29 Δεκεμβρίου 2011

"Καθρέφτες" - Eduardo Galeano


Eduardo Galeano (1940) «ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ» (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Ι.Κανσή, σελ.373) 2009.

Για να μπορέσει ο σύγχρονος άνθρωπος να συνειδητοποιήσει την πολυμορφία και τις δυνατότητες του κόσμου του, πρέπει να ανακτήσει τη συλλογική μνήμη· το σήμερα είναι καθρέφτης του χτες, και για να το συλλάβεις στην ολότητά του πρέπει να αποτινάξεις τα στερεότυπα και τις μονοσήμαντες ερμηνείες του παρελθόντος. Αυτό είναι το κλειδί της σκέψης και της γραφής του Εδουάρδο Γκαλεάνο. Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, λέει η γνωστή ρήση, όμως ο Γκαλεάνο έχει θέσει ως προγραμματικό στόχο της συγγραφικής του πορείας να γράψει την ιστορία που δεν πρόλαβαν να γράψουν οι ηττημένοι, οι αφανείς, οι αδύναμοι, οι "ελάσσονες", αλλά και αυτοί που τόλμησαν στο πέρασμα των αιώνων να ορθώσουν το ανάστημά τους σε κάθε μορφής εξουσία, να δώσει φωνή σ' αυτούς που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Στους "Καθρέφτες" ο Γκαλεάνο γράφει μια «σχεδόν παγκόσμια ιστορία», που ξεκινά από τους κοσμογονικούς μύθους και την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη και φτάνει μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Σε εξακόσια αφηγήματα-βινιέτες που αναπτύσσονται χρονολογικά αλλά και θεματικά, μιλά για τον αγώνα του ανθρώπου για ζωή, για την ομορφιά, τις γυναίκες και τους άνδρες, για τον πόλεμο, τη φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες και το ρατσισμό, για τον επεκτατισμό και την αδηφαγία της Δύσης, για τη φύση και την καταστροφή της, για το ποδόσφαιρο και τα ΜΜΕ. Με τους "Καθρέφτες" ο Εδουάρδο Γκαλεανο προσφέρει ένα έργο ιστορίας και πολιτικού στοχασμού επιδιώκοντας να φέρει στο φως την άλλη όψη του κόσμου, να αναδείξει τις πολλαπλές πτυχές του ιστορικού βιώματος του ανθρώπου τις οποίες αποκρύπτουν οι επίσημες, εξουσιαστικές αφηγήσεις του ιστορικού παρελθόντος.

"Το στυλ του Γκαλεάνο είναι σαφές και ευδιάκριτο. Μικρά κεφάλαια (βινιέτες) από μία παράγραφο, έως μιάμιση σελίδα το πολύ. Ιστορίες (πάνω από 500), που καλύπτουν την πορεία του ανθρώπινου είδους, εστιάζοντας σε κάποια συγκεκριμένα επεισόδια, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον αποκαλούμενο 3ο κόσμο (Αφρική, Ασία, Λατινική Αμερική). Σχεδόν από την πρώτη σελίδα, προϊδεάζει τον αναγνώστη γι’αυτό που θα επακολουθήσει: « Χαρμόσυνη οδοιπορία. Ήταν ο Αδάμ και η Εύα μαύροι; Το ανθρώπινο ταξίδι πάνω στη γη άρχισε στην Αφρική. Από εκεί ξεκίνησαν να κατακτήσουν τον πλανήτη οι πρόγονοί μας. Διαφορετικοί δρόμοι δημιούργησαν διαφορετικούς προορισμούς, και ο ήλιος ανέλαβε να μοιράσει τα χρώματα. Τώρα οι γυναίκες και οι άντρες, το ουράνιο τόξο της γης, είμαστε περισσότερα χρώματα απ’ότι το ίδιο το ουράνιο τόξο. Όμως είμαστε όλοι Αφρικανοί μετανάστες. Ακόμα και οι πιο λευκοί απ’τους λευκούς κατάγονται από την Αφρική. Ίσως αρνούμαστε να θυμόμαστε την κοινή μας καταγωγή γιατί ο ρατσισμός προκαλεί αμνησία, ή γιατί δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως εκείνα τα μακρινά χρόνια το βασίλειό μας ήταν ολόκληρος ο κόσμος, ένας απέραντος χάρτης δίχως σύνορα, και πως τα πόδια μας ήταν το μοναδικό απαιτούμενο διαβατήριο.» Οι θέσεις του Γκαλεάνο δεν κρύβονται. Ο λόγος ανήκει στους απόκληρους, στους παρίες, στους καταπιεσμένους. Τονίζει σκηνές βίας και φρίκης που η επίσημη ιστορία (η ιστορία «των νικητών») φροντίζει να καλύπτει επιμελώς. Το ύφος του βιβλίου ακολουθεί έναν ρυθμό «υπνωτιστικό» που σε παρασέρνει και σχεδόν σε αφασία βυθίζεσαι στις ιστορίες που παραθέτει ο συγγραφέας, σαν να διαβάζεις ένα συναρπαστικό και συνάμα άκρως ποιητικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί παρά μόνο μια σχετική χρονολογική σειρά, από τα πολιτικά και σχεδόν καταγγελτικά κεφάλαια,από ιστορίες για τους "σφαγείς" της Ιστορίας γνωστούς και λιγότερο γνωστούς, πηγαίνει στο προσφιλές του ποδόσφαιρο με ιστορίες για τον Μαραντόνα και έτσι απρόσμενα μπορεί ξαφνικά να «πετάξει» μια ιστορία για τον αινιγματικό Πεσόα ανατρέποντας την ροή του βιβλίου με τον δικό του μοναδικό τρόπο. «Τα πρόσωπα του Πεσόα Ήταν ένας, πολλοί, όλοι, κανένας. Ο μελαγχολικός γραφειοκράτης Φερνάντο Πεσόα, αιχμάλωτος του ρολογιού, που έγραφε στη μοναξιά του ερωτικά γράμματα που δεν έστελνε ποτέ, είχε ένα τρελλοκομείο μέσα του. Από τους ενοίκους του γνωρίζουμε τα ονόματά τους, τις ημερομηνίες, ακόμα και την ώρα γεννήσεώς τους, τα ωροσκόπια, το βάρος και το ύψος τους. Και τα έργα τους, γιατί όλοι ήταν ποιητές. Ο παγανιστής Αλμπέρτο Καέιρο, που χλεύαζε τη μεταφυσική και τις άλλες ακροβασίες των διανοουμένων, οι οποίοι συρρικνώνουν τη ζωή σε αφηρημένες έννοιες, περιέγραφε ηφαιστειακές εκρήξεις. Ο μοναρχικός Ρικάρντο Ρέις, ελληνιστής, παιδί της κλασσικής παιδείας, που είχε γεννηθεί πολλές φορές και είχε διαφορετικά ωροσκόπια, περιέγραφε κατασκευές. Ο Άλβαρο ντε Κάμπος, ο πρωτοποριακός μηχανικός από τη Γλασκώβη, που μελετούσε την ενέργεια και φοβόταν μήπως κουραστεί να ζει, περιέγραφε αισθήσεις. Ο λόγιος Μπερνάρντο Σοάρες, δάσκαλος της παραδοξολογίας, ποιητής σε πρόζα, που έλεγε ότι ήταν υποχρεωτικά βοηθός βιβλιοθηκάριου, περιέγραφε αντιφάσεις. Και ο Αντόνιο Μόρα, ψυχίατρος και ψυχοπαθής, έγκλειστος στο Κασκάις, περιέγραφε φαντασιώσεις και τρέλες. Και ο Πεσόα έγραφε. Όταν όλοι αυτοί κοιμόντουσαν.» Ο Γκαλεάνο επιτυγχάνει εκεί ακριβώς που οι περισσότεροι ακτιβιστές συγγραφείς την πατάνε μεγαλοπρεπώς. Το ύφος του παρά την μαχητικότητά του παραμένει ήρεμο και λυρικό. Δεν προσπαθεί να επιβάλλει την άποψή του στον αναγνώστη, απλά του θυμίζει σχολιάζοντας τα γεγονότα. Τονίζει εκεί που κάποιος άλλος ηθελημένα ή μη προσπερνάει. Με τον τρόπο του υπενθυμίζει στον αναγνώστη αλλά και στους συναδέλφους του ότι ο συγγραφέας πρέπει να ευαισθητοποιείται και να αφυπνίζει, να βρίσκει τρόπους έκφρασης που να αγγίζουν τον καθένα. Οι «ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ» είναι ένα βιβλίο για το οποίο λίγα πράγματα μπορείς να πεις ή να γράψεις – απλά να το διαβάσεις πρέπει και, να σκεφτείς… «Τείχη Το τείχος του Βερολίνου ήταν καθημερινή είδηση. Από το πρωί ως το βράδυ διαβάζαμε, βλέπαμε, ακούγαμε: το Τείχος της Ντροπής, το Τείχος του Αίσχους, το Σιδηρούν Παραπέτασμα… Τελικά εκείνο το τείχος, που έπρεπε να πέσει, έπεσε. Όμως ξεφύτρωσαν νέα τείχη, και συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν παντού στον κόσμο. Παρότι μεγαλύτερα από του Βερολίνου, δεν μιλούν καθόλου γι’αυτά, ή μιλούν ελάχιστα. Δεν μιλάνε πολύ για το τείχος που οι Ηνωμένες Πολιτείες υψώνουν στα μεξικανικά σύνορα, ούτε για τα συρματοπλέγματα στη Θέουτα και τη Μελίγια. Δεν λένε σχεδόν τίποτα για το Τείχος στη Δυτική Όχθη, που διαιωνίζει την ισραηλινή κατοχή στην Παλαιστίνη, ενώ δεν λένε τίποτα, μα απολύτως τίποτα, για το Τείχος του Μαρόκου, με το οποίο το βασίλειο του Μαρόκου εξακολουθεί να ληστεύει την πατρίδα των Σαχαραουί, και που είναι εξήντα φορές μεγαλύτερο από το Τείχος του Βερολίνου. Γιατί άραγε υπάρχουν τείχη που κραυγάζουν, και τείχη απολύτως βουβά;»"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top