17 Ιανουαρίου 2012

Όροι της Παιδαγωγικής και της Διδακτικής από το Α ώς το Ω (1)

Αγωγή Υγείας. Αποσκοπεί στη μετάδοση γνώσεων και εμπέδωση έξεων στα παιδιά και γενικότερα σε κάθε άνθρωπο, οι οποίες συμβάλλουν στην καλύτερη διαβίωση, την υγιεινή διατροφή, την καλή σεξουαλική ζωή, την αποφυγή ή τη διακοπή του καπνίσματος, την εθελοντική αιμοδοσία κ.λπ. Στο ελληνικό σχολείο, η αγωγή υγείας εντάσσεται στα Προαιρετικά Εκπαιδευτικά Προγράμματα.

Αθροιστική αξιολόγηση. Η αθροιστική αξιολόγηση λαμβάνει χώρα στο τέλος της διδασκαλίας μας, ενός κύκλου σπουδών, εξαμήνου, κ.ο.κ. Σχεδιάζεται συνήθως για να προσδιορίσουμε κατά πόσον έχουμε επιτύχει συνολικά τους στόχους της διδασκαλίας μας και χρησιμοποιείται για να βαθμολογήσουμε τους μαθητές/τριες μας ή να τους χωρίσουμε σε επιτυχείς (master) και μη επιτυχείς (non-master) σύμφωνα με κάποιο κριτήριό μας.

Αξιολόγηση τοποθέτησης. Η αξιολόγηση τοποθέτησης εξετάζει τις δυνατότητες (ή και αδυναμίες) των μαθητών/τριων να παρακολουθήσουν κάποια συγκεκριμένη διδασκαλία. Ο σκοπός της είναι να προσδιορίσει την αφετηρία καθώς και τα μέσα και τις προϋποθέσεις που θα φέρουν τα καλύτερα αποτελέσματα στη διδασκαλία μας. Η αξιολόγηση τοποθέτησης απαντά σε ερωτήματα όπως:

* έχει ο μαθητής/τρια τις δυνατότητες να ανταποκριθεί στις δυσκολίες του αντικειμένου της διδασκαλίας μας;

* μήπως απαιτείται για τον μαθητή/τριά μας να κάνουμε τη διδασκαλία μας περισσότερο ή λιγότερο απαιτητική για να έχει αποτέλεσμα;

* χρησιμοποιούμε τις κατάλληλες τεχνικές για να πετύχουμε τους στόχους μας;

Απαλλαγές μαθητών. Ένας μαθητής μπορεί να απαλλαχθεί από το μάθημα της Γυμναστικής ή της Μουσικής εφόσον αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας, μόνιμο ή παροδικό. Ο κηδεμόνας του πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση την οποία θα συνοδεύει και η σχετική ιατρική γνωμάτευση του γιατρού. Κανονικά η αίτηση αυτή θα πρέπει να υποβληθεί στον διευθυντή του σχολείου μέσα στις πέντε πρώτες μέρες από την έναρξη της σχολικής χρονιάς ή από την εμφάνιση του προβλήματος. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο μαθητής μπορεί να παραπεμφθεί στην αρμόδια σχολιατρική υπηρεσίας για να διαπιστωθεί το αληθές του λόγου του. Ιατρική βεβαίωση δεν είναι απαραίτητο να καταθέσει ο μαθητής όταν το πρόβλημά του είναι εμφανές και δεν σηκώνει αμφισβήτηση.

Αποδοκιμασία. Αποδοκιμασία είναι η εκδήλωση δυσαρέσκειας, η απόρριψη, η επίπληξη του δασκάλου προς τον μαθητή. Μπορεί να πρόκειται για μία μομφή έως μία δημόσια αποδοκιμασία. Έχει αποδειχθεί ότι η αποδοκιμασία του δασκάλου προς τον μαθητή δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Σε υπεράσπιση του εαυτού του, ο μαθητής θα αναπτύξει άμυνες ή στάσεις συμπεριφοράς, όπως είναι η προκλητική επανάληψη της κατακριτέας πράξης είτε φανερά είτε στα κρυφά ή και η παράκαμψη της πράξης με μία άλλη πράξη το ίδιο κατακριτέα. Αποκλίνουσα συμπεριφορά. Αποκλίνουσα συμπεριφορά ονομάζουμε τη συμπεριφορά που αποκλίνει από αυτήν που θεωρείται φυσιολογική συμπεριφορά, τη συμπεριφορά δηλαδή που αποδέχεται η κοινωνική ομάδα. Πρόκειται για συμπεριφορά που είναι επιζήμια όχι μόνο στους άλλους, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Την ονομάζουμε και απόκλιση. Συνήθως το άτομο που έχει αποκλίνουσα συμπεριφορά έχει και φτωχή επαφή με την πραγματικότητα, πιστεύει πράγματα τα οποία δεν τα πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι κ.ά.

Αποσχολειοποίηση. Η αποσχολειοποίηση ή το αντι-σχολείο ήταν ένα κίνημα της δεκαετίας του ΄70 και σκοπό είχε να απαλλαγεί η κοινωνία από το σχολείο. Το κίνημα αυτό αμφισβήτησε τις προθέσεις του σχολείου και τον ρόλο της εκπαίδευσης. Κύριος εκφραστής ήταν ο Ιvan Ιllich, ο οποίος υποστήριζε ότι το σχολείο ως θεσμός είναι αποτυχημένος, ότι ο άνθρωπος αποκτά τις γνώσεις έξω από αυτό και ότι υπάρχει καταπίεση με την υποχρεωτική φοίτηση στο σχολείο. Σύμφωνα με αυτό το κίνημα, το σχολείο δρα ως φυλακή του πνεύματος. Αν και η κριτική που άσκησε στο σχολείο το κίνημα της αποσχολειοποίησης ήταν αρκετά εύστοχη, παρ΄ όλα αυτά δεν κατάφερε να δώσει ικανοποιητικές εναλλακτικές απαντήσεις και λύσεις. Υποστήριζαν βέβαια ότι αν δεν υπάρξει ριζική αλλαγή στις κοινωνικές δομές, δεν θα μπορέσει να αλλάξει και η εκπαιδευτική δομή της κοινωνίας.

Αριθμομνήμονες. Αριθμομνήμονες είναι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να θυμηθούν αριθμούς, αλλά και να κάνουν πράξεις με μεγάλους αριθμούς. Οι αριθμομνήμονες μπορούν και να λύσουν από μνήμης προβλήματα που απαιτούν πράξεις με μεγάλους αριθμούς. Αρκετοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι και η ομιλία του ανθρώπου αλλά και η απομνημόνευση αριθμών προέρχονται ως ικανότητα από την ίδια διανοητική πηγή. Μόνο που ένας άνθρωπος μεγαλώνει ακούγοντας τους άλλους δίπλα του να μιλούν και σπάνια να κάνουν πράξεις ή λογαριασμούς από μνήμης. Οι αριθμομνήμονες είναι δύο ειδών: οι οπτικοί και οι ακουστικοί και έχουν την ικανότητα να κινητοποιούν τη μικροπρόθεσμη μνήμη. Άρνηση ομιλίας. Στην άρνηση ομιλίας (mutism), το άτομο αρνείται να μιλήσει, χωρίς όμως να συντρέχει κάποιο βιολογικό πρόβλημα, κάποια δυσλειτουργία. Η άρνηση ομιλίας μπορεί να είναι εκ γενετής ή υστερική ή αντιδραστική. Πολλές φορές παιδιά εμφανίζονται με αυτό το σύμπτωμα, το οποίο κατά κύριο λόγο υποδηλώνει δειλία ή άγχος και σχετίζεται συνήθως με ορισμένα πρόσωπα.

Άσκηση. Η άσκηση έχει σκοπό την εμπέδωση των γνώσεων από τον μαθητή. Γι΄ αυτόν τον σκοπό έχει μορφή επανάληψης και φυσικά πρόκειται για μία μηχανική εργασία. Η επανάληψη πάντα χρησίμευε στη μάθηση.

Αυταρχικός δάσκαλος. Ο αυταρχικός δάσκαλος (authoritarian teacher) θεωρεί ότι αυτός είναι το κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτός επιλέγει ποια γνώση είναι σημαντική για τους μαθητές και αυτή τους μεταδίδει. Ασκεί αυστηρά προσωποκεντρικό έλεγχο στους μαθητές, οι οποίοι είναι παθητικοί δέκτες και κατευθύνονται από τον δάσκαλο πώς να σκέφτονται και πώς να πράττουν.

Αυταρχική προσωπικότητα. Η αυταρχική προσωπικότητα δημιουργείται από την αυταρχική ανατροφή που είχε το συγκεκριμένο άτομο και από την αντιδημοκρατική κοινωνική του δόμηση. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δομούν μία αυταρχική προσωπικότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει με σχέσεις επιβολής- υπακοής και είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του: η αυθόρμητη εκδήλωση του αυταρχισμού και το διφυές της εξουσίας. Το άτομο με αυταρχική προσωπικότητα εκτός των παραπάνω χαρακτηρίζεται και από αγάπη για κυριαρχία ή υποταγή, ενδοστρέφεια, προστασία της ομάδας και εχθρότητα σε κάθε τι εξωομαδικό, προκαταλήψεις, στερεότυπα και κυνισμό, συντηρητισμό κ.ά. Αυταρχικοί γονείς. Οι αυταρχικοί γονείς παίρνουν μόνοι τους τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά τους, δεν τους παρέχουν δικαιώματα και δεν δέχονται αντίρρηση και άρνηση για όσα αποφασίσουν αυτοί για τα παιδιά. Χαρακτηρίζονται από δυσκαμψία στη σκέψη, αδιαλλαξία και μία προσήλωση και αυστηρότητα στην εκτέλεση των εντολών. Αυταρχισμός. Αυταρχισμός είναι όταν ο δάσκαλος προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του με τρόπο απόλυτο. Η άσκηση εξουσίας του δασκάλου όταν δεν είναι δικαιολογημένη τότε μετατρέπεται σε αυταρχισμό. Ο εξαναγκασμός είναι ο στόχος αυτού που διατάζει, απαγορεύει και βάζει αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς. Ο εξαναγκασμός μερικές φορές είναι σωματικός αλλά συνήθως ηθικός. Εξωτερικά χαρακτηριστικά του αυταρχισμού είναι ο εκφοβισμός, η καταπίεση, ο δεσποτισμός κ.ά. Αυτενέργεια. Η αυτενέργεια ως επίσημη διδακτική αρχή βρήκε τον θεωρητικό της στο πρόσωπο του Αμερικανού παιδαγωγού John Dewey, ο οποίος διακήρυξε ότι ο μαθητής πρέπει να μαθαίνει πράττοντας: η αυτενέργεια πρέπει να χαρακτηρίζει τη διδασκαλία. Αποκτώντας πρωτοβουλίες ο μαθητής παύει να είναι παθητικός, γίνεται δραστήριος και ενεργητικός. Όταν η συμμετοχή του αυτή είναι συνειδητή, τότε ο μαθητής θα γίνει πιο δημιουργικός, θα αναπτύξει αυτόνομη και ελεύθερη προσωπικότητα. Έτσι η διδασκαλία γίνεται μία βιωματική εμπειρία. Η αυτενέργεια ως παιδαγωγική μέθοδος εφαρμόστηκε από τον Σωκράτη με τη μαιευτική μέθοδο, από τον Πλάτωνα με την απορία του μαθητή. Αργότερα η ενίσχυση της αυτενέργειας στον μαθητή συναντάται στον Ρουσό και τον Φρέμπελ. Η άποψη του Ρουσό είναι γνωστή για το ότι ο νέος άνθρωπος πρέπει να μορφώνεται από την εμπειρία, καθώς και από το πόσο σημαντικά είναι τα βιώματα των μαθητών. Η αυτενέργεια ή η αυτονομία, η πρωτοβουλία, η ενεργητική συμμετοχή του μαθητή στη διαδικασία της μάθησης πρέπει να γίνεται χωρίς να υπάρχει μείωση του ρόλου του καθηγητή, αντίθετα πρέπει να υπάρχει καθοδήγηση από τον εκπαιδευτικό.

Αυτοαξιολόγηση. Αυτοαξιολόγηση είναι η διαδικασία που κάνει το άτομο για να εκτιμήσει τις δικές του προσπάθειες, τις ικανότητές του. Η αυτοαξιολόγηση έχει σκοπό την καλυτέρευση των προσπαθειών του ατόμου ή την αλλαγή τους. Ως πράξη αφορά τον ίδιο και τις δικές του ενέργειες, αφορά όμως συγκριτικά τον ίδιο με τα άλλα μέλη της ομάδας που κάνει την αξιολόγηση συγκρίνοντας τις δικές του ικανότητες. Με την αυτοαξιολόγηση το άτομο μπορεί να έχει μία σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα για τον ίδιο του τον εαυτό και θεωρείται μία χρήσιμη παιδαγωγική διαδικασία. Με αυτό τον τρόπο ο νέος μπορεί να επιλέξει ορθότερα, να έχει καλύτερη στάση απέναντι σε προβλήματα και στους άλλους της ομάδας. Η αυτοαξιολόγηση δεν σταματά μεταξύ των μαθητών, αυτή μπορεί να εφαρμοστεί ανάμεσα στους καθηγητές και σε άλλους εργαζομένους. Δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί που μυούν τους μαθητές τους σε αυτή τη διαδικασία και οι ίδιοι μαθαίνουν περισσότερα από την αυτοαξιολόγηση των μαθητών τους για αυτούς. Από τον εκπαιδευτικό δεν πρέπει να εφαρμόζεται καταναγκαστικά ενώ μερικές φορές θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται και ειδικά ερωτηματολόγια.

Αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία ως όρος πρωτοεμφανίστηκε το 1948 από τον Μerton. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της θεωρίας είναι πως αντιλαμβανόμαστε μία κατάσταση, τι χαρακτηριστικά πιστεύουμε εμείς ότι έχει και όχι πώς πραγματικά είναι μία κατάσταση, δηλαδή τα αντικειμενικά της γνωρίσματα. Η άποψη, η γνώμη που έχουμε για μία κατάσταση, αυτό που πιστεύουμε ότι είναι και όχι αυτό που πραγματικά είναι καθορίζει τη συμπεριφορά μας. Το πώς εκτιμούμε ένα γεγονός καθορίζει τη συμπεριφορά μας και όχι τι πραγματικά συμβαίνει με το γεγονός αυτό. Π.χ. έχουμε την αίσθηση ότι ένας γνωστός μάς αντιπαθεί, αυτή η εκτίμηση που κάνουμε καθορίζει και τη στάση μας απέναντί του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός όντως μας αντιπαθεί.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας είναι και τι προσδοκίες έχουμε ή προβλέψεις κάνουμε για κάποιον άλλον. Πώς δηλαδή πιστεύουμε εμείς ότι ο άλλος θα συμπεριφερθεί, πώς θα ανταποκριθεί σε ένα γεγονός. Τόσο πολύ μάλιστα μπορεί να μας επηρεάσει μία πρόγνωση για ένα συμβάν ώστε η προφητεία να θεωρηθεί αληθινή. Π.χ. οι εξε τάσεις για την ξένη γλώσσα ήταν τόσο δύσκολες, ώστε όλοι οι γνωστοί απέτυχαν. Ενώ κατέχω την ξένη γλώσσα καλά, έχω τόσο άγχος για τη δυσκολία της εξέτασης, που στο τέλος αποτυγχάνω και εγώ. Έτσι η προφητεία ότι θα αποτύχω κι εγώ βγήκε αληθινή.

Για την εφαρμογή της αυτοεκπληρούμενης προφητείας έχουν γίνει πολλά πειράματα σε σχολεία. Η πιο γνωστή μελέτη είναι δύο καθηγητών του Ηarvard, των Rosenthal και Jacobson. Σε ένα Δημοτικό σχολείο μοίρασαν ένα τεστ νοημοσύνης. Στους δασκάλους του σχολείου παραπλανητικά είπαν ότι αυτή η ομάδα των παιδιών έχει υψηλό δείκτη νοημοσύνης και αυτή η ομάδα των παιδιών έχει χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. Το αποτέλεσμα ήταν στο τέλος της χρονιάς τα παιδιά που θεωρούνταν... πιο έξυπνα να έχουν καλύτερες επιδόσεις στα μαθήματα από αυτά τα παιδιά που θεωρούνταν... λιγότερο έξυπνα. Οι ίδιοι οι δάσκαλοι επηρεάστηκαν και επηρέασαν, ενώ πίστεψαν ότι κάποια παιδιά αποδίδουν καλύτερα, κάποια παιδιά είναι καλύτεροι μαθητές και έτσι τους αντιμετώπισαν. Οι αποδόσεις των μαθητών επιβεβαίωσαν την προφητεία, αφού και οι ίδιοι οι δάσκαλοι ασυνείδητα συμπεριφέρονταν διαφορετικά στις δύο ομάδες.

Στην τάξη μέσα ο δάσκαλος κατηγοριοποιεί τους μαθητές- ικανός, πολύ ικανός, λιγότερο ικανός κ.λπ. Αυτή η κατηγοριοποίηση φαίνεται από τη συμπεριφορά του δασκάλου και ο μαθητής εισπράττει τις προσδοκίες του δασκάλου. Ο πιο συναισθηματικός μαθητής, αυτός που είναι πιο ευάλωτος, αφομοιώνει τις προβλέψεις του δασκάλου και ανταποκρίνεται σε αυτό. Έτσι η προφητεία του δασκάλου εκπληρώνεται.

Αυτοσεβασμός. Ο αυτοσεβασμός είναι η αυτοεκτίμηση που έχει ένα άτομο για τον εαυτό του. Η εκτίμηση που έχει στις αξίες και τις ικανότητές του. Ο βαθμός του αυτοσεβασμού ενός ατόμου επηρεάζει τη συμπεριφορά του, το φέρσιμό του. Ο χαμηλός αυτοσεβασμός, η χαμηλή αυτοεκτίμηση καταλήγει στην άρνηση, την απο γοήτευση, τη μελαγχολία κ.λπ. Αυτοϋπαγόρευση και αυτοδιόρθωση της ορθογραφίας. Πρόκειται για μία μέθοδο που βοηθά τον μαθητή να μάθει ορθογραφία. Ο μαθητής απομνημονεύει λέξεις ή φράσεις και τις γράφει. Μετά ο ίδιος διορθώνει τα λάθη του. Όλη αυτή η διαδικασία της απομνημόνευσης και της γραφής γίνεται χωρίς βοήθεια από άλλους. Για να αποδώσει αυτή η τεχνική, είναι προτιμότερο ο μαθητής να επιλέγει μόνος του το κομμάτι που πρέπει να απομνημονεύσει, αφού αυτός ξέρει καλύτερα τις ορθογραφικές του αδυναμίες. Το κείμενο πρέπει να είναι σχετικά σύντομο και να μην περιέχει ιδιαίτερες δυσκολίες. Αυτή η μέθοδος πρέπει να εφαρμόζεται συχνά, και αν γίνεται καθημερινά. Η τεχνική αυτή αποδεικνύεται προσφορότερη από την τακτική να γράφει ο μαθητής καθ΄ υπαγόρευση του δασκάλου. Η απομνημόνευση του αυξάνει την κρίση, τον κάνει πιο αυτόνομο και υπεύθυνο.

Βαθμός. Ο βαθμός σκοπό έχει να υπολογίσει με αριθμό το αποτέλεσμα της προσπάθειας του μαθητή. Όσο μεγαλώνει ο βαθμός τόσο του γίνεται και πιο θετική αξιολόγηση από τον δάσκαλο. Η τελική βαθμολογία έχει διπλά αποτελέσματα- ή επιτρέπει στον μαθητή να συνεχίσει τη μαθησιακή διαδικασία ή του αναστέλλει την πορεία, δηλαδή ή τον προάγει ή τον απορρίπτει. Η βαθμολόγηση γίνεται συνήθως με αριθμούς σε διάφορες κλίμακες, ανάλογα με τη χώρα αλλά και με τη χρήση γραμμάτων και επιθέτων.

Βιωματική- Επικοινωνιακή Διδασκαλία. Πρόκειται για ένα πλέγμα διδακτικών διαδικασιών που έχουν ως αφόρμη βιωματικές καταστάσεις, δηλαδή ανάγκες, προβλήματα και απορίες του παιδιού που πηγάζουν από την καθημερινή ζωή, καθώς και από τις εμπειρίες και τις ανησυχίες που του δημιουργούνται μέσα στον κοινωνικό περίγυρο στον οποίο ζει. Οι διδακτικές αυτές διαδικασίες προσπαθούν να εισαγάγουν τον μαθητή στον κόσμο της γνώσης με σημείο αναφοράς τα βιώματά του. Βιωματική- Επικοινωνιακή μάθηση. Η Βιωματική- Επικοινωνιακή μάθηση στηρίζεται στα βιώματα των μελών της ομάδας και επιχειρεί στο πλαίσιο ισότιμων επικοινωνιακών σχέσεων να εντοπίσει κοινούς προβληματισμούς, κοινά ενδιαφέροντα που θα διαμορφώσουν τη μορφή και το αντικείμενο δράσης.

Βραδυλαλία. Η βραδυλαλία είναι ο αργός τρόπος ομιλίας ενός ανθρώπου, δηλαδή είναι μία διαταραχή του λόγου. Στη βραδυλαλία υπάρχει παράταση στους φθόγγους, απόσταση από τη μία λέξη στην άλλη ή κενά μέσα στην πρόταση, χωρίς αυτό να το απαιτεί το νόημα της πρότασης.

Βραδυμαθής. Πρόκειται για τον μαθητή οι μαθησιακές ικανότητες του οποίου είναι κάτω από τον γενικό μέσο όρο των μαθητών. Ο δείκτης νοημοσύνης του είναι χαμηλός και συνήθως αυτός ο μαθητής αντιμετωπίζεται ως νέος με ειδικές ανάγκες. Ενώ θα μπορούσε να αποδίδει στους βαθμούς μέτρια, η αργή μάθηση τον κάνει να μένει πίσω, να έχει κενά και μόνο αν βοηθηθεί από τον δάσκαλο θα μπορέσει να έχει ένα αποτέλεσμα.

Γλωσσικό σφάλμα. Η προφορική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων συχνά δίνει την εντύπωση ότι έχει το δικαίωμα να αποκλίνει σημαντικά από τους κανόνες που χαρακτηρίζουν τον προφορικό λόγο.

Γνώση. Σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις, η γνώση αντιμετωπίζεται ως εξής:

Α. Η Ψυχολογία τη χωρίζει σε δύο κατηγορίες: Τη διαδικαστική γνώση, η οποία αναφέρεται στην ικανότητα της παρατήρησης, ταξινόμησης, εξαγωγής συμπερασμάτων κ.λπ.

Τη δηλωτική ή προτασιακή γνώση, η οποία αναφέρεται στη συστηματική γνώση που έχουμε για κάτι, στο περιεχόμενο της επιστήμης.

Β. Άλλοι πιστεύουν ότι η γνώση είναι μια αντικειμενική συλλογή γεγονότων και σχέσεων που απευθύνεται σε άτομα που έχουν παρόμοιες αναπαραστάσεις.

Γ. Μια τρίτη θεώρηση εντοπίζει «σώματα» (corpora) γνώσης σε πέντε περιοχές: Στην επιστήμη των επιστημόνων, του αναλυτικού προγράμματος, των διδασκόντων, των μαθητών και των σπουδαστών.

Δ. Ο Εποικοδομισμός πιστεύει ότι η γνώση αποτελεί ανθρώπινο κατασκεύασμα και δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τους «γνώστες». Δεν μπορεί να μεταδοθεί με τη γλώσσα, αλλά απαιτεί άμεση ανάμειξη του υποκειμένου για να χτιστεί πάνω στην προϋπάρχουσα σ΄ αυτό γνώση. Η θεωρία αυτή χωρίζει τη γνώση σε προσωπική και δημόσια.

Η δημόσια γνώση κατασκευάζεται από τους επιστήμονες και αξιολογείται από τους ίδιους με βάση τη λογική και τον πειραματικό έλεγχο.

Η προσωπική γνώση κατασκευάζεται από τα άτομα στην προσωπική τους ζωή με τρόπο παρόμοιο με εκείνο των επιστημόνων.

Ενώ η πραγματικότητα είναι αντικειμενική, η γνώση δεν είναι. Αποτελεί μονάχα μια αναπαράστασή της. Ο μόνος έλεγχος της γνώσης είναι το πείραμα και η εμπειρία. Υπάρχει περίπτωση η γνώση να φαίνεται έγκυρη και να ερμηνεύει τις εμπειρίες μας, να μην είναι εντούτοις ορθή. Ο μόνος έλεγχος για την ισχύ των κατασκευών της γνώσης είναι ο βαθμός εναρμόνισής της με την εμπειρία και άρα μπορεί να υπάρξουν πολλές τέτοιες κατασκευές που να ερμηνεύουν την εμπειρία ικανοποιητικά, οπότε όλες μπορεί να θεωρηθούν «σωστές».

Γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Πιαζέ, η νοητική ανάπτυξη είναι κάτι περισσότερο από γνώση. Πέραν της μάθησης, η ανάπτυξη περιέχει συναισθηματικά, κοινωνικά και δεοντολογικά ή ηθικά στοιχεία.

Γονότυπος- φαινότυπος. Γονότυπος είναι το γενετικό υπόστρωμα του ανθρώπου και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον φαινότυπο, το σύνολο των ορατών χαρακτηριστικών του που έχουν αναπτυχθεί στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.

Γραπτές εργασίες. Οι γραπτές εργασίες εφαρμόζονται στο σχολείο και σχετίζονται με τη γλωσσική έκφραση που είναι κύριο αντικείμενο του γλωσσικού μαθήματος. Οι γραπτές εργασίες βοηθούν τον δάσκαλο να καταλάβει ποιο είναι το γνωστικό και μορφωτικό επίπεδο των μαθητών του από τη μία και από την άλλη να διαπιστώσει τη δική του διδακτική αποτελεσματικότητα. Τα αποτελέσματα των γραπτών εργασιών θα τον βοηθήσουν να επιφέρει βελτιώσεις όπου χρειάζεται, να διαπιστώσει ποια είναι τα κενά των μαθητών του, πού υπάρχει σύγχυση.

Υπάρχουν ποικίλα είδη γραπτών εξετάσεων. Ουσιαστικά ο δάσκαλος μπορεί να υποβάλει σε γραπτή εξέταση έναν μαθητή από τη στιγμή που αυτός μάθει να διαβάζει και να γράφει.

Τα είδη των γραπτών εργασιών μπορεί να είναι:

1. Γραπτές εργασίες στα γλωσσικά μαθήματα, όπως στη γραμματική, στην έκθεση, στις έννοιες των λέξεων κ.ά.

2. Γραπτές εργασίες σε θέματα κοινωνικών επιστημών όπως περιλήψεις ενοτήτων και παρατηρήσεις σε θέματα κοινωνικού, θρησκευτικού, ιστορικού ή άλλου ενδιαφέροντος.

Γυμναστικές επιδείξεις. Αγωνιστικές και γυμναστικές σχολικές επιδείξεις που γίνονταν στο τέλος του σχολικού έτους δημόσια ενώπιον γονέων και εκπαιδευτικών αρχών. Θεσπίστηκαν με ειδικό νόμο το 1899, έπειτα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα το 1896. Καταρ γήθηκαν το 1975 γιατί, σύμφωνα με τους εισηγητές της κατάργησης, η προετοιμασία τους προκαλούσε πίεση και άγχος τους μαθητές τους τελευταίους μήνες του σχολικού έτους. Στην πραγματικότητα, οι γυμναστικές επιδείξεις ήταν το απολίθωμα μιας ξεπερασμένης και εν μέρει ρατσιστικής αντίληψης για την παιδαγωγική που πρόβαλλε την πειθαρχία και το ιδανικό του ωραίου σώματος, περιθωριοποιώντας όσα παιδιά δεν ανταποκρίνονταν σε αυτό και φυσικά τα παιδιά με ειδικές ανάγκες.

Δασκαλοκεντρική Μέθοδος. Η δασκαλοκεντρική μέθοδος είναι ένας παθητικός τρόπος εκπαίδευσης και έχει καταδικαστεί από την παιδαγωγική επιστήμη. Σε αυτή τη μέθοδο ο δάσκαλος γνωρίζει, κατέχει τις γνώσεις και οι μαθητές πρέπει να τις μάθουν, να τις αφομοιώσουν ενώ ο δάσκαλος μιλάει και οι μαθητές ακούνε και διαβάζουν από το βιβλίο. Τη μέθοδο αυτή στηρίζει ένας μηχανισμός πειθαρχίας, καταστολής, στείρων επαναλήψεων, εξάσκηση μνήμης και αποστήθιση. Στη δασκαλοκεντρική προσέγγιση ο δάσκαλος σχεδιάζει και ο μαθητής ακολουθεί.

Δασκαλοκεντρική Παιδαγωγική. Η δασκαλοκεντρική παιδαγωγική θεωρεί πως η μάθηση έρχεται σε σύγκρουση με τη φυσική διάθεση του ανθρώπου για οκνηρία, παίγνια και άσκοπες δραστηριότητες. Οι απόψεις αυτές κυριαρχούν μέχρι τον Διαφωτισμό. Η εκπαίδευση νοείται ως «εκστρατεία» των ενηλίκων (των εκπαιδευτών) ενάντια στις φυσικές έξεις των μαθητευομένων. Μία ολόκληρη τεχνολογία, βασισμένη στην πειθαρχία, την καταστολή και τις μηχανικές «από στήθους» επαναλήψεις αναπτύσσεται προκειμένου να καταληφθεί το φρούριο της ανθρώπινης άγνοιας. Και όταν η Καθολική εκκλησία, προσπαθώντας να απαντήσει στη Μεταρρύθμιση με άλλους τρόπους από τα βασανιστήρια της Ιεράς Εξέτασης αναθέτει στους Ιησουίτες την εκπαίδευση στην Πίστη, εκείνοι σχεδιάζουν μία εκπαιδευτική τεχνολογία που καθιερώνει την καθιστή θέση, τη μετωπική διδασκαλία, τη χρήση εξωτερικών κινήτρων, και πλήθος άλλων στοιχείων που επιζούν έως σήμερα. Για τούτο αρκετοί ονομάζουν αυτήν την παιδαγωγική παράδοση «Ιησουίτικη». Διότι οι Ιησουίτες είναι που σχεδίασαν τον εκπαιδευτικό θεσμό ως ένα εργαλείο «πολέμου» ενάντια στη φυσική ροπή του ανθρώπου προς την άγνοια.

Δημοκρατικός δάσκαλος. Ο δημοκρατικός δάσκαλος (democratic teacher) καθοδηγεί την τάξη του κάθε στιγμή. Αυτός ορίζει ποιο θα είναι το μάθημα αλλά δίνει πρωτοβουλίες στους μαθητές του για να αναπτύξουν δεξιότητες και ενδιαφέροντα. Καθοδηγεί την ομάδα των μαθητών να ανακαλύψουν τη γνώση μαζί.

Δημοκρατικό κλίμα στην τάξη. Αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα μάθησης για την προοδευτική παιδαγωγική και για την πλειονότητα των παιδαγωγών. Στοιχεία του δημοκρατικού κλίματος είναι η επικοινωνία εκπαιδευτικού - μαθητών, η αυτονομία, η ελευθερία και η υπευθυνότητα καθενός από τους μετέχοντες στη μαθησιακή/ εκπαιδευτική διαδικασία. Για τη δημιουργία και την ενίσχυση του δημοκρατικού κλίματος, ο εκπαιδευτικός πρέπει να αποφεύγει το κυριαρχικό στυλ διδασκαλίας και να έχει τον ρόλο του συντονιστή των μαθητών τόσο σε συζητήσεις που προωθούν τη μάθηση όσο και σε ερευνητικές εργασίες που κάνουν οι ίδιοι. Διαγνωστικά τεστ. Το διαγνωστικό τεστ είναι μία μέθοδος εξέτασης που χρησιμοποιείται στα σχολεία και αλλού. Με αυτόν τον τρόπο εξέτασης μπορεί να γίνει διάγνωση των αδυναμιών που έχει ο μαθητής. Είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε, με μία σειρά από κλιμακούμενα τεστ τα οποία θα περιέχουν τα βασικά στοιχεία του θέματος, να μπορεί να σημειωθεί με ακρίβεια η όποια δυσκολία έχει ο μαθητής. Σίγουρα ο δάσκαλος δεν μπορεί με τη διαίσθηση μόνο να κάνει και τη διάγνωση. Υπάρχουν παιδιά που δυσκολεύονται στην ανάγνωση ή την αριθμητική. Με μία σειρά από αυτά τα τεστ μπορεί να γίνει η ακριβής διάγνωση. Βέβαια κυκλοφορούν και μέθοδοι με τις οποίες προσπαθούν να μετρήσουν ποσοτικά την ικανότητα του μαθητή. Καταλήγουν δηλαδή σε συμπεράσματα όπως μέτριο παιδί, κάτω ή πάνω από το μέτριο κ.λπ. Αυτές οι κατηγορίες των τεστ σίγουρα δεν βοηθούν στη διάγνωση των δυσκολιών όσο βοηθούν τα περισσότερο αναλυτικά.

Διαγνωστική Αξιολόγηση. Σκοπός των διαγνωστικών δοκιμασιών είναι:

* Να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς να προσδιορίσουν το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται οι μαθητές τους, ώστε να εφαρμόσουν τα ανάλογα σχέδια διδασκαλίας.

* Να διερευνήσουν αν οι μαθητές διαθέτουν τις προαπαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες, για να παρακολουθήσουν χωρίς προβλήματα τη διδασκαλία της νέας ύλης.

* Να επισημάνουν τις ελλείψεις τους για να συμπληρωθούν με τον προσφορότερο, κατά την κρίση του διδάσκοντος, τρόπο κατά τη διδασκαλία στην τάξη ή όπου κρίνει σκόπιμο μέσω της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης- Ενισχυτικής Διδασκαλίας.

Διαθεματικά Πλαίσια Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ). Τα Διαθεματικά Πλαίσια Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ) επιδιώκουν τη σύνδεση ενός γνωστικού αντικειμένου με άλλα συγγενικά ή εφαπτόμενα και με τον πραγματικό κόσμο. Με τα Διαθεματικά Αναλυτικά Προγράμματα επιδιώκεται να δει ο μαθητής με την ολιστική προσέγγιση της γνώσης την ενότητα μέσα από την πολυμορφία. Αποβλέπουν στη βιωματική και συμμετοχική μάθηση, στην άνοδο της ποιότητας στην εκπαίδευση, στην επικαιροποίηση της γνώσης, στην υπεύθυνη πληροφόρηση και στο άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία.

Διαθεματικότητα ή «Διαθεματική» προ σέγγιση της γνώσης. Με τον όρο αυτόν εννοούμε ότι ένα μάθημα ή ένα γνωστικό αντικείμενο δεν πρέπει να προσεγγίζεται μόνο από την παραδοσιακή του σκοπιά, αλλά αντίθετα θα πρέπει να θεωρείται ως αποτέλεσμα πολλών επί μέρους επιστημονικών πεδίων. Επικρατεί η άποψη ότι τα μαθήματα δεν είναι μόνο ένα σύνολο γνώσεων και κατάκτηση ενός συγκεκριμένου επιπέδου ικανοτήτων, αλλά και μία διαδικασία.

Σύμφωνα με τον Διονύση Παρούτσα, έχει μεγάλη σημασία ο πλούτος της εμπειρίας που αποκτάται κατά τη διαδικασία της μάθησης και όχι μόνο η ποικιλία των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν.

Υιοθετείται το εποικοδομητικό μοντέλο διδασκαλίας. Μέσα από δραστηριότητες παρμένες από τη ζωή και τα ενδιαφέροντα των μαθητών, το παιδί με τη συνεργασία των μελών της ομάδας του και τη φθίνουσα καθοδήγηση του δασκάλου αναπτύσσει γνωστικές συγκρούσεις, αναδομεί τις ιδέες του και οικοδομεί τις βασικές γνώσεις.

Προτείνει ως διδακτικά εργαλεία μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας και πολλά εποπτικά υλικά (CD RΟΜ, μαθηματικά λογισμικά, βιντεοταινίες, υπολογιστές τσέπης, κυβικά και τετραγωνικά μέτρα συναρμολογούμενα, ζυγαριές, κλεψύδρες, ρολόγια, γεωπίνακες κ.λπ.).

Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Κ. Χρυσαφίδη, η Διαθεματικότητα διαμορφώνει το γνωστικό πεδίο όχι απλώς ως προσπάθεια συμβολής στις αναζητήσεις των επιμέρους επιστημονικών κλάδων με τη συνδρομή και των υπόλοιπων, αλλά ως μια αλληλουχία επιμέρους θεματικών ενοτήτων, που πηγάζουν από αυθόρμητους προβληματισμούς- ανάγκες της καθημερινότητας, με όλη την επιστημονική διάσταση που εμπεριέχουν. Η διαπραγμάτευση των θεματικών ενοτήτων ακολουθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση. Έτσι η σχολική ζωή δεν ακολουθεί τις προδιαγραφές των επιμέρους επιστημών, αλλά εντοπίζει πεδία ενδιαφερόντων, στα οποία καλούνται οι επιμέρους επιστημονικοί κλάδοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Διαθεματικότητα/ Διεπιστημονικότητα. Η διαθεματικότητα (cross-thematic integration) θα μπορούσε να ορισθεί ως τρόπος οργάνωσης του Α.Π. που αντιμετωπίζει τη γνώση ως ενιαία ολότητα, την οποία προσεγγίζει συνήθως μέσα από διερεύνηση θεμάτων, ζητημάτων, προβληματικών καταστάσεων, που παρουσιάζουν κατά την κρίση των μαθητών ενδιαφέρον. Η διεπιστημονικότητα (inter-disciplinarity) είναι τρόπος οργάνωσης των Α.Π., που διατηρεί τα διακριτά μαθήματα στη διάταξη της σχολικής γνώσης, αλλά με διαφόρους τρόπους προσπαθεί να συσχετίζει το περιεχόμενό τους. Σε μια διαθεματική/ διεπιστημονική προσέγγιση ένα θέμα μελετάται από κάθε άποψη με τη συμβολή δεξιοτήτων από άλλες επιστήμες και από τη ζωή. Το θέμα ή η έννοια μπορεί να μελετηθεί σε συγχρονία και διαχρονία είτε παραγωγικά είτε επαγωγικά.

Διαμορφωτική αξιολόγηση. Χρησιμοποιείται για να εκτιμήσει την πρόοδο της διδασκαλίας μας. Σκοπός είναι να παρέχει συνεχή ανατροφοδότηση σε μαθητές/τριες και καθηγητές. Η διαμορφωτική αξιολόγηση (formative evaluation) εξαρτάται από τις ειδικά διαμορφωμένες δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλουμε τους μαθητές/τριές μας αφού ολοκληρώσουμε συγκεκριμένα κομμάτια της διδασκαλίας μας. Οι δοκιμασίες που σχεδιάζουμε κι εφαρμόζουμε είναι συνήθως κριτηρίου κι εξετάζουν τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας που επιδιώκουμε. Μερικές φορές μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και σταθμισμένες δοκιμασίες ή και απλές τεχνικές παρατήρησης στις οποίες εστιαζόμαστε στη «βελτίωση» των μαθητών/τριών μας και στα πιθανά λάθη και αδυναμίες τους. Τα αποτελέσματα της διαμορφωτικής αξιολό γησης δεν χρησιμοποιούνται συνήθως για να βαθμολογήσουμε.

Διδακτικό υλικό. Εννοούμε όποιο υλικό χρησιμοποιεί ο δάσκαλος ή και οι μαθητές κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας. Διδακτικό υλικό φυσικά είναι τα σχολικά βιβλία, μπορούν όμως να νοηθούν ως διδακτικό υλικό και διάφορα όργανα ή συσκευές, πληροφοριακό υλικό ή φύλλα εργασίας και οτιδήποτε θα κάνει το μάθημα κατανοητό. Διδακτικό υλικό μπορεί να δημιουργήσει και ο δάσκαλος αλλά και οι μαθητές και μπορούν σε ένα μάθημα που το απαιτεί για την κατανόησή του να προσκομίσουν σχετικά και παρεμφερή κείμενα, φωτογραφίες και όποιο άλλο υλικό σχετίζεται.

Δραματοποίηση στη διδασκαλία (Εducational drama). Προϋποθέτει όλους τους τύπους και τις μορφές της αυτοσχέδιας δραματοποίησης με στόχο τα επιθυμητά εκπαιδευτικά αποτελέσματα από τον δάσκαλο. Ως όρος- η δραματοποίηση στη διδασκαλία- δεν είναι ο μόνος που χρησιμοποιείται για αυτού του τύπου τη διδασκαλία. Άλλοι όροι είναι η δημιουργική δραματική τέχνη, η δραματοποίηση στην τάξη και η ανεπίσημη δραματική παράσταση στην τάξη. Παλαιότερα η Ward, το 1957, με το ίδιο περιεχόμενο χρησιμοποιούσε τον όρο «κάνω θέατρο». Οι πρώτες δασκάλες που χρησιμοποίησαν τη δραματοποίηση στη διδασκαλία ήταν στην Αμερική η Winifred Ward και στην Αγγλία η Dorothy Ηeathcote.

Η δραματοποίηση πρέπει να είναι πηγαία, να έχει αυτοσχεδιασμό, να συμπεριλαμβάνει δραματοποίηση της υπόθεσης, ίσως και παντομίμα, θέατρο με κούκλες ή και όποιο άλλο μέσο βοηθά στη δραματοποίηση.

Ασκείται με επιτυχία σε όλα τα στάδια της ηλικίας του μαθητή, από την προσχολική ηλικία μέχρι και την πιο προχωρημένη. Η δραματοποίηση στη διδασκαλία έχει εφαρμοστεί με επιτυχία και σε παιδιά με προβλήματα όπως φυσικές αναπηρίες, πνευματική καθυστέρηση κ.ά.

Αυτό που γίνεται συνήθως μέσα στην τάξη είναι ο δάσκαλος να είναι ο ηθοποιός και οι μαθητές να παρακολουθούν, να είναι δηλαδή οι θεατές. Θα ήταν ακόμη πιο αποτελεσματική η μέθοδος αν και οι μαθητές έπαιρναν μέρος και σε συνεργασία με τον δάσκαλο γίνονταν μέρος της διαδικασίας.

Οι μαθητές μέσα από τη δραματοποίηση στη διδασκαλία μπορούν να ασκηθούν στην παντομίμα και το παίξιμο ενός ρόλου, αλλά και να μάθουν να αυτοσχεδιάζουν. Επίσης οι μαθητές καθίστανται ικανοί να συνειδητοποιούν λεπτές διαφορές, να εκτελούν διαταγές, να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις, να παίρνουν αποφάσεις.

Δυσρυθμία. Είναι ο άλλος όρος για τον τραυλισμό, δηλαδή για τη διαταραχή του ρυθμού της ομιλίας.

Δυσπροσωδία. Το άτομο που έχει δυσπροσωδία έχει διαταραχές στη μελωδία της γλώσσας, έχει μονότονη ομιλία και μερικές φορές δίνει την εντύπωση ότι έχει ξενική προφορά. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται σε άτομα που είναι κωφά και βαρήκοα.

Δυσγραφία. Η δυσγραφία είναι μία βλάβη, δυσλειτουργία του ανθρώπου στη γραφή. Δεν μπορεί να σχηματίσει ολόκληρες τις λέξεις και η αιτία της δυσγραφίας οφείλεται σε ζημιά, ανωμαλία της κινητικής περιοχής του εγκεφαλικού φλοιού. Ο άνθρωπος που έχει δυσγραφία δεν μπορεί το οπτικό ερέθισμα που έχει για το γράμμα, τη λέξη, να το μεταφέρει στην κίνηση του χεριού του. Η δυσγραφία, βέβαια, ενδέχεται να μην οφείλεται σε βλάβη αλλά τα αίτιά της να είναι συναισθηματικές διαταραχές του μαθητή. Ο δάσκαλος, κυρίως στα πρώτα μαθητικά χρόνια του μαθητή, μπορεί να διαγνώσει τη δυσγραφία και με κατάλληλες ασκήσεις να προσπαθήσει να τη διορθώσει.

Δυσλαλία. Είναι μια διαταραχή του λόγου. Πολλές φορές, αντί για δυσλαλία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος δυσαρθρία. Πρόκειται για κάποια μορφή αλαλίας, μία κινητική αφασία. Αυτός που έχει δυσλαλία έχει κακή άρθρωση και η αιτία του φαινομένου πιθανόν βρίσκεται σε κάποια βλάβη των γλωσσικών του οργάνων παρά σε κάποιο πρόβλημα στα μέρη του εγκεφάλου που ελέγχουν την ομιλία.
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top