11 Φεβρουαρίου 2012

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (2)


οιδα = γνωρίζω
1)οιδα τι (αιτ.)
2)οιδα τινός (γεν.) [σπν] = γνωρίζω για κάποιον
3)οιδα + τελικό απαρέµφατο
4)οιδα + κατηγορηµατική µετοχή (στο υποκ. ή το αντικ.)
5)οιδα + ειδική πρόταση

6)οιδα + πλάγια ερώτηση
οικέω(-ω) = κατοικώ, κυβερνώ // αµτβ. για πόλεις = κατοικούµαι, κυβερνιέµαι
1)οικω τι (αιτ.)
οίοµαι(οιµαι) = νοµίζω, υποθέτω
1)οίοµαι + ειδικό απαρέµφατο
οίχοµαι = έχω φύγει, έχω πεθάνει, χάνοµαι
1)οίχοµαι + κατηγορηµατική µετοχή (η µτχ. µεταφράζεται ως ρήµα και το ρήµα ως
επίρρ.)
ολιγορέω(-ω) = δε φροντίζω, δεν προσέχω
1)ολιγορω τινός (γεν.)
όλλυµι (ολλύω) = αφανίζω, καταστρέφω
1)όλλυµι τινά ή τι (αιτ.)
οµιλέω(-ω) = συνανστρέφοµαι, πλησιάζω
1)οµιλω τινί (δοτ.)
2)οµιλω + επιρρηµα ή εµπρόθετος προσδιορισµός
οµνυµι (οµνύω) = ορκίζοµαι
1)όµνυµι τινά (αιτ.)
2)όµνυµι τινί (δοτ.) [σπν]
3)όµνυµι τινι τινά (δοτ. + συστοιχο αντικείµενο)
4)όµνυµι + απαρέµφατο µέλλοντα
οµολογέω(-ω) = συµφωνω, παραδέχοµαι
1)οµολογω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
2)οµολογω τινί (δοτ.)
3)οµολογω + ειδικό απαρέµφατο
4)οµολογειται===> απόλυτο
ονειδίζω = ελέγχω, επιτιµώ, υβρίζω
1)ονειδίζω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
2)ονειδίζω τινί + εµπρόθετος προσδιορισµός
3)ονειδίζω τινά (αιτ.)
οράω(-ω) = βλέπω
1)ορω τινά ή τι (αιτ.)
2)ορω + κατηγορηµατική µετοχή
3)ορω + ειδική πρόταση
4)ορω + ενδοιαστική πρόταση
5)ορω + πλάγια ερώτηση

οργίζω

1)οργίζω τινά (αιτ.)

µέσο   2)οργίζοµαι τινί (δοτ.) ή εµπρόθετος προσδιορισµός
ορίζω = θέτω όρια, προσδιορίζω, τάσσω, χωρίζω
1)ορίζω τινά ή τι (αιτ.)
2)ορίζω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)
µέσο    3)ορίζοµαι τινά (αιτ.)
ορµά(-ω)= µτβ παρορµώ, παρακινώ /// αµτβ= ορµώ, ξεκινώ
1)ορµω τινά + εµπρόθετο προσδιορισµό
2)ορµω + απαρέµφατο
ορµέω(-ω) = είµαι αραγµένος
1)αµτβ.
ορµίζω = µτβ οδηγώ πλοίο στο λιµάνι

1)ορµίζω τινά + εµπρόθετο προσδιορισµό
οφείλω
1)οφείλω τινί (δοτ.)
2)οφείλω + τελικό απαρέµφατο
οφλισκάνω = χρωστώ στο δηµόσιο, καταδικάζοµαι, οφείλω
1)οφλισκάνω τινά (αιτ.)
2)οφλισκάνω τινά + γεν. της αιτίας ή της ποινής
3)οφλισκάνω + γεν. της αιτίας
παιδεύω = εκπαιδεύω, διδάσκω, µορφώνω, ανατρέφω
1)παιδεύω τινά (αιτ.)
2)παιδεύω τινά τι (2 αιτ.)
3)παιδεύω τινά + απαρέµφατο
4)παιδεύω τινά + δοτ. του µέσου
5)παιδεύω + εµπρόθετος προσδιορισµός
παραιτέοµαι(ουµαι)= παρακαλώ, ζητώ κάτι από κάποιον, ικετεύω
1)παραιτουµαι τινά (αιτ.) = παρακάλω κάποιον
2)παραιτουµαι τινά τι (2 αιτ.) = ζητώ µε παρακλήσεις κάτι
3)παραιτουµαι τινά + απαρέµφατο = παρακαλώ
παρασκευάζω
1)παρασκευάζω τι (αιτ.)
2)παρασκευάζω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
3)παρασκευάζω + πλάγια ερώτηση
µέσο   4)παρασκευάζοµαι τι (αιτ.)
5)παρασκευάζοµαι + τελική µετοχή
πάσχω = υποφέρω, παθαίνω κάτι
1)πάσχω τι (αιτ.)
παύω = κάνω κάποιον να σταµατήσει, αποτρέπω, εµποδίζω
1)πάυω τινά (αιτ.)
2)παύω τινά τινός (αιτ. – γεν.)
3)παύω + κατηγορηµατική µετοχή
µέσο    4)παύοµαι τινός (γεν.)
5)παύοµαι + κατηγορηµατική µετοχή στο υποκ.

πείθω

1)πείθω τινά (αιτ.)
2)πείθω τινά + τελικό απαρέµφατο
3)πείθω τινά τι (2 αιτ.)
4)πείθω + συµπερασµατική πρόταση

µέσο    5)πείθοµαι τινί (δοτ.)
6)πείθοµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.)
7)πείθοµαι τινί + τελικό απαρέµφατο
πειράω(-ω) = αποκτώ πείρα, πειράζω, δοκιµάζω, προσπαθώ
1)πειρω τινά (αιτ.)
2)πειρω τινός (γεν.)
3)πειρω + τελικό απαρέµφατο
4)πειρω + πλάγια ερώτηση

πέµπω

1)πέµπω τινά ή τι (αιτ.)
2)πέµπω τινί τι (δοτ. -αιτ.)

3)πέµπω τινί + εµπρόθετος προσδιορισµός
4)πέµπω + απαρέµφατο
µέσο   5)πέµποµαι τινά (αιτ.) = στέλνω κάποιον εκ µέρους µου
πίµπληµι = γεµίζω
1)πίµπληµι τινά τινός (αιτ. – γεν.)
πίµπρηµι = καίω
1)πίµπρηµι τι (αιτ.)
πιστεύω
1)πιστεύω τινί (δοτ.)
2)πιστεύω + ειδικό απαρέµφατο
3)πιστεύω + ειδική πορόταση
ποιέω(-ω)
1)ποιω τι (αιτ.)
2)ποιω τινά τινι (αιτ. – δοτ.)
3)ποιω τινά τι (2 αιτ. – η µιά κατηγ. στην άλλη)
4)ποιω τινά + απαρέµφατο
µέσο   5)ποιουµαι τι (αιτ.)
6)ποιουµαι τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)
πολεµέω(-ω)
1)πολεµω τινί (δοτ.)
2)πολεµω + εµπρόθετος προσδιορισµός
3)πολέµω τινά [σπν]
πορεύω = µεταφέρω, διαβιβάζω // µέσο = βαδίζω, οδοιπορώ
1)πορεύω τινά ή τι (αιτ.)
πράττω = κάνω, ενεργώ, κατορθώνω
1)πράττω τι (αιτ.)
2)πράττω τινά τι (2 αιτ.)
3)πράττω τινά τινί (αιτ. – δοτ. ) ή εµπρόθετο προσδιορισµό
4)πράττω + εµπρόθετο προσδιορισµό
5)πράττω + επίρρηµα
µέσο    6)πράττοµαι τι (αιτ.)
7)πράττοµαι τινα τι (2 αιτ.)
πρεσβεύω = είµαι µεγαλύτερος σε ηλικία, είµαι πρεσβευτής, κυβερνώ, εξουσιάζω, τιµώ, παραδέχοµαι /// µέσο = διαπραγµατεύοµαι µέσω πρεσβευτών /// παθ.=στέλνοµαι πρέσβευτής
1)πρεσβεύω τινός (γεν.) = είµαι µεγαλύτερος σε ηλικία
2)πρεσβεύω τι (αιτ.) = παραδέχοµαι, τιµώ
3)αµτβ= είµαι πρεσβευτής
πυνθάνοµαι = πληροφορούµαι, εξετάζω, ζητώ να µάθω, ακούω
1)πυνθάνοµαι τινά τινός (αιτ. – γεν.) = ρωτώ να µάθω
2)πυνθάνοµαι τινός (γεν.) = µαθαίνω για κάτι
3)πυνθάνοµαι τι (αιτ.) = πληροφορούµαι
4)πυνθάνοµαι τι + εµπρόθετος προσδιορισµός
5)πυνθάνοµαι + απαρέµφατο
6)πυνθάνοµαι + πλάγια ερώτηση
7)πυνθάνοµαι + κατηγορηµατική µετοχή στο αντικ.
σηµαίνω = δίνω σηµείο, φανερώνω, γνωστοποιώ, υποδεικνύω, σφραγίζω, διατάσσω
1)σηµαίνω τι (αιτ.)

2)σηµαίνω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
3)σηµαίνω τινί + εµπρόθετος προσδιορισµός= φανερώνω
4)σηµαίνω τινί + απαρέµφατο =αναγγέλλω µε σηµάδι να κάνει κάτι
5)σηµαίνω τινί + πλάγια ερώτηση = φανερώνω
6)σηµαίνω + κατηγορηµατική µετοχή = φανερώνω
σκοπέω(-ω)= παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτοµαι
1)σκοπω τινά (αιτ.)
2)σκοπω + πλάγια ερώτηση
3)σκοπω + εµπρόθετος προσδιορισµός
σπένδω = κάνω σπονδή ///µέσο = κάνω συνθήκη, συµφωνία, ειρήνη
1)σπένδω τινί (δοτ.)
2)σπένδω τι (αιτ.) = η αιτ. δηλώνει το υγρό της σπονδής
3)σπένδω + δοτ. του οργάνου
µέσο   4)σπένδοµαι τινί (δοτ.)
5)σπένδοµαι τινί + απαρέµφατο
6)σπένδοµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.)
σπουδάζω = ασχολούµαι σοβαρά µε κάτι
1)σπουδάζω + εµπρόθετος προσδιορισµός
2)σπουδάζω + απαρέµφατο
3)σπουδάζω τι (αιτ.)
στασιάζω = αµτβ. επαναστατώ, φιλονικώ // µτβ= παρακινώ σε στάση
1)στασιάζω τινά (αιτ.)
2)στασιάζω τινι (δοτ.) = επαναστατώ εναντίον κάποιου
στέλλω = ετοιµάζω, τεκτοποιώ, ντύνω, αποστέλλω
1)στέλλω τινά ή τι (αιτ.)
στρατεύω
1)στρατεύω + εµπρόθετος προσδιορισµός
2)στρατεύω + σύστοιχο αντικείµενο
στρατηγέω(-ω) = είµαι στρατηγός
1)αµτβ.
2)στρατηγω τινός (γεν.) = είµαι αρχηγός κάποιου
3)στρατηγω τινί (δοτ.) = είµαι αρχηγός κάποιου [σπν]
4)στρατηγω + σύστοιχο αντικείµενο
συµµαχέω(-ω)
1)συµµαχω τινί (δοτ.)
σφάλλω=κάνω κάποιον να παραπατήσει, βλάπτω, νικώ, καταρρίπτω
1)σφάλλω τινά (αιτ.) = κάνω κάποιον να παραπατήσει
µέσο    2)σφάλλοµαι τινός (γεν.)= απατώµαι, κάνω λάθος
σωζω = σωζω, ελευθερώνω, διατηρώ, διαφυλλάσσω
1)σωζω τινά (αιτ.)
2)σωζω τινά τινός (αιτ. – γεν.) ή εµπρόθετο προσδιορισµό
τάττω(τάσσω) = τακτοποιώ, διατάσσω, προπσδιορίζω
1)τάττω τινά ή τι (αιτ.)
2)τάττω τινά + απαρέµφατο
3)τάττω τινί τινά (δοτ. – αιτ.)
4)τάττω + εµπρόθετος προσδιορισµός ή επιρρηµατικός προσδιορισµός
τελευτάω(-ω) = τελειώνω κάτι, πεθαίνω
1)τελευτω τι (αιτ.)

2)τελευτω τινός (γεν.)
3)αµτβ.
τέµνω = κόβω, σκίζω, διαχωρίζω, σφάζω
1)τέµνω τι (αιτ.)
2)τέµνω + γενική διαιρετική
τίθηµι = θέτω, τοποθετώ
1)τίθηµι τινά ή τι (αιτ.)
2)τίθηµι τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)
3)τίθηµι τι τινός (αιτ. – γεν.)
4)τίθηµι τινά + απαρέµφατο
µέσο    5)τίθεµαι τι (αιτ.)
6)τίθεµαι τι + εµπρόθετος προσδιορισµός
7)τίθεµαι τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ, στην άλλη)
τιµάω(-ω)
1)τιµω τινά ή τι (αιτ.)
2)τιµω τινά + γενική της αξίας
3)τιµω τινί + γενική της ποινής (ως δικαστικός όρος)
τυγχάνω = συναντώ, χτυπώ µε επιτυχία, αποκτώ, βρίσκω τυχαία, επιτυγχάνω
1)τυγχάνω + κατηγορούµενο
2)τυγχάνω τινός (γεν.) = πετυχαίνω κάτι (µπορεί να έχει και κατηγ, στο αντικ.)
3)τυγχάνω τι (αιτ.)
4)τυγχάνω τι τινός (αιτ. – γεν.)
5)τυγχάνω + κατηγορηµατική µετοχή στο υποκ.
6)ετύγχανε ===>απρόσωπο
7)τυχόν ==> το ουδ. µτχ τίθεται απόλυτα και θεωρείται επίρρηµα
υβρίζω = αµτβ, συµπεριφέροµαι µε αυθάδεια // µτβ = περιφρονώ, ατιµάζω, προσβάλλω
1)υβρίζω τινά (αιτ.)
υπισχνέοµαι(-ουµαι) = υπόσχοµαι, διαβεβαιώνω
1)υπισχνουµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.)
2)υπισχνούµαι + απαρέµφατο
υποκρίνοµαι =αποκρίνοµαι, εξηγώ, ερµηνεύω, παριστάνω κάτι, προσποιούµαι
1)υποκρίνοµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.) = απαντώ
2)υποκρίνοµαι τι (αιτ.) = παριστάνω
3)υποκρίνοµαι + απαρέµφατο = παριστάνω
φαίνω = φέγγω, φανερώνω, γνωστοποιώ, καταγγέλλω
1)φαίνω τινά ή τι (αιτ.) = φανερώνω
2)φαίνω τινά τινί (αιτ. – δοτ.) = φανερώνω
µέσο    3)φαίνοµαι + απαρέµφατο
4)φαίνοµαι + κατηγορηµατική µετοχή
5)φαίνοµαι + κατηγορούµενο (ως δοξαστικό) = νοµίζοµαι, θεωρούµαι παθ.           6)φαίνοµαι υπό τινός = ελέγχοµαι, φανερώνοµαι, καταγγέλλοµαι
φέρω = φέρω, υποφέρω, φορώ, βαστάζω, παράγω, προξενώ, πληρώνω, κατορθώνω,
οδηγώ
1)φέρω τινά ή τι (αιτ.)
2)φέρω τινά τινί (αιτ. – δοτ.)
3)φέρω + επιρρηµατικό ή εµπρόθετο προσδιορισµό
µέσο    4)φέροµαι τι (αιτ.)
5)φέροµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

παθ.     6)φέροµαι υπό τινός
φεύγω = τρέποµαι σε φυγή, αποφεύγω, εξορίζοµαι, κατηγορούµαι
1)φεύγω τινά ή τι (αιτ.) = αποφεύγω, διαφεύγω
2)φεύγω + τελικό απαρέµφατο = αποφεύγω
3)φεύγω + επιρρηµατικός ή εµπρόθετος προσδιορισµός
φηµί = λέγω, ισχυρίζοµαι, διακηρύσσω, φανερώνω, εκθέτω, βεβαιώνω
1)φηµί + ειδικό απαρέµφατο
φθάνω = φτάνω, προφτάνω, κάνω κάτι πρώτος, έρχοµαι πρώτος
1)φθάνω τινά ή τι (αιτ.) = προφτάνω
2)φθάνω + επιρρηµατικός ή εµπρόθετος προσδιορισµός
3)φθάνω + κατηγορηµατική µετοχή (=επίρρηµα χρόνου)
φθείρω = καταστρέφω, αρπάζω, φονεύω
1)φθείρω τινά ή τι (αιτ.)
φθονέω(-ω)
1)φθονώ τινί (δοτ.)
2)φθονω τινί + γενική της αιτίας
3)φθονω + απαρέµφατο = αρνούµαι, αποφεύγω απο φθόνο να κάνω κάτι
φιλέω(-ω) = αγαπώ, επιδοκιµάζω, συνηθίζω
1)φιλω τινά (αιτ.) = αγαπώ, προτιµώ,
2)φιλω + απαρέµφατο = συνηθίζω
φιλονικέω(-ω) = αγαπώ τη νίκη, προσπαθώ να φαίνοµαι πρώτος, µαλώνω
1)φιλονικω τινί (δοτ.)
2)φιλονικω +εµπρόθετος προσδιορισµός
φοβέω(-ω) = φοβίζω, τρέπω σε φυγή, προξενώ φόβο
1)φοβω τινά (αιτ.)
µέσο    2)φοβουµαι τινά ή τι (αιτ.)
3)φοβουµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός
4)φοβουµαι + απαρέµφατο
5)φοβουµαι + ενδοιαστική πρόταση
φράζω =λέγω, εκφράζω, φανερώνω, εξηγώ, υποδεικνύω, παραγγέλλω ///
µέσο=σκέφτοµαι, συλλογίζοµαι /// παθ. εκφράζοµαι
1)φράζω τι (αιτ.)
2)φράζω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
3)φράζω τινά τι (2 αιτ.)
4)φράζω τινί + ειδικό απαρέµφατο
5)φράζω + ειδική πρόταση
φρονέω(-ω) = σκέφτοµαι. συλλογίζοµαι, νοµίζω, έχω φρόνηµα, αισθάνοµαι
1)φρονω + απαρέµφατο = σκέφτοµαι
2)φρονω + ειδική πρόταση
3)φρονω + επιρρηµατικός προσδιορισµός
φροντίζω = σκέφτοµαι, µελετώ, προσέχω, έχω φροντίδα /// µέσο = φροντίζοµαι
1)φροντίζω τινός (γεν.) ή εµπρόθετος προσδιορισµός
2)φροντίζω τι (αιτ.) = σκέφτοµαι
3)φροντίζω + πλάγια ερώτηση ή ενδοιαστική ή τελική πρόταση
φυλάττω(φυλάσσω)=φυλασσω, αγρυπνώ, προσέχω, υπερασπίζοµαι, παραµονεύω
1)φυλάττω τινά ή τι (αιτ.)
2)φυλάττω τινί (δοτ.) = αγρυπνώ για κάποιον
3)φυλάττω τινά + τελικό απαρέµφατο = προσέχω

4)φυλάττω + πλάγια ερώτηση ή τελική ή ενδοιαστική πρόταση
µέσο    5)φυλάττοµαι τινά ή τι (αιτ.) = προσέχω, φροντίζω
6)φυλάττοµαι τινός = τσιγγουνευοµαι σε κάτι
7)φυλάττοµαι + πλάγια ερώτηση ή τελική ή ενδοιαστική πρόταση
χαίρω = χαίροµαι, ευχαριστιέµαι
1)χαίρω τινί (δοτ.) ή εµπρόθετο µε δοτική
2)χαίρω τινά (αιτ.) [σπν]
3)χαίρω + κατηγορηµατική µετοχή
χαλεπαίνω = οργίζοµαι, αγανακτώ
1)χαλεπαίνω τινί (δοτ.)
2)χαλεπαίνω + εµπρόθετος προσδιορισµός
χρή, χρέων εστι = πρέπει, είναι ανάγκη (απρόσωπο)
1)χρή + τελικό απαρέµφατο ως υποκείµενο
χρήοµαι(-ωµαι) = µεταχειρίζοµαι
1)χρωµαι τινί (δοτ.)
2)χρωµαι τινί τινί (2 δοτ.- η µία κατηγ. στην άλλη)
χωρίζω = αποχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω
1)χωρίζω τι τινός (αιτ. – γεν.)
µέσο    2)χωρίζοµαι τινός (γεν.) = αποχωρίζοµαι από κάποιον
ψεύδω = διαψεύδω /// µέσο = λέω ψέµµατα
1)ψεύδω τι τινός (αιτ. – γεν.)
µέσο    2)ψεύδοµαι τινός (γεν.)
3)ψεύδοµαι τινά (αιτ.)
ψηφίζω = ψηφίζω, αποφασίζω /// µέσο=ρίχνω ψήφο, αποφασίζω
1)ψηφίζω τινά (αιτ.)
µέσο    2)ψηφίζοµαι τινά (αιτ.)
3)ψηφίζοµαι + απαρέµφατο
4)ψηφίζοµαι τινά + απαρέµφατο
5)ψηφίζοµαι τινά τινί (αιτ. – δοτ.)
ωφελέω(-ω)=ωφελώ, υποστηρίζω, βοηθώ
1)ωφελω τινά (αιτ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top