17 Ιανουαρίου 2012

Όροι της Παιδαγωγικής και της Διδακτικής από το Α έως το Ω (3)



Παθητικό λεξιλόγιο. Παθητικό λεξιλόγιο ονομάζεται το σύνολο των λέξεων που γνωρίζει ο μαθητής, δηλαδή αυτές που όταν τις διαβάσει ή τις ακούσει τις κατανοεί, αλλά δεν τις χρησιμοποιεί ο ίδιος στο καθημερινό του λεξιλόγιο.

Παθητική μάθηση. Η παθητική μάθηση είναι ένας τρόπος διδασκαλίας κατά τον οποίο ο μαθητής δεν συμμετέχει καθόλου στη διαδικασία. Ο ρόλος του δασκάλου είναι ο κυρίαρχος και κατευθύνει τον μαθητή. Ως μέθοδος διδασκαλίας δεν έχει και πολύ καλά αποτελέσματα και ο αντίθετος τρόπος διδασκαλίας είναι η ενεργητική μάθηση.

Παιδαγωγικό διδακτικό κίνημα «Επιστροφή στα Βασικά». Το παιδαγωγικό αυτό κίνημα «Επιστροφή στα Βασικά» (back to basics) κυριάρχησε κυρίως στη δεκαετία του 1970. Εκείνη την εποχή ο προβληματισμός για την αποτελεσματικότητα των σχολείων ήταν μεγάλος. Το σχολείο δεχόταν κριτική για το περιεχόμενο των μαθημάτων αλλά και για τη διαφαινόμενη φιλελευθεροποίησή του. Έτσι παρατηρήθηκε το φαινόμενο, σε χώρες που οι γονείς αλλά και οι τοπικοί φορείς είχαν τη δυνατότητα παρεμβατικών αποφάσεων, να υιοθετήσουν μεθόδους που τις θεωρούσαν αποτελεσματικές, απλά και μόνο γιατί ήταν οι δοκιμασμένες τακτικές ενός παραδοσιακού σχολείου. Έτσι έδωσαν έμφαση στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική. Τα λεγόμενα τρία R (reading, writing, arithmetic). Με αυτό το σύστημα επιθυμούσαν να επιβληθεί η τάξη και η πειθαρχία στο σχολείο. Εκπρόσωπος του κινήματος «Επιστροφή στα Βασικά» μπορεί να θεωρηθεί ο C. Βereiter.

Παιδοκεντρισμός. Ο παιδοκεντρισμός ως όρος έχει δύο έννοιες. Πρώτον, αναφέρεται στην οικογένεια στην οποία το παιδί παίζει τον κυρίαρχο ρόλο και που το πιο σημαντικό είναι οι ανάγκες του. Και, δεύτερον, παιδοκεντρισμός ως έννοια χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση όταν το παιδί μαθαίνει με βάση τις πραγματικές του ανάγκες βοηθούμενο πάντα από τον δάσκαλο. Στον παιδοκεντρισμό στην εκπαίδευση τα βιβλία περνούν σε δεύτερη μοίρα και δίνεται προτεραιότητα στις εμπειρίες. Παραβατικότητα. Πρόκειται για παράνομη συμπεριφορά. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται αντί της νομικής έννοιας της εγκληματικότητας. Η διαφορά παραβατικότητας και εγκληματικότητας είναι ότι η παραβατικότητα δεν προϋποθέτει την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Ως όρος προέρχεται από την επιστήμη της Κοινωνιολογίας και περικλείει ένα πλήθος συμπεριφορών. Παραβατικός μπορεί να ονομαστεί και ένας νέος που αποκλίνει από όσα ισχύουν γενικά στη συμπεριφορά αλλά και κάποιος που φτάνει στο έγκλημα. Η απόκλιση από τα πρότυπα που έχει ορίσει η κοινωνία επισύρει ταυτόχρονα και κοινωνικό έλεγχο. Βέβαια είναι πιθανό παραβατικές συμπεριφορές/ πράξεις μία συγκεκριμένη εποχή να θεωρούνται ως τέτοιες και μία άλλη εποχή να μην επισύρουν την αντίδραση του κοινωνικού συνόλου και ως εκ τούτου να μη θεωρούνται παραβατικές.

Συχνά έχει επιχειρηθεί να ερμηνευθεί το φαινόμενο της παραβατικότητας. Με αυτήν τη διάθεση, της εξήγησης και κατανόησης του φαινομένου, έχουν δημιουργηθεί και διάφορες θεωρίες. Οι κυριότερες είναι οι παρακάτω. * Οι ψυχολογικές ή ψυχογενετικές θεωρίες * Οι οργανικές θεωρίες * Οι κοινωνιολογικές θεωρίες Οι ψυχολογικές ή ψυχογενετικές θεωρίες χωρίζονται σε δύο κατευθύνσεις:

α) Στη θεωρία της μειωμένης διανοητικής ικανότητας, της οποίας οι κυριότεροι εκπρόσωποι είναι οι Αda Jukes, John Βowly κ.ά., που υποστηρίζει ότι το άτομο που παραβαίνει τους κανόνες της κοινωνίας είναι διανοητικά διαταραγμένο.

β) Στη θεωρία της ψυχανάλυσης η οποία έχει να επιδείξει μεγάλα ονόματα όπως τον Sigmund Freud, τον Αlfred Αdler κ.ά. Η ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι οι παραβάτες έχουν ψυχολογικά αίτια.

Οι οργανικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι οι παραβάτες αντιμετωπίζουν βιολογικά προβλήματα. Οι πιο γνωστές θεωρίες είναι η θεωρία της κληρονομικότητας και η θεωρία των χρωμοσωμικών ανωμαλιών.

Οι κοινωνιολογικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι οι παραβάτες έχουν αιτίες που πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Από αυτές τις θεωρίες οι σπουδαιότερες είναι:

Α. Η θεωρία της οικολογικής σχολής του Σικάγου Β. Η θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού Γ. Η θεωρία της ουδετεροποίησης Δ. Η θεωρία της σύγκρουσης κανόνων συμπεριφοράς Ε. Η θεωρία της σχολής της Λυών ΣΤ. Η θεωρία που πιστεύει ότι η εγκληματικότητα είναι σύμπτωμα της κοινωνικής οργάνωσης ή αποδιοργάνωσης.

Παραδειγματική διδασκαλία. Σημαίνει η εφαρμογή του παραδείγματος στη διδασκαλία. Τα παραδείγματα στη διδακτική διαδικασία βοηθούν στη μετάδοση της γνώσης και είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της παραδειγματικής διδασκαλίας. Η ενεργητική μάθηση ενθαρρύνει την ανεξαρτησία του μαθητή, τον βοηθά στην κατανόηση ενοτήτων της γνώσης. Κύριος στόχος της είναι η ανεξάρτητη σκέψη, η ενεργητική μάθηση και η κριτικά δικαιολογημένη πράξη. Την παραδειγματική διδασκαλία την εφάρμοσαν ο Κικέρωνας, ο Κομένιος, ο Wolf, ο Κant, o Ηusserl και ο Ρestalozzi. Ως μέθοδος διδασκαλίας εφαρμόστηκε συστηματικά για πρώτη φορά στην Ομοσπονδιακή Γερμανία από το 1950 έως το 1970 στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες.

Παραλαλία. Πρόκειται για μία γλωσσική διαταραχή, ένα ελάττωμα της ομιλίας. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι ένας άλλος φθόγγος εκφωνείται στη θέση του φθόγγου που θα έπρεπε να εκφωνηθεί. Δεν σχετίζεται με την αφασία. Κυρίως είναι διαταραχή στους κινητικούς μηχανισμούς της ομιλίας. Ο έχων παραλαλία πιθανόν να έχει πρόβλημα στον συντονισμό των μυών που υπάρχουν στον κορμό του εγκεφάλου, στην παρεγκεφαλίδα ή στον φλοιό. Παράλληλες ειδικές τάξεις. Οι παράλληλες ειδικές τάξεις στεγάζονται και υπάρχουν σε κανονικά σχολεία και έχουν μαθητές με ειδικές ανάγκες. Τα παιδιά αυτά παρακολουθούν ένα ειδικά προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους αναλυτικό πρόγραμμα και οι δάσκαλοί τους έχουν πάρει ειδική επιμόρφωση για αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας.

Υπάρχουν σχολεία στα οποία η ειδική τάξη περιλαμβάνει παιδιά όλων των ηλικιών, το δε ωράριο των ειδικών τάξεων δεν μπορεί να εφαρμοστεί ακριβώς και με τον ίδιο τρόπο όπως εφαρμόζεται στο υπόλοιπο σχολείο. Ο δάσκαλος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα της ελαστικότητας και θα πρέπει να έχει ως σκοπό οι μαθητές των ειδικών τάξεων να έρθουν στο επίπεδο των μαθητών των κανονικών τάξεων.

Περιγραφική αξιολόγηση. Ο θεσμός της περιγραφικής αξιολόγησης των μαθητών όλων των τάξεων του Δημοτικού Σχολείου περιλαμβάνει θέματα που σχετίζονται με την ευρύτερη έννοια του όρου, καθώς και τις δραστηριότητες του μαθητή στα πλαίσια του σχολείου. Η περιγραφική αξιολόγηση δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να πληροφορούν λεπτομερέστερα τόσο το μαθητή όσο και τους γονείς του για τα αποτελέσματα των προσπαθειών του στο σχολείο, για τις δυνατότητες και τις κλίσεις του, καθώς και για ενδεχόμενες ελλείψεις ή αδυναμίες σε ορισμένους τομείς.

Πολιτιστική αποστέρηση. Πολιτιστική αποστέρηση είναι το αποτέλεσμα της διαφορετικής αφετηρίας από την οποία ξεκινάνε τα παιδιά των διάφορων κοινωνικών τάξεων στις δυτικές κοινωνίες, σε σχέση με τη μάθηση.

Προφορική εξέταση. Αποτελεί μέρος της καθημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας στην τάξη. Ελέγχει τους μαθητές και τους αξιολογεί. Ο μαθητής εξασκείται στη χρήση του προφορικού λόγου δημόσια όταν απαντά. Οι ερωτήσεις του εκπαιδευτικού πρέπει να αποσκοπούν στο να κινητοποιήσουν την κρίση των μαθητών και να μην επιφέρουν απλές μονολεκτικές απαντήσεις ή στείρα απομνημόνευση γεγονότων και ημερομηνιών.

Πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μαθήματα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αυτή η διάκριση. Είναι μια διάκριση που εγγράφεται στο κρυφό σχολικό πρόγραμμα και στη συνείδηση εκπαιδευτικών και μαθητών και αφορά τα μαθήματα που εξετάζονται σε σχέση με εκείνα που δεν εξετάζονται καθώς και τα μαθήματα που εμφανίζονται σε όλες τις τάξεις σε σχέση με εκείνα που αφορούν μερικές. Ιδιαίτερο βάρος έχουν τα μαθήματα που εξετάζονται στο πανεπιστήμιο. Μια ορθή προσέγγιση του προβλήματος γίνεται με εργαλείο τη θεωρία του Βasil Βernstein για την ιεράρχηση της γνώσης.

«Πυγμαλίων» στη σχολική τάξη. Ο «Πυγμαλίων» αναφέρεται στη σχέση δασκάλου και μαθητή. Ουσιαστικά το φαινόμενο «Πυγμαλίων» είναι ένα αποτέλεσμα προσδοκίας του δασκάλου για τον μαθητή. Πολλές φορές από την τοποθέτηση του δασκάλου έναντι συγκεκριμένων μαθητών εξαρτάται και η συμπεριφορά του. Παράλληλα, οι προσδοκίες και οι τοποθετήσεις του δασκάλου επηρεάζουν τις αποδόσεις και τη συμπεριφορά του μαθητή. Παράδειγμα, οι αυξημένες προσδοκίες των δασκάλων και η πίστη τους για θετικά αποτελέσματα στην πρόοδο κάποιων μαθητών θεωρείται ότι τους κάνουν να είναι περισσότερο φιλικοί, ενθαρρυντικοί, να ενισχύουν τις σωστές αντιδράσεις. Βεβαίως, όπως γίνεται κατανοητό, υπάρχει κίνδυνος εγκλωβισμού του δασκάλου στις προκαταλήψεις του με συνέπειες για το παιδί και τον ίδιο.

Ρroject (συνθετική εργασία). Ο καλύτερος τρόπος για να εφαρμοστεί η Διαθεματικότητα είναι το project. Ο όρος Ρroject όταν αναφέρεται στην διδασκαλία αποδίδεται στα ελληνικά με τον όρο «συνθετική εργασία». Η νέα μέθοδος είναι απότοκος της Διαθεματικότητας, μιας εκπαιδευτικής προσέγγισης κατά την οποία σημασία δεν έχει το τέρμα αλλά το ταξίδι. Το μάθημα παίρνει τη μορφή παιχνιδιού, ενώ το θέμα καθορίζεται από τους μαθητές για να εμπίπτει στα ενδιαφέροντά τους. Τα παιδιά πρέπει να δουλεύουν σε ομάδες, να έχει γίνει προγραμματισμός του έργου, η διάρκειά της μπορεί να κυμαίνεται από μία διδακτική ώρα μέχρι και δύο μήνες (π.χ. ένα θέμα τοπικής Ιστορίας) και τέλος όλο αυτό χρειάζεται να παρουσιαστεί τόσο μέσα στην τάξη όσο και εκτός αυτής.

Στόχοι μάθησης. Οι στόχοι μάθησης διακρίνονται σύμφωνα με το στοιχείο της συμπεριφοράς σε γνωστικούς, συναισθηματικούς και ψυχοκινητικούς. Οι γνωστικοί στόχοι αναφέρονται σε ανάμνηση ή αναπαραγωγή γνώσης όπως επίσης και σε συνθετότερα είδη συμπεριφοράς, δηλαδή ανώτερες πνευματικές λειτουργίες και δεξιότητες. Οι ψυχοκινητικοί στόχοι αναφέρονται σε μυικές, κινητικές δραστηριότητες, δεξιότητες του χεριού, στην απόκτηση πρακτικών δεξιοτήτων. Οι συναισθηματικοί στόχοι αναφέρονται ή τονίζουν ένα αίσθημα (χαρά ή λύπη), μία συγκίνηση, μία συμπάθεια ή αποστροφή.

Συμμετοχική μέθοδος. Η συμμετοχική μέθοδος στηρίζεται στη διαπροσωπική σχέση του δασκάλου με τον μαθητή. Συμμετέχουν και οι δύο στη διαδικασία, άλλοτε με πρωτοβουλία του μαθητή και άλλοτε με πρωτοβουλία του καθηγητή. Χαρακτηριστικό της μεθόδου και της σχέσης που αναπτύσσει ο δάσκαλος με τον μαθητή είναι η αλληλοκατανόηση και η ελεύθερη επικοινωνία. Ως μέθοδος παρατηρείται να έχει τα εξής αποτελέσματα: Διευκολύνει τη δημιουργική σκέψη, δημιουργεί πνεύμα επικοινωνίας και καλλιεργεί τον προβληματισμό και την προώθηση των λύσεων. Για να επιτύχει η μέθοδος αυτή, απαιτείται πλήρης συνεργασία διδάσκοντος και διδασκομένου.

Συναισθηματική νοημοσύνη. Συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα που έχει ένα άτομο να αναγνωρίζει, να κατανοεί και να χειρίζεται αποτελεσματικά τα συναισθήματα- τα δικά του και των άλλων- και παράλληλα να μπορεί να δημιουργεί κίνητρα για τον εαυτό του. Αποτελείται από 5 παραμέτρους: * Αυτεπίγνωση που θεωρείται η ικανότητα ενός ατόμου να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του.

* Αυτορρύθμιση, δηλαδή το άτομο να μπορεί να ελέγχει τα συναισθήματά του.

* Αυτοπαρακίνηση, που σημαίνει ένα άτομο να έχει την ικανότητα να δημιουργεί κίνητρα για τον εαυτό του ώστε να πετυχαίνει τους στόχους του.

* Ενσυναίσθηση, που είναι η ικανότητα ενός ατόμου να αναγνωρίζει τα συναισθήματά των άλλων.

* Κοινωνικές δεξιότητες: η δυνατότητα, η επιτηδειότητα ενός ανθρώπου να δημιουργεί σχέσεις και να επηρεάζει άλλους ανθρώπους. Στην τάξη πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη συναισθηματική νοημοσύνη, καθώς ικανότητες όπως η διαχείριση του άγχους και ο έλεγχος της έκφρασης των συναισθημάτων είναι απαραίτητες, τόσο στον χώρο εργασίας όσο και στην κοινωνική και προσωπική ζωή. Συνεργατική μάθηση. Μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης. Στη συνεργατική μάθηση οι μαθητές εργάζονται με αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση σε μικρές ανομοιογενείς ομάδες για την επίτευξη κοινών στόχων.

Σχολική εργασία. Η σχολική εργασία έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Κατ΄ αρχήν πρέπει να έχει αυτοτέλεια. Μπορεί, όμως, ο μαθητής να είναι αυτοτελής; Σύμφωνα με τον G. Ρiaget αυτό είναι αδύνατο, αφού ο δάσκαλος καθοδηγεί και παρακινεί. Η σχολική εργασία είναι ένα κράμα αυτενέργειας και καθοδήγησης. Σκοπός είναι, ο μαθητής να φτάσει στην αυτοτέλεια και από τον βαθμό της αυτοτέλειας που θα αποκτήσει, θα κριθεί και η αξία της σχολικής του εργασίας. Με την εργασία, ο μαθητής ξεφεύγει από την παθητική αποδοχή και βήμα βήμα γίνεται δημιουργικός. Βασικό σημείο είναι το θέμα. Το θέμα δεν μπορεί να είναι το ίδιο για όλους, γιατί κάθε μαθητής είναι διαφορετική προσωπικότητα και πρέπει να υπάρχει σεβασμός στην ατομικότητα του καθενός.

Ο σεβασμός της ατομικότητας τονώνει τον μαθητή, του δημιουργεί αυτοπεποίθηση γιατί αναλαμβάνει κάτι που μπορεί να το κάνει και τον ευχαριστεί. Πετυχαίνουμε έτσι την καλύτερη δυνατή απόδοση και τέλος, δεν τον καταπιέζουμε.

Η εργασία δεν μπορεί να είναι τελείως ξεκομμένη από την ύλη του μαθήματος. Έτσι το παιδί βοηθιέται στην κατανόηση.

Σχολική φοβία. Σχολική φοβία είναι η άρνηση του νέου ανθρώπου να πάει στο σχολείο. Όταν είναι να πάει σχολείο εμφανίζει ψυχικές ενοχλήσεις, ενώ όταν μένει στο σπίτι αυτές οι ενοχλήσεις εξαφανίζονται. Πολλοί είναι οι λόγοι που το παιδί εμφανίζει σχολική φοβία: Πιθανόν ο δάσκαλος, μαθησιακές δυσκολίες που μπορεί να έχει, ο αποχωρισμός από τους γονείς του, ο τρόμος της αποτυχίας και των εξετάσεων, η πίεση από τους γονείς για άριστα αποτελέσματα, κ.ά.

Σωστό- Λάθος. Το Σωστό- Λάθος είναι ένας τρόπος ελέγχου του εύρους των πληροφοριών που κατέχει ο εξεταζόμενος. Στο τεστ αυτό ο μαθητής θα πρέπει να χαρακτηρίσει μία σειρά από προτάσεις σωστές ή λάθος. Ο διορθωτής, όταν διαπιστώνει λανθασμένες απαντήσεις, αφαιρεί βαθμούς από το άθροισμα των σωστών απαντήσεων. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται για να μειωθεί στο ελάχιστο η πιθανότητα ο εξεταζόμενος να απαντάει με τυχαίο τρόπο.

Τάξεις υποδοχής αλλοδαπών μαθητών και παλιννοστούντων Ελληνοπαίδων. Για τους παλιννοστούντες μαθητές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λειτουργούν τάξεις υποδοχής και φροντιστηριακά τμήματα, τα οποία παρέχουν πρόσθετη διδακτική βοήθεια πέραν του Κανονικού Προγράμματος. Η κατανομή των ωρών αυτών κατά μάθημα καθώς και οι ώρες κατά τις οποίες λειτουργούν τα φροντιστηριακά τμήματα ορίζονται από τον Σύλλογο Διδασκόντων του σχολείου. Οι τάξεις υποδοχής και τα φροντιστηριακά τμήματα συγκροτούνται στα δημόσια σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με απόφαση του οικείου νομάρχη και λειτουργούν με ευθύνη των οικείων Διευθύνσεων Εκπαίδευσης.

Τεστ αυξανόμενης δυσχέρειας. Πρόκειται για ένα είδος εξέτασης που η βασική αρχή είναι η αυξανόμενη δυσχέρεια ή αλλιώς η προϊούσα δυσχέρεια. Σύμφωνα με αυτήν την αρχή στην εξέταση παρουσιάζονται πρώτα τα εύκολα και σιγά σιγά η άσκηση δυσκολεύει. Με αυτόν τον τρόπο οι εξεταζόμενοι διαφοροποιούνται και σταματάει ο καθένας ανάλογα με τις γνώσεις του. Οι εύκολες ερωτήσεις στην αρχή ενθαρρύνουν τον εξεταζόμενο και αυτόν τον σκοπό έχουν.

Τεστ επιδόσεως. Υπάρχουν τεστ που δημιουργούνται χωρίς να έχουν υπ΄ όψιν τους κάποια συγκεκριμένη ομάδα μαθητών. Κύριος σκοπός τους είναι να μπορέσουν να δείξουν ένα επίπεδο επίδοσης που βασίζεται σε γενικά και κοινά μαθήματα του σχολείου. Η δημιουργία του τεστ βασίζεται στην άποψη που έχει ο κατασκευαστής του για το τι σημαίνει γενικό επίπεδο επίδοσης στα κοινά μαθήματα και με βάση αυτήν την αντίληψη θα κάνει προσπάθεια να καλύψει βασικές πλευρές τους. Η χρήση αυτών των τεστ παρουσιάζει τον γενικό μέσο όρο επίδοσης των μαθητών γενικά ή πιο συγκεκριμένα μίας ομάδας σε σχέση με το γενικό σύνολο.

Τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν από την εξέταση μίας ομάδας, οι νόρμες ή διαφορετικά οι τιμές ονομάζονται στάθμιση/ standardization. Για να γίνει στάθμιση μίας μερίδας ανθρώπων, θα πρέπει να έχουν ομοιογένεια. Τα σταθμισμένα τεστ θέλουν προσοχή στη χρήση τους γιατί τα αποτελέσματα ενός τέτοιου τεστ σε παιδιά ενός ορεινού χωριού δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παιδιά ενός μεγάλου αστικού κέντρου.

Όσοι δημιουργούν τεστ επιδόσεως προσπαθούν να συμπεριλάβουν όλη την ύλη για όλα τα κοινά μαθήματα. Είναι όμως γνωστό ότι πολύ δύσκολα κάποιος μπορεί να συμπεριλάβει όλη την ύλη στην Ιστορία ή τη Γεωγραφία. Δεν είναι σπάνιο λοιπόν το φαινόμενο να δίνουν μία παραπλανητική εικόνα για τον μαθητή, την ικανότητά του ή την επίδοσή του. Καλό, λοιπόν, θα ήταν αν ένας δάσκαλος θέλει να υποβάλει τους μαθητές του σε ένα τέτοιο τεστ επίδοσης να το κατασκευάσει ο ίδιος έχοντας υπ΄ όψιν του την τάξη του και την ύλη. Έπειτα αν προτιμήσει να χρησιμοποιήσει ένα ήδη κατασκευασμένο από άλλον τεστ οφείλει να το διαβάσει προσεκτικά και να το αλλάξει όπου πρέπει. Τεστ επιλογής. Ο τρόπος αυτός εξέτασης έχει σκοπό να επιλέξει τους καλύτερους, είναι η πιο γνωστή εξέταση επιλογής υποψηφίων. Σε αυτόν τον τρόπο εξέτασης οι εξεταστές ορίζουν την ύλη και σε αυτή προσαρμόζονται τα σχολεία για να ανταποκριθούν στις εξετάσεις. Δεν είναι λάθος να πούμε ότι και τα τεστ επιλογής είναι και τεστ επίδοσης γιατί ελέγχουν το επίπεδο του εξεταζόμενου μόνο που τα τεστ επιλογής είναι έτσι κατασκευασμένα ώστε να επιλέξουν τους υποψήφιους για μελλοντικές δραστηριότητες.

Υπαίθρια εκπαίδευση. Ο όρος είναι πολύ γενικός και περιλαμβάνει κάθε συντονισμένη μαθησιακή δραστηριότητα και διδασκαλία που διενεργείται έξω από τους τοίχους της σχολικής αίθουσας (κατασκηνώσεις, κ.λπ.). Παλαιότερα, ο όρος αναφέρονταν και στην κατεύθυνση της αγωγής προς το φυσικό περιβάλλον και περιλάμβανε τις δραστηριότητες της σημερινής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.

Υπερκινητικά παιδιά. Υπερκινητικά παιδιά είναι τα υπερδραστήρια παιδιά, οι μαθητές που δεν μπορούν να συγκεντρωθούν και αφαιρούνται εύκολα. Ο χρόνος κατά τον οποίο μπορούν να συγκεντρωθούν και να δώσουν προσοχή σε κάτι είναι πολύ μικρός. Αδυνατούν να καθίσουν ήσυχα στο ίδιο μέρος έστω και για λίγο και έχουν έντονη παρορμητικότητα. Αυτοί οι μαθητές κοιμούνται λίγο και στο σχολείο παρουσιάζουν εκπαιδευτικές και αντιληπτικές διαταραχές.

Φασισμός και εκπαίδευση. Ο όρος φασισμός προέρχεται από την ιταλική λέξη fascio (δεσμός) και παραπέμπει στις τοπικές ομάδες του ιταλικού φασιστικού κόμματος. Ο φασισμός εμφανίστηκε στην Ευρώπη τη διάρκεια του μεσοπολέμου και στηρίχθηκε κυρίως στα μικρομεσαία στρώματα που υπέφεραν από την οικονομική κρίση. Ο φασισμός έδωσε βάρος στη διάδοση της ιδεολογίας του μέσω της εκπαίδευσης και στην πειθάρχηση των μαθητών από μικρή ηλικία ώστε να γίνουν πειθήνια όργανά του και αυταρχικές προσωπικότητες. Γι΄ αυτό και στη χώρα μας ο Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε να οργανώσει όλους τους μαθητές στη φασιστική του νεολαία (Ε.Ο.Ν.) και τόσο με το περιεχόμενο των μαθημάτων όσο και με μια σειρά από τελετουργίες (όπως οι παρελάσεις) επιχείρησε να τους χειραγωγήσει ιδεολογικά και συνειδησιακά.

Φιλελεύθερα ανεκτικός δάσκαλος. Ο φιλελεύθερα ανεκτικός δάσκαλος (laissezfaire teacher) θεωρεί ότι οι ίδιοι οι μαθητές πρέπει να αποκαλύψουν τη γνώση και απαντάει μόνο αν οι ίδιοι τον ρωτήσουν. Αυτού του τύπου ο δάσκαλος δίνει γενικές κατευθύνσεις και περιμένει τον μαθητή να ενεργοποιηθεί. Έτσι, είναι απόφαση του μαθητή τι θα κάνει και πώς θα το κάνει.
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top