Μάθηση χωρίς σκέψη είναι χαμένος κόπος. Σκέψη χωρίς μάθηση είναι κίνδυνος. Κομφούκιος*
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- Αρχική σελίδα
- Ταινίες
- Ντοκιμαντέρ
- Καλλιτεχνικά / Εκπαιδευτικά
- Οικολογία
- Φωτογραφία
- Δικαιώματα των Ζώων
- Περιβαλλοντική Εκπαίδευση
- Η ελληνική ως ξένη γλώσσα
- Δραματοθεραπεία
- Online Περιοδικά
- Διαδικτυακές διαλέξεις
- Εκπαιδευτικά Project
- Ψηφιακές Βιβλιοθήκες
- Μουσεία / Γκαλερί
- Street Art
- Εκθέσεις-Εκδηλώσεις
- Visual Research
- Απόψεις
- Κριτικοί Εκπαιδευτικοί Αναστοχασμοί
- BLOG 2
26 Σεπτεμβρίου 2012
Προφορική Ιστορία και Μουσεία – Μια πρώτη προσέγγιση
Μαρία Ρεπούση, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η προφορική ιστορία κερδίζει συνεχώς έδαφος όχι μόνο ανάμεσα στους επαγγελματίες ιστορικούς αλλά και στην κοινότητα, στην εκπαίδευση και τις τελευταίες δεκαετίες στα μουσεία. Σ’ αυτή τη σχέση, προφορικής ιστορίας και μουσείου, εστιάζει το παρόν άρθρο. Η στροφή των μουσείων, παγκόσμια, από τα εκθέματα στις ερμηνείες και στα νοήματα διαμορφώνει το πλαίσιο ενός αυξανόμενου ενδιαφέροντος αξιοποίησης της προφορικότητας στις εκθέσεις τους. Τα σύγχρονα μουσεία χρησιμοποιούν την προφορική ιστορία, τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο εκτός από τα αντικείμενα, για να παρουσιάσουν τις αφηγήσεις τους στο κοινό. Έτσι η αμοιβαία σχέση της προφορικής ιστορίας με τα μουσειακά εκθέματα προβάλλει τόσο το περιεχόμενο όσο και τις διαδικασίες πλαισίωσης των αντικειμένων θέτοντας το πλαίσιο για στοχασμό και μνημονική δραστηριότητα. Στην Ελλάδα, βρίσκεται σε εξέλιξη το πρώτο πρόγραμμα δημιουργίας Μουσείου Προφορικής Ιστορίας στα Χανιά...
Η προφορική ιστορία είναι ταυτόχρονα μια παλιά και μια νέα ιστορία. Παλιά καθώς αυτά που η δυτική σκέψη θα θεωρήσει ως τα πρώτα ιστορικά είδη (Momigliano, 1983: 15) [1], τόσο το ‘Ηροδότειο’ όσο και το ‘Θουκυδίδειο’, στηρίζονται στις προφορικές μαρτυρίες. Η προφορικότητα συνιστούσε εξάλλου την κυρίαρχη μορφή επικοινωνίας και διαιώνισης της μνήμης στις προγραφικές κοινωνίες διατηρώντας την ηγεμονία της και κατά τη μακρά μετάβαση από τον προφορικό πολιτισμό στην εγγραμματοσύνη. Η αφήγηση ήταν η βασική της προτίμηση. Οι προφορικοί πολιτισμοί δεν μπορούσαν, υποστηρίζει ο Walter Ong, βασιζόμενος στον Eric Havelock, να διαχειριστούν τη γνώση με περίπλοκες και αφηρημένες κατηγορίες. Επέλεγαν τις ιστορίες ανθρώπινης δράσης για να αποθηκεύσουν, να οργανώσουν και να μεταδώσουν τα περισσότερα απ’ όσα γνώριζαν. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι προφορικοί πολιτισμοί παράγουν σειρές αφηγήσεων (Ong, 2001: 201) [2], στις οποίες θα στηριχθούν αργότερα οι γραπτές αφηγήσεις.
Η προφορική ιστορία είναι συνεπώς συγκροτητική της ιστορικής γραμματείας που δημιουργείται τον 5ο π.Χ. αι. και έκτοτε πληθαίνει και αλλάζει ακολουθώντας τα γενικότερα ιδεολογικά ρεύματα και τις κοινωνικές ανησυχίες των ανθρώπων. Όταν η Κλειώ θα βαπτισθεί χριστιανή και θα συντελεστεί, σύμφωνα με τον Ernst Breisach, η χριστιανική ιστοριογραφική επανάσταση (Breisach, 1983, 77) [3], αφού οι ιστοριογράφοι της αποφάσισαν να ξαναγράψουν από την αρχή την ιστορία του κόσμου συναγωνιζόμενοι τους αρχαίους, οι προφορικές μαρτυρίες δεν θα χάσουν τη θέση τους. Συνεχίζουν να συνιστούν αποδείξεις για όσα αφηγούνται οι χριστιανοί ιστορικοί της Δύσης και της Ανατολής στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η παράδοση αυτή θα ατονήσει όσο βαδίζουμε προς την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό και θα διακοπεί με την ακαδημαϊκή θεσμοθέτηση των ιστορικών σπουδών στο τέλος του 18ου αιώνα και την επαγγελματοποίηση της ιστορίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η αναζήτηση της επιστημονικότητας της ιστορίας και η στροφή της στα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, θα συνδυαστεί με την πρωτοκαθεδρία του εγγράφου και μάλιστα του επίσημου, ως κύριας πηγής στην οποία αναζητούσαν οι ιστορικοί τα γεγονότα του παρελθόντος και τις πολιτικές προσωπικότητες που συνδυάζονταν με αυτά (Ίγκερς, 1991) [4]. Οι προφορικές μαρτυρίες θα περιθωριοποιηθούν και θα βρουν καταφύγιο σε άλλα είδη όπως, για παράδειγμα, τη λαογραφία.
Η προφορική ιστορία είναι συνεπώς μια παλιά ιστορία. Ταυτόχρονα είναι και νέα. Αναβιώνει μέσα από μια συνολική ανανέωση των ιστορικών σπουδών που πυκνώνει όσο οδεύουμε προς το τέλος του 20ού αιώνα. Η μετάβαση από τις ιστορικές προσωπικότητες προς τα ιστορικά υποκείμενα, η στροφή του ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος σε μια ιστορία από τα κάτω, νέα αντικείμενα, όπως η μετανάστευση ή η αποικιοκρατία σε συνδυασμό με σημαντικές επιστημολογικές αλλαγές σχετικές με τη φυσιογνωμία της ιστορίας, τις μεθόδους και τα εργαλεία της ιστορικής έρευνας επαναφέρουν με νέους όρους τις προφορικές μαρτυρίες στην εργαλειοθήκη της ιστορικής έρευνας. Αυτή τη φορά πρόκειται για δυναμικά μέσα διευθέτησης του παρελθόντος, η εγκατάσταση των οποίων μετασχηματίζει τις αφηγηματικές ιστοριογραφικές δομές αποκαθιστώντας την ανθρώπινη εμπειρία και αναδεικνύοντας την πολλαπλότητά της. Οι προφορικές μαρτυρίες αυτήν τη φορά θα δημιουργήσουν ένα ιστοριογραφικό είδος, την προφορική ιστορία με ποικίλες ερευνητικές εφαρμογές. Θα φέρουν στο φως αποσιωπημένες πλευρές των ανθρώπινων κοινωνιών, παραμελημένες σχέσεις, περιθωριοποιημένα υποκείμενα. Θα αναδείξουν τη σημαντικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας καθώς δεν ενδιαφέρονται μόνο για το τι έκαναν οι άνθρωποι στο παρελθόν αλλά και τι ήθελαν να κάνουν, τι πίστεψαν ότι έκαναν, τι σκέπτονται σήμερα για όσα έκαναν, τι θυμούνται και τι ξεχνάνε, πόσο επιλεκτική είναι η μνήμη τους, πόσο προσωπική και κοινωνική είναι η συγκρότησή της ( Thompson, 2002)[5]. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του 1970, η προφορική ιστορία μετασχηματίζεται. Από συμπληρωματικό στα υπάρχοντα κείμενα είδος, μεταβάλλεται σε αυθύπαρκτο κείμενο που μέσα από την ανάλυσή του αποκαλύπτει την εσωτερική ζωή του παρελθόντος.
Μετά την ιστορική έρευνα, η προφορική ιστορία χτύπησε την πόρτα και της κοινότητας και της εκπαίδευσης. Στην κοινότητα ενίσχυσε τις διαδικασίες ενεργούς πολιτιότητας αναφορικά με το παρελθόν και λειτούργησε σε πολλές περιπτώσεις λυτρωτικά για τα τραύματα του παρελθόντος. Ο πολίτης ερευνητής της ιστορίας του, της ιστορίας της οικογένειάς του, της κοινότητάς του, σηματοδότησε τον πλουραλισμό της ιστορίας, την ικανότητά της να υπερβαίνει τον ακαδημαϊσμό της και να συγκινεί ευρύτερα ακροατήρια. Στην εκπαίδευση η προφορική ιστορία τροφοδότησε την ανανέωση του μαθήματος της ιστορίας, του έδωσε τη δυνατότητα να διαφύγει τον εγκλεισμό του στο μονόλογο του εγχειριδίου ή και του εκπαιδευτικού, να συνδιαμορφώσει συνθήκες ενεργητικής διερευνητικής μάθησης, να ενσωματώσει την ανθρώπινη εμπειρία στη διδασκαλία μαθημάτων που υπήρχαν ή υπάρχουν επιζώντες και μνήμες. Οι εκπαιδευτικοί που υπήρξαν πρωτοπόροι για την εισαγωγή της προφορικής ιστορίας στην εκπαίδευση ήταν οι ίδιοι που είχαν πρωτύτερα πάρει μέρος σε προγράμματα προφορικής ιστορίας στην κοινότητα (Neuenschwander, 1976: 8)[6]. Μια σειρά από εκπαιδευτικά προγράμματα στηρίχθηκαν στις προφορικές μαρτυρίες που συγκέντρωσαν οι μαθητές και οι μαθήτριες αξιοποιώντας τις μνήμες του περιβάλλοντός τους.
Μετά την τυπική εκπαίδευση και παράλληλα με τις ακαδημαϊκές εξελίξεις και την αυξανόμενη αναγνώριση της προφορικής ιστορίας ήρθε η ώρα και των μουσείων. Οι φωνές των μαρτύρων αρχίζουν να εισβάλουν στις εκθέσεις των μουσείων υποστηρίζοντας τη γενικότερη στροφή των μουσείων από τα εκθέματα στις ερμηνείες και στα νοήματα. Δημιουργούνται έκτοτε ισχυροί δεσμοί ανάμεσα στα αντικείμενα ή τα memorabilia και τις προφορικές ιστορίες που τα ντύνουν και τους αποδίδουν νόημα μέσα από τις εμπειρίες των ανθρώπων. «Είναι αδύνατον, υποστηρίζεται, να εγκιβωτίσει κανείς με ικανοποιητικό τρόπο τα αντικείμενα στο συγκείμενό τους (contextualize objects), αν δεν συνδυάσει αντικείμενα με λέξεις». Οι λέξεις υποστηρίζουν τη φυσική αναπαράσταση των ιδεών (Cruikshank, 1992) [7]. Οι φωνές μπορούν επίσης να δώσουν πολυπρισματικότητα στα αντικείμενα. Τα αντικείμενα γίνονται έτσι υλικά κατάλοιπα που διαφοροποιούνται στη βάση των χρήσεων και των πολλαπλών εμπειριών που σχετίζονται με τη χρήση τους (Nakou, 2005: 7)[8].
Σύμφωνα με τον Richard Rabinowitz, ηγετική φυσιογνωμία της Δημόσιας ιστορίας, τρεις ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες για την στροφή των μουσείων στις προφορικές μαρτυρίες. Ο πρώτος, ήταν η στροφή των μουσείων προς την ιστορία του 20ού αιώνα, για την οποία υπάρχουν επιζώντες και ζωντανές μνήμες. Ο δεύτερος, ήταν η στροφή στον καθημερινό άνθρωπο και στις εμπειρίες του. Ένα νέο κοινωνικό ήθος υποστηριζόμενο και από την τηλεοπτική δημοσιογραφία έφερνε όλο και περισσότερο τον μάρτυρα στο προσκήνιο. Η ένταξη της φωνής του μάρτυρα στις ιστορίες που αφηγείται το μουσείο επέτρεψε την απελευθέρωση της συγκίνησης του επισκέπτη. Ο τρίτος, ήταν οι τεχνολογικές εξελίξεις που επέτρεψαν να ζωντανέψουν οι προφορικές μαρτυρίες. Το βίντεο έκανε να βλέπει κανείς τον κόσμο μέσα από την αφήγηση του μάρτυρα. Επέτρεψε επίσης να ζει την έκθεση περισσότερο σαν μια συνομιλία παρά σαν μια αυθεντία που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση (Chew, 2002)[9].
Η προφορική ιστορία, με τη μορφή ηχητικών και οπτικών αφηγηματικών θραυσμάτων, βρίσκει περισσότερο θαλπωρή στα μουσεία που επενδύουν στη διαδραστικότητα και στην πολυτροπικότητα των αφηγήσεων τους και είναι ανοικτά στις νέες τεχνολογίες. Στις ΗΠΑ κυρίως, από τη δεκαετία του 1970 και εξής, καταγράφεται η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της δυναμικής που φέρνει για τα μουσεία το περιεχόμενο και η μορφή της προφορικής ιστορίας. Στη βάση αυτή, κάνουν την εμφάνισή τους και τα εικονικά μουσεία προφορικής ιστορίας. «Φανταστείτε ένα μουσείο χωρίς τοίχους ή τζαμαρίες, ένα μουσείο χωρίς σύνορα, αυτό το μουσείο είμαστε εμείς», είναι το μότο ενός Μουσείου Προφορικής Ιστορίας στο διαδίκτυο [10]. Η προφορικότητα αξιοποιείται επίσης για να ντύσει τα αντικείμενα με τις εμπειρίες από τη χρήση τους, να τα καταστήσει ζωντανά στους επισκέπτες. Πολλά από αυτά τα μουσεία επενδύουν στη σχέση τους με τα σχολεία και προσαρμόζουν τις ιστορίες τους και στο μαθητικό κοινό δίνοντας θέση και στις φωνές των παιδιών. Το Παιδικό Μουσείο της Βοστόνης [11] θα εγκαινιάσει στο τέλος της δεκαετίας του 1980 μια έκθεση που επρόκειτο να ταξιδέψει σε πολλά μουσεία. Αφορούσε προφορικές μαρτυρίες παιδιών για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον εαυτό τους και τους γείτονές τους και στην ουσία διαπραγματευόταν ζητήματα προκαταλήψεων και διακρίσεων. Μέσα από τις φωνές των παιδιών το κοινό επικοινωνούσε με το θέμα των ποικίλων πολιτισμικών και εθνοτικών ταυτοτήτων.
Η προφορική ιστορία στα μουσεία επρόκειτο να λειτουργήσει επίσης για την προσέγγιση επίμαχων και τραυματικών ζητημάτων του πρόσφατου παρελθόντος. Στα 1987, το Smithsonian National Museum of American History θα επιχειρήσει ν’ ανοίξει το θέμα της μεταχείρισης των Γιαπωνέζων Αμερικανών στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Είναι γνωστό ότι 110.000 Γιαπωνέζοι, Αμερικανοί πολίτες, θεωρήθηκαν εν δυνάμει προδότες και κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στις ΗΠΑ στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Η έκθεση στήθηκε πάνω σε μαρτυρίες των ανθρώπων που υποχρεώθηκαν να εγκλειστούν σε στρατόπεδο και ήταν συγκλονιστική. Το κοινό, ακόμα και αν αντιδρούσε στην εικόνα μιας Αμερικής που δεν εμπιστεύεται τους πολίτες της και ταυτόχρονα κρατά στο σκοτάδι τις αδύνατες πλευρές της ιστορίας της, ήρθε αντιμέτωπο με την αλήθεια της άμεσης μαρτυρίας. Αντίστοιχα, χιλιάδες επισκέπτες ανά τον κόσμο μπορούν να έρθουν αντιμέτωποι με τις μαρτυρίες των επιζώντων από το Ολοκαύτωμα μέσα από το μεγαλύτερο στον κόσμο ψηφιακό αρχείο προφορικών μαρτυριών. Πρόκειται για το μεγαλύτερο οπτικοακουστικό ιστορικό αρχείο στον κόσμο, το USC Shoah Foundation Institute[12], μια συλλογή η οποία αποτελείται από σχεδόν 52.000 μαρτυρίες βίντεο, γυρισμένες σε 56 χώρες και σε 32 γλώσσες. Το Ινστιτούτο πήρε συνεντεύξεις από επιζήσαντες Εβραίους, ομοφυλόφιλους, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ρομά και Σίντι (Τσιγγάνοι), καθώς και από επιζήσαντες προγραμμάτων ευγονικής, απελευθερωτές και μάρτυρες της απελευθέρωσης, πολιτικούς κρατούμενους, διασώστες και βοηθούς τους και συμμετέχοντες σε δίκες εγκληματιών πολέμου. Σχεδόν 300 μαρτυρίες-συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στην Ελλάδα και στα ελληνικά, ενώ 601 επιζώντες ομιλητές έχουν τόπο γέννησης την Ελλάδα και, από αυτούς, 381 τη Θεσσαλονίκη.
Πολλά από τα σύγχρονα μουσεία, αν και δεν είναι μουσεία προφορικής ιστορίας, αναπτύσσουν σήμερα και τις προφορικές συλλογές τους. Το Μουσείο του Λονδίνου, για παράδειγμα, συγκεντρώνει από τη δεκαετία του 1980 τις μνήμες των Λονδρέζων [13]. Σήμερα διαθέτει πάνω από 5000 ώρες μαγνητοφωνημένων ιστοριών ζωής από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που έζησαν και δούλεψαν στο Λονδίνο στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το Μουσείο χτίζει σήμερα την εικόνα της ζωής του Λονδίνου για τις επόμενες γενιές επενδύοντας στις εμπειρίες των κατοίκων του. Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται και τα μουσεία προφορικής ιστορίας όπου οι βασικές συλλογές είναι τα προφορικά αρχεία.
Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησε το πρόγραμμα για τη δημιουργία Μουσείου Προφορικής Ιστορίας στα Χανιά της Κρήτης. Για να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα ένα μουσείο στο οποίο οι επισκέπτες να συναντούν το παρελθόν μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων. Ένα μουσείο που να αφηγείται άλλες ιστορίες από αυτές που οι άνθρωποι έμαθαν στα σχολικά βιβλία ή βρίσκουν στις επίσημες και κυρίαρχες αφηγήσεις της ιστορίας ή που να αφηγείται τις ιστορίες του με διαφορετικό τρόπο. Ένα μουσείο που να απευθύνεται κατά κύριο λόγο στην κοινότητα και να τροφοδοτείται από αυτήν. Που να είναι ανοικτό στην εκπαίδευση με τη γενική έννοια του όρου. Ένα μουσείο από τα κάτω για τους συνήθως σιωπηλούς μάρτυρες της ιστορίας. Ένα μουσείο που να δίνει φωνή στους απλούς και ιστορικά ανώνυμους ανθρώπους της Κρήτης που έζησαν, ένοιωσαν, απέκτησαν εμπειρίες και αφηγήθηκαν. Η πρωτοβουλία ανήκει στο Τμήμα Πολιτισμού και Εκπαίδευσης της πρώην Νομαρχίας Χανίων και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι δυο φορείς συναντήθηκαν για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν το πρώτο Μουσείο Προφορικής Ιστορίας στην Ελλάδα. Το εγχείρημα φιλόδοξο, παραμένει ακόμα ανεκπλήρωτο. Σχεδιάστηκε σε 4 φάσεις, από τις οποίες έχουν ολοκληρωθεί οι δυο πρώτες. Αποτελείται από (α) την εκπαίδευση των ερευνητών, (β) αυτήν καθεαυτή την έρευνα, (γ) τη μουσειολογική μελέτη και (δ) τη λειτουργία του Μουσείου (Ρεπούση & Ανδρεάδου, επιμ., 2010) [14].
Παραπομπές
[1] Momigliano, Arnaldo.1983. Problèmes d’historiographie ancienne et moderne. Paris: Gallimard.
[2] Ong, Walter. 2001. Προφορικότητα και εγγραματοσύνη, μτφρ. Κώστα Χατζηκυριάκου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
[3] Breisach, Ernst. 1983. Historiography. Ancient, Medieval and Modern. Chicago & London: The University of Chicago Press.
[4] Ίγκερς, Γκεόργκ. 1991. Νέες κατευθύνσεις στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, μτφρ. Βασίλης Οικονομίδης. Αθήνα: Γνώση.
[5] Thompson, Paul. 2002. Φωνές από το παρελθόν. Αθήνα: Πλέθρον.
[6] Neuenschwander, John. 1976. Oral History as a Teaching Approach. Washington DC: National Education Association.
[7] Cruikshank, Julie. 1992. “Oral Tradition and Material Culture: Multiplying Meanings of Words and Things”, Anthropology Today, 8(3):5-9.
[8] Nakou, Irene. “Oral History, museums and History education”, Paper presented for the Conference “Can Oral History Make Objects Speak?”, ICOM, Nafplion, Greece. October 18-21, 2005.
[9] Chew, Ron. “Collected Stories: The rise of Oral History in Museum Exhibitions”, Museums News, November/December 2002.
[10] http://www.ohmuseum.ca/explore.htm (προσπέλαση στις 28/10/2011)
[11] http://www.bostonkids.org/ (προσπέλαση στις 28/10/2011)
[12] http://dornsife.usc.edu/vhi/ (προσπέλαση στις 28/10/2011)
[13] http://www.museumoflondon.org.uk/Collections-Research/About-the-collections/History-and-archaeology-collections/Life-stories-oral-history.htm (προσπέλαση στις 28/10/2011)
[14] Αναλυτικά γι’ αυτό το πρόγραμμα, στο Μαρία Ρεπούση & Χαρά Ανδρεάδου (επιμ.) (2010), Προφορικές ιστορίες. Ένας οδηγός προφορικής ιστορίας για την Εκπαίδευση και την Κοινότητα, Χανιά: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων & Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου