11 Φεβρουαρίου 2012

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (1)


άγαµαι =θαυµάζω
1) άγαµαι τίνα ή τι (αιτ)  (σπν. άγαµαι τινι)
αγανακτέω (-ώ)
1) αγανακτώ τινι (δοτ)
2)αγανακτώ + εµπροθ. προσδ. (δοτ.)
αγαπάω (-ώ ) =αγαπώ, αρκούµαι
1) αγαπώ τι (αιτ.)
2) αγαπώ τινί (=αρκούµαι σε κάτι )  (δοτ.)
3) αγαπώ + απαρµφ. (αγαπώ έχειν τι = συνηθίζω να έχω κάτι )
αγγέλλω
1)αγγέλλω τι  (αιτ.)
2) αγγέλλω τινί τι (αιτ. – δοτ. )
3) αγγέλλω τινά + κατηγρ. µτχ. (αγγέλλω τινά ποιούντα τι )
4) αγγέλλω τι + εµπρ. προσδ. (αγγέλλω τι προς τινα )
5) αγγέλλω + ειδική πρόταση
αγείρω = συναθροίζω
1) αγείρω τινά ή τι ( αιτ.)
αγνοέω (-ώ ) = δε γνωρίζω , απατώµαι
1) αγνοώ τινά  ή τί ( αιτ.)
2) αγνοώ + ειδική πρόταση ( αγνοώ ότι ….)
3) αγνοώ + κατηγρ. µτχ.
αγορεύω
Συνήθως αµετάβατο
αγω = οδηγώ, φέρω
1)άγω τινα  (αιτ)
αγωνίζοµαι = κοπιάζω, πολεµώ
1) αγωνίζοµαι τινί  (δοτ )
2) αγωνίζοµαι + εµπροθ. προσδιορισµό ( αγωνίζοµαι περί τινός….)
3) αγωνίζοµαι + συστοιχο αντικείµενο.
αδικέω(-ώ)
1) αδικώ τινά (αιτ.)
2) αδικώ + κατηγρ. µτχ. ( στη δικαστική γλώσσα)
3) άδικώ τινά τά µέγιστα ( 2 αιτ.) [σπν]
αθροίζω = συναθροίζω , συλλέγω
1) αθροίζω τινά (αιτ.)
αινέω (-ώ) = επαινώ
1) αινώ τινά (αιτ.)
αιρέω (-ώ) = λαµβάνω, συλλαµβάνω, κυριεύω αιρούµαι = εκλέγοµαι ( παθητικό)
1) αιρώ τινά (αιτ.)
µεσο   2) αιρούµαι τινά  (αιτ.)
2) αιρούµαι + 2 αιτιατικές ( µία κατηγρ. στην άλλη).
αίρω = σηκώνω
1) αίρω τινά ή τι (αιτ.).
αισθάνοµαι =

1) αισθάνοµαι τι (αιτ.)
2) αισθάνοµαι τινός (γεν.) άµεση αίσθηση
3) αισθάνοµαι + ειδική πρόταση
4) αισθάνοµαι + κατηγορ. µετοχή (στο υποκείµενο ή το αντικείµενο)
αιτέω (-ώ) = ζητώ να πάρω
1) αιτώ τινά ή τι (αιτ.)
2) αιτώ τινα τι (2 αιτ.)
3) αιτώ τινα + απαρεµφατο
αιτιάοµαι (-ώµαι) = κατηγορώ
1) αιτιώµαι τινά ή τι ( αιτ.)
2) αιτιώµαι τινά τι (2 αιτ.)
3) αιτιώµαι τινά τινός ( αιτιατική + γενική )
ακολουθέω (-ώ) =
1) ακολουθώ τινί (δοτ)

ακούω

1) ακούω τινός ( γεν )  αυτηκοϊα
2) ακούω τινά ή τι ( αιτ.)
3)ακούω τινός τι ( γεν. + αιτ )
4)ακούω + ειδική πρόταση
5) ακούω + κατηγ. µετοχή στο αντικείµενο
6) ακούω τινα + απαρέµφατο

ακροάσµαι (-ώµαι) = ακούω, υπακούω, υποτάσσοµαι
1) ακροώµαι τινός ( γεν.)
2) ακροώµαι τι τινός ( αιτ + γεν.)
αµαρτάνω = αποτυγχάνω, αστοχώ
1) αµαρτάνω τινός (γεν.)= αποτυγχάνω σε κάτι
2)αµαρτάνω τι (αιτ.) = σφάλλω σε κάτι
αµελέω (-ώ)
1) αµελώ τινός (γεν)
2) αµελώ + απαρέµφατο
αµύνω = αποµακρύνω, υπερασπίζοµαι , εκδικούµαι
1) αµυνώ τινά τινι ( αιτ. + δοτ.)
2) αµυνώ τινί  (δοτ)
3) αµυνώ τινά  (αιτ.)
µέσο   4) αµύνοµαι τινά  (αιτ.)
αµφισβητέω (-ώ) = φιλονικώ , διαφωνώ
1) αµφισβητώ τινί + εµπρ. προσδ, (δοτ)
2) αµφισβητώ τι (αιτ.)
3)αµφισβητώ + ειδ. απαρέµφατο ή ειδική πρόταση.
αναγκάζω
1) αναγκάζω τινά + απαρέµφατο (αιτ.)
αναλίσκω = δαπανώ , ξοδεύω
1)αναλίσκω τι (αιτ.)
ανέχοµαι = υποφέρω , επιτρέπω
1) ανέχοµαι τινός (γεν.)
2) ανέχοµαι τινά (αιτ.)
3) ανέχοµαι + κατηγορ. µετοχή ( στο υποκ. ή το αντικ.)
ανοίγω

1) ανοίγω τι  (αιτ.)
αξιόω (-ώ) = θεωρώ άξιο, απατώ.
1) αξιώ τινά τινός ( αιτ + γεν.)
2) αξιώ τινά + τελικό απαρέµφατο
3) αξιώ + τελικό απαρέµφατο
απαντάω (-ώ) = συναντώ, αντιµετωπίζω , συµβαίνω
1)απαντώ τινί ( δοτ ) =  συναντώ
2) απαντώ + εµπρ. προσδιόρ.
απαταώ (-ώ)
1) απατώ τινά ( αιτ.)
απειλέω (-ώ)
1) απειλώ τινά τι (2 αιτ.)
2) απειλώ τινί τι ( δοτ. + αιτ.)
3) απειλώ + απαρέµφ. µέλλοντα
απιστέω (-ώ)= δυσπιστώ, αµφιβάλλω
1) απιστώ τινί (δοτ.)
αποκρίνοµαι = µεσο    αποκρίνοµαι /// παθ= αποχωρίζοµαι
1)αποκρίνοµαι τινί τι ( δοτ.+ αιτ.)
2)αποκρίνοµαι + σύστοιχο (αιτ.)
3)αποκρίνοµαι + εµπροθ. προσδιορισµός
απορέω(-ώ) = βρίσκοµαι σε αµηχανία. υποφέρω από έλλειψη χρηµάτων
1)απορώ τινός (γεν.) = στερούµαι
2)απορώ + εµπροθ. προσδιορισµός = βρίσκοµαι σε αµηχανία.
3)απορώ + πλάγια ερώτηση
άπτω = αγγίζω , συνάπτω
1)άπτω τι (αιτ.)
µέσο   2)άπτοµαι τινός (γεν.)
αρέσκω
1) αρέσκω τινί (δοτ.)
2) αρέσκω τι (αιτ.)
3) αρέσκοµαι τινί (δοτ)
αρµόττω (-ζω) = εφαρµόζω, τακτοποιώ, προσαρµόζω
1)αρµόττω τινί τι (δοτ + αιτ.)
µέσο   2)αρµόττοµαι τι (αιτ.)
αρνέοµαι (-ούυµαι )
1)αρνούµαι τι ή τινά (αιτ.)
2)αρνούµαι + τελικό απαρέµφατο
3)αρνούµαι + ειδική πρόταση
αρπάζω
1)αρπάζω τι  ή τινά (αιτ.)
άρχω = κάνω αρχή, κυβερνώ
1) άρχω τινός (γεν.) = αρχίζω – εξουσιάζω
µέσο    2) άρχοµαι τινός (γεν.) = αρχίζω κάτι που θα τελείωσω ο ίδιος
3) άρχοµαι + κατηγορηµ. µετοχή = βρίσκοµαι στην αρχή
4) άρχοµαι + απαρέµφατο = καταπιάνοµαι µε κάτι για πρώτη φορά
ατιµάζω = δε τιµώ, θεωρώ ανάξιο, καταφρονώ
1) ατιµάζω + τινά ( αιτ.)
2) ατιµάζω τινά τινός  (αιτ.+ γεν.)

ατυχέω (-ώ) = δυστυχώ, αποτυγχάνω
1)ατυχώ τινός (γεν.)
αυξάνω
1) αυξάνω +τινά ή τι (αιτ .)
2) αυξάνω τινά + προληπτικό κατηγορούµενο παθ.  3) αυξανοµαι + προληπτικό κατηγοτούµενοαφανίζω
1)αφανίζω τινά (αιτ.)
άχθοµαι (= στεναχωρούµαι , αγανακτώ, φορτώνοµαι
1)άχθοµαι τινί (δοτ.) = στεναχωρούµαι
2)άχθοµαι τι  (αιτ.) = στεναχωρούµαι
3)άχθοµαι + κατηγορηµατική µετοχή

Βάλλω

1) βάλλω τινά ή τι (αιτ.)
2)βάλλω τινά τινί (αιτ.+ δοτική  οργανική )

βλάπτω
1)βλάπτω τινά ή τι (αιτ.)
βοηθέω (-ώ)
1)βοηθώ τινί (δοτ.)
βουλεύω
1)βουλεύω + εµπρ. προσδιορ.
2)βουλεύω τι (αιτ.)
3)βουλεύω + τελικό απαρέµφατο
4)βουλεύω + πλάγια ερώτηση
βούλοµαι
1)βούλοµαι + τελικό απαρέµφατο
γίγνοµαι
1)γίγνοµαι + κατηγορούµενο ή γενική κατηγορηµατική
2)γίγνοµαι τινός (γεν.)
3) γίγνοµαι τί τινί (αιτ. + δοτ.)
γιγνώσκω
1)γιγνώσκω τι ή τινά (αιτ.)
2)γιγνώσκω + ειδική πρόταση
3)γιγνώσκω + τελικό απαρέµφατο
4)γιγνώσκω + κατηγορηµατική µετοχή
γνωρίζω
1)γνωρίζω τινά ή τι (αιτ.)
2)γνωρίζω τινά + κατηγορηµατική µετοχή

γράφω

1)γράφω τινά ή τι (αιτ.)
2)γράφω τινά τινός (αιτ.+ γενική της αιτίας)
3)γράφω τινά + απαρέµφατο

δείδω(δέδοικα) = φοβούµαι
1)δείδω + ενδοιαστική πρόταση
2)δείδω + αιτιατική                     [σπν]
3)δείδω + τελ. απαρέµφατο     [σπν]
δείκνυµι
1)δείκνυµι τινά ή τι (αιτ.)

2)δεικνυµι + κατηγορ. µετοχή στο υποκ. ή στο αντικείµενο
δέχοµαι
1)δέχοµαι τινά ή τι (αιτ )
2)δέχοµαι τινά   (2 αιτ, – η µια κατηγ. στην άλλη)
3)δέχοµαι + τελικό απαρέµφατο
δέω= έχω ανάγκη (δέοµαι)
1)δέω τινός (γεν.)
2)δεί µοι τινός (γεν.)      [απρόσωπο]
3)δεί τινά + απαρέµφατο (αιτ.)  ,  [απρόσωπο]
µέσο   4)δέοµαι τινός (γεν.)
5)δέοµαι τινός τι (γεν.+ αιτ.)
6)δέοµαι + τελικό απαρέµφατο
δέω = δένω
1)δέω τινά ή τι (αιτ.)
διδάσκω
1)διδάσκω τινά τι (2 αιτ.)

δίδωµι

1)δίδωµι τινί τι (δοτ. + αιτ.)
2)δίδωµι τινί + απαρέµφατο

δικάζω
1)δικάζω τινά ή τι (αιτ.)
2)δικάζω τινά + γενική της αιτίας

διώκω

1)διώκω τινά ή τι (αιτ.)
2)διώκω τινά + γενική της αιτίας (δικαστικός όρος)

δοκέω (-ώ)
1)δοκώ + δοτ. προσωπικη + απαρέµφατο ( και ως προσωπικό και ως απρόσωπο).Το απαρέµφατο είναι ΤΕΛΙΚΟ όταν το ρήµα σηµαίνει φαίνεται καλό και ειδικό όταν το ρήµα σηµαίνει νοµιζω. θεωρώ
δουλόω (-ώ)
1)δουλώ τινά (αιτ.)
δράω (-ώ)
1)δρώ τι (αιτ,)
2)δρώ τινά τι (2 αιτ.)
3)δρώ τι τινί (αιτ.+ δοτ.)
δύναµαι
1)δύναµαι + τελικό απαρέµφατο
εάω (-ώ)
1)εώ + τι (αιτ.)
2)εώ τινά + απαρέµφατο
3)εώ + απαρέµφατο
εγείρω = ξυπνώ ,ξεσηκώνω
1)εγείρω   τινά (αιτ.)

εθέλω

1)εθέλω + τελικό απαρέµφατο

εθίζω = συνηθίζω
1)εθίζω   τινά + απαρέµφατο
2)εθίζω τινά ταύτα (2 αιτ. – η µια σύστοιχο αντικείµενο )

ειµί

1)ειµί + κατηγοτούµενο
2) ειµί (  ουδέτερης διάθεσης )= υπάρχω

ελαύνω =πηγαίνω έφιππος , καταδιώκω
1)αµετάβατο ( αρχικά µεταβατικό µε αιτιατική)

ελέγχω

1)ελέγχω τινά (αιτ, )
2)ελέγχω τινά + κατηγοτηµατική µετοχή (στο αντικ.)

παθ.     3)ελέγχοµαι  + κατηγορηµατική µετοχή (στο υποκ.)
ελπίζω = ελπίζω, περιµένω
1)ελπίζω τι (αιτ.)
2)ελπίζω τινί (δοτ.)
3)ελπίζω  + απαρέµφατο
εµποδίζω
1)εµποδίζω τινά ή τι (αιτ.)
2) εµποδίζω τινί ( δοτ.) = γίνοµαι
εναντιοόµαι(-ουµαι)
1)εναντιουµαι τινι (δοτ)
2)εναντιουµαι τινι + απαρέµφατο
ενθυµεοµαι(-ουµαι)
1)ενθυµουµαι τι (αιτ.)
2)ενθυµουµαι τινός (γεν.)
3)ενθυµουµαι + ονοµατικη δευτερεύουσα πρόταση
εννοεω(-ω) = σκέπτοµαι, έχω στο νου, διανοούµαι
1)εννοω τι (αιτ.) = συλλογίζοµαι
2)εννοω τινός (γεν.) = έχω ιδέα…
3)εννοω + κατηγορηµατική µετοχή
4)εννοω + απαρέµφατο
5)εννοω + δευτερεύουσα πρόταση
ενοχλέω(-ω)
1)ενοχλω τινί (δοτ.)
2)ενοχλω τινά (αιτ.)
εξεστι = επιτρέπται, είναι δυνατόν (απρόσωπο)
1)εξεστι + δοτική προσωπική
εξετάζω
1)εξετάζω τινά ή τι (αιτ.)
µέσο   2)εξετάζοµαι + κατηγορηµατική µετοχή
επιθυµέω(-ω)
1)επιθυµω τινός (γεν.)
2)επιθυµω + τελικό απαρέµφατο
3)επιθυµω τινά (αιτ.) [σπν]
επιµελέοµαι(-ουµαι) = φροντίζω για κάποιον, ασχολούµαι µε κάτι
1)επιµελουµαι τινός (γεν.)
2)επιµελούµαι τινός + απαρέµφατο
3)επιµελουµαι + πλάγια ερώτηση
επίσταµαι = γνωρίζω καλά
1)επίσταµαι τι (αιτ.,)
2)επίσταµαι + τελικό απαρέµφατο

3)επίσταµαι + κατηγορηµατική µετοχή
4)επίσταµαι + ειδική πρόταση
επιχειρέω(-ω) = προσπαθώ, επιτίθεµαι
1)επιχειρω τινί (δοτ.)
2)επιχειρω τι (αιτ.)
3)επιχειρω + τελικό απαρέµφατο
έποµαι = ακολουθώ
1)έποµαι τινί (δοτ.)
εράω(-ω) = αγαπώ µε πάθος
1)ερω τινός (γεν.)
εργάζοµαι
1)εργάζοµαι τι (αιτ.)
2)εργάζοµαι τι τινά (2 αιτ.)
3)εργάζοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός
έρχοµαι
1)συνήθως αµτβ(ως κινήσεως συντάσσεται µε τελική µετοχή
ερωτάω(-ω)
1)ερωτω τινά ή τι (αιτ.)
2)ερωτω τινα τι (2 αιτ.)
3)ερωτω τινά + εµπρόθετος προσδιορισµός
4)ερωτω τινά + πλάγια ερώτηση
5)ερωτω + πλάγια ερώτηση
ευρίσκω
1)ευρίσκω τινά ή τι (αιτ.)
2)ευρίσκω + κατηγορηµατική µετοχή (στο υποκ. ή στο αντικ.)
3)ευρίσκω + τι + εµπρόθετο προσδιορισµό
εύχοµαι
1)εύχοµαι τινί (δοτ.)
2)εύχοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός
3)εύχοµαι τινά + εµπρόθετο προσδιορισµό
4)εύχοµαι + απαρέµφατο

έχω

1)έχω τινά ή τι (αιτ.)
2)έχω + απαρέµφατο (=µπορώ)
3)έχω + πλάγια ερώτηση (συνοδεύεται από άρνηση)
4)έχω + επίρρηµα (=επίρρηµα)

µέσο   5)έχοµαι τινός (γεν.) = κρατώ κάτι
ζηµιόω(-ω)
1)ζηµιώ τινά (αιτ.)
2)ζηµιω τινά + δοτική οργανική
παθ.     3)ζηµιούµαι + σύστοιχο αντικείµενο ή δοτική οργανική
ζητέω(-ω)
1)ζητω τινά ή τι (αιτ.)
2)ζητω + απαρέµφατο
ηγέοµαι(-ουµαι)=είµαι αρχηγός, προπορεύοµαι, οδηγώ//νοµίζω
1)ηγούµαι τινός (γεν.)= είµαι αρχηγός
2)ηγουµαι τινί (δοτ.)= οδηγω
3)ηγουµαι + ειδικό απαρέµφατο = νοµίζω

4)ηγουµαι τινα τι (2 αιτ.-η µία κατηγ. στην άλλη) = θεωρώ κάποιον κάτι
ήδοµαι = ευχαριστιέµαι
1)ήδοµαι τινί (δοτ.)
2)ήδοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός
3)ήδοµαι + κατηγορηµατική µετοχή
ηττάοµαι(-ωµαι) = είµαι κατώτερος από κάποιον, νικιέµαι
1)ηττωµαι τινός (γεν.) = είµαι κατώτερος
2)ηττωµαι τινός τινί (γεν.-δοτ.) = είµαι κατώτερος από κάποιον
3)ηττωµαι + κατηγορηµατική µετοχή

θάπτω

1)θάπτω τινά ή τι (αιτ.)

θαυµάζω = εκπλήττοµαι, θαυµάζω, τιµώ
1)θαυµάζω τινά ή τι (αιτ.)
2)θαυµάζω τινός (γεν.) = εκπλήττοµαι, απορώ για κάτι
3)θαυµάζω τινά + γενική της αιτίας
4)θαυµάζω τινός + κατηγορηµατική µετοχή
5)θαυµάζω + πλάγια ερώτηση
6)θαυµάζω + αιτιολογική πρόταση (µε το ότι ή το ει)
θνήσκω
αµετάβατο
θύω = θυσιάζω
1)θύω τινί (δοτ.)
2)θύω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
3)θύω + σύστοιχο αντικείµενο

ιδρύω

1)ιδρύω τι (αιτ.)

ίηµι = ρίχνω, χτυπω, στέλνω, προσφέρω, σπεύδω
1)ίηµι τι (αιτ.)
ικνέοµαι(-ουµαι) = έρχοµαι, φθάνω
1)ικνούµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός
ίστηµι = στήνω
1)ίστηµι τινά ή τι (αιτ.)
µέσο   2)ίσταµαι ==αµτβ.
ισχυρίζοµαι = µεταχειρίζοµαι όλες τις δυνάµεις µου, επιµένω
1)ισχυρίζοµαι τι (αιτ.)
2)ισχυρίζοµαι τι + απαρέµφατο
3)ισχυρίζοµαι + ειδική πρόταση
4)ισχυρίζοµαι τινί (δοτ.) = εµπιστεύοµαι σε κάτι
καλέω(-ω) = ονοµάζω, προσκαλώ, συγκαλώ
1)καλω τινά (αιτ.)
2)καλω τινά τι (2 αιτ.- η µία κατηγ. στην άλλη)
κατηγορέω(-ω) = µιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, αποδεικνύω
1)κατηγορώ τινός (γεν.)
2)κατηγορω τινός τι (γεν. – αιτ.)
3)κατηγορω τινός + ειδική πρόταση
4)κατηγορω τι (αιτ.) = αποδεικνύω
5)κατηγορω + απαρέµφατο
κελεύω = διατάσσω, παραγγέλλω, συµβουλεύω, παρακαλώ

1)κελεύω τινά + τελικό απαρέµφατο
2)κελεύω τινά τι (2 αιτ.)
3)κελεύω τινά ή τι (αιτ.)
4)κελεύω + τελικό απαρέµφατο
κήδοµαι = φροντίζω
1)κήδοµαι τινός (γεν.)
κηρύττω
1)κηρύττω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
2)κηρύττω τινά (αιτ.)
3)κηρύττω τινί + τελικό απαρέµφατο
κινδυνεύω
1)κινδυνεύω + εµπρόθετος προσδιορισµός
2)κινδυνεύω + σύστοιχο αντικέιµενο
3)κινδυνεύω + τελικό απαρέµφατο
κοινωνέω(-ω) = µετέχω
1)κοινωνω τινός (γεν.)
2)κοινωνω τινός τινί (γεν.-δοτ.)
κοµίζω = φέρνω
1)κοµίζω τι (αιτ.)
2)κοµίζω τι τινί (αιτ. – δοτ.)
3)κοµίζω τι + εµπρόθετος προσδιορισµός
µέσο   4)κοµίζω τινά (αιτ.)
κρατέω(-ω) = υπερισχύω, εξουσιάζω
1)κρατω τινός (γεν.)=εξουσιάζω
2)κρατω τινά (αιτ.) = νικώ κάποιον
κρίνω = διαχωρίζω, αποφασίζω, εξετάζω, δικάζω
1)κρίνω τινά (αιτ.)
2)κρίνω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)
3)κρίνω τινά τινός (αιτ. – γεν.)
κτάοµαι(-ωµαι) = αποκτώ, προµηθεύοµαι, κερδίζω
1)κτωµαι τι (αιτ.)
2)κτωµαι τινά τι (2 αιτ. ή µία κατηγ. στην άλλη)
κτείνω = φονεύω
1)αποκτείνω τινα (αιτ.)
κυριεύω
1)κυριεύω τινός (γεν.)
λαγχάνω = παίρνω µε κλήρο, µετέχω, κατηγορώ σε δίκη
1)λάγχάνω τι (αιτ.)
2)λαγχάνω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)
3)λαγχάνω τινός (γεν.) = τυχαίνω κάτι
4)λαγχάνω + απαρέµφατο
5)λαγχάνω + κατηγορούµενο
λαµβάνω
1)λαµβάνω τινά ή τι (αιτ.)
2)λαµβάνω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ,. στην  αλλη)
3)λαµβάνω τινός (γεν.)
4)λαµβάνω τινά + κατηγορηµατική µετοχή
µέσο    5)λαµβάνοµαι τινός (γεν.) = πιάνοµαι από κάτι

λανθάνω = ξεφεύγω την προσοχή, µένω άγνωστος
1)λανθάνω τινά (αιτ.)
20λανθάνω τινά + κατηγορηµατική µετοχή
3)λανθάνω + κατηγορηµατική µετοχή
µέσο   4)επιλανθάνοµαι τινός (γεν.)
5)επιλανθάνοµαι + τελικό απαρέµφατο
6)επιλανθάνοµαι + κατηγορηµατική µετοχή
λέγω = συλλέγω, συνάγω
1)συλλέγω τι (αιτ.)
λέγω = µιλώ, λέω
1)λέγω τι (αιτ.)
2)λέγω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
3)λέγω τινά τι (2 αιτ.)
4)λέγω + ειδικό απαρέµφατο
5)λέγω + ειδική πρόταση
6)λέγω + εµπρόθετος προσδιορισµός
λείπω = αφήνω
1)λείπω τινά ή τι (αιτ.)
µέσο   2)λείποµαι τινός (γεν.) = είµαι κατώτερος από κάποιον
3)εκλείπω === αµτβ.
λοιδορέω(-ω) = κακολογώ, υβρίζω
1)λοιδορω τινά (αιτ.)
µέσο   2)λοιδορουµαι τινί (δοτ.) = κατηγορώ, επιπλήττω κάποιον
λυµαίνοµαι = βλάπτω
1)λυµαίνοµαι τί (αιτ.)
2)λυµαίνοµαι τινί (δοτ.)
λυπέω(-ω) = προξενώ λύπη, ενοχλώ
1)λυπω τινά (αιτ.)
2)λυπω τινα τι (2 αιτ. – η µία σύστοιχο αντικείµενο)
3)λυπω + κατηγορηµατική µετοχή
µέσο   4)λυπουµαι + κατηγορηµατική µετοχή
5)λυπουµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός
µανθάνω
1)µανθάνω τινά ή τι (αιτ.)
2)µανθάνω τινός (γεν.) = ακούω
3)µανθάνω τινά + εµπρόθετος προσδιορσιµός
4)µανθάνω + τελικό απαρέµφατο
5)µανθάνω + κατηγορηµατική µετοχή
µάχοµαι
1)µάχοµαι τινί (δοτ.)
2)µάχοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός
µείγνυµι = αναµειγνύω
1)µείγνυµι τινί τι (δοτ. – αιτ.)
µέλει = υπάρχει φροντίδα (απρόσωπο)
1)µέλει + δοτ. προσωπική + γενική (µέλει µοι τινός)
2)µέλει + δοτ. προσωπική + τελικό απαρέµφατο [σπν]
µέλλω = σκοπεύω, αναβάλλω, καθυστερώ
1)αµτβ.

2)µέλλω + τελικό απαρέµφατο
µέµφοµαι = µαλώνω, κατηγορώ
1)µέµφοµαι τινά ή τι (αιτ.)
2)µέµφοµαι τινί (δοτ.)
3)µέµφοµαι τινά + γενική της αιτίας
4)µέµφοµαι τινί τινά (δοτ. – αιτ.)
µένω = µένω, περιµένω
1)αµτβ.
2)µένω τινά ή τι (αιτ.) [σπν]
µιµνήσκω = θυµίζω
1)µιµνήσκω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
µέσο   2)µιµνήσκοµαι τινός (γεν.)
3)µιµνήσκοµαι + κατηγορηµατική µετοχή
4)µιµνήσκοµαι + απαρέµφατο
συνθ.   5)αναµιµνήσκω, υποµιµνήσκω + 2 αιτ.
µνηµονεύω = θυµούµαι, αναφέρω
1)µνηµονεύω τινός (γεν.)
2)µνηµονεύω τινά ή τι (αιτ.)
3)µνηµονεύω + ειδική πρόταση
νέµω= µοιράζω, απονέµω, κατοικώ, διοικώ, βόσκω
1)νέµω τι (αιτ.)
2)νέµω τινί τι (δοτ. – αιτ.)
µέσο   3)νέµοµαι τι (αιτ.)
νέω = πλέω, κολυµπώ
1)αµτβ.
νεωτερίζω = κάνω µεταρρυθµίσεις, καινοτοµώ, στασιάζω
1)νεωτερίζω τι (αιτ.)
2)νεωτερίζω + σύστοιχο αντικείµενο
νικάω(-ω)
1)αµτβ.
2)νικω τινά (αιτ.) + σύστοιχο αντικείµενο [σπν]
3)νικω τινί (δοτ. του τρόπου)
νοέω(-ω) = σκέπτοµαι, εννοώ
1)νοω τι (αιτ.)
2)νοω + απαρέµφατο
νοµίζω = παραδέχοµαι, ακολουθώ συνήθεια, θεωρώ, πιστεύω, φρονώ
1)νοµίζω τινά ή τι (αιτ.)
2)νοµίζω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)= θεωρώ…
3)νοµίζω + ειδικό απαρέµφατο
νοµοθετέω(-ω)
1)νοµοθετω τινί (δοτ.)
2)νοµοθετω + εµπρόθετος προσδιορισµός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top