23 Ιανουαρίου 2012

Γυναικεία χειραφέτηση και εθνική αφύπνιση

Προεπαναστατικές γυναίκες που διατηρούσαν το επώνυμό τους και μετά το γάμο...


Μπορεί στην οθωμανική επικράτεια, σύμφωνα με τη μουσουλμανική νομική πρακτική, να αντιστοιχούσαν δύο γυναικείες μαρτυρίες σε μια ανδρική, μπορεί ο άγγλος λοχαγός Leake να συνάντησε στην Τριπολιτσά γυναίκες που στα τριάντα τους φαίνονταν όλες γριές επειδή δούλευαν στα χωράφια από νύχτα σε νύχτα, μπορεί στα τέλη του 19ου αιώνα στο Μαυροβούνιο οι γυναίκες να φορτώνονταν σαν κανονικά υποζύγια ελλείψει αμαξών και δρόμων, μπορεί ακόμη και ο Νικηφόρος Λύτρας στον πίνακά του «Επιστροφή από το Πανηγύρι», εν έτει 1870, ν' απεικονίζει τη γυναίκα πεζή και φορτωμένη με το μικρό της, δίπλα από τον, επί όνου, γλεντοκόπο σύζυγο, όμως ήδη από τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης η μακρά διαδικασία της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης συμπαρέσερνε στο δρόμο της τους όρους και της γυναικείας.

Μέσα στη γενικευμένη συνθήκη της καθημερινής εκμετάλλευσης και της γυναικείας υποταγής, ξεπήδησαν, άλλοτε στην κορυφή και άλλοτε στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας, μεμονωμένες, αιρετικές συμπεριφορές που προανήγγειλαν τη διεκδίκηση της ισότητας των δύο φύλων. Πρόκειται για συμπεριφορές γυναικών της ανώτερης προυχοντικής και εμπορικής τάξης που συνεπικουρούσαν τους άνδρες τους στη διευθέτηση των πολιτικών και οικονομικών υποθέσεων ή που τους αντικαθιστούσαν επάξια όταν χρειαζόταν αλλά και για τις γυναίκες «της κατωτέρας τάξεως» που για να εξυπηρετήσουν τη μικρή οικογενειακή επιχείρηση, έπρεπε να ξεχάσουν τον ασφυκτικό κοινωνικό καθωσπρεπισμό της εποχής, αν ήθελαν να συναντήσουν και να δελεάσουν τους αγοραστές των προϊόντων τους.

Περί το 1810, ο Άγγλος περιηγητής και λογοτέχνης, John Galt, ξαφνιάστηκε με τη φαινομενική «ακολασία» των γυναικών της Χίου, σε αντίθεση μάλιστα με τη συστολή των γυναικών της Πελοποννήσου, και εξήγησε το παράδοξο με τη συμμετοχή των πρώτων στο τοπικό εμπόριο:

«Αι γυναίκες της Χίου υπήρξαν πάντοτε περίφημοι δια τα θέλγητρά των και την ελευθερίαν των τρόπων των. Εν αντιθέσει προς τας γυναίκας της Πελοποννήσου αι γυναίκες της Χίου είναι αναμφιβόλως καταπληκτικώς ελεύθεραι. Δεν δύναμαι όμως να εννοήσω πώς τινές των συμπατριωτών μας, πολύ δε ολιγώτερον Γάλλοι, είναι δυνατόν να εκπλήσσωνται με τους τρόπους αυτών• εις εμέ φαίνονται ούτοι ομοιότατοι προς τους των γυναικών μας.»[1]

Ένας δρόμος λοιπόν για την ανατροπή παγιωμένων έμφυλων συμπεριφορών ήταν η συμμετοχή των γυναικών στο μικρεμπόριο και ένας άλλος, η αναγκαστική διαχείριση του οικονομικού και πολιτικού συμφέροντος από τις γυναίκες των μεγάλων προυχοντικών οικογενειών. Και στις δυο περιπτώσεις οι αποκλίσεις από τον κανόνα υπηρετούσαν το οικογενειακό συμφέρον. Αν και δεν θα μπορούσαν λοιπόν οι γυναίκες να λειτουργήσουν με γνώμονα την προσωπική τους ανεξαρτησία, προοιώνιζαν εν τούτοις μερικές από τις βασικές κατακτήσεις της γυναικείας χειραφέτησης.

Τρεις περιπτώσεις, μία στη Μολδοβλαχία και δύο στον Μοριά, μαρτυρούν για τη διατήρηση του πατρικού επιθέτου των γυναικών, και μάλιστα σε δύο απ' αυτές το γένος της μητέρας μετεδόθη στο σύζυγο ή στα παιδιά:

Ο Δημήτριος Καταρτζής ή Φωτιάδης (1730-1807), επιφανής φαναριώτης και διαφωτιστής, δανείστηκε το επίθετο με το οποίο έγινε γνωστός, από το αρχοντικό γένος της συζύγου του, κόρης βογιάρων.

Το όνομα δε του πρωτοστάτη των Ορλωφικών και πρόκριτου Καλαμάτας, Παναγιώτη Μπενάκη, διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας από την κόρη του Παντζεχρούλα Μπενακοπούλα. Παρότι ο γαμπρός, Μιχαλάκης, ανιψιός του Μητροπολίτη Μονεμβασιάς και Καλαμάτας, φερόταν ως γόνος παλαιάς βυζαντινής οικογένειας, το συνοικέσιο περιλάμβανε τον όρο, όχι μόνο να διατηρήσει η Παντζεχρούλα το επίθετό της, αλλά και τα παιδιά που θα γεννηθούν «να λάβουν το μητρεπώνυμον δια να μην εκλείψει το όνομα της ιστορικής οικογενείας».

Η Μαρία Κουγιά, μητέρα και αδελφή προκρίτων στην προεπαναστατική Τριπολιτσά και, σύζυγος δύο δραγουμάνων του Μοριά, διατήρησε το πατρικό της επίθετο, αν και δεν όφειλε να διαιωνίσει το οικογενειακό όνομα, καθώς τα παιδιά της έφεραν τα επίθετα των πατέρων τους και ο αδελφός της Σωτήρος Κουγιάς, προεστός στη Τριπολιτσά, είχε ήδη τη δική του οικογένεια.

Στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, οι γυναίκες κατάκτησαν προωθημένους δημόσιους ρόλους και ανατρεπτικές συμπεριφορές. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στις πασίγνωστες καραβοκύρισσες Μπουμπουλίνα και Μαντώ Μαυρογένους που συμμετείχαν ενεργά. Θα επιχειρήσουμε από τα ψήγματα των γραπτών πληροφοριών να παρακολουθήσουμε τις ιδεολογικές μετατοπίσεις που βλέπουν τη γυναίκα αυθύπαρκτη και ενεργή στο δημόσιο χώρο:

Ο Νικόλαος Κασομούλης, νεαρός οπλαρχηγός, γνώρισε στη Νάξο την πρωτοχρονιά του 1822 την αρχόντισσα «κοκκώνα ντουντού» Μαρκοπολίτη, η οποία τον σαγηνεύσε με όλα τα παραδοσιακά γυναικεία τερτίπια, για να εξασφαλίσει προστασία εν μέσω των ταραχών που είχαν ενσκήψει στο νησί. Ο Κασομούλης, με «κλεμμένο το νου», περιγράφει τα «ψυχικά και σωματικά» της χαρίσματα ποτισμένα στον δικό του ενθουσιασμό και τους ήχους της επανάστασης. Τα γυναικεία προτερήματα έχουν τώρα μεταφερθεί από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο, και η γυναικεία συστολή έχει αντικατασταθεί από την «ανδρίκεια ωραιότητα» και την ελευθερία της έκφρασης.

«Το εσπέρας εκπλεύσαντες εφθάσαμεν εις Νάξον [...] Επάνω εις τα βουνά ευρίσκετο η κοκκώνα δουδού Μαρκοπολίτισσα [...] Εξετάζοντάς την ιδιαιτέρως με τον εαυτόν μου και κρίνων αυτήν ηθικώς έβλεπα ότι είχεν πνεύμα μεγάλον και ψυχήν γενναίαν.

Τα προσωπικά χαρακτηριστικά της ήταν όλα εις την θέσιν των• η ωραιότητά της ήτον σπάνια και ανδρίκεια, το ανάστημά της μέτριον, εύρωστον το σώμα, και αι παρειαί της φυσικά κόκκιναις.

Εκφράζετο ελεύθερα όλας τας ιδέας, όσας έπιπτον εις την ομιλίαν μας. Τα προτερήματά της, ψυχικά και σωματικά, όλα με είλκυσαν να της προσφέρω την φιλίαν μου και την βοήθειάν μας προς υποστήριξήν της, έως ότου ευρισκόμεθα εις την Νάξον, ήτις υποστήριξης απέβλεπεν, εις το καλόν του λαού, το ίδιον οπού απέβλεπεν και ο ιερός αγών ημών.»[2]

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον αγώνα, μια μυθιστορηματική, θυελλώδης σχέση εκτυλίχθηκε, ανάμεσα στο στρατηγό της επαναστατικής περιόδου και κατοπινό διαπρεπή αξιωματικό Βάσο Μαυροβουνιώτη, και την δεκαεξαετή σύζυγο του άρχοντα της Κέας, Ελέγκω, την οποία παρότι παντρεμένη απήγαγε με την συγκατάθεσή της. Η περιγραφή του χαρακτήρα της και η συμπεριφορά της, παραπέμπουν στις ραγδαίες αλλαγές που εκδηλώθηκαν συνειδητά, σε ένα απειροελάχιστο αλλά προωθημένο τμήμα του γυναικείου αστικού πληθυσμού, και βεβαιώνουν για τη βιωματική διάδοση των αρχών του Διαφωτισμού σε μια εκκεντρική γυναικεία ελίτ, που λειτούργησε σταδιακά ως υπόδειγμα ανατροπής των παγιωμένων παραδοσιακών συμπεριφορών.

«Η Ελέγκω Βάσου Μαυροβουνιώτη σίγουρα δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα της εποχής της. Η νεαρή αρχόντισσα είχε να επιδείξει πέραν από τα φυσικά της χαρίσματα και υψηλά πνευματικά προσόντα, ιδιαίτερες οργανωτικές ικανότητες, καθώς και έναν ιδιότροπο αλλά ισχυρό και ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Γνώριζε να γράφει και να διαβάζει, πράγμα σπάνιο για γυναίκα αλλά και ασυνήθιστο για άνδρα της εποχής, είχε μουσικές γνώσεις, συμμετείχε στην κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας, ντυνόταν με φράγκικα ρούχα, έκανε ιππασία, είχε αναπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ, διαχειριζόταν και διαπραγματευόταν με αξιοσημείωτη επιτυχία τις ευρύτερες οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας και επιπλέον απαιτούσε δικαιώματα πρωτοφανή για το χρόνο και τον τόπο που ζούσε. Με όλα τα παραπάνω κατόρθωσε να κερδίσει το θαυμασμό και το σεβασμό και να αντιμετωπίζεται ισότιμα. Οι δραστηριότητές της όμως δεν περιορίστηκαν στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, αλλά επεκτάθηκαν και στην πολιτική. Υπήρξε ενεργός αντίπαλος του καποδιστριακού καθεστώτος και εργάστηκε για την ανατροπή του, προπαγανδίζοντας σε όλη της τη ζωή φιλελεύθερες ιδέες.

Ο γάμος τους διαλύθηκε με τον ίδιο θυελλώδη τρόπο που είχε συναφθεί. Η Ελέγκω δεν μπόρεσε να αντέξει τον τρόπο ζωής που της είχαν επιβάλει ο (μαυροβούνιος) σύζυγός της και τα κοινωνικά ήθη της εποχής, με αποτέλεσμα το διαζύγιο, το 1839. Η επιλογή του εραστή ήταν κι αυτή έξω από τα καθιερωμένα κοινωνικά και αισθητικά πρότυπα, αλλά ενδεικτική: Η Ελέγκω ερωτεύτηκε κάποιον άσημο, άσχημο και καχεκτικό γραμματιζούμενο, ο οποίος όμως την αντιμετώπιζε με την αξιοπρέπεια που εκείνη πάντα απαιτούσε.»[3]

Αν και μοιάζουν επαναστατικές, μέσα στη θάλασσα της παραδοσιακής κοινωνίας, οι παραπάνω «κατ' εξαίρεσιν» συμπεριφορές δεν προκύπτουν από την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, δεν αμφισβητούν το κοινωνικό σκηνικό αντίθετα, υπηρετούν συντηρητικά τις προϋπάρχουσες συνθήκες: οι περισσότερες εκδηλώνονται στην ανώτερη κοινωνική τάξη και ως επί το πλείστον αποσκοπούν στη διαιώνιση των κεκτημένων. Ωστόσο, ο καταλύτης που βαθμιαία προωθεί τις συμπεριφορές στην εκλογίκευση είναι η εγγραμματοσύνη. Παρατηρούμε πως η εκπαίδευση, όπου έχει διαδοθεί, τροφοδοτεί διαφοροποιημένες προσωπικές στάσεις: Παρακολουθήσαμε την «κοκκώνα, ντουντού» Μαρκοπολίτη και κυρίως την Ελέγκω Μαυροβουνιώτη να υιοθετούν επιλογές που περιφρονούν την παράδοση και ανασκευάζουν τη μακραίωνη περιφρόνηση του γυναικείου φύλου. Κτήμα ελαχίστων εκείνα τα χρόνια τα γράμματα, και ακόμα λιγότερο των γυναικών, ενθάρρυναν, όπου είχαν διαδοθεί, την έμμεση ή άμεση διατύπωση και προσωπική διεκδίκηση της ισότητας των δύο φύλων, όπως αντίστοιχα είχε συμβεί και πολύ νωρίτερα, με τις μορφωμένες γυναίκες και κόρες ευπατριδών στο ύστερο Βυζάντιο και την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.

ΠΗΓΗ: εφημ.ΑΥΓΗ, 27-3-2011



[1] Φίλιππου Αργέντη, Στίλπωνος Κυριακίδου, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς από του 8ου μέχρι του 20ού αι., τ. 2ος Αθήνα 1946 σελ. 891-892.
[2] Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τ. 1. Αθήνα 1997, σελ. 172-177.
[3] Στέφανου Παπαγεωργίου, Ιωάννας Πεπελάση Μίνογλου, Τιμές και αγαθά στην Αθήνα (1834), Κοινωνική συμπεριφορά και οικονομικός ορθολογισμός της οικογένειας Βάσου Μαυροβουνιώτη, Αθήνα 1988, σελ. 28-32.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top