινήσει από τις απλές οικονομικές δοξασίες της αρχαιότητας και σταδιακά θα επιχειρήσει να περιγράψει τη γέννηση των κλασικών οικονομικών και την εξέλιξή τους.
Ο χωρισμός της ιστορικής διαδρομής της οικονομίας σε φάσεις και εποχές μπορεί να γίνει με διάφορα κριτήρια, άλλες φορές αντικειμενικά, με βάση τα μεγάλα γεγονότα και τις μεταβολές που επέφεραν, και άλλες υποκειμενικά, με αναφορά σε πολιτικά συστήματα και εθνικές μεταβολές. Όταν τα κριτήρια είναι πολλά, ο διαχωρισμός γίνεται πολυδαίδαλος και η ανάλυση περίπλοκη. Για να αποφύγω τη μεγάλη κατάτμηση σε ιστορικές φάσεις, θα υιοθετήσω μια απλουστευτική ταξινόμηση σε δύο μεγάλες ενότητες, την προ-νεωτερική εποχή, από την αρχαιότητα έως τον 15ο αιώνα, και τη νεωτερική εποχή, από το 1500 μ.Χ. μέχρι σήμερα. Στις δύο αυτές περιόδους παρατηρούνται ριζικές αλλαγές σε δύο μείζονα κριτήρια οικονομικής οργάνωσης: πρώτον, σχετικά με την κλίμακα των δραστηριοτήτων παραγωγής-κατανάλωσης και, δεύτερον, σχετικά με το βαθμό ελευθερίας στην επιλογή των προϊόντων και την κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής. Ας δούμε μερικές συνέπειες των δύο αυτών κριτηρίων:
(α) Κλίμακα οικονομικής δραστηριότητας
Σε όλη την οικονομική ιστορία απαντάται η τοπική οργάνωση που βασίζεται στη μικρή μονάδα και οδηγεί στην τοπική ιδιο-παραγωγή και ιδιο-κατανάλωση. Η μορφή πρόσβασης στη μικρή μονάδα μπορεί να έχει τη μορφή της καθαρής ατομικής ιδιοκτησίας, της συμμετοχής σε κοινωνική ιδιοκτησία ή ακόμα και κληρονομικές μορφές δουλοπαροικίας. Ανεξάρτητα όμως από τη σχέση πρόσβασης, το μικρό μέγεθος δημιουργεί συνθήκες παραγωγής όπου απουσιάζουν ή εμποδίζονται οι οικονομίες κλίμακας, οι δυνατότητες δηλαδή να πολλαπλασιαστεί η παραγωγή από την επέκταση του μεγέθους καλλιέργειας. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην παγίωση των παραδοσιακών μορφών παραγωγής, αφού το κόστος αλλαγής σε νέες τεχνολογίες είναι αποτρεπτικό για τους μικρούς παραγωγούς, είτε εξαιτίας της απαιτούμενης επένδυσης είτε για λόγους θεσμικής απαγόρευσης.
Δίπλα στη μικρή ιδιο-παραγωγή, εκδηλώνεται η τοπική αγορά για την ανταλλαγή του πλεονάσματος που απομένει μετά την ιδιο-κατανάλωση και τη φορολογία προς τον ηγεμόνα. Η κινητικότητα της εργασίας είναι μικρή ή ανύπαρκτη καθώς η εκμετάλλευση μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η μαζική παραγωγή προϊόντων και κατά συνέπεια η διαδικασία μαζικής διανομής τους. Σε αυτή την κατηγορία εκδηλώνονται και οι μεγάλες μεταβολές των τύπων οικονομικής οργάνωσης, όταν συμβαίνει μετατόπιση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα παραγωγής/κατανάλωσης για την αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας, είτε με ειρηνικό είτε με βίαιο τρόπο. Παράδειγμα τέτοιο στην αρχαιότητα ήταν η εξαφάνιση των μικρών καλλιεργειών στην αρχαία Αίγυπτο με την ένταξή τους στο σύστημα κρατικής διαχείρισης του Φαραώ για να αξιοποιηθούν οι φυσικές οικονομίες κλίμακας που παρείχε ο Νείλος. Ανάλογη ήταν η συγχώνευση των μικρών αγροκτημάτων στα μεγάλα Λατιφούντια της ρωμαϊκής περιόδου, για να αξιοποιηθούν οι οικονομίες κλίμακας που παρείχαν οι μεγάλοι δρόμοι της εποχής. Η Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα βασίζεται στις οικονομίες κλίμακας της νέας τεχνολογίας που εκδηλώνονται με την εξάπλωση των μεγάλων εργοστασίων παραγωγής και την υπερκέραση των μικρών βιοτεχνικών μονάδων.
(β) Κλίμακα κινητικότητας και επιλογής
Η αλλαγή κλίμακας συχνά συμπίπτει ή διευκολύνεται από τη μετατόπιση από μια μορφή ιδιοκτησίας και ελέγχου σε μια άλλη. Για το λόγο αυτόν, καθοριστικής σημασίας είναι η εξέταση της δυνατότητας επιλογής στο είδος και το βαθμό χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, στον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται η χρήση, στη διακίνηση του προϊόντος για τη διάθεσή του και στη δυνατότητα επιλογής του από τον τελικό καταναλωτή. Η κλίμακα εφαρμογής αυτού του κριτηρίου καθορίζει εάν οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες παραγωγής, εργασίας και ανταλλαγής δεσμεύονται σε προκαθορισμένα πλαίσια ή προσδιορίζονται με βάση τις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης που διαμορφώνονται σε κάθε περίπτωση.
Στην οικονομική ιστορία, η μετάβαση από έναν τύπο οργάνωσης σε έναν άλλο καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ραγδαίες μεταβολές στην κλίμακα κινητικότητας των οικονομικών συντελεστών. Για παράδειγμα, ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής οργανώθηκε με βάση τον καταναγκασμό των χωρικών να παραμένουν και να καλλιεργούν τις εκτάσεις που είχαν ιδιοποιηθεί οι ηγεμόνες μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όταν η εργασία έπαυσε να γίνεται με διαταγή του ιδιοκτήτη-φεουδάρχη, άρχισε να διαμορφώνεται ένα πιο ελεύθερο καθεστώς ατομικής διάθεσης της εργατικής δύναμης και αναζήτησης απασχόλησης. Προκλήθηκαν τόσο ριζικές αλλαγές στην προσφορά ανθρώπινου δυναμικού, που επιτάχυναν την οργάνωση της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Όταν οι περιορισμοί στους εμπόρους άρχισαν να χαλαρώνουν, άρχισε η διάδοση του εμπορίου και της μαζικής παραγωγής, που οδήγησαν στην πτώση της φεουδαρχίας.
Οι συνέπειες δεν είναι πάντα μονόδρομες. Αν η κατανάλωση φύγει από την κρατική μέριμνα διανομής και αφεθεί στην ατομική επιλογή, πολύ συχνά προκύπτουν νέες αγορές που οδηγούν σε πιο σύνθετες μορφές οικονομικής οργάνωσης. Μερικές φορές όμως οδηγούν και σε φαινόμενα μαζικής στέρησης για όσους δεν διαθέτουν τα ατομικά μέσα πρόσβασης στις νέες κλίμακες.
Η μετατόπιση ελέγχου μπορεί φυσικά να γίνει και προς την αντίστροφη κατεύθυνση κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής και κρατικής διαχείρισης της διανομής. Ούτε και αυτές οι συνέπειες είναι μονόδρομες. Πολλές οικονομικές δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας έγιναν εφικτές με την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής (όπως η χαλυβουργία στην ΕΣΣΔ) ή με τις δημόσιες επιχειρήσεις στη μεταπολεμική Ευρώπη (όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι σιδηρόδρομοι). Άλλες φορές όμως η επιβληθείσα ιδιοκτησία αποδεικνύεται εμπόδιο, όπως για παράδειγμα η αποτυχία ανάπτυξης νέων τεχνολογιών επικοινωνίας από κρατικές επιχειρήσεις.
Με βάση αυτές τις δύο κλίμακες δραστηριότητας και δέσμευσης μπορεί -με όλες τις απλοποιήσεις- να ταξινομηθεί η διαδρομή της οικονομίας και των οικονομικών θεωριών σε δύο μεγάλες ιστορικές ενότητες:
Ι. Η προ-νεωτερική περίοδος:
Ι. Μικρή κλίμακα παραγωγής - μεγάλη δέσμευση συντελεστών
Από την αρχαιότητα έως τα τέλη του 15ου αιώνα, η οικονομική ζωή χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό δέσμευσης και ελέγχου των οικονομικών παραγόντων, με συνέπεια την περιορισμένη κινητικότητα των συντελεστών. Χαρακτηριστικότερο φαινόμενο της μακράς αυτής περιόδου είναι οι διάφορες μορφές δουλείας και δουλοπαροικίας ως κύρια μέθοδος κάλυψης των εργασιακών αναγκών της παραγωγής.
Ακόμα και όταν η εργασία δεν γινόταν υπό καθεστώς δουλείας, είχε τα δεσμευτικά χαρακτηριστικά της προσκόλλησης στη μικρή ιδιοκτησία (όπως οι αγρότες) ή στην επαγγελματική παράδοση (όπως οι συντεχνίες). Το εμπόριο ήταν πολύ περιορισμένο στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, είχε ακμάσει όμως στην αρχαία και τη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά επίσης και στο Βυζάντιο, στο Ισλάμ και στις αυτοκρατορίες της Κίνας και της Ινδίας.
Η προ-νεωτερική περίοδος χαρακτηρίζεται επίσης από μικρή κλίμακα παραγωγής και ισχνή συσσώρευση κεφαλαίου, αν και, όπως είδαμε, υπήρχαν ορισμένες εξαιρέσεις μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, όπως και μεγάλων κρατικών έργων υποδομής για την υποβοήθηση της παραγωγής και διανομής.
Οι οικονομικές σκέψεις που κατά καιρούς αναπτύσσονται την προ-νεωτερική εποχή διαφέρουν ως προς την έκταση, τη δομή και τη χρήση τους από τις θεωρίες της νεωτερικής περιόδου, ακριβώς γιατί παρακινήθηκαν από πολύ διαφορετικές συνθήκες των οικονομικών παραγόντων και πολύ διαφορετικές κλίμακες δραστηριότητας. Τα πεδία που εξετάζουν στρέφονται γύρω από τη μικρή παραγωγή, το εμπόριο, τη φορολογία και διατυπώνονται κυρίως ως παραινέσεις προς τον ηγεμόνα προκειμένου να διασφαλίζει τη σταθερότητα της τροφοδοσίας, αλλά και τα δικά του συμφέροντα.
Γι αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν το χαρακτήρα διδαχής για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα και σπανίως το χαρακτήρα καταγραφής για το πώς πράγματι συμβαίνουν. Η σκέψη ακόμα και των μεγάλων στοχαστών της οικονομίας, όπως ο Αριστοτέλης στην αρχαία Αθήνα, ο Χαλδούν στο Ισλάμ ή ο Φαν Λι στην αρχαία Κίνα, εκπορεύεται από ευρύτερες φιλοσοφικές θεωρήσεις και επιδιώκει να διαμορφώσει κανόνες ατομικής συμπεριφοράς ή κρατικής μέριμνας και όχι να ερμηνεύσει ή να οργανώσει τα οικονομικά φαινόμενα σε μια γνωσεολογική δομή.
ΙΙ. Η νεωτερική περίοδος:
Μεγάλη κλίμακα παραγωγής - μικρότερη δέσμευση συντελεστών
Σχηματικά η εποχή ξεκινά από το 1500 μ.Χ., όταν αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό τόσο ο βαθμός της δέσμευσης όσο και η κλίμακα της δραστηριότητας. Η ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου, η ελεύθερη μετακίνηση των χωρικών προς τις πόλεις, η συσσώρευση πλούτου και νέων μορφών παραγωγής, καθώς και η διεκδίκηση όλο και περισσότερων δικαιωμάτων και ελευθερίας έναντι των απολυταρχικών δομών της προηγούμενης περιόδου δημιουργούν νέα πρότυπα και δεδομένα στην οργάνωση της οικονομίας.
Οι νέες θεωρίες επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις και τις νέες δυνατότητες που προκύπτουν. Να απαντήσουν στο ερώτημα πού οδηγεί η δυναμική τους και αν η έκβαση των νέων πραγμάτων μπορεί να είναι περισσότερο ωφέλιμη για αυτό που αποκαλείται ως γενικό καλό. Το μεγάλο ορόσημο της νέας περιόδου είναι η Βιομηχανική Επανάσταση, που γίνεται δύο αιώνες αργότερα και συμπίπτει με τη γέννηση της σύγχρονης οικονομικής σκέψης.
Σε μια εποχή που αποδεσμεύεται από ποικίλους περιορισμούς, είναι δύσκολο να υπάρξει ταύτιση για το πώς ορίζεται αυτό το γενικό καλό και στη νεωτερική περίοδο οι θεωρίες αντιστοιχίζονται πολύ πιο ευδιάκριτα σε κοινωνικές τάξεις τις οποίες είτε υπερασπίζονται είτε αντιμάχονται. Προκύπτει έτσι ένα άλλο χαρακτηριστικό των οικονομικών θεωριών: η αντιπαλότητα και η αντιπαράθεση σε βαθμό ασύγκριτα εντονότερο από τις διαφορές που υπήρχαν στις διδαχές και τις παραινέσεις της προηγούμενης περιόδου. Οι διαμάχες των οικονομικών θεωριών αποτελούν ευλογία και κατάρα για το νέο γνωστικό αντικείμενο. Ευλογία γιατί δημιουργούν αναζήτηση θεωριών μέσω των οποίων εξελίσσεται η οικονομική γνώση και βελτιώνεται η κατανόηση των οικονομικών φαινομένων. Αλλά και κατάρα γιατί ποτέ δεν θα υπάρξει ούτε μία καθολικά αποδεκτή θεωρία για την ερμηνεία της οικονομίας ούτε και μία αδιαμφισβήτητη πρόταση για τις επιλογές που ένα κοινωνικό σύνολο πρέπει να κάνει.
Οι τέσσερις μορφές οικονομικής σκέψης
Σε όλες τις εποχές εμφανίζονται ερμηνείες και προτάσεις για τη φύση και την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας. Διαφέρουν όμως πολύ στον τρόπο με τον οποίο θεμελιώνονται και συγκροτούνται, στην έκταση της απήχησης που έχουν στην κοινωνία, καθώς και στην πραγματική έκταση των συνεπειών που προκαλούν όταν εφαρμόζονται. Πότε έχουμε πράγματι να κάνουμε με μια οικονομική θεωρία;
Το να επινοήσει κάποιος στην αρχαιότητα τρόπους μέτρησης της απόδοσης των δούλων δεν συνιστά θεωρία, ακόμα και αν οι τρόποι αυτοί βασίζονται σε εκτεταμένες δοκιμές και επαληθεύσεις. Το να συμβουλεύει κάποιος τους ηγεμόνες να αποθησαυρίζουν ράβδους χρυσού για να αποφύγουν τη φθορά των νομισμάτων είναι μεν μια οικονομική πρακτική που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος των σύγχρονων επιλογών χαρτοφυλακίου, χωρίς όμως να περιέχει ίχνος ερμηνείας ή προβλεπτικότητας των πραγμάτων και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εκληφθεί ως οικονομική θεωρία. Για αυτόν το λόγο είναι καλύτερα να βλέπουμε την οικονομική σκέψη και την εξέλιξή της ως ένα φάσμα αντιλήψεων και στοχασμών, άλλοτε βαθύ και εκτεταμένο, άλλοτε επιφανειακό και μεμονωμένο. Ο
ι κατά καιρούς προσεγγίσεις και παρατηρήσεις οικονομικών φαινομένων μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες ως εξής:
α) Οικονομικές συνταγές: Περιλαμβάνουν μέτρα, νόμους, εντολές και αντιλήψεις που περιγράφουν ή προσδιορίζουν την οικονομική συμπεριφορά ατόμων και κοινωνιών. Στερούνται όμως ευρύτερης φιλοσοφικής και επιστημονικής θεμελίωσης και δεν φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν την εξέλιξη των πραγμάτων.
β) Οικονομικές περιγραφές: Περιλαμβάνουν σχόλια, σκέψεις και παρατηρήσεις, που κατά καιρούς διατυπώνονται από ιστορικούς, περιηγητές, διάφορους λογίους και ηγεμόνες, για τη σημασία και τη μορφή των οικονομικών φαινομένων. Όμως αυτά είτε γίνονται αποσπασματικά, είτε αποτελούν απλές καταγραφές πραγμάτων και δεν συγκροτούνται σε ενιαίο γνωστικό σύνολο, ούτε έχουν πρόθεση να διαμορφώσουν γενικευμένες συμπεριφορές στην κοινωνία.
γ) Οικονομικές διδαχές: Είναι ένας συγκροτημένος συνδυασμός των δύο προηγούμενων κατηγοριών, με στόχο να επηρεάσει αποφάσεις και συμπεριφορές. Προκειμένου οι εκφραστές τους να πείσουν για την ορθότητα της προσέγγισης, επιχειρούν να τη θεμελιώσουν λογικά ή να δείξουν ότι είναι απόρροια άλλων εδραιωμένων αντιλήψεων (κυρίως φιλοσοφικών αρχών, θρησκευτικών δογμάτων ή μαθηματικών νόμων). Τέτοιο παράδειγμα ήταν οι οικονομικές διδαχές της μεσαιωνικής Εκκλησίας και του μωαμεθανισμού για την απαγόρευση του τόκου στα δάνεια. Η διδαχή στηριζόταν σε ρήσεις των ιδρυτών των δύο θρησκειών, οι οποίοι απευθύνονταν σε κοινωνίες που υπέφεραν από το πρόβλημα του υπερτοκισμού και έτσι προσέλκυαν πιστούς στη διδασκαλία τους. Για κάθε ενδεχόμενο όμως, τα κείμενα των Γραφών συνδυάζονταν και με την απειλή της αιώνιας τιμωρίας σε όλους όσοι δεν τα εφάρμοζαν και έτσι η απαγόρευση του τοκισμού έπαιρνε τη μορφή μιας θρησκευτικής διδαχής, πράγμα που έκανε περιττή (και ιδιαιτέρως επικίνδυνη) την αμφισβήτησή της.
Μια άλλη διαδεδομένη μορφή διδαχών είναι τα έργα της λεγόμενης παραινετικής φιλοσοφίας, τα οποία συνέγραψαν διάφοροι στοχαστές, είτε αυτοκλήτως είτε ως εντεταλμένοι, παρέχοντας ένα σύνολο ιδεών και συμβουλών για το πώς πρέπει να κυβερνά ο εκάστοτε ηγεμόνας. Το πιο διάσημο παράδειγμα στην πολιτική ιστορία είναι Ο Ηγεμών του Μακιαβέλι, υπάρχουν όμως πολλά ανάλογα κείμενα και στα οικονομικά. Το Αρθασάστρα, που γράφτηκε το 350 π.Χ. στην Ινδία, τα κείμενα του Φαν Λι στην Κίνα, οι Εξομολογήσεις του Θωμά Ακινάτη ή η πραγματεία του Ωρέσμη για το χρήμα εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Και στις νεότερες εποχές, όμως, τα πρώτα βιβλία του Κέυνς (όπως τα Essays in Persuasion για τις συνέπειες του πολέμου και τον Κανόνα Χρυσού) αποτελούν περισσότερο μια δέσμη διεισδυτικών συμβουλών προς τις κυβερνήσεις παρά μια αναλυτική θεωρητική προσέγγιση.
δ) Οικονομικές θεωρίες: Είναι οι πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις στα οικονομικά ζητήματα, στις οποίες καταβάλλεται προσπάθεια οι αρχές τους να θεμελιωθούν επιστημονικά, τα συμπεράσματά τους να ελεγχθούν εμπειρικά και μετά να χρησιμοποιηθούν για να ερμηνεύσουν τα γεγονότα, αλλά και να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Αργότερα θα περιγράψουμε πιο συστηματικά τις ιδιότητες που πρέπει να έχει και τα κριτήρια με τα οποία αξιολογείται μια οικονομική θεωρία.
Σχετικά όμως με τις προηγούμενες κατηγορίες των συνταγών, περιγραφών και διδαχών, ένας απλός τρόπος να εντοπίζει ο αναγνώστης αν μια οικονομική πρόταση αξίζει να ιδωθεί ως οικονομική θεωρία σε μια ιστορική περίοδο είναι αν καλύπτει το κριτήριο των 3Π: πλήθη, πλούτη και πιστοί.
Τα πλήθη είναι καθοριστικής σημασίας για την κοινωνική απήχηση των οικονομικών θεωριών και την έκταση των συνεπειών που έχει η τυχόν εφαρμογή τους.
Τα πλούτη είναι καθοριστικό κριτήριο για μια οικονομική θεωρία που καταπιάνεται με τη δημιουργία και συσσώρευση αγαθών και κεφαλαίου (ανθρώπινου, γνωστικού και φυσικού), την κατανομή τους και την αναδιανομή τους.
Οι πιστοί είναι το τρίτο απαραίτητο συστατικό για να ξεφύγει μια διατύπωση από το μικρόκοσμο του στοχαστή και να απλωθεί στο πεδίο των κοινωνικών ιδεών. Οι οπαδοί που θα την ακολουθήσουν, οι συνεχιστές που θα τη διευρύνουν, αλλά και οι πολέμιοι που θα θελήσουν να την καταρρίψουν κάνουν μια θεωρία να αποκτά σημασία είτε για την κατανόηση της συμπεριφοράς και των πεπραγμένων της κάθε κοινωνίας είτε για την αποτυχία της να τα ερμηνεύσει.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΝΕΙΛΟ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΡΗΝΟ
Αυταπάτες και διδάγματα
Το καλοκαίρι του 2011, δεκαεπτά καθηγητές οικονομικών -όλοι οι επιζώντες κάτοχοι του βραβείου Νόμπελ- συγκεντρώθηκαν στα σύνορα Γερμανίας και Ελβετίας για να συζητήσουν την παγκόσμια οικονομική κρίση, τις επιπτώσεις της και τις πολιτικές για την αντιμετώπισή της. Στη συνάντηση είχε προσκληθεί και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε (Wolfgang Schauble), o οποίος έκανε την εξής πρόβλεψη για τη διάρκεια της κρίσης: Μπορεί να έχουμε μπροστά μας επτά χρόνια ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία, τα οποία μάλιστα έσπευσε να τα θεωρήσει μια αναπόφευκτη ανταλλαγή μεταξύ βραχυχρόνιου κόστους και μακροχρόνιου οφέλους.
Στη σύντομη αυτή φράση κρύβεται ένα μυστήριο και δύο μεγάλες αγωνίες που στο παρελθόν έχουν πολύ απασχολήσει τις οικονομικές θεωρίες και ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να τις δοκιμάζουν. Η πρώτη αγωνία είναι εάν τον επαχθή κύκλο της ύφεσης θα τον διαδεχθεί όντως ένας κύκλος ανάπτυξης ή μήπως κάποιες οικονομίες δεν αντέξουν και οδηγηθούν σε πλήρη κατάρρευση. Η δεύτερη αγωνία έγκειται στο εάν η ανάπτυξη -όταν και εφόσον επανέλθει- θα είναι επαρκής ώστε να υπερκεράσει τη ζημιά που επέφερε η ύφεση και τι πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν για να μεγιστοποιήσουν την έκταση και τη διάρκεια αυτού του αναπτυξιακού οφέλους.
Το μυστήριο σχετίζεται με τη διάρκεια της ύφεσης, την οποία ο Σόιμπλε προέβλεψε επταετή, φέρνοντας στο νου πολλές δοξασίες και προκαταλήψεις για τον περίφημο αυτό αριθμό που επί χιλιετίες απασχολεί φιλοσόφους, μάγους και μαθηματικούς.
Πού να βρήκε άραγε ο Σόιμπλε τον αριθμό 7; Προτείνω στον αναγνώστη δύο υποθετικές εκδοχές, μια απλοϊκή και μια πιο περίπλοκη. Ας πάρουμε πρώτα την απλοϊκή: Αν ο Σόιμπλε ως εξέχον μέλος της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας διαβάζει τακτικά τη Βίβλο, είναι πιθανό να έχει επηρεαστεί από την αφήγηση του ονείρου που είδε ο Φαραώ με τις 7 ισχνές και τις 7 παχιές αγελάδες. Όπως το ερμήνευσε ο Ιωσήφ, επρόκειτο για 7 χρόνια ξηρασίας και λιμού, που θα τα διαδέχονταν 7 χρόνια γονιμότητας και αφθονίας. Είναι η πιο παλιά αφήγηση για τις οικονομικές διακυμάνσεις και, όπως θα δούμε αργότερα, κρύβει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπισαν. Αν όντως ήταν επηρεασμένος από τη βιβλική αφήγηση, ο Σόιμπλε πιθανώς επικοινωνιακά να πόνταρε και στο γεγονός ότι όλοι σχεδόν στον κόσμο έχουν ακούσει την ίδια ιστορία και έτσι θα αποδεχτούν καλύτερα την πρόβλεψή του.
Μπορεί όμως να μη σκέφτηκε τόσο απλοϊκά και -αντιθέτως- να θέλησε να αναλύσει το φαινόμενο των οικονομικών κρίσεων πιο επιστημονικά. Τι θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση; Μάλλον θα διάλεγε και θα μελετούσε με προσοχή μια μεγάλη οικονομία του πλανήτη, θα εντόπιζε τις περιόδους των κρίσεων και θα προσπαθούσε να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα για τη διάρκειά τους. Όσο πιο μακρά μάλιστα ήταν η περίοδος εξέτασης, τόσο πιο αντιπροσωπευτικά θα ήταν τα συμπεράσματα.
Ας πάρουμε λοιπόν ως ένα τέτοιο παράδειγμα την οικονομία των ΗΠΑ και ας μελετήσουμε την εξέλιξη του ΑΕΠ για μια πολύ μακρά περίοδο 110 ετών από το 1900 έως το 2009. Παρατηρώντας το Διάγραμμα 1, βλέπουμε ότι το ΑΕΠ γενικά ανέρχεται, άλλες φορές όμως η άνοδός του είναι αργή και άλλες πολύ ισχυρή. Υπάρχουν επίσης και μερικές περίοδοι που υποχωρεί, άλλες έντονα και άλλες όπου απλώς εξασθενεί. Είναι δύσκολο να αναλύσουμε αυτές τις περιπτώσεις με απλή επισκόπηση, γι αυτό ας καταφύγουμε σε μια τεχνική ανάλυσης που διατίθεται πλέον σε όλα τα οικονομετρικά πακέτα και μας επιτρέπει να διασπούμε την εξέλιξη μιας χρονολογικής σειράς σε μια ομαλή τάση και σε μια κυκλική διακύμανση γύρω από την τάση. Όταν το ΑΕΠ είναι πάνω από την τάση έχουμε άνθηση, όταν υπολείπεται έχουμε ύφεση. Το Διάγραμμα 2 δείχνει όλες τις περιόδους ύφεσης και όλες τις περιόδους άνθησης της αμερικανικής οικονομίας στη διάρκεια των 110 ετών και με απλή παρατήρηση φαίνεται ότι δεν διαρκούν όλες οι υφέσεις το ίδιο διάστημα. Όμως, αν υπολογιστεί ο μέσος όρος διάρκειας της ύφεσης, θα βρεθεί ότι είναι 7 έτη, δηλαδή το ίδιο διάστημα ύφεσης που είχε πλήξει και την αρχαία Αίγυπτο!
Υπάρχει άραγε κάποια μυστηριώδης δύναμη που καθοδηγεί τις υφέσεις εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια και αυτές διαρκούν το ίδιο διάστημα; Μερικοί θα σπεύσουν να το πιστέψουν, διαιωνίζοντας έτσι την προκατάληψη της αριθμολογίας. Μπορούν μάλιστα να βρουν και άλλες περιπτώσεις οικονομικών φαινομένων παρόμοιας διάρκειας και να το εκλάβουν ως γενικευμένη επιβεβαίωση. Ίσως έτσι προκαλέσουν το ενδιαφέρον σε μια ανάλαφρη συζήτηση, στην πραγματικότητα όμως θα έχουν διαπράξει όλα τα δυνατά σφάλματα που μπορεί να γίνουν με την κακή χρήση μιας θεωρίας. Η σύμπτωση της διάρκειας δεν πρέπει να μας παρασύρει να αγνοήσουμε θεμελιώδεις διαφορές και κριτήρια, όπως τα εξής:
α) Καμία σχέση δεν έχουν τα δύο φαινόμενα ως προς τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Στην αρχαία Αίγυπτο ήταν η μεταβολή της στάθμης του Νείλου από τη μείωση των πηγών στη λίμνη Βικτόρια. Οι αιτίες των κρίσεων του 20ού αιώνα ήταν κυρίως η τεχνολογία, οι πόλεμοι, τα χρηματιστήρια και ένα επίμονο φαινόμενο που στα οικονομικά περιγράφεται με τη δυσνόητη φράση φθίνουσες αποδόσεις παραγωγικών συντελεστών.
β) Η σύμπτωση ότι η διάρκεια του ονείρου του Φαραώ επαληθεύεται στην Αμερική του 20ού αιώνα καθόλου δεν θεμελιώνει κάποια ιδιότητα προβλεπτικότητας. Εάν μάλιστα υπήρχε τρόπος να δούμε και πόσες φορές η προσδοκία παρόμοιων συμπτώσεων απέτυχε να προβλέψει σωστά τα πραγματικά γεγονότα, ίσως κλονιστούν και οι πιο φανατικοί προληπτικοί της αριθμολογίας.
γ) Αν και τα δύο φαινόμενα είναι άκρως διαφορετικά και η προβλεπτική τους ταύτιση είναι επιστημονικά ανόητη, δεν σημαίνει ότι η ανάλυση των συνεπειών της ύφεσης σε κάθε εποχή δεν είναι χρήσιμη για σήμερα. Ίσως ο Ρήνος δεν κινδυνεύει όπως ο Νείλος, η πολιτική όμως που εφάρμοσε ο Φαραώ για να αντιμετωπίσει το λιμό μπορεί να έχει κάτι να μας διδάξει ακόμα και σήμερα, είτε θετικό είτε αρνητικό.
δ) Η διάρκεια της ύφεσης δεν είναι ίδια σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά εξαρτάται από τους παράγοντες που την προκάλεσαν και από τις πολιτικές που εφαρμόζονται για να την αντιμετωπίσουν. Όπως θα δούμε αργότερα, ο λιμός στην Αίγυπτο ίσως κρατούσε λιγότερο αν ο Φαραώ δεν έκανε εξαγωγές σιτηρών για να γεμίσει το θησαυροφυλάκιό του και η μεγάλη ύφεση στις ΗΠΑ ίσως τελείωνε πιο νωρίς αν οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής δεν ήταν προσκολλημένοι στις άκαμπτες συνταγές των υψηλών επιτοκίων. Άλλωστε, και στη συνάντηση με τον Σόιμπλε, αρκετοί νομπελίστες -όπως ο Στίγκλιτζ και ο Μάσκιν- επισήμαναν ότι η δημοσιονομική λιτότητα παρατείνει την ύφεση και χρειάζονται άλλες πολιτικές για την υπέρβασή της, ενώ ο Μαντέλ προέβλεψε ότι αυτές οι διορθωτικές πολιτικές θα μπορούσαν να έχουν ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια.
Από τις αναπάντεχες χρονικές συμπτώσεις ανάμεσα στο λιμό στην αρχαία Αίγυπτο, τις αμερικανικές υφέσεις του 20ού αιώνα και την πρώτη μεγάλη παγκόσμια ύφεση του 21ου αιώνα, μπορούμε να κάνουμε μερικές καίριες επισημάνσεις σχετικά με τις οικονομικές θεωρίες, την ιστορική τους προέλευση και το πώς χρησιμοποιούνται ή διαστρέφονται:
• Τυχόν εξωτερικές ομοιότητες ανάμεσα σε οικονομικά φαινόμενα δεν συνεπάγονται ότι αυτά μπορούν να ερμηνευτούν από τις ίδιες θεωρίες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε ορισμένα φυσικά φαινόμενα που διέπονται από τους ίδιους φυσικούς νόμους (π.χ. τη βαρύτητα), στην οικονομία όμως οι εξελίξεις καθορίζονται από κοινωνικούς παράγοντες που συνήθως διαφέρουν από εποχή σε εποχή.
• Η διαπίστωση και η επιφανειακή ανάλυση ενός οικονομικού φαινομένου δεν συνιστά θεωρία, παρά μόνο εάν μπορεί να ερμηνεύσει την προέλευσή του και να αναλύσει παρόμοιες καταστάσεις που εκδηλώνονται σε άλλες συνθήκες.
• Οι προβλέψεις ενός φαινομένου δεν πρέπει να αξιολογούνται μόνο όταν φαίνονται να είναι επιτυχείς, αλλά πρέπει να συγκρίνονται και με τις αποτυχίες που τυχόν έχουν στην πρόβλεψη άλλων ομοειδών φαινομένων.
• Η υιοθέτηση μιας θεωρίας για να ερμηνεύσει ένα οικονομικό συμβάν πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά γιατί, εάν αργότερα διαπιστωθεί ότι είναι εσφαλμένη, το φαινόμενο δεν μπορεί να επαναληφθεί και να διορθωθεί αναδρομικά. Οι κοινωνικές διεργασίες καταγράφονται άπαξ ιστορικά και δεν είναι εργαστηριακά πειράματα που μπορεί κανείς να επαναλαμβάνει κατά το δοκούν μέχρι να τα πετύχει.
• Όταν μια θεωρία εμφανίζεται ως ερμηνεία ενός οικονομικού φαινομένου, ενσωματώνει συχνά και τον τρόπο αντιμετώπισης των συνεπειών του, πράγμα που κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη διάκριση μεταξύ της φύσης των πραγματικών γεγονότων και του είδους της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.
Με αυτές τις προειδοποιήσεις θα επιχειρήσουμε μια διαχρονική εξέταση των οικονομικών θεωριών για να δούμε πώς γεννήθηκαν από τα μεγάλα γεγονότα των κρίσεων και τις περιόδους ακμής, καταστροφών και προόδου. Ταυτόχρονα η εξέταση πρέπει να λάβει υπόψη της το πώς οι ίδιες θεωρίες επηρέασαν την εξέλιξη αυτών των φαινομένων.
Σε τι χρησιμεύει η ιστορία των οικονομικών θεωριών
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί κάποιος που ενδιαφέρεται για τα σύγχρονα οικονομικά ζητήματα πρέπει να ασχοληθεί και με την ιστορία των οικονομικών θεωριών. Άραγε δεν αρκεί να μάθει τις σημερινές οικονομικές θεωρίες και να επιλέξει αυτή που με κάποια κριτήρια θεωρεί πιο σωστή ή, εν πάση περιπτώσει, του ταιριάζει περισσότερο; Τι θα ωφελήσει αν μάθουμε τις οικονομικές αντιλήψεις που επικρατούσαν σε άλλες κοινωνίες, ιδιαίτερα μάλιστα στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο ή, ακόμα πιο μακριά, στην αρχαία Αίγυπτο, στην Ασία ή στους εξαφανισμένους πολιτισμούς των Μάγια;
Η ιστορία των οικονομικών θεωριών είναι χρήσιμη όχι μόνο για να αποκτήσουμε ιστορικές γνώσεις και να κατανοήσουμε καλύτερα πώς επηρεάστηκαν και εξελίχθηκαν οι παλιότερες κοινωνίες, αλλά μας βοηθά να απαντήσουμε και σε μερικά σύγχρονα ζητήματα για τους εξής λόγους:
Πολλά πράγματα, τα οποία με μια αίσθηση ιστορικού εγωϊσμού νομίζουμε ότι συμβαίνουν μόνο σήμερα και σ εμάς έτυχε το πλεονέκτημα να τα ζήσουμε και να τα κατανοήσουμε, έχουν επαναληφθεί πολλές φορές στην Ιστορία. Όπως και τώρα, έτσι και στο παρελθόν κάθε περίοδος αξιοποίησε τις δυνατότητες που είχε και προσπάθησε να κατανοήσει τα οικονομικά φαινόμενα που την απασχολούσαν. Είναι ενδιαφέρον να γνωρίσουμε πώς τα ερμήνευσε, πώς τα αντιμετώπισε και, ακόμα πιο χρήσιμο, να συγκρίνουμε τις συμπεριφορές και τα κυρίαρχα παραδείγματα του σήμερα με αυτά που επικράτησαν σε άλλες κοινωνίες και άλλες εποχές.
Για παράδειγμα, με ποια πολιτική η αρχαία Αθήνα απέφυγε τους λιμούς, ενώ η Αίγυπτος επλήγη πολλές φορές από έλλειψη τροφίμων; Γιατί ούτε η μία ούτε η άλλη δεν είχε αναπτύξει τεχνολογία, ενώ υπήρχαν οι τεχνικές γνώσεις για πολλά προβλήματα; Γιατί στη Ρώμη οι θεωρητικές αναζητήσεις στα οικονομικά έμειναν στάσιμες επί δύο σχεδόν αιώνες; Γιατί η Βιομηχανική Επανάσταση έγινε στην Αγγλία και όχι στην πιο πλούσια και ισχυρή Γαλλία, ή πολύ περισσότερο στην Κίνα, που την εποχή εκείνη είχε κάνει άφθονες τεχνικές ανακαλύψεις;
Επίσης, είναι πολύ διδακτικό να γνωρίζουμε πώς οι άλλοι λαοί σε άλλες εποχές ερμήνευσαν τα οικονομικά φαινόμενα, πώς επωφελήθηκαν από τις θετικές πλευρές τους και πώς απέφυγαν τις αρνητικές επιδράσεις τους ή γιατί δεν κατάφεραν να τις αποφύγουν. Για παράδειγμα, γιατί κατέρρευσαν οι χρηματιστηριακές αγορές στην Αγγλία και στη Γαλλία του 18ου αιώνα; Γιατί οι οικονομίες κεντρικού σχεδιασμού δεν μπόρεσαν να βρουν την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης και κατέρρευσαν το 1989; Γιατί άργησαν τόσο πολύ οι κυβερνήσεις να κατανοήσουν την κρίση του 1929 και να αντιδράσουν σωστά;
Υπάρχουν οικονομικές και κοινωνικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτά τα αποτελέσματα και είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ποιες θεωρίες τα κατάφεραν και ποιες δεν μπόρεσαν να δουν έγκαιρα τις αιτίες των γεγονότων και να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που προέκυπταν. Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ερώτημα είναι εάν, χρησιμοποιώντας την οικονομική θεωρία, μπόρεσε η τάδε κοινωνία τη δείνα εποχή να προβλέψει κάτι αρνητικό που ερχόταν και να το αποφύγει. Και μετά να διατυπώσουμε το ακόμα πιο ενδιαφέρον ερώτημα εάν μπορούμε εμείς σήμερα να γίνουμε πιο σώφρονες και να καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά φαινόμενα των οικονομικών κρίσεων.
Μερικοί θα ισχυριστούν ότι ακόμα και εάν αυτό πετύχει, ίσως κάποιοι άλλοι ξανακάνουν στο μέλλον λάθη, όση γνώση του παρελθόντος και να έχουν. Παρ όλα αυτά, όμως, ίσως κάνουν λιγότερα.
Οι δύο ιστορικές ενότητες της οικονομίας
Πολύ συνοπτικά μπορεί κανείς να περιγράψει τα κυριότερα στάδια συγκρότησης της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας ξεκινώντας από το 1776, όταν ο Άνταμ Σμιθ γράφει το βιβλίο Ο πλούτος των εθνών και μετά ακολούθησαν οι κλασικοί Ρικάρντο, Μάλθους, Μαρξ και Μιλλ. Δημιουργείται η Οριακή Σχολή (Μαρτζιναλιστική Επανάσταση) προς το τέλος του 19ου αιώνα, περίπου ταυτόχρονα με την Ιστορική Σχολή και τη Θεσμική Σχολή. Στη δεκαετία του 1930, γίνεται η Κεϋνσιανή Επανάσταση, ενώ μεταπολεμικά αναπτύσσεται έντονα η σχολή του Μονεταρισμού. Σήμερα κυριαρχεί η λεγόμενη νεοκλασική σύνθεση, όπου συνδυάζονται κεϋνσιανές και νεοκλασικές προσεγγίσεις.
Αυτή όμως η περιληπτική διαδρομή αφήνει έξω όλη την προηγούμενη ιστορική προεργασία σε οικονομικές θεωρίες και προσεγγίσεις. Αγνοεί τη συνδρομή και τα ευρήματα άλλων πολιτισμών σε άλλες χώρες. Απλοποιεί τη θεωρητική εξέλιξη σε μια εύκολη διαδοχή σταδίων, όπου η κάθε θεωρία αντικαθιστούσε την άλλη παραβλέποντας διαμάχες, διαψεύσεις και διασταυρώσεις. Για τους λόγους αυτούς, το βιβλίο θα ξεκινήσει από τις απλές οικονομικές δοξασίες της αρχαιότητας και σταδιακά θα επιχειρήσει να περιγράψει τη γέννηση των κλασικών οικονομικών και την εξέλιξή τους.
Ο χωρισμός της ιστορικής διαδρομής της οικονομίας σε φάσεις και εποχές μπορεί να γίνει με διάφορα κριτήρια, άλλες φορές αντικειμενικά, με βάση τα μεγάλα γεγονότα και τις μεταβολές που επέφεραν, και άλλες υποκειμενικά, με αναφορά σε πολιτικά συστήματα και εθνικές μεταβολές. Όταν τα κριτήρια είναι πολλά, ο διαχωρισμός γίνεται πολυδαίδαλος και η ανάλυση περίπλοκη. Για να αποφύγω τη μεγάλη κατάτμηση σε ιστορικές φάσεις, θα υιοθετήσω μια απλουστευτική ταξινόμηση σε δύο μεγάλες ενότητες, την προ-νεωτερική εποχή, από την αρχαιότητα έως τον 15ο αιώνα, και τη νεωτερική εποχή, από το 1500 μ.Χ. μέχρι σήμερα. Στις δύο αυτές περιόδους παρατηρούνται ριζικές αλλαγές σε δύο μείζονα κριτήρια οικονομικής οργάνωσης: πρώτον, σχετικά με την κλίμακα των δραστηριοτήτων παραγωγής-κατανάλωσης και, δεύτερον, σχετικά με το βαθμό ελευθερίας στην επιλογή των προϊόντων και την κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής. Ας δούμε μερικές συνέπειες των δύο αυτών κριτηρίων:
(α) Κλίμακα οικονομικής δραστηριότητας
Σε όλη την οικονομική ιστορία απαντάται η τοπική οργάνωση που βασίζεται στη μικρή μονάδα και οδηγεί στην τοπική ιδιο-παραγωγή και ιδιο-κατανάλωση. Η μορφή πρόσβασης στη μικρή μονάδα μπορεί να έχει τη μορφή της καθαρής ατομικής ιδιοκτησίας, της συμμετοχής σε κοινωνική ιδιοκτησία ή ακόμα και κληρονομικές μορφές δουλοπαροικίας. Ανεξάρτητα όμως από τη σχέση πρόσβασης, το μικρό μέγεθος δημιουργεί συνθήκες παραγωγής όπου απουσιάζουν ή εμποδίζονται οι οικονομίες κλίμακας, οι δυνατότητες δηλαδή να πολλαπλασιαστεί η παραγωγή από την επέκταση του μεγέθους καλλιέργειας. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην παγίωση των παραδοσιακών μορφών παραγωγής, αφού το κόστος αλλαγής σε νέες τεχνολογίες είναι αποτρεπτικό για τους μικρούς παραγωγούς, είτε εξαιτίας της απαιτούμενης επένδυσης είτε για λόγους θεσμικής απαγόρευσης.
Δίπλα στη μικρή ιδιο-παραγωγή, εκδηλώνεται η τοπική αγορά για την ανταλλαγή του πλεονάσματος που απομένει μετά την ιδιο-κατανάλωση και τη φορολογία προς τον ηγεμόνα. Η κινητικότητα της εργασίας είναι μικρή ή ανύπαρκτη καθώς η εκμετάλλευση μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η μαζική παραγωγή προϊόντων και κατά συνέπεια η διαδικασία μαζικής διανομής τους. Σε αυτή την κατηγορία εκδηλώνονται και οι μεγάλες μεταβολές των τύπων οικονομικής οργάνωσης, όταν συμβαίνει μετατόπιση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα παραγωγής/κατανάλωσης για την αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας, είτε με ειρηνικό είτε με βίαιο τρόπο. Παράδειγμα τέτοιο στην αρχαιότητα ήταν η εξαφάνιση των μικρών καλλιεργειών στην αρχαία Αίγυπτο με την ένταξή τους στο σύστημα κρατικής διαχείρισης του Φαραώ για να αξιοποιηθούν οι φυσικές οικονομίες κλίμακας που παρείχε ο Νείλος. Ανάλογη ήταν η συγχώνευση των μικρών αγροκτημάτων στα μεγάλα Λατιφούντια της ρωμαϊκής περιόδου, για να αξιοποιηθούν οι οικονομίες κλίμακας που παρείχαν οι μεγάλοι δρόμοι της εποχής. Η Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα βασίζεται στις οικονομίες κλίμακας της νέας τεχνολογίας που εκδηλώνονται με την εξάπλωση των μεγάλων εργοστασίων παραγωγής και την υπερκέραση των μικρών βιοτεχνικών μονάδων.
(β) Κλίμακα κινητικότητας και επιλογής
Η αλλαγή κλίμακας συχνά συμπίπτει ή διευκολύνεται από τη μετατόπιση από μια μορφή ιδιοκτησίας και ελέγχου σε μια άλλη. Για το λόγο αυτόν, καθοριστικής σημασίας είναι η εξέταση της δυνατότητας επιλογής στο είδος και το βαθμό χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, στον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται η χρήση, στη διακίνηση του προϊόντος για τη διάθεσή του και στη δυνατότητα επιλογής του από τον τελικό καταναλωτή. Η κλίμακα εφαρμογής αυτού του κριτηρίου καθορίζει εάν οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες παραγωγής, εργασίας και ανταλλαγής δεσμεύονται σε προκαθορισμένα πλαίσια ή προσδιορίζονται με βάση τις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης που διαμορφώνονται σε κάθε περίπτωση.
Στην οικονομική ιστορία, η μετάβαση από έναν τύπο οργάνωσης σε έναν άλλο καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ραγδαίες μεταβολές στην κλίμακα κινητικότητας των οικονομικών συντελεστών. Για παράδειγμα, ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής οργανώθηκε με βάση τον καταναγκασμό των χωρικών να παραμένουν και να καλλιεργούν τις εκτάσεις που είχαν ιδιοποιηθεί οι ηγεμόνες μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όταν η εργασία έπαυσε να γίνεται με διαταγή του ιδιοκτήτη-φεουδάρχη, άρχισε να διαμορφώνεται ένα πιο ελεύθερο καθεστώς ατομικής διάθεσης της εργατικής δύναμης και αναζήτησης απασχόλησης. Προκλήθηκαν τόσο ριζικές αλλαγές στην προσφορά ανθρώπινου δυναμικού, που επιτάχυναν την οργάνωση της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Όταν οι περιορισμοί στους εμπόρους άρχισαν να χαλαρώνουν, άρχισε η διάδοση του εμπορίου και της μαζικής παραγωγής, που οδήγησαν στην πτώση της φεουδαρχίας.
Οι συνέπειες δεν είναι πάντα μονόδρομες. Αν η κατανάλωση φύγει από την κρατική μέριμνα διανομής και αφεθεί στην ατομική επιλογή, πολύ συχνά προκύπτουν νέες αγορές που οδηγούν σε πιο σύνθετες μορφές οικονομικής οργάνωσης. Μερικές φορές όμως οδηγούν και σε φαινόμενα μαζικής στέρησης για όσους δεν διαθέτουν τα ατομικά μέσα πρόσβασης στις νέες κλίμακες.
Η μετατόπιση ελέγχου μπορεί φυσικά να γίνει και προς την αντίστροφη κατεύθυνση κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής και κρατικής διαχείρισης της διανομής. Ούτε και αυτές οι συνέπειες είναι μονόδρομες. Πολλές οικονομικές δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας έγιναν εφικτές με την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής (όπως η χαλυβουργία στην ΕΣΣΔ) ή με τις δημόσιες επιχειρήσεις στη μεταπολεμική Ευρώπη (όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι σιδηρόδρομοι). Άλλες φορές όμως η επιβληθείσα ιδιοκτησία αποδεικνύεται εμπόδιο, όπως για παράδειγμα η αποτυχία ανάπτυξης νέων τεχνολογιών επικοινωνίας από κρατικές επιχειρήσεις.
Με βάση αυτές τις δύο κλίμακες δραστηριότητας και δέσμευσης μπορεί -με όλες τις απλοποιήσεις- να ταξινομηθεί η διαδρομή της οικονομίας και των οικονομικών θεωριών σε δύο μεγάλες ιστορικές ενότητες:
Ι. Η προ-νεωτερική περίοδος:
Ι. Μικρή κλίμακα παραγωγής - μεγάλη δέσμευση συντελεστών
Από την αρχαιότητα έως τα τέλη του 15ου αιώνα, η οικονομική ζωή χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό δέσμευσης και ελέγχου των οικονομικών παραγόντων, με συνέπεια την περιορισμένη κινητικότητα των συντελεστών. Χαρακτηριστικότερο φαινόμενο της μακράς αυτής περιόδου είναι οι διάφορες μορφές δουλείας και δουλοπαροικίας ως κύρια μέθοδος κάλυψης των εργασιακών αναγκών της παραγωγής.
Ακόμα και όταν η εργασία δεν γινόταν υπό καθεστώς δουλείας, είχε τα δεσμευτικά χαρακτηριστικά της προσκόλλησης στη μικρή ιδιοκτησία (όπως οι αγρότες) ή στην επαγγελματική παράδοση (όπως οι συντεχνίες). Το εμπόριο ήταν πολύ περιορισμένο στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, είχε ακμάσει όμως στην αρχαία και τη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά επίσης και στο Βυζάντιο, στο Ισλάμ και στις αυτοκρατορίες της Κίνας και της Ινδίας.
Η προ-νεωτερική περίοδος χαρακτηρίζεται επίσης από μικρή κλίμακα παραγωγής και ισχνή συσσώρευση κεφαλαίου, αν και, όπως είδαμε, υπήρχαν ορισμένες εξαιρέσεις μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, όπως και μεγάλων κρατικών έργων υποδομής για την υποβοήθηση της παραγωγής και διανομής.
Οι οικονομικές σκέψεις που κατά καιρούς αναπτύσσονται την προ-νεωτερική εποχή διαφέρουν ως προς την έκταση, τη δομή και τη χρήση τους από τις θεωρίες της νεωτερικής περιόδου, ακριβώς γιατί παρακινήθηκαν από πολύ διαφορετικές συνθήκες των οικονομικών παραγόντων και πολύ διαφορετικές κλίμακες δραστηριότητας. Τα πεδία που εξετάζουν στρέφονται γύρω από τη μικρή παραγωγή, το εμπόριο, τη φορολογία και διατυπώνονται κυρίως ως παραινέσεις προς τον ηγεμόνα προκειμένου να διασφαλίζει τη σταθερότητα της τροφοδοσίας, αλλά και τα δικά του συμφέροντα.
Γι αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν το χαρακτήρα διδαχής για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα και σπανίως το χαρακτήρα καταγραφής για το πώς πράγματι συμβαίνουν. Η σκέψη ακόμα και των μεγάλων στοχαστών της οικονομίας, όπως ο Αριστοτέλης στην αρχαία Αθήνα, ο Χαλδούν στο Ισλάμ ή ο Φαν Λι στην αρχαία Κίνα, εκπορεύεται από ευρύτερες φιλοσοφικές θεωρήσεις και επιδιώκει να διαμορφώσει κανόνες ατομικής συμπεριφοράς ή κρατικής μέριμνας και όχι να ερμηνεύσει ή να οργανώσει τα οικονομικά φαινόμενα σε μια γνωσεολογική δομή.
ΙΙ. Η νεωτερική περίοδος:
Μεγάλη κλίμακα παραγωγής - μικρότερη δέσμευση συντελεστών
Σχηματικά η εποχή ξεκινά από το 1500 μ.Χ., όταν αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό τόσο ο βαθμός της δέσμευσης όσο και η κλίμακα της δραστηριότητας. Η ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου, η ελεύθερη μετακίνηση των χωρικών προς τις πόλεις, η συσσώρευση πλούτου και νέων μορφών παραγωγής, καθώς και η διεκδίκηση όλο και περισσότερων δικαιωμάτων και ελευθερίας έναντι των απολυταρχικών δομών της προηγούμενης περιόδου δημιουργούν νέα πρότυπα και δεδομένα στην οργάνωση της οικονομίας.
Οι νέες θεωρίες επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις και τις νέες δυνατότητες που προκύπτουν. Να απαντήσουν στο ερώτημα πού οδηγεί η δυναμική τους και αν η έκβαση των νέων πραγμάτων μπορεί να είναι περισσότερο ωφέλιμη για αυτό που αποκαλείται ως γενικό καλό. Το μεγάλο ορόσημο της νέας περιόδου είναι η Βιομηχανική Επανάσταση, που γίνεται δύο αιώνες αργότερα και συμπίπτει με τη γέννηση της σύγχρονης οικονομικής σκέψης.
Σε μια εποχή που αποδεσμεύεται από ποικίλους περιορισμούς, είναι δύσκολο να υπάρξει ταύτιση για το πώς ορίζεται αυτό το γενικό καλό και στη νεωτερική περίοδο οι θεωρίες αντιστοιχίζονται πολύ πιο ευδιάκριτα σε κοινωνικές τάξεις τις οποίες είτε υπερασπίζονται είτε αντιμάχονται. Προκύπτει έτσι ένα άλλο χαρακτηριστικό των οικονομικών θεωριών: η αντιπαλότητα και η αντιπαράθεση σε βαθμό ασύγκριτα εντονότερο από τις διαφορές που υπήρχαν στις διδαχές και τις παραινέσεις της προηγούμενης περιόδου. Οι διαμάχες των οικονομικών θεωριών αποτελούν ευλογία και κατάρα για το νέο γνωστικό αντικείμενο. Ευλογία γιατί δημιουργούν αναζήτηση θεωριών μέσω των οποίων εξελίσσεται η οικονομική γνώση και βελτιώνεται η κατανόηση των οικονομικών φαινομένων. Αλλά και κατάρα γιατί ποτέ δεν θα υπάρξει ούτε μία καθολικά αποδεκτή θεωρία για την ερμηνεία της οικονομίας ούτε και μία αδιαμφισβήτητη πρόταση για τις επιλογές που ένα κοινωνικό σύνολο πρέπει να κάνει.
Οι τέσσερις μορφές οικονομικής σκέψης
Σε όλες τις εποχές εμφανίζονται ερμηνείες και προτάσεις για τη φύση και την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας. Διαφέρουν όμως πολύ στον τρόπο με τον οποίο θεμελιώνονται και συγκροτούνται, στην έκταση της απήχησης που έχουν στην κοινωνία, καθώς και στην πραγματική έκταση των συνεπειών που προκαλούν όταν εφαρμόζονται. Πότε έχουμε πράγματι να κάνουμε με μια οικονομική θεωρία;
Το να επινοήσει κάποιος στην αρχαιότητα τρόπους μέτρησης της απόδοσης των δούλων δεν συνιστά θεωρία, ακόμα και αν οι τρόποι αυτοί βασίζονται σε εκτεταμένες δοκιμές και επαληθεύσεις. Το να συμβουλεύει κάποιος τους ηγεμόνες να αποθησαυρίζουν ράβδους χρυσού για να αποφύγουν τη φθορά των νομισμάτων είναι μεν μια οικονομική πρακτική που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος των σύγχρονων επιλογών χαρτοφυλακίου, χωρίς όμως να περιέχει ίχνος ερμηνείας ή προβλεπτικότητας των πραγμάτων και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εκληφθεί ως οικονομική θεωρία. Για αυτόν το λόγο είναι καλύτερα να βλέπουμε την οικονομική σκέψη και την εξέλιξή της ως ένα φάσμα αντιλήψεων και στοχασμών, άλλοτε βαθύ και εκτεταμένο, άλλοτε επιφανειακό και μεμονωμένο. Ο
ι κατά καιρούς προσεγγίσεις και παρατηρήσεις οικονομικών φαινομένων μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες ως εξής:
α) Οικονομικές συνταγές: Περιλαμβάνουν μέτρα, νόμους, εντολές και αντιλήψεις που περιγράφουν ή προσδιορίζουν την οικονομική συμπεριφορά ατόμων και κοινωνιών. Στερούνται όμως ευρύτερης φιλοσοφικής και επιστημονικής θεμελίωσης και δεν φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν την εξέλιξη των πραγμάτων.
β) Οικονομικές περιγραφές: Περιλαμβάνουν σχόλια, σκέψεις και παρατηρήσεις, που κατά καιρούς διατυπώνονται από ιστορικούς, περιηγητές, διάφορους λογίους και ηγεμόνες, για τη σημασία και τη μορφή των οικονομικών φαινομένων. Όμως αυτά είτε γίνονται αποσπασματικά, είτε αποτελούν απλές καταγραφές πραγμάτων και δεν συγκροτούνται σε ενιαίο γνωστικό σύνολο, ούτε έχουν πρόθεση να διαμορφώσουν γενικευμένες συμπεριφορές στην κοινωνία.
γ) Οικονομικές διδαχές: Είναι ένας συγκροτημένος συνδυασμός των δύο προηγούμενων κατηγοριών, με στόχο να επηρεάσει αποφάσεις και συμπεριφορές. Προκειμένου οι εκφραστές τους να πείσουν για την ορθότητα της προσέγγισης, επιχειρούν να τη θεμελιώσουν λογικά ή να δείξουν ότι είναι απόρροια άλλων εδραιωμένων αντιλήψεων (κυρίως φιλοσοφικών αρχών, θρησκευτικών δογμάτων ή μαθηματικών νόμων). Τέτοιο παράδειγμα ήταν οι οικονομικές διδαχές της μεσαιωνικής Εκκλησίας και του μωαμεθανισμού για την απαγόρευση του τόκου στα δάνεια. Η διδαχή στηριζόταν σε ρήσεις των ιδρυτών των δύο θρησκειών, οι οποίοι απευθύνονταν σε κοινωνίες που υπέφεραν από το πρόβλημα του υπερτοκισμού και έτσι προσέλκυαν πιστούς στη διδασκαλία τους. Για κάθε ενδεχόμενο όμως, τα κείμενα των Γραφών συνδυάζονταν και με την απειλή της αιώνιας τιμωρίας σε όλους όσοι δεν τα εφάρμοζαν και έτσι η απαγόρευση του τοκισμού έπαιρνε τη μορφή μιας θρησκευτικής διδαχής, πράγμα που έκανε περιττή (και ιδιαιτέρως επικίνδυνη) την αμφισβήτησή της.
Μια άλλη διαδεδομένη μορφή διδαχών είναι τα έργα της λεγόμενης παραινετικής φιλοσοφίας, τα οποία συνέγραψαν διάφοροι στοχαστές, είτε αυτοκλήτως είτε ως εντεταλμένοι, παρέχοντας ένα σύνολο ιδεών και συμβουλών για το πώς πρέπει να κυβερνά ο εκάστοτε ηγεμόνας. Το πιο διάσημο παράδειγμα στην πολιτική ιστορία είναι Ο Ηγεμών του Μακιαβέλι, υπάρχουν όμως πολλά ανάλογα κείμενα και στα οικονομικά. Το Αρθασάστρα, που γράφτηκε το 350 π.Χ. στην Ινδία, τα κείμενα του Φαν Λι στην Κίνα, οι Εξομολογήσεις του Θωμά Ακινάτη ή η πραγματεία του Ωρέσμη για το χρήμα εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Και στις νεότερες εποχές, όμως, τα πρώτα βιβλία του Κέυνς (όπως τα Essays in Persuasion για τις συνέπειες του πολέμου και τον Κανόνα Χρυσού) αποτελούν περισσότερο μια δέσμη διεισδυτικών συμβουλών προς τις κυβερνήσεις παρά μια αναλυτική θεωρητική προσέγγιση.
δ) Οικονομικές θεωρίες: Είναι οι πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις στα οικονομικά ζητήματα, στις οποίες καταβάλλεται προσπάθεια οι αρχές τους να θεμελιωθούν επιστημονικά, τα συμπεράσματά τους να ελεγχθούν εμπειρικά και μετά να χρησιμοποιηθούν για να ερμηνεύσουν τα γεγονότα, αλλά και να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Αργότερα θα περιγράψουμε πιο συστηματικά τις ιδιότητες που πρέπει να έχει και τα κριτήρια με τα οποία αξιολογείται μια οικονομική θεωρία.
Σχετικά όμως με τις προηγούμενες κατηγορίες των συνταγών, περιγραφών και διδαχών, ένας απλός τρόπος να εντοπίζει ο αναγνώστης αν μια οικονομική πρόταση αξίζει να ιδωθεί ως οικονομική θεωρία σε μια ιστορική περίοδο είναι αν καλύπτει το κριτήριο των 3Π: πλήθη, πλούτη και πιστοί.
Τα πλήθη είναι καθοριστικής σημασίας για την κοινωνική απήχηση των οικονομικών θεωριών και την έκταση των συνεπειών που έχει η τυχόν εφαρμογή τους.
Τα πλούτη είναι καθοριστικό κριτήριο για μια οικονομική θεωρία που καταπιάνεται με τη δημιουργία και συσσώρευση αγαθών και κεφαλαίου (ανθρώπινου, γνωστικού και φυσικού), την κατανομή τους και την αναδιανομή τους.
Οι πιστοί είναι το τρίτο απαραίτητο συστατικό για να ξεφύγει μια διατύπωση από το μικρόκοσμο του στοχαστή και να απλωθεί στο πεδίο των κοινωνικών ιδεών. Οι οπαδοί που θα την ακολουθήσουν, οι συνεχιστές που θα τη διευρύνουν, αλλά και οι πολέμιοι που θα θελήσουν να την καταρρίψουν κάνουν μια θεωρία να αποκτά σημασία είτε για την κατανόηση της συμπεριφοράς και των πεπραγμένων της κάθε κοινωνίας είτε για την αποτυχία της να τα ερμηνεύσει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου