10 Σεπτεμβρίου 2016

ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ





ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………..………………………………………3
ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ………………………………………………………3
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΘΜΟΥ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ………………………………………4
ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΒΑΘΜΟΥ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ………………………………………………………............….6
ΕΠΙΛΟΓΟΣ…………………………………………………………………………..9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………....10











ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Η θεωρία της προσκόλλησης ή του δεσμού (attachment theory) αφορά τη σχέση που αναπτύσσει το παιδί με τη μητέρα. Στη θεωρία αυτή η μέτρηση του βαθμού προσκόλλησης είναι σημαντική, αφού μπορούμε να γνωρίζουμε ανάλογα με το είδος της σχέσης που έχει αναπτύξει το παιδί με τη μητέρα τι συμπεριφορές θα αναπτύξει το παιδί. Ανάλογα με το είδος σχέσης το παιδί ωθείται στη δημιουργία κάποιων αναπαραστάσεων και προσδοκιών απ’ τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους άλλους και διαμορφώνει αντίστοιχες συμπεριφορές (Καφέτσιος, 2005). Ο βαθμός προσκόλλησης βρίσκεται με ειδικές μετρήσεις – ψυχομετρικά τεστ.  Στην εργασία αυτή θα επικεντρωθούμε σε ζητήματα μέτρησης του βαθμού προσκόλλησης, καθώς και στην επίδραση κάποιων μεταβλητών όπως η κουλτούρα στο βαθμό προσκόλλησης.
Λέξεις-κλειδιά: θεωρία προσκόλλησης ή δεσμού, τύποι προσκόλλησης, βαθμός προσκόλλησης, εσωτερικά μοντέλα εργασίας, μακροπρόθεσμες επιδράσεις τύπων προσκόλλησης, διαπολιτισμικές διαφορές
ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ
            Πολλές πτυχές της ζωής των ανθρώπων σχετίζονται με τον τρόπο που έχουν ανατραφεί και με τις εμπειρίες που έχουν ζήσει. Έτσι, δεν είναι περίεργο που οι επιστήμονες και ειδικοί στην αναζήτηση της προέλευσης των λειτουργικών και δυσλειτουργικών συμπεριφορών των ανθρώπων είναι επικεντρωμένοι σε παρεμβάσεις σχετικά με πρώιμα μοντέλα μάθησης και συμπεριφορές. Στην έρευνα για την ανάπτυξη καλύτερων επικοινωνιακών και διαπροσωπικών δεξιοτήτων, καθώς και για την επίτευξη μακροχρόνιων σχέσεων ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη θεωρία της προσκόλλησης (Καφέτσιος, 2005).
            Ο Bowlby το 1973 και το 1980 (αναφ. στο Zilberstein, 2013: 1) μίλησε για τα συναισθήματα της εγγύτητας και προστασίας –με την ονομασία δεσμός (attachment), τα οποία απαιτείται να αναπτύσσονται ή να εσωτερικεύονται ανάμεσα στο βρέφος ή το μικρό παιδί και τον «φροντιστή» του.
            Η θεωρία της προσκόλλησης αναφέρεται στον αντίκτυπο των συναισθημάτων της εμπειρίας της αλληλεπίδρασης του κηδεμόνα και του παιδιού που έχουν στη διαμόρφωση του ατόμου πέρα από τις σχέσεις (Καφέτσιος, 2003). Οι ψυχοθεραπευτές με βάση αυτή τη θεωρία ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων στις σχέσεις και προσπαθούν να αναζητήσουν τρόπους για οποιαδήποτε συναισθηματικά ελλείμματα σε νεαρότερη ηλικία μπορούν να αναπληρώνονται ακόμα και στην ενήλικη ζωή.
                Χωρίς το έργο της Ainsworth (1963, 1967, 1968, 1974) για τα μοντέλα της προσκόλλησης που χτίστηκε πάνω στις θεωρητικές συνεισφορές του Bowlby στην αναπτυξιακή και κλινική ψυχολογίας, η μέτρηση της προσκόλλησης δε θα είχε την τρέχουσα επιρροή της. Ενήλικες με διαφορετικό υπόβαθρο αντικατοπτρίζουν τέσσερα στυλ προσκόλλησης σύμφωνα με την Ainsworth (Feldman, 2009): 1. ασφαλής δεσμός, 2. αμφιθυμικός/αγχώδης/εμμονής δεσμός, 3. αποφευκτικός/απορριπτικός δεσμός, 4. φοβικός/αποπροσανατολισμένος δεσμός.

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΘΜΟΥ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ
            Οι μετρήσεις διακρίνουν σε δύο γενικές κατηγορίες: ασφαλής και μη ασφαλής τύπος προσκόλλησης. Στον ασφαλή τύπο προσκόλλησης, το βρέφος αισθάνεται άνετα να εξερευνά το περιβάλλον όταν η μητέρα είναι παρούσα. Είναι λυπηρό και δείχνει δυσφορία όταν η μητέρα φεύγει, ενώ είναι ευτυχισμένο και χαρούμενο όταν η μητέρα επιστρέφει. Αυτά τα βρέφη ανταποκρίνονται με ευτυχία στην επανένωσή τους με τους γονείς τους, ανταποκρίνονται στους γονείς τους ενεργητικά, εξερευνούν το περιβάλλον γύρω τους γνωρίζοντας πού είναι οι γονείς τους, αναζητούν την επαφή με τους γονείς τους και όταν είναι λυπημένα δείχνουν εμπιστοσύνη στην αγάπη τους για τους γονείς τους (Ainsworth κ.ά., 1978).
            Στον μη ασφαλή τύπο προσκόλλησης περιλαμβάνονται ο αμφιθυμικός, ο αποφευκτικός και ο φοβικός τύπος προσκόλλησης. Ο μη ασφαλής τύπος προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από φόβο, άγχος, οργή ή αδιαφορία προς το βασικό πρόσωπο που αναλαμβάνει τη φροντίδα του βρέφους. Το βρέφος μπορεί να δείχνει αδιαφορία όταν ο «φροντιστής» επιστρέφει, να μη δείχνει ευτυχία ή να αγνοεί εντελώς το πρόσωπο (ό.π.).
            Οι μη ασφαλείς τύποι προσκόλλησης μετρώνται με βάση τα ακόλουθα (ό.π.):
1. Στον αποφευκτικό τύπο τα νήπια εκφράζουν την αγωνία και την οργή τους όταν φεύγει ο «φροντιστής» και δεν είναι σε θέση να παρηγορηθούν όταν επιστρέφει. Παραμένουν λυπηρά, παρά τις προσπάθειες του «φροντιστή» να τα παρηγορήσουν. Δεν είναι πρόθυμα να εξερευνήσουν το περιβάλλον, είναι εύκολο να αναστατωθούν και εύκολα απογοητεύονται με τις απαντήσεις των γονιών τους, αποφεύγουν ή αγνοούν εντελώς την παρουσία τους, παρουσιάζουν μικρή ανταπόκριση όταν οι γονείς τους είναι μαζί τους, μερικές φορές έχουν σοβαρές συναισθηματικές εκρήξεις, και θα μπορούσε κάλλιστα να αποφεύγουν ή να αγνοούν την απάντηση της μητέρας τους προς αυτά. Σε αυτό το είδος προσκόλλησης, το βρέφος αποφεύγει το «φροντιστή» του και δείχνει ψυχρότητα σε αυτό.
2. Ο αμφιθυμικός τύπος προσκόλλησης χαρακτηρίζει τα βρέφη που αρχικά είναι συνδεδεμένα με το φροντιστή τους, αλλά μετά θα του αντισταθούν. Αναζητούν τους γονείς τους, αλλά στη συνέχεια προσπαθούν να ξεφύγουν από αυτούς.
3. Στον φοβικό τύπο προσκόλλησης τα βρέφη δεν έχουν προβλέψιμη συμπεριφορά και δεν φαίνεται να είναι σε θέση να ηρεμήσουν εύκολα ή να παρηγορηθούν όταν είναι αναστατωμένα και δείχνουν φόβο ή τρόμο και σύγχυση προς το πρόσωπο που τα φροντίζει.
            Οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις των διαφόρων ειδών προσκόλλησης φαίνεται να διαμορφώνονται ως εξής: τα νήπια με ασφαλή τύπο προσκόλλησης έχουν περισσότερο θετικά συναισθήματα στο παιχνίδι τους στο νηπιαγωγείο και το σχολείο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση από ό, τι αυτά με μη ασφαλή τύπο προσκόλλησης (Feeney & Noller 1990). Άλλες έρευνες έδειξαν ότι έχουν καλύτερες διαπροσωπικές σχέσεις, θετική στάση και προσεγγίζουν τους ανθρώπους ευκολότερα, δε φοβούνται την απόρριψη και έχουν θετική εικόνα για τον εαυτό τους και για τα άτομα που τα περιβάλλουν. Επίσης έδειξαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα κατά τις αρχές και τα μέσα της παιδικής ηλικίας τους και μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά μια δυσκολία. Τα βρέφη με ασφαλή δεσμό προσκόλλησης είχαν μεγαλύτερη ευελιξία στη διαμόρφωση των σημερινών πληροφοριών και ανταποκρίθηκαν καλύτερα στις νέες καταστάσεις και σχέσεις (Bartholomew & Shaver, 1998).
            Στις μέρες μας η μελέτη του βαθμού προσκόλλησης έχει προοδεύσει σημαντικά, εμπνευσμένη από το δεύτερο και τρίτο τόμο της θεωρίας της προσκόλλησης της τριλογίας του Bowlby τόσο μεθοδολογικά όσο και από τη συμπλήρωση θεωρητικών προσεγγίσεων στη θεωρία της προσκόλλησης.
            Η έρευνα εστιάζει σε διάφορες πτυχές της προσκόλλησης. Για παράδειγμα, η έρευνα των Collins & Read (1990) εξετάζεται η ενήλικη προσκόλληση στις πτυχές της άνεσης στην εγγύτητας, άνεση στην ανεξαρτησία και άγχος ή φόβος στην ιδέα της εγκατάλειψης ή μη αποδοχής.
            Μέσα από την εμπειρία που έχουν τα παιδιά με τους φροντιστές τους αναπτύσσεται μια εσωτερική αναπαράσταση, ένα «εσωτερικό μοντέλο εργασίας» (internal working model, IWM), της φροντίδας και της προστασίας που έχουν λάβει. Τα εσωτερικά μοντέλα εργασίας αποτελούν έναν ασφαλή δείκτη μέτρησης της προσκόλλησης (Καφέτσιος, 2003).
            Σε μελέτες έχει εξεταστεί η συσχέτιση μεταξύ των πρώιμων εμπειριών και του στυλ προσκόλλησης ενηλίκων. Για παράδειγμα, οι Hazan και Shaver (1987) και ανακάλυψαν ότι οι ενήλικες που ήταν ασφαλείς σε ρομαντικές σχέσεις τους ήταν πιο πιθανό να θυμηθούν τις παιδικές σχέσεις τους με γονείς στοργικούς, που τους φροντίζουν και τους αποδέχονται. Οι Feeney & Noller (1990) χρησιμοποίησαν το στυλ προσκόλλησης σε πρώιμη ηλικία ως προγνωστικό παράγοντα του στυλ προσκόλλησης σε μια ρομαντική σχέση στην ενήλικη ζωή. Αυτή η πρόταση συσχέτισης θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, ανεξάρτητα από το εάν οι ατομικές διαφορές στον τρόπο που το σύστημα είναι οργανωμένο παραμένουν σταθερές για πάνω από μια δεκαετία ή και περισσότερο, αλλά και σταθερές σε διαφορετικά είδη στενών σχέσεων.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΒΑΘΜΟΥ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ
            Έχουν εγερθεί προβληματισμοί για την αξιοπιστία της μέτρησης του βαθμού προσκόλλησης καθώς και του βαθμού προγνωστικότητας των συμπεριφορών που θα αναπτύξει μελλοντικά με βάση τα συμπεράσματα στη μέτρηση του βαθμού προσκόλλησης.
            Το πρόβλημα έγκειται σε διάφορες πτυχές της θεωρίας αλλά και στη μεθοδολογία. Όσον αφορά θεωρητικά ζητήματα, καταρχάς η προσκόλληση δεν μπορεί να επηρεάζει το ίδιο σε όλα τα στάδια ζωής. Αναρωτιούνται ερευνητές αν επηρεάζει το ίδιο στην ενήλικη ζωή και σε διάφορες σχέσεις, όπως στις σχέσεις ανάμεσα σε ενήλικα ζευγάρια. Ίσως η πιο προκλητική και αμφιλεγόμενη επίπτωση της θεωρίας της προσκόλλησης των ενηλίκων είναι ότι το μοντέλο προσκόλλησης ενός ατόμου ως ενήλικα πλέον καθορίζεται από τον τύπο του γονικού δεσμού. Η ιδέα ότι οι πρωταρχικές εμπειρίες του δεσμού μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο στυλ προσκόλλησης στις ενήλικες σχέσεις είναι σχετικά αμφιλεγόμενη. Προτάσεις σχετικά με την πηγή και το βαθμό επικάλυψης μεταξύ των δύο ειδών δεσμού είναι αμφιλεγόμενες. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο ζητήματα που σχετίζονται με την εξέταση του θέματος της σταθερότητας του επιπέδου της ομοιότητας που υπάρχει μεταξύ της ασφάλειας που βιώνουν οι άνθρωποι με διαφορετικούς ανθρώπους στη ζωή τους και πόσο σταθερές είναι αυτές οι σχέσεις στο πέρασμα του χρόνου.
            Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, φαίνεται ότι υπάρχει ένας μέτριος βαθμός επικάλυψης για παράδειγμα μεταξύ του πόσο ασφαλείς αισθάνονται οι άνθρωποι με τις μητέρες τους και πόσο ασφαλείς αισθάνονται με ερωτικούς συντρόφους τους. Για παράδειγμα, οι Fraley και Shaver (2000) συγκέντρωσαν τους βαθμούς μιας έκθεσης για το τρέχον στυλ προσκόλλησης ενός ατόμου με μια σημαντική γονική φιγούρα και ένα τρέχον ρομαντικό ταίρι και βρήκε τις σχέσεις που κυμαίνονται ανάμεσα σε περίπου 20 έως 50 είδη σχέσεων προσκόλλησης.
            Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, η σταθερότητα της σύνδεσης κάποιου με τους γονείς του φαίνεται να είναι ίση με ένα συσχετισμό περίπου 0,25 - 0,39 (Fraley, 2002). Μια διαχρονική μελέτη αξιολόγησε τη σχέση μεταξύ της ασφάλειας ατόμων σε ηλικία ενός έτους σε περίεργη κατάσταση και την ασφάλεια των ίδιων ανθρώπων 20 χρόνια αργότερα σε ρομαντικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή τους. Αυτή η μελέτη αποκάλυψε μια συσχέτιση της τάξης 0,17 μεταξύ αυτών των δύο μεταβλητών (Steele, Waters, Crowell & Treboux, 1998).
            Παρά το γεγονός ότι οι μελέτες της προσκόλλησης για τους κοινωνικούς και γνωστικούς μηχανισμούς δείχνουν ότι η σταθερότητα στο δεσμό ενδέχεται να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, αυτοί οι βασικοί μηχανισμοί θα μπορούσαν να προβλέπουν είτε μακροχρόνια συνέχεια ή ασυνέχεια, ανάλογα με τους ακριβείς τρόπους με τους οποίους έχουν επινοηθεί (Fraley, 2002). Ο Fraley (2002) συζήτησε δύο μοντέλα μακροχρόνιας συνέχειας που προέρχονται από τη θεωρία προσκόλλησης που κάνουν διαφορετικές προβλέψεις για τη μακροπρόθεσμη συνέχεια, παρόλο που προήλθαν από τις ίδιες βασικές θεωρητικές αρχές. Το σημαντικό σημείο είναι ότι οι αρχές της θεωρίας της προσκόλλησης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αντληθούν αναπτυξιακά μοντέλα που κάνουν εντυπωσιακά διαφορετικές προβλέψεις για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα των ατομικών διαφορών. Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης, η ύπαρξη της μακροπρόθεσμης σταθερότητας των ατομικών διαφορών θα πρέπει να θεωρείται ένα πρακτικό ζήτημα και όχι μια υπόθεση της θεωρίας.
            Υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν στις σημερινές και μελλοντικές μελέτες για το βαθμό προσκόλλησης. Για παράδειγμα, ενώ μερικές ρομαντικές σχέσεις είναι γνήσιες σχέσεις προσκόλλησης, άλλες δεν είναι. Θα είναι απαραίτητο για τους ερευνητές να βρουν τρόπους για να καθορίσουν καλύτερα αν μια σχέση εξυπηρετεί στην πραγματικότητα λειτουργίες που σχετίζονται με την προσκόλληση. Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι είναι σαφές γιατί η συμπεριφορά προσκόλλησης μπορεί να εξυπηρετήσει μια σημαντική εξελικτική λειτουργία στην παιδική ηλικία, δεν είναι σαφές αν η προσκόλληση εξυπηρετεί μια σημαντική εξελικτική λειτουργία μεταξύ των ενηλίκων. Τρίτον, δεν υπάρχει μια ισχυρή κατανόηση των παραγόντων ακριβώς που μπορεί να αλλάξουν το στυλ προσκόλλησης ενός ατόμου. Για τη βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων θα είναι απαραίτητο να μάθουμε περισσότερα σχετικά με τους παράγοντες που προωθούν την ασφάλεια της προσκόλλησης και ευημερία των σχέσεων.
            Ακόμα, η ιδέα ότι τα ανθρώπινα κίνητρα προέρχονται από την αλληλεπίδραση των συστημάτων που αναζητούν οικειότητα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, όπως και η ιδέα ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως μια ιεραρχία συνδεδεμένων συστημάτων.
             Υπάρχει ακόμη η ανάγκη να δημιουργηθούν νέες θεωρητικές προσεγγίσεις των αμυντικών διεργασιών για την κατασκευή των «εσωτερικών μοντέλων εργασίας» του δεσμού σε σχέση με στοιχεία που προέκυψαν από αναπαραστατικές θεωρίες και μελέτες. Η κλινική θεωρία του δεσμού απαιτεί την ανάπτυξη μιας βιωματικής γλώσσας παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται από άλλες ψυχαναλυτικές θεωρίες διαπροσωπικής συγγένειας, όπως του Winnicott (1965) και του Sullivan (1953).
Το πιο σημαντικό, είναι ότι θα πρέπει να εξεταστεί η ανάπτυξη των «εσωτερικών μοντέλων εργασίας» σε συνδυασμό με τις νέες προσεγγίσεις για το «διάλογο» ή την «αφήγηση» του εαυτού, ενσωματώνοντας τη διάσταση της ψυχικής υγείας της θεωρίας της προσκόλλησης με την προοπτική των θεωρητικών που ενδιαφέρονται για την κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας (Hermans, Kempen, & van Loon, 1992).
            Αυτές οι θεωρητικές εξελίξεις πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι ή να ακολουθούνται από τις νέες μεθοδολογικές εξελίξεις. Μεθοδολογικές αμφισβητήσεις υπάρχουν όσον αφορά την εγκυρότητα και αξιοπιστία της μέτρησης των ατομικών διαφορών στη προσκόλλησης. Μια μεταβλητή η οποία υπεισέρχεται στο δεσμό «φροντιστή»-παιδιού είναι η κουλτούρα ή οι διαπολιτισμικές διαφορές (LeVine και Norman, 2001). Στις διαπροσωπικές σχέσεις και τον τύπο προσκόλλησης που θα αναπτυχθεί στην ανήλικη και ενήλικη ζωή παρουσιάζονται διαπολιτισμικές διαφορές. Για παράδειγμα, έρευνες ατόμων με διαφορετική κοινωνική καταγωγή ανέπτυξαν διαφορετικό τύπο προσκόλλησης κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Συγκεκριμένα, Ιαπωνέζες μητέρες σε σχέση με μητέρες από τις ΗΠΑ ήταν πιο ενθαρρυντικές στα βρέφη τους να προσανατολίζονται σε εκείνες παρά στην εξερεύνηση του περιβάλλοντος. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη μιας πιο εξαρτώμενης συμπεριφοράς  στην πρώτη περίπτωση (Rothbaum, κ.ά., 2000). Ο τύπος δε προσκόλλησης που διατηρούν τα άτομα δε διαφέρει πολύ ερευνώντας στις δυτικές κοινωνίες, ενώ σε χώρες με διαφορετικό σύστημα ανατροφής και συνθηκών ζωής, όπως η Ινδονησία, οι τύποι προσκόλλησης διαφέρουν, όπως έδειξαν οι
Zevalkink, RiksenWalraven και Van Lieshout (1999). Αναμένονται λοιπόν διαφοροποιήσεις με βάση την κουλτούρα στην ποιότητα των σχέσεων «φροντιστή»-παιδιού, άλλοτε δηλαδή πιο ευαίσθητο φροντιστή και άλλοτε φροντιστή που κυρίως οδηγεί το παιδί σε ανεξαρτητοποίηση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
            Η ποιότητα και ο τύπος δεσμού φαίνεται να είναι σημαντικός για όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Μελλοντικά η θεωρία της προσκόλλησης μπορεί να παρέχει τα θεμέλια μιας πιο γενικής θεωρίας της οργάνωσης της προσωπικότητας και της ανάπτυξης των σχέσεων. Μια τέτοια θεωρία θα βασιστεί, αλλά θα υπερβαίνει επίσης, στην αναμόρφωση των ιδεών του Freud από τον Bowlby σχετικά με τα κίνητρα, τα συναισθήματα, και την ανάπτυξη.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωσση
Feldman, R. S. (2009). Εξελικτική ψυχολογία: δια βίου ανάπτυξη. Τόμος Α΄ (επιμ. Η. Μπεζεβέγκης). Αθήνα: Gutenberg.
Καφέτσιος, Κ. (2005). Δεσμός, συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Καφέτσιος, Κ. (2003). Ενεργά µοντέλα δεσµού ενηλίκων και ψυχική υγεία: Επισκόπηση της περιοχής και προτάσεις για κλινική εφαρμογή και έρευνα. Εγκέφαλος, 40, 30-45.
Ξενόγλωσση
Ainsworth, M. D. S., Blehar, M., Waters, E. & Wall, S. (1978). Patterns of Attachment. Hillsdale, NJ: Erlbaum.
Bartholomew, K., & Shaver, P. R. (1998). Methods of assessing adult attachment. Attachment theory and close relationships, 25-45.
Collins, N. L., & Read, S. J. (1990). Adult attachment, working models, and relationship quality in dating couples. Journal of personality and social psychology, 58(4), 644.
Feeney, J. A., & Noller, P. (1990). Attachment style as a predictor of adult romantic relationships. Journal of personality and Social Psychology, 58(2), 281.
Feldman, R. S. (2009). Εξελικτική ψυχολογία: δια βίου ανάπτυξη. Τόμος Α΄ (επιμ. Η. Μπεζεβέγκης). Αθήνα: Gutenberg.
Fraley, R. C. (2002). Attachment stability from infancy to adulthood: Meta-analysis and dynamic modeling of developmental mechanisms. Personality and Social Psychology Review, 6(2), 123-151.
Fraley, R. C., & Shaver, P. R. (2000). Adult romantic attachment: Theoretical developments, emerging controversies, and unanswered questions. Review of general psychology, 4(2), 132.
Hazan, C., & Shaver, P. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of personality and social psychology, 52(3), 511.
Hermans, H. J., Kempen, H. J., & Van Loon, R. J. (1992). The dialogical self: Beyond individualism and rationalism. American psychologist, 47(1), 23.
Steele, J., Waters, E., Crowell, J., & Treboux, D. (1998). Self-report measures of attachment: Secure bonds to other attachment measures and attachment theory. In biennial meeting of the International Society for the Study of Personal Relationships, Saratoga Springs, NY.
LeVine, R. A., & Norman, K. (2001). The infant's acquisition of culture: Early attachment reexamined in anthropological perspective. PUBLICATIONS-SOCIETY FOR PSYCHOLOGICAL ANTHROPOLOGY, 12, 83-104.
Rothbaum, F., Pott, M., Azuma, H., Miyake, K., & Weisz, J. (2000). The development of close relationships in Japan and the United States: Paths of symbiotic harmony and generative tension. Child development, 71(5), 1121-1142.
Zevalkink, J., RiksenWalraven, J. M., & Van Lieshout, C. F. (1999). Attachment in the Indonesian caregiving context. Social Development, 8(1), 21-40.
Zilberstein, K. (2014). The use and limitations of attachment theory in child psychotherapy. Psychotherapy, 51(1), 93.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top