17 Ιανουαρίου 2012

Όροι της Παιδαγωγικής και της Διδακτικής από το Α έως το Ω (2)



Έλεγχος ορθογραφίας. Ο δάσκαλος, για να μπορέσει να διαπιστώσει την ικανότητα του μαθητή στην ορθογραφία, συντάσσει έναν κατάλογο λέξεων τις οποίες τοποθετεί στη σειρά με βάση τη δυσκολία της ορθής γραφής τους. Συγκεντρώνει δηλαδή έναν μεγάλο αριθμό λέξεων διαβαθμισμένης ορθογραφικής δυσκολίας και από αυτή την τράπεζα επιλέγει έναν αριθμό λέξεων για να κάνει τον ορθογραφικό έλεγχο, πάντα βέβαια ανάλογα και με την ηλικία του μαθητή.

Ελλιπής επίδοση. Ελλιπής χαρακτηρίζεται η επίδοση ενός μαθητή όταν αυτός αδυνατεί να φτάσει τους διδακτικούς στόχους και λόγω αυτής της έλλειψης δεν κατορθώνει να προχωρήσει.

Με δύο τρόπους μπορούμε να διαπιστώσουμε την αδυναμία ενός μαθητή. Πρώτον, άμα τον συγκρίνουμε με τον μέσο όρο της τάξης του και διαπιστώσουμε ότι αυτός είναι πολύ χαμηλότερα από τους περισσότερους συμμαθητές του και, δεύτερον, αν αυτός ο μαθητής δεν καταφέρει να φτάσει τον διδακτικό στόχο που του έχει ανατεθεί.

Για ποιο λόγο, όμως, ένας μαθητής παρουσιάζει ελλιπή επίδοση; Πιθανόν ο ίδιος ο μαθητής να μην έχει τις ικανότητες ή να μην προσπαθεί αρκετά για να φτάσει τους διδακτικούς στόχους. Μπορεί όμως και ο δάσκαλος να υστερεί, να είναι η αιτία της ελλιπούς επίδοσης, όπως αιτία μπορεί να είναι και οι συνθήκες που επικρατούν, η έλλειψη μέσων διδασκαλίας ή και άλλοι εξωγενείς παράγοντες. Γι΄ αυτό, ο διδάσκων πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να κατανοήσει σε βάθος τους ακριβείς λόγους της ελλιπούς επίδοσης ενός μαθητή.

Έμφυτες ιδέες. Οι έμφυτες ιδέες στον άνθρωπο είναι αυτές που δεν έχουν σχέση με την εμπειρία, που υπάρχουν σε αυτόν από τη γέννησή του. Αυτό, τουλάχιστον, υποστήριζε από τους αρχαίους χρόνους ο Πλάτωνας αλλά και αργότερα οι Descartes, Μalebranche και Leibniz. Για παράδειγμα, οι έννοιες που αφορούν το σώμα, τον Θεό, το πνεύμα αλλά και τα Μαθηματικά είναι έμφυτες ιδέες που συσχετίζονται με τη συνείδηση του ανθρώπου. Κατά τον 17ο και τον 18ο αι. είχε αναπτυχθεί ως σχετική θεωρία η εμφυτοκρατία (nativismus), η οποία υποστήριζε ότι οι έμφυτες ιδέες διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη νοητική, ηθική και θρησκευτική ανάπτυξη του ανθρώπου. Έμμεση αγωγή. Είναι γνωστό ότι αγωγή σημαίνει διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση, προσπάθεια να επιδράσουμε πάνω σε κάποιον για να τον οδηγήσουμε σε ένα συγκεκριμένο στόχο. Η αγωγή είναι μια συνειδητή προσπάθεια που κάνουν η οικογένεια, το σχολείο ή και άλλοι χώροι. Η έμμεση αγωγή δεν είναι, όμως, συνειδητή. Το άτομο έμμεσα διαπαιδαγωγείται πιθανόν και από ένα βίωμα, το οποίο μπορεί να του ασκήσει ισχυρότερη επίδραση από μια συνειδητή, προγραμματισμένη και άμεση διαπαιδαγώγηση. Η ασυνείδητη έμμεση αγωγή είναι καθημερινή, την ασκούμε και μας την ασκούν. Πρόκειται για την επίδραση πάνω μας των άλλων ανθρώπων, των μηνυμάτων που παίρνουμε από το περιβάλλον, την τηλεόραση, το βιβλίο, τον χώρο εργασίας μας, την οικογένεια κ.ά. Η έμμεση αγωγή δεν είναι προγραμματισμένη. Στις σύγχρονες κοινωνίες, η έμμεση αλληλεπίδραση ή αγωγή που συντελείται κυρίως από τα μέσα ενημέρωσης, απο δεικνύεται ισχυρότατη. Έμμεσες γνώσεις. Έμμεσες γνώσεις σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει η φράση, γνώσεις που προσλαμβάνονται έμμεσα, με έμμεσο τρόπο και όχι άμεσα. Έμμεσες γνώσεις μπορούμε να πάρουμε από παντού, από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, από μια συζήτηση, από ένα περιοδικό, ένα βιβλίο, από μια διάλεξη, από τον κινηματογράφο, το θέατρο, το σχολείο, το σπίτι κ.α. Άρα, έμμεσες γνώσεις υπάρχουν παντού, το κλειδί όμως της κατανόησης και αφομοίωσης της έμμεσης γνώσης είναι η κατοχή εκ μέρους του ατόμου άμεσων γνώσεων. Όσο πιο πολλές άμεσες γνώσεις κατέχει ένας άνθρωπος τόσο πιο πολύ κατανοεί τις έμμεσες.

Για παράδειγμα, όταν γίνεται μια συζήτηση υπάρχει ένας ομιλητής και ένας ακροατής. Ο ακροατής για να κατανοήσει τον ομιλητή, πρέπει να έχει ένα ικανό μέγεθος άμεσων γνώσεων. Η κατανόηση είναι ενεργητική και όχι παθητική. Παίρνεις όταν μπορείς να δώσεις. Όταν ένας ομιλητής αναπτύσσει τη σκέψη του, η δυσκολία του ακροατή να τον παρακολουθήσει βρίσκεται στο αν κατέχει ελάχιστες ή αρκετές γνώσεις σχετικές στο συγκεκριμένο θέμα.

Βασική προϋπόθεση για την απόκτηση έμμεσων γνώσεων και κατανόησης είναι να κατέχει το άτομο και πολύ καλά τη γλώσσα, να έχει πλούσιο λεξιλόγιο και να κατανοεί εννοιολογικά και συντακτικά τον ομιλητή ή τον συγγραφέα ή ό,τι άλλο παρακολουθεί.

Εναλλακτική εκπαίδευση. Εναλλακτική εκπαίδευση είναι η εκπαίδευση του ατόμου που δεν ακολουθεί τις αυστηρές οδηγίες του σχολείου. Η εναλλακτική εκπαίδευση παρέχεται μακριά από το σχολείο, σίγουρα σε άλλους χώρους πιο ελεύθερους, στους οποίους δεν υπάρχει έλεγχος και προγραμματισμός.

Εναντίωση. Η εναντίωση είναι η αντίθεση, η αντίσταση που προβάλλουν οι νέοι στις απαιτήσεις των μεγαλυτέρων, στις αξιώσεις των δασκάλων τους. Πρόκειται για μια αντιθετική συμπεριφορά, στην οποία οδηγούνται οι νέοι όταν συνειδητοποιούν ότι έχουν εξαρτήσεις και θέλουν να ανεξαρτητοποιηθούν. Η εναντίωση μπορεί να γίνει συνήθεια στο νέο άνθρωπο, κάτι που και οι γονείς και οι δάσκαλοι πρέπει να προσέξουν. Αυτή η συμπεριφορά δεν λύνεται με βίαιη καταστολή, γιατί έχει παρατηρηθεί ότι μεγαλώνοντας οι νέοι κατανοούν και αλλάζουν συμπεριφορά. Σε περίπτωση κατά την οποία η εναντίωση του νέου ανθρώπου διατηρηθεί για πολύ καιρό και παρατηρηθούν και συμπτώματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, τότε πιθανόν η όλη συμπεριφορά του να είναι σύμπτωμα νευρωτικής ανάπτυξης.

Ενεργητική μαθητεία. Στην ενεργητική μάθηση, ο μαθητής δεν παρακολουθεί παθητικά. Αντίθετα, μάλιστα, συμμετέχει. Έτσι, ο μαθητής εκπαιδεύεται να εξετάζει ένα πρόβλημα σε βάθος, να συσχετίζει τη μάθηση με τα πραγματικά προβλήματα, να γνωρίζει τη γνώση και να μην την παπαγαλίζει, αυτά με τα οποία θα ασχοληθεί να τον ενδιαφέρουν πραγματικά. Ενισχυτική διδασκαλία. Σειρά σχολικών μέτρων που έχουν σκοπό να βοηθήσουν τους αδύναμους μαθητές να βελτιώσουν την επίδοσή τους και να καλύψουν τα μαθησιακά τους κενά. Συνώνυμοι όροι είναι η επανορθωτική διδασκαλία και η υποβοηθητική διδασκαλία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αναπτύχθηκαν αρκετές δραστηριότητες στον χώρο της ενισχυτικής διδασκαλίας σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο, διοικητικής Περιφέρειας χώρας, σε σύνολο σχολείων δήμου και σε μεμονωμένα σχολεία. Η πρώτη πειραματική εφαρμογή των προγραμμάτων ενισχυτικής διδασκαλίας στην Α/βάθμια εκπαίδευση άρχισε στην Ελλάδα το σχολικό έτος 1984-85 και καθιερώθηκε νομοθετικά το 1988. Από το 1997 τα προγράμματα Ενισχυτικής Διδασκαλίας χρηματοδοτούνται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ). Η ενισχυτική διδασκαλία δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο της κυρίαρχης παιδαγωγικής. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χαμηλής επίδοσης μαθητών, ποσοτικά και σωρευτικά. Προστίθενται ώρες διδασκαλίας χωρίς αλλαγή στη μέθοδο και τον τρόπο αντιμετώπισης των μαθητών. Πρόκειται ουσιαστικά για πρόσθετη και συμπληρωματική διδασκαλία, για μια εντατικοποίηση της διδασκαλίας μαθημάτων του κοινού σχολικού προγράμματος. Οι εκπαιδευτικοί που παίρνουν μέρος στην εφαρμογή της πρόσθετης διδακτικής βοήθειας, δεν προβλέπεται να διαθέτουν ειδική επιστημονική ενημέρωση και παιδαγωγική ευαισθητοποίηση σε ζητήματα αποτυχίας. Εκείνο που προσδιορίζει την εμπλοκή τους είναι το καθεστώς απασχόλησης (συμπλήρωση ωραρίου, ύψος υπερωριακής απασχόλησης κ.λπ.).

Εξατομικευμένη μάθηση. Μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης. Στην εξατομικευμένη μάθηση, ο μαθητής εργάζεται με τον δικό του ρυθμό για την επίτευξη των στόχων.

Επαγωγική μέθοδος. Η επαγωγική είναι διδακτική μέθοδος η οποία είναι κατάλληλη για παιδιά μικρής ηλικίας και συνιστάται ως μέθοδος για το μάθημα της Ιστορίας αλλά και για γλωσσικά και φυσιογνωστικά μαθήματα. Πρόκειται για την προσπάθεια εξαγωγής συμπεράσματος από επιμέρους προτάσεις. Για παράδειγμα, αν ένας δάσκαλος έχει να διδάξει τη ζωή και το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα επισημάνει μεμονωμένα κάποια χαρακτηριστικά από τη νεανική ζωή του, τις μάχες του, την κουλτούρα του, τους γονείς του και μέσω αυτών των στοιχείων θα προσπαθήσει να συνθέσει την προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε την επαγωγική μέθοδο επιστημονικά ήταν ο Σωκράτης και μέσα από τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης. Αργότερα, εκτός από τους αρχαίους Έλληνες, χρήση της μεθόδου έκαναν και ο Γαλιλαίος, ο Βάκων, ο Νεύτων και ο Μιλ.

Επανάληψη. Η επανάληψη ως μέσο μάθησης έχει απασχολήσει τους παιδαγωγούς από τους αρχαίους ελληνικούς χρόνους. Είναι γνωστή η φράση που έχει φτάσει μέχρι εμάς, Η επανάληψις είναι η μήτηρ της μαθήσεως ή Repetitio est mater studiorum. Από τον 19ο αιώνα και μετά έχουν τεθεί τα ερωτήματα: πότε ο μαθητής πρέπει να κάνει επανάληψη, πόσες επαναλήψεις είναι αρκετές, σε τι ακριβώς πρέπει να κάνει επανάληψη κ.ά.

Ο μπιχεβιορισμός (η θεωρία της μάθησης) πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν μαθαίνει με μία φορά. Άρα, υποστηρίζει ότι η επανάληψη είναι αναγκαία γιατί η μάθηση είναι προοδευτική.

Με τον καιρό, στην εκπαιδευτική διαδικασία έγινε αντιληπτό ότι έχει σημασία πώς βιώνει τη γνώση ο μαθητής και όχι τόσο πόσες φορές κάνει επανάληψη. Δηλαδή δεν έχει σημασία πόσες φορές επαναλαμβάνει ο μαθητής, αλλά η ικανοποίηση που νιώθει ικανοποιώντας τις μορφωτικές ανάγκες του.

Στο σύγχρονο σχολείο, επανάληψη κάνει ο δάσκαλος όταν κλείνει το κεφάλαιο και κάνει μία ανακεφαλαίωση όπως και όταν θέλει να προχωρήσει στο επόμενο μάθημα και επαναλαμβάνει κάποιες προηγούμενες έννοιες.

Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Σε αυτό τον τύπο ερωτήσεων, μια ατελής πρόταση δίνεται μαζί με έναν αριθμό εναλλακτικών απαντήσεων. Ο υποψήφιος καλείται να διαλέξει τη σωστή απάντηση.

Εσπερινό σχολείο. Το εσπερινό σχολείο είναι κανονικό σχολείο, μόνο που λειτουργεί βραδινές ώρες, από τις 19.00 έως τις 22.30. Σε αυτό μπορούν να φοιτήσουν ανήλικοι μαθητές που εργάζονται το πρωί και θέλουν παράλληλα με τη δουλειά να συνεχίσουν τις σπουδές τους, αλλά και ενήλικοι οι οποίοι είχαν σταματήσει το σχολείο και θέλουν να το συνεχίσουν για να πάρουν το απολυτήριο και συνήθως να το χρησιμοποιήσουν για την επαγγελματική τους εξέλιξη. Το εσπερινό σχολείο έχει γυμνάσιο, λύκειο, γενικό και τεχνικό, και τεχνική σχολή.

Το πρώτο εσπερινό σχολείο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα ήταν το 1934-35. Οι τίτλοι σπουδών είναι ισότιμοι με τους τίτλους σπουδών των ημερήσιων αντίστοιχων σχολείων και τα αναλυτικά προγράμματα είναι τα ίδια με τα πρωινά σχολεία, μόνο που στα εσπερινά δεν διδάσκονται κάποια μαθήματα όπως μουσική, οικιακή οικονομία, καλλιτεχνικά, γυμναστική. Ευέλικτη ζώνη. Σύμφωνα με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, η ευέλικτη ζώνη είναι μια προωθημένη μορφή διαθεματικότητας, η οποία εφαρμόζεται σε πολλά σχολεία νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και σχολεία ειδικής αγωγής. Η ευέλικτη ζώνη διαθεματικών και δημιουργικών δραστηριοτήτων όπως ονομάζεται για το δημοτικό, ζώνη καινοτόμων δράσεων για το γυμνάσιο, αφορά θεματικές ενότητες όπως η ολυμπιακή παιδεία, η διαπολιτισμική εκπαίδευση, η αγωγή υγείας, τα εικαστικά, η τοπική Ιστορία και πολλά άλλα θέματα, τα οποία δεν έχουν τη μορφή τυπικής διδασκαλίας, δεν βαθμολογούνται οι μαθητές αλλά αξιολογούνται διαφορετικά.

Ηχολαλία. Η ηχολαλία είναι σύμπτωμα όπου το νέο άτομο επαναλαμβάνει φράσεις, λέξεις ή τις τελευταίες συλλαβές άλλων ανθρώπων. Αυτή η συμπεριφορά θεωρείται φυσιολογική στα πολύ μικρά παιδιά επειδή μιμούνται τους μεγαλύτερους, ως φαινόμενο όμως πρέπει να εξαλείφεται στην ηλικία των δύο ετών.

Η ηχολαλία, δηλαδή η συνεχής επανάληψη, όταν γίνεται παθολογικό σύμπτωμα, χαρακτηρίζει τα αυτιστικά παιδιά. Υπάρχει άμεση και καθυστερημένη ηχολαλία. Ενίοτε αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται και σε βαριάς μορφής νοητική υστέρηση του ατόμου.

Κίνημα της Αποτελεσματικής Διδασκαλίας. Οι υποστηρικτές της αποτελεσματικής διδασκαλίας υποστήριζαν ότι η αναποτελεσματικότητα του σχολείου δεν οφείλεται στο ίδιο το σχολείο, αλλά σε άλλους παράγοντες όπως η οικογένεια και η κοινωνία. Αυτοί οι δύο παράγοντες είναι και αυτοί που καθορίζουν την πορεία του μαθητή στο σχολείο, ποιος μαθητής θα επιτύχει και ποιος θα αποτύχει. Το κίνημα αυτό εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970, αλλά την κορύφωσή του τη γνώρισε τη δεκαετία του 1980. Η αποτελεσματική διδασκαλία, μέσω επιστημονικών ερευνών που έκανε στις τάξεις, συμπέρανε ότι παρά τον υπαρκτό ρόλο των κοινωνικών παραγόντων, το σχολείο μπορεί να παρέμβει αν βρει τον ιδανικό τρόπο. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνουν στον σημαντικό ρόλο του δασκάλου, ο οποίος είναι βασικός παράγων (teachers do make a difference).

Βασικοί εκπρόσωποι αυτού του κινήματος και του σημαντικού ρόλου του δασκάλου στην τάξη είναι οι J. Βrophy, Τ. Good, C. Εverston, J. Goodlad, Ν. Gage, Β. Rosensine κ.ά.

Κίνημα της Ομαδοσυνεργατικής Διδασκαλίας. Η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία (cooperative learning movement) υποστηρίζει τη μαθητική ενεργοποίηση, τη διερευνητική προσέγγιση στη μάθηση και θέτει ως σκοπό του σχολείου τον εκδημοκρατισμό του με την παράλληλη κοινωνικοποίηση του μαθητή. Οι βασικές κατευθυντήριες αντιλήψεις του στηρίζονται σε όλα όσα έχει κληροδοτήσει ο Διαφωτισμός. Οι υποστηρικτές αυτής της διδασκαλίας στηρίζουν τη δημιουργία ολιγομελών ομάδων στη σχολική τάξη.

Ομαδοσυνεργατική διδασκαλία στην πράξη, στην Ελλάδα εφαρμόστηκε από τον Δελμούζο και τον Παπαμαύρο στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και από τον Κουντουρά στο Διδασκαλείο Θηλέων στη Θεσσαλονίκη.

Οι επιδράσεις της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας παρουσιάζονται στον κοινωνικό και τον ψυχολογικό τομέα, αλλά και στον γνωστικό τομέα. Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι ο μαθητής κοινωνικοποιείται περισσότερο. Η σχολική απειθαρχία μειώνεται. Η συνεργατική οργάνωση του μαθητή βοηθά στον εκδημοκρατισμό του. Η τάξη αποκτά υψηλό βαθμό συνεκτικότητας. Ο μαθητής βοηθιέται να δει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια των συμμαθητών του, αποκτά αυτοεκτίμηση. Η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία υποστηρίζει τη θετική συμβολή της στην ψυχική υγεία του μαθητή. Η οργάνωση της διδασκαλίας στο συνεργατικό πλαίσιο αναπτύσσει τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες του μαθητή. Η θετική λεκτική επικοινωνία βοηθάει και στη γλωσσική ανάπτυξη του μαθητή. Η ομαδική συνεργασία μεγιστοποιεί τη μάθηση.

Κοινωνιομετρία. Είναι μέθοδος και ταυτόχρονα σύνολο από τεχνικές, με τις οποίες διαπιστώνονται και μελετώνται οι διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, σε δεδομένο χρόνο. Διαμορφωτής της (από το 1934) είναι ο Αμερικανός, ρουμανικής καταγωγής, ψυχοκοινωνιολόγος J.L. Μoreno. Κοινωνιομετρικό τεστ. Είναι ένα μέσο με το οποίο προσδιορίζουμε κατά πόσον τα άτομα είναι ανεκτά σε μια ομάδα. Στη σχολική τάξη/τμήμα πληροφορεί τον δάσκαλο, μεταξύ των άλλων, ποιος μαθητής γίνεται δεκτός από τους άλλους, ποιος δέχεται τις περισσότερες προτιμήσεις (δημοφιλής) και ποιος όχι (απομονωμένος), ποιοι είναι οι φίλοι, ποιες επιλογές έχουν αμοιβαιότητα και ποιες όχι, τις προτιμήσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου ή άλλου φύλου, τον σχηματισμό ζευγών κ.ά.

Κοινωνιόγραμμα. Είναι μια ειδική κοινωνιομετρική τεχνική που δίνει, με διάφορες μορφές, τη γραφική απεικόνιση του συνόλου των σχέσεων μιας ομάδας. Με την απεικόνιση αυτή, η δομή των σχέσεων παρουσιάζει εποπτικότητα και γίνεται άμεσα κατανοητή.

Ο πιο συνηθισμένος τύπος κοινωνιογράμματος είναι αυτός της μορφής στόχου με ομόκεντρους κύκλους (τρεις ή περισσότερους).

Η μελέτη και η ερμηνεία του κοινωνιογράμματος οδηγούν σε διαπιστώσεις για τις σχέσεις μεταξύ των μαθητών, τις διαφοροποιήσεις τους, τις αμοιβαίες επιλογές μεταξύ 2 ή 3 μαθητών κ. ά., που βοηθούν στη συγκρότηση των ομάδων εργασίας. Με βάση τις όποιες διαπιστώσεις για τη δομή της τάξης, τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μαθητών και την ατομικότητά τους, ο καθηγητής μπορεί να επέμβει θεραπευτικά συντελώντας έτσι στην καλύτερη συγκρότηση των ομάδων, όχι αυθαίρετα αλλά όσο το δυνατό σύμφωνα με τις επιθυμίες των μαθητών του, βοηθώντας τους απομονωμένους και χρησιμοποιώντας τους δημοφιλείς για το καλό της τάξης. Επηρεάζει με αυτό τον τρόπο, προς το καλύτερο, την αμοιβαία προσαρμογή των μαθητών στις μεταξύ τους σχέσεις, εκπληρώνοντας κατά το δυνατό τον όποιο κοινωνικοποιητικό ρόλο του.

Κοινωνική δεξιότητα. Κοινωνικές δεξιότητες (social skill) εννοούμε τις μορφές συμπεριφοράς των μαθητών που έχουν θετικές επιδράσεις στο σχολείο και συγκεκριμένα στην τάξη. Είναι σημαντικό ένας νέος άνθρωπος να αποκτά κοινωνικές δεξιότητες, αυτό σημαίνει ότι κοινωνικοποιείται. Το ενδιαφέρον των παιδαγωγών και οι έρευνες για τα προγράμματα εκμάθησης κοινωνικών δεξιοτήτων άρχισαν από το 1970. Μέχρι τότε, θεωρούσαν ότι οι κοινωνικές ικανότητες ενός ανθρώπου ήταν χαρακτηριστικό του ίδιου και δεν μπορούσαν να αλλάξουν.

Κοινωνική αλληλεπίδραση. Με αυτό τον όρο εννοούμε τις αμοιβαίες επιδράσεις που ασκούνται στο πλαίσιο του κοινωνικού γίγνεσθαι. Αυτή η αλληλεπίδραση, ή αλλιώς διαπραγμάτευση είναι από τους πρωταρχικούς όρους ύπαρξης του ανθρώπινου είδους, γιατί με αυτή τη διαδικασία ικανοποιούνται βασικές βιολογικές και κοινωνικοπολιτισμικές ανάγκες.

Κοινωνική μάθηση. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης θεμελιώθηκε από τον παιδαγωγό Ηerbart. Βέβαια, η άποψη ότι κάθε παιδαγωγικό περιβάλλον όπως η οικογένεια ή το σχολείο ασκεί στον νέο άνθρωπο αγωγή, δεν είναι καινούργια. Ήδη από τον 18ο αι. είχαν επισημανθεί οι επιδράσεις που ασκεί η οικογένεια στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, ο όρος κοινωνική μάθηση χρησιμοποιείται συχνά και εμφανίζει τρεις έννοιες.

Το σχολείο προσπαθεί να επιδράσει στον μαθητή, να διαμορφώσει στάσεις και συμπεριφορές. Μέσω του σχολείου λοιπόν, και εκτός από τις ακαδημαϊκές γνώσεις, η παιδαγωγούσα διδασκαλία καλλιεργεί και κοινωνικές αρετές. Η αγωγή είναι τμήμα της μαθησιακής διαδικασίας και η κοινωνική μάθηση είναι αποτέλεσμα αυτής της αγωγής.

Κοινωνική μάθηση μπορεί να προέλθει και από την απλή συμμετοχή του νέου ανθρώπου στις κοινωνικές σχέσεις. Για παράδειγμα, η βασική παιδαγωγική σχέση δασκάλου- μαθητή βάζει τον μαθητή στη διαδικασία να αντιληφθεί τον ρόλο του άλλου και να διαμορφώσει ο ίδιος τον δικό του ρόλο- και όλα αυτά στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Από τον χώρο της ψυχολογίας της συμπεριφοράς προέρχεται η τρίτη έννοια της κοινωνικής μάθησης, της οποίας θεμελιωτής είναι ο Αμερικανός ψυχολόγος Α. Βandura, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο νέος μαθαίνει έχοντας ένα πρότυπο, είτε αυτό προέρχεται από το άμεσο περιβάλλον του είτε από το έμμεσο όπως π.χ. η τηλεόραση. Κεντρικό σημείο στην κοινωνική μάθηση αποτελούν οι συνέπειες που έχει η συγκεκριμένη συμπεριφορά και αυτές οι συνέπειες καθορίζουν την επανάληψη- ή όχι- της συμπεριφοράς.

Κοινωνικοποίηση. Θεωρείται η διαδικασία σύμφωνα με την οποία το άτομο αναπτύσσει και διαμορφώνει την προσωπικότητά του με τις γνώσεις, τις εμπειρίες και την επαφή του με ένα μέρος του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εντός του οποίου γεννιέται και εκπαιδεύεται. Βασικοί φορείς κοινωνικοποίησης για την παιδική ηλικία (πρωτογενής κοινωνικοποίηση) θεωρείται η οικογένεια και το σχολείο.

Η οικογένεια διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση του νηπίου, γιατί συμβάλλει στην ένταξή του στο κοινωνικό σύστημα και διαμορφώνει την κοινωνικοπολιτιστική του ταυτότητα. Το οικογενειακό περιβάλλον παρέχει ασφάλεια και βοήθεια, αλλά και μεταδίδει σε αυτό αξίες, κανόνες και τρόπους συμπεριφοράς τις οποίες οικειοποιείται με τη μίμηση και την ταύτιση. Η επίδραση της οικογένειας στην ψυχοσωματική και διανοητική εξέλιξη είναι μεγάλη γιατί βοηθάει να εκδηλωθούν οι ικανότητες του παιδιού, με σκοπό τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Το «δέσιμο» της οικογένειας συμβάλλει επίσης στη συναισθηματική ανάπτυξη, αλλά και στη διάπλαση ηθικής προσωπικότητας.

Το σχολείο είναι για τα παιδιά προέκταση του οικογενειακού περιβάλλοντος. Είναι ο πρώτος χώρος εκτός της οικογένειας όπου το νήπιο καλείται να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα, να αποκτήσει την ανεξαρτησία και την αυτονομία του.

Στο σχολείο, το παιδί μπαίνει στην ομάδα και αναγκάζεται να μάθει να διαχειρίζεται τον ατομισμό του, τον οποίο δημιούργησε στην οικογένεια.

Κονστρουκτιβισμός. Στον κονστρουκτιβισμό (εποικοδομισμός) περιέχονται οι εξής φιλοσοφικές- παιδαγωγικές αντιλήψεις:

* Ο ψυχολογικός κονστρουκτιβισμός (Ρiaget) που υποστηρίζει ότι η μάθηση εξαρτάται από τον μαθητή και γίνεται μέσω των «γνωστικών συγκρούσεων». Ύστερα από χρόνια παρατήρησης και έρευνας, o Ρiaget πρότεινε μια θεωρία προσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά δομούν τη γνώση σε όλη την αναπτυξιακή πορεία τους.

* Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός (Durkheim) που υποστηρίζει ότι η μάθηση εξαρτάται από την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στις αντιλήψεις του υποκειμένου.

* Η καινούργια επιστήμη του Gianbattista Vico που γράφτηκε γύρω στο 1710 για να υποστηρίξει την άποψη της εκκλησίας απέναντι στη συντελούμενη, τότε, Επιστημονική Επανάσταση.

Ο κονστρουκτιβισμός είναι πολυσύνθετος και έχει τις εξής παραλλαγές: διαλεκτικός, εμπειρικός, πιαζετιανός, μεταεπιστημολογικός, πραγματιστικός, ρεαλιστικός, κοινωνικός, κοινωνικοϊστορικός.

Λειτουργική αγωγή. Με αυτό τον όρο εννοούμε όλες τις επιδράσεις που δέχεται ο μαθητής και τον βοηθούν να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Οι υποστηρικτές της λειτουργικής αγωγής θεωρούν ότι στη διαδικασία ωρίμασης του νέου ανθρώπου, εκτός από τις ενέργειες του δασκάλου, σημαντικό ρόλο παίζουν και άλλοι παράγοντες. Σύμφωνα με τον Ε. Κrieck, η σημασία των κοινωνικών επιδράσεων οδήγησε στην έννοια της λειτουργικής αγωγής.

Λειτουργική γραπτή έκφραση. Πρόκειται για μια μέθοδο κατά την οποία ο μαθητής δεν εστιάζει στα ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη στο γραπτό του λόγο, παρά μόνο στην οργάνωση και ανάπτυξη των ιδεών. Κατά κύριο λόγο, αυτή η μέθοδος ισχύει για τη διδασκαλία της Έκθεσης Ιδεών.

Λειτουργική μέθοδος. Αφορά τη γραμματική και το συντακτικό. Έχει σκοπό να διδάξει στον νέο τη σωστή χρήση της γλώσσας και να τον βοηθήσει να παρατηρεί τα συντακτικά φαινόμενα αλλά και τους ιδιωματισμούς της γλώσσας.

Μάθηση. Ο πιο σπουδαίος παράγων στη μάθηση, κατά τον Αusubel, είναι αυτό που ο μαθητής ήδη γνωρίζει. Το υποκείμενο μαθαίνει κατά τρόπο που εξαρτάται από τις γνωστικές δομές του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, πρώτον, ο κάθε μαθητής να προσλαμβάνει με τον δικό του τρόπο τη νέα πληροφορία και, δεύτερον, η νέα γνώση να αφομοιώνεται μόνο όταν ενσωματωθεί στην προϋπάρχουσα δομή του μαθητή.

Κατά τον Ρ. Scott, η εποικοδομιστική μάθηση έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

* Τα μαθησιακά αποτελέσματα δεν εξαρτώνται μόνο από το περιβάλλον, αλλά και από αυτό που ο μαθητής έχει ήδη στο μυαλό του.

* Ο μαθητής εποικοδομεί τα δικά του νοήματα μέσω της εμπειρίας του φυσικού περιβάλλοντος και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. * Η εποικοδόμηση είναι συνεχής και ενεργητική διαδικασία.

* Η μάθηση δεν είναι μόνο ζήτημα επέκτασης προϋπαρχουσών εννοιών. Μπορεί να περιλαμβάνει και τη ριζική αναθεώρηση και αναδιάρθρωσή τους.

* Η εποικοδομιστική μάθηση δεν γίνεται πάντοτε αποδεκτή.

* Το υποκείμενο έχει τον τελικό έλεγχο της νέας γνώσης, με κριτήριο τις προσωπικές αξίες, στάσεις, εμπειρίες κ.λπ.

Κατά τον Νovak, η μάθηση έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

* Οι έννοιες δομούνται σε νεαρή ηλικία.

* Οι παρανοήσεις δομούνται σε νεαρή ηλικία και δεν αλλάζουν εύκολα.

* Η προϋπάρχουσα γνώση επηρεάζει τον μαθητή.

* Η προϋπάρχουσα γνώση δεν αλλάζει εύκολα.

* Οι γνώσεις αποθηκεύονται ιεραρχικά.

* Οι σπουδαστές δεν έχουν επίγνωση των γνωστικών διαδικασιών.

* Οι επιστημολογικές αντιλήψεις των σπουδαστών επιδρούν στη μάθηση.

* Οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι πράξεις είναι αλληλεξαρτώμενα.

Μάθηση της μάθησης. Μάθηση μεθόδων εργασίας, μεθόδων σκέψης και μάθηση στάσεων. Η μάθηση της μάθησης γίνεται συνώνυμη στρατηγικών μάθησης, συνώνυμη της απόκτησης εργαλείων μάθησης. Η μάθηση της μάθησης αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς η διαρκής επιστημονική και τεχνική πρόοδος αξιώνει μια εφ΄ όρου ζωής μάθηση, που ως μέθοδο περιλαμβάνει τη μάθηση της μάθησης. Ο Η. Roth επισημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να περάσει από τη μεταβίβαση της γνώσης στην εκπαίδευση της μεθόδου πώς να φτάνει κάποιος στη γνώση.

Μαθησιακές δυσκολίες. Είναι μια κατηγορία δυσκολιών που αντιμετωπίζει ένας μαθητής και αφορούν τη μάθηση, κυρίως με τον γραπτό λόγο. Μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να έχει ένας μαθητής που δυσκολεύεται στην Ανάγνωση, την Ορθογραφημένη γραφή, τα Μαθηματικά, πάντοτε βέβαια σε σύγκριση με την ηλικία του, τη νοημοσύνη του αλλά και την εκπαίδευση που έχει λάβει.

Μαθησιακοί στόχοι. Όπως αναφέρουν οι Μager (1985), Τracey (1992), οι μαθησιακοί στόχοι περιγράφουν το αποτέλεσμα των ειδικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια υλοποίησης ενός εκπαιδευτικού προγράμματος. Οι στόχοι πρέπει να διατυπώνονται και κατά συνέπεια να αναπτύσσονται με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς καθορίζουν το είδος της συμπεριφοράς που αναμένεται να αναπτύξουν οι εκπαιδευόμενοι μέσω ενεργητικών διαδικασιών μάθησης, μετά το πέρας της διδακτικής παρέμβασης.

Μαθητοκεντρική παιδαγωγική. Βασίζεται στην αντίληψη ότι η μάθηση θα επιτευχθεί αν αφεθεί ο άνθρωπος ελεύθερος να αξιοποιήσει την ερευνητική και φιλομαθή φύση του. Οι Λοκ («Δοκίμιο περί της ανθρώπινης κατανόησης») και Ρουσό («Αιμίλιος») συνέγραψαν το 18ο αι. έργα που προέβαλαν μαθητοκεντρικές αντιλήψεις. Εκπρόσωποι της μαθητοκεντρικής παιδαγωγικής χαρακτηρίζονται ο Τζον Ντιούι, η Μαρία Μοντεσόρι κ.ά.

Μέθοδος της ανοιχτής τάξης. Μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης. Στη μέθοδο της ανοιχτής τάξης, ο μαθητής επιλέγει το είδος της εργασίας και προγραμματίζει τον χρόνο του. Μέθοδος Ρroject. Ως μέθοδο project εννοούμε μια μορφή διδακτικής διαδικασίας που έχει ως αφετηρία τους προβληματισμούς είτε μεμονωμένων ατόμων είτε του συνόλου της διδακτικής ομάδας. Ο σχεδιασμός του μαθήματος γίνεται με ευθύνη της ομάδας και αποσκοπεί κυρίως στην ολοκλήρωση κάποιου έργου που οδηγεί στη λύση ενός προβλήματος.

Μέθοδος της ανακάλυψης. Μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης. Στη μέθοδο της ανακάλυψης, ο εκπαιδευτικός δεν προσφέρει έτοιμη τη γνώση, αλλά δημιουργεί ευκαιρίες ώστε ο μαθητής να ανακαλύψει τη γνώση.

Μέθοδος των ερευνητικών μελετών ή μέθοδος project. Μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης. Στη μέθοδο των ερευνητικών μελετών ή μέθοδο project οι μαθητές σχεδιάζουν μια έρευνα, συλλέγουν δεδομένα, τα επεξεργάζονται και παρουσιάζουν τα αποτελέσματα.

Μέθοδος της ιδεοθύελλας- brainstorming. Μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης. Στη μέθοδο της ιδεοθύελλας- brainstorming οι μαθητές εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους για το υπό συζήτηση θέμα, τις οργανώνουν και τις αξιολογούν και στη συνέχεια, με την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού εξάγονται τα συμπεράσματα.

Μεταγνωστική αξιολόγηση. Με τον όρο «μεταγνωστικό» ή «μεταγνωστική αξιολόγηση» αποδίδουμε τον αγγλόφωνο όρο «metacognition», τον οποίο χρησιμοποίησε πρώτη φορά ο Flavell (1976) και καθιέρωσε η Γνωστική βιβλιογραφία, για να αναφερθεί στη συνείδηση και τη γνώση που έχει το άτομο για τις διαδικασίες σκέψης τις οποίες ακολουθεί, και στην ικανότητά του να προγραμματίζει, να προβλέπει, να κατευθύνει και να αξιολογεί τις σκέψεις του.

Στο μοντέλο που παρουσιάζουμε, στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, η μεταγνωστική αξιολόγηση εμφανίζεται στο τέλος και δίνει την εσφαλμένη εντύπωση πως ως διαδικασία υλοποιείται στο τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, οι ερωτήσεις της μεταγνωστικής αξιολόγησης υποβάλλονται καθ΄ όλη τη διάρκεια υλοποίησης της διδακτικής πράξης και όχι μόνο στο τέλος. Με αυτό τον τρόπο, κινητοποιούνται περισσότερο οι συμμετέχοντες στη μαθησιακή διαδικασία.

Μετωπική διδασκαλία. Είναι συνδεδεμένη με το όνομα του Κομένιου (Comenius), ο οποίος θεώρησε ότι είναι η μόνη μεθοδική δυνατότητα να μορφωθούν όχι μόνο τα παιδιά των πλουσίων και των μορφωμένων αλλά και τα παιδιά των φτωχών, αγόρια και κορίτσια από όλες τις περιοχές. Εδώ ο δάσκαλος παρομοιάζεται με τον ήλιο που φωτίζει τα πάντα. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μετωπικής διδασκαλίας προσδιορίζονται από τη διάταξη της τάξης, όπου δάσκαλος και μαθητές είναι σε μετωπική διάταξη, η τάξη αποτελεί ενιαίο σύνολο, ένα σχηματισμό που ασχολείται με το ίδιο αντικείμενο. Παρά τις σοβαρές μεθοδικές επιφυλάξεις, η μετωπική διδασκαλία συναντιέται περισσότερο συχνά από κάθε άλλη στη σχολική πραγματικότητα.

Μετωπικό εργαστήριο. Αναφέρεται στην εργαστηριακή άσκηση των μαθητών, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία οι μαθητές χωρισμένοι σε ομάδες πραγματοποιούν ταυτόχρονα το ίδιο πείραμα, εκτελούν την ίδια εργασία. Επιδιώκεται να αναπτυχθούν η αυτενέργεια και η συνεργατικότητα των μαθητών, η κριτική εξέταση των αποτελεσμάτων μεταξύ των ομάδων, κ.ά. Το μετωπικό εργαστήριο προσφέρεται ιδιαίτερα για τα μαθήματα των Φυσικών Επιστημών. Σε περιπτώσεις μη επαρκούς εξοπλισμού, το κυκλικό εργαστήριο αποτελεί καλή εναλλακτική λύση, χωρίς να παραβλέπονται άλλες δυσκολίες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του.

Κομβικό σημείο για την επιτυχή πραγματοποίηση εργαστηρίου (μετωπικού ή κυκλικού) με ομάδες μαθητών είναι η συγκρότηση της κάθε ομάδας εργασίας, που μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους:

Διαμόρφωση ελεύθερων ομάδων χωρίς την παρέμβαση του καθηγητή. Ο τρόπος αυτός θεωρείται κατάλληλος για παιδιά ηλικίας 15-16 ετών, αλλά οι ομάδες δεν παρουσιάζουν πάντοτε ικανοποιητική απόδοση και επίδοση.

Καθορισμένες ομάδες, τη σύνθεση των οποίων διαμορφώνει ο καθηγητής με βάση δικά του, κατά περίπτωση, κριτήρια. Ο τρόπος αυτός θεωρείται κατάλληλος για παιδιά μικρότερων ηλικιών.

Ομάδες με βάση το κοινωνιόγραμμα της τάξης, που δίνει τη δυνατότητα στον μαθητή να ορίσει ο ίδιος την ομάδα στην οποία θα ήθελε να ανήκει, αλλά και στον καθηγητή να κάνει τις (αναγκαίες) διορθωτικές παρεμβάσεις, έχοντας υπόψη την αρχή της βοήθειας. Αυτός ο τρόπος είναι ένα καλό βοηθητικό μέσο, για τη συγκρότηση ομάδων εργασίας στο γυμνάσιο και το λύκειο.

Μπιχεβιορισμός και Skinner. Μία από τις σημαντικότερες σχολές Ψυχολογίας είναι ο μπιχεβιορισμός. Οι οπαδοί του μπιχεβιορισμού ισχυρίζονται ότι όλες οι μορφές συμπεριφοράς είναι απλώς αποτέλεσμα μάθησης και με την επανεκπαίδευση του νέου ανθρώπου η συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει, να τροποποιηθεί. Ο μπιχεβιοριστής εστιάζει το ενδιαφέρον του στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά και τις συνθήκες του κοινωνικού περιβάλλοντος. Με αυτή τη στάση του, δηλαδή με τη σύνδεση περιβάλλοντος και συμπεριφοράς, προσπαθεί να καταλάβει και να δώσει λύσεις στα προβλήματα. Σύμφωνα με τον Η. Ματσαγγούρα, απόψεις του ώριμου μπιχεβιορισμού για τη συμπεριφορά του ανθρώπου εκφράζει στο βιβλίο του Βeyond Freedom and Dignity (1971) ο Β.F. Skinner (1902-1990). Ο Skinner ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά μας διαμορφώνεται από εξωτερικούς παράγοντες, από τις συγκυρίες που επηρεάζουν αυτούς τους παράγοντες και όχι από κάποιους ενδογενείς παράγοντες ανάπτυξης.

Ψυχολόγοι και παιδαγωγοί προσπάθησαν να εφαρμόσουν στην τάξη όσα ισχυριζόταν ο Skinner. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι η προβληματική συμπεριφορά δεν έχει την αιτία της μόνο σε μια εσωτερική προβληματική κατάσταση, απλώς αποτελεί το πρόβλημα, και σε αυτό- δηλαδή στη συμπεριφορά- πρέπει να απευθύνεται ο εκπαιδευτικός. Οι οπαδοί του μπιχεβιορισμού εστιάζουν την προσοχή τους στις συνθήκες που κάνουν έναν μαθητή να παρουσιάζει θετική συμπεριφορά και στις συνθήκες που καταφέρνουν να μειώσουν την ανεπιθύμητη συμπεριφορά.

Τονίζουν ότι την επιθυμητή συμπεριφορά μπορούμε να την αποκτήσουμε με επαίνους, επιδοκιμασίες, παραδείγματα προς μίμηση, συμβολικές αμοιβές κ.λπ. Αντίθετα, όταν θέλουμε να αποθαρρύνουμε την ανεπιθύμητη συμπεριφορά μπορούμε να εφαρμόσουμε το σύστημα των ποινών, την αγνόηση, τη στέρηση προνομίων, την απομόνωση κ.ά.

Ολοήμερο σχολείο. Έτσι ονομάζουμε το σχολείο που λειτουργεί όλη την ημέρα. Στόχος του είναι να καλύψει το πρόγραμμα της διδασκαλίας, αλλά και παράλληλα ο μαθητής να ενταχθεί σε διάφορες σχολικές δραστηριότητες που θα τον ωφελήσουν. Στο ολοήμερο σχολείο ο μαθητής κάνει τις εργασίες του και έτσι έχει ελεύθερο χρόνο στο σπίτι. Το ολοήμερο σχολείο εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε χώρες όπως η Γερμανία, η Τσεχοσλοβακία κ.ά. Καλύπτει διδακτικές αλλά και κοινωνικές ανάγκες. Όταν η μητέρα δουλεύει πολλές ώρες, έρχεται το σχολείο να παρακολουθήσει τις σχολικές εργασίες του παιδιού και να το εντάξει στην ομαδική εργασία.
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top