17 Σεπτεμβρίου 2012

Αίνιγμα Λιαντίνη; Ας ξαναδιαβάσουμε την Ελένη του Ευριπίδη


- Για ένα πουκάμισο αδειανό. Για μιαν Ελένη!
Ο γνώριμος καγχασμός της φωνής του κροτάλισε απότομα. Οι τελευταίες του λέξεις. Ο αποχαιρετισμός του. Εκείνη τη στερνή μέρα των μαθημάτων στο Μαράσλειο. Με θέμα την Ελένη.





Δέκα χρόνους λένε κράτησε ο πόλεμος της Τροίας.

Και άλλους δέκα ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης θαλασσοδερνότανε.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης έχει ήδη ξεπεράσει τα δώδεκα από τη μέρα που έφυγε από κοντά μας. Την 1η Ιουνίου 1998. Μέρα Δευτέρα.

Συνάντησα για πρώτη φορά το Λιαντίνη στο Μαράσλειο. Το φθινόπωρο του 1992. Ένα απομεσήμερο, στο νεοκλασικό κτίριο που τότε στέγαζε τη Μετεκπαίδευση των δασκάλων. Ο Λιαντίνης, σύμφωνα με το πρόγραμμα, ήταν ο δάσκαλός μας στη Διδακτική της Γλώσσας.

Ποιος να μας έλεγε εκείνο το απόγευμα πως ο μελαχρινός άντρας που μπήκε στην αίθουσα, ντυμένος όπως κρυφοκάγχασε ένας συνάδελφος σαν απεργός της ΕΑΣ, θα άλλαζε ολόκληρη τη ζωή μας; Όσων τουλάχιστον καταφέραμε κάτι έστω να ακούσουμε από το λόγο του. Γιατί ο δάσκαλος δεν αρκεί να αλλάξει τη ζωή του μαθητή του. Και γιατί άλλο διδασκαλία και άλλη μάθηση.

Περάσαμε λοιπόν μαζί του μήνες εννιά. Να μας διδάσκει κάθε Τρίτη. Απόγευμα. Μια ώρα όλη κι όλη την εβδομάδα. Και μας αποχαιρέτησε ένα απόγευμα, Μάης θα ήταν πια θαρρώ, με την Ελένη.

Α! η Ελένη! Που ολόκληρος Όμηρος δεν άντεξε να δώσει την περιγραφή της. Κι άφησε τη μορφή της οπτασία να δυναστεύει του καθενός το λογισμό ως το ωραιότερο πλάσμα που πάτησε ποτέ τη γη.

Η Ελένη. Που ο Ευριπίδης ανέβασε με την παλινωδία του αμόλυντη και πάλι στο βάθρο της.

Η Ελένη. Που ανάστησε στους χρόνους τους νεότερους η γραφίδα του Σεφέρη. Ή μάλλον το είδωλό της. Και τ’ αδειανό της το πουκάμισο.

Κι ακούω ακόμη, τόσον καιρό μετά, καμπανιές τα τελευταία λόγια του Λιαντίνη:

«Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη!»

Και το δικό του πλέον καγχασμό. Καλά κρυμμένο στον τόνο της φωνής του. Την ώρα ακριβώς που είχε σβήσει και ο τελευταίος δικός μας καγχασμός. Και άρχιζε κιόλας να μας βασανίζει μια άγρια νοσταλγία να ξαναβρεθούμε μαθητούδια μπρος του.

Όχι, δε λάβαμε υπόψη το δις γραμμένο στο έργο του απόφθεγμα του Νίτσε. Το τραβάτε από δω και πέρα μοναχοί σας... Κι όλο αρπαζόμασταν από την ελπίδα να ξαναζήσουμε τις μαγικές στιγμές σιμά του. Για πέντε χρόνους.

Τόσο κράτησε η ψευδαίσθηση. Μέχρι τις 2 Ιουνίου 1998. Όταν όλα τα τελεβίζια κατακλύστηκαν από την εξαφάνιση του καθηγητή Λιαντίνη. Και τη σχεδόν βέβαιη αυτοκτονία του. Και παγώσαμε στο άκουσμα ολάκεροι. Και γίναμε μόνο αυτιά και μάτια κολλημένα στο γυαλί της τηλεόρασης.

- Ο Λιαντίνης; Ο δικός μας Λιαντίνης; Ο Δάσκαλός μας;

Άρρωστη βαριά με πέτυχε το μαύρο μαντάτο. Και με διέλυσε. Να σπαράξω δεν μπορούσα από την αρρώστια. Και το μυαλό μου ανήμπορο να δεχτεί, να αναλύσει, να σκεφτεί την είδηση. Ένας εφιάλτης που συμπλέχτηκε με το παραμιλητό του πυρετού.

Τρέχαν μπροστά μου οι λεζάντες. Τρέχαν τα ρεπορτάζ. Τα πρόσωπα που μίλαγαν για το Δάσκαλο. Νικολίτσα Λιαντίνη. Ηλίας Αναγνώστου. Διοτίμα Λιαντίνη. Πολυτίμη Νικολακάκου. Ο Σμαραγδής. Η Γουλανδρή. Το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας. Οι συγχωριανοί. Οι άντρες των ΕΜΑΚ. Κάποιοι συνάδελφοι. Και φυσικά οι μαθητές...

Κι έπειτα ανακάλυψαν το βίντεο από τη Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου. Και τη Γκέμμα. Κι έπαιζαν κατεβατά ολόκληρα. Με το Λιαντίνη ολοζώντανο μπροστά μας. Να διδάσκει και πάλι.

Έπειτα ήρθε το γράμμα. Το τελευταίο είπαν. Με το «φεύγω αυτοθέλητα» και το «έζησα έρημος και ισχυρός».

Έλεγαν, έλεγαν, έλεγαν. Το μακρύ τους και το κοντό τους ο καθένας. Για το Λιαντίνη. Μα ο Λιαντίνης απών. Μόνο το όνομά του εκεί. Ο ίδιος όχι.

Τι φταίνε λοιπόν όλοι εκείνοι που ανακάλυψαν το «Λιαντίνη» μετά την 1η Ιουνίου 1998; Που έμειναν κολλημένοι στο όνομα. Που δεν κατάφεραν να γνωρίσουν τον ίδιο το Λιαντίνη;

Φταίμε όλοι εμείς, οι άλλοι. Που εγωιστικά κρατήσαμε τη γνωριμία μας μαζί του για τον εαυτό μας και μόνο. Ή και που δεν μπορέσαμε να μοιραστούμε την όποια γνώση...

Τώρα που κάπως κόπασε πια ο κουρνιαχτός τόσων χρόνων γύρω από το όνομα «Λιαντίνης» είναι νομίζω καιρός να ασχοληθούμε σοβαρά πια με τον ίδιο το Λιαντίνη. Αυτόν τον άγνωστο. Που τάραξε το πανελλήνιο με τη φυγή του. Και το συγκλόνισε με την ανεύρεση του σκελετού στον Ταΰγετο. Τον Ιούλιο του 2005.

Έπειτα ήρθαν τα βιβλία. Βιογραφίες, Βιοτεχνίες. Πολλά υποσχόμενα για τη ζωή του και το έργο του. Ήρθαν και βίντεο. Καραβιές βίντεο. Και ποιήματα από τα κατάλοιπά του. Ακόμη και ντοκιμαντέρ και τραγούδια. Με το Λιαντίνη πάντα να διαφεύγει. Και τους πολλούς που παριστάναν πως καλά τον γνώριζαν να πελεκιούνται στα φόρα του διαδικτύου. Ιερός πόλεμος για το Λιαντίνη. Για το Λιαντίνη; Όσο και ο Τρωικός έγινε για την Ελένη...

Την άνοιξη του 2008 ήταν που πρόσεξα σε μια παλιά σκονισμένη βιντεοκασέτα τη μαρτυρία του ανθρώπου που σύμφωνα τουλάχιστον με τα δικά του λεγόμενα ήταν ο τελευταίος που είδε το Δημήτρη Λιαντίνη. Εκείνος που τον πήγε το μεσημέρι της 1ης Ιουνίου 1998, επάνω στο καταφύγιο του Ταϋγέτου.

Τσούνης το όνομά του. Ταξιτζής από τη Σπάρτη.

Ένα απόσπασμα ήταν από τις ειδήσεις των ημερών που ο Λιαντίνης χάθηκε. Ο παρουσιαστής του καναλιού στη μέση και στα «παράθυρα» η σύντροφος του Λιαντίνη και ο Σπαρτιάτης ταξιτζής. Ζητούμενο τι φόραγε ο εξαφανισμένος καθηγητής όταν μπήκε στο ταξί.

- Ένα πουκάμισο μπλε, πολύ ανοιχτό, και άσπρα πάνινα παπούτσια! δήλωσε με αυτοπεποίθηση ο ταξιτζής.

Όπως τότε. Που μπήκε απομεσήμερο στην τάξη μας. Με ένα πουκάμισο γαλάζιο. Σαν απεργός της ΕΑΣ...

Κι όπως θέλησε να τον γνωρίσουν οι αναγνώστες του. Στη φωτογραφία του οπισθόφυλλου της Γκέμμας.

Τινάχτηκα πάνω. Σαν να με είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Είναι πραγματικά περίεργο πως μερικά πράγματα είναι εκεί μπροστά μας, φωνάζουν «δες με», κι εσύ τυφλός τα προσπερνάς.

Έτρεξα στη βιβλιοθήκη. Κατέβασα βιαστική τη βιογραφία που δύο χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει. Την άνοιξα με χέρια που έτρεμαν. Να δω την τελευταία φωτογραφία. Και το πουκάμισο που βρέθηκε ντυμένο στο σκελετό. Του Λιαντίνη. Στον Ταΰγετο. Τον Ιούλιο του 2005.

Ήταν αυτό ένα πουκάμισο μπλε, πολύ ανοιχτό; Με όση αχρωματοψία και αν έχει κάποιος... Όχι, βέβαια!

Πράσινο να το πεις. Χακί να το πεις. Και σίγουρα ένα πουκάμισο καρό. Με μακριά μανίκια. Τσαλακωμένο μεν αλλά ολόγερο. Δίχως να του λείπει κομμάτι. Δίχως λεκέδες. Και κουμπωμένο ως επάνω στο λαιμό.

- Για ένα πουκάμισο αδειανό. Για μιαν Ελένη!

Ο γνώριμος καγχασμός της φωνής του κροτάλισε απότομα. Οι τελευταίες του λέξεις. Ο αποχαιρετισμός του. Εκείνη τη στερνή μέρα των μαθημάτων στο Μαράσλειο. Με θέμα την Ελένη.

Ώρα λοιπόν να ξαναδιαβάσουμε ένα μικρό απόσπασμα της Ελένης. Της Ελένης του Ευριπίδη. Το μονόλογο της ηρωίδας στην εισαγωγή της τραγωδίας:

Παράθεση:
ΕΛΕΝΗ Ω, εσείς αγνά ρυάκια του Νείλου, που σαν βροχή ποτίζετε τη διψασμένη γη της Αίγυπτου - όταν λιώνουν τα χιόνια! Στη χώρα τούτη ο Πρωτέας βασίλευε σε όλη τη ζωή του κατοικώντας στο νησί του Φάρου, και την νεράιδα την Ψαμάθη πήρε για γυναίκα του. όταν αυτή εγκατέλειψε την αγκαλιά του Αιακού. Και του γέννησε του Πρωτέα δυο παιδιά. Ένα αγόρι - τον Θεοκλύμενο - που ζούσε τιμώντας και σεβόμενος τους θεούς, και μια κόρη ευγενική, την Ειδώ το καμάρι της μητέρας της όταν ήταν βρέφος. Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου την ονόμασαν Θεονόη γιατί γνώριζε τα θεϊκά σχέδια, τα παρόντα και τα μελλούμενα. Απ' τον Νηρέα το κληρονόμησε το χάρισμα αυτό.

Εμένα πατρίδα μου είναι η ένδοξη η Σπάρτη και πατέρας μου ο Τυνδάρεως. Υπάρχει κάποια παράδοση, ότι ο ∆ίας μεταμορφώθηκε σε Κύκνο επειδή τον κυνηγούσε ένας αετός και για να του ξεφύγει, χώθηκε τρυφερός στην αγκαλιά της μητέρας μου της Λήδας. Και έτσι γεννήθηκα. Αυτά λένε. Και Ελένη με ονόμασαν.

Τις συμφορές που με βρήκαν θέλω να πω. Ήρθαν τρεις θεές, η Ήρα και η Αθηνά η ∆ιογέννητη και η Αφροδίτη του Έρωτα, στην Ίδη, στις κοιλάδες του Πάρη να κρίνει αυτός απ' τις τρεις ποια είναι η ομορφότερη, και η Αφροδίτη του πρότεινε, αν κερδίσει αυτή να του δώσει την ομορφιά μου σαν δώρο, να με έχει δική του, - αν είναι ομορφιά αυτό που φέρνει δυστυχία.

Και τότε ο βοσκός της Ίδης, ο Πάρης, τα κοπάδια του αφήνοντας ήρθε στη Σπάρτη το κορμί μου για να πάρει.

Όμως, ενοχλημένη η Ήρα γιατί δεν νίκησε αυτή με έκανε άνεμο - και στον Πάρη δεν μ' έδωσε.

Στη θέση μου έδωσε είδωλο της πνοής του ουρανού, αέρινο, στο παιδί του βασιλιά Πρίαμου. Και νόμιζε ότι εμένα έχει, αφού ξεγελάστηκε.

Επάνω σ' αυτά κι άλλα κακά πρόσθεσε του ∆ία η βούληση. Πόλεμο έβαλε ανάμεσα στους Έλληνες και στη δύστυχη Τροία γιατί πλήθαιναν οι άνθρωποι και βάραινε η γη και ήθελε να δοξάσει τον γενναιότερο των Ελλήνων.

Και της νίκης το έπαθλο δεν ορίστηκα εγώ, αλλά το όνομά μου.

Εμένα ο Ερμής - κατά θέληση του ∆ία με πήρε στις αγκαλιές του αιθέρα, σαν σύννεφο και μ' έφερε εδώ στο παλάτι του Πρωτέα του πιο σώφρονα ανάμεσα στους θνητούς, να μείνει για το Μενέλαο το κορμί μου αμόλυντο. Εδώ λοιπόν έμενα αλλά ο άντρας μου, δύστυχος, μάζεψε στράτευμα να πατήσει την Τροία και να με ξαναπάρει με πόλεμο.

Και πολλές ψυχές, στα ρεύματα δίπλα του Σκάμανδρου, για μένα σκοτώθηκαν και 'γω που πλήρωσα τα πάντα η δύστυχη κατάρατη είμαι, και νομίζουν πως είμαι φταίχτρα πως πρόδωσα τον άντρα μου και άναψα πόλεμο στους Έλληνες μεγάλο.

Τι να ζω πια;

Μου είπε ο Ερμής πως πίσω στην ένδοξη Σπάρτη πάλι του ταίρι θα με πάρει ο άντρας μου αν μάθει πως ποτέ δεν ήλθα στην Τροία, να μη γείρει πάνω στο σώμα μου άλλος.

Και όσο ο Πρωτέας ζούσε, φόβο να με πάρει άλλος δεν είχα. Μα τώρα τον πήραν τα σκότη της γης κι ο γιός του τώρα ο Θεοκλύμενος θέλει να με παντρευτεί. Όμως εγώ τον πρώτο μου άντρα τιμώ, τον Μενέλαο και προσπέφτω εδώ στου Πρωτέα τον τάφο, σαν ικέτιδα, να βοηθήσει να μείνω για τον άντρα μου ανέγγιχτη.

Έχω που έχω ατιμασμένο το όνομά μου στην Ελλάδα. Ας έχω τουλάχιστον εδώ το κορμί μου αντρόπιαστο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top