23 Αυγούστου 2013

Το αλουμίνιο στο πόσιμο νερό και η νόσος του Alzheimer

του Aστερίου Παντοκράτορα 
Αναπληρωτή Καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης
Το αργίλιο (Al), ή αλουμίνιο όπως είναι γνωστό στο ευρύ κοινό, είναι ένα μέταλλο που συναντάται σε αφθονία στη φύση και αποτελεί περίπου το 8 % του φλοιού της γης. Εξορύσσεται συνήθως υπό μορφή βωξίτη που είναι μετάλλευμα με περιεκτικότητα 40-60 % σε οξείδιο του αργιλίου (alumina). Το μέταλλο αυτό χρησιμοποιείται στην παραγωγή οικοδομικών υλικών, υλικών συσκευασίας, κονσερβών, εξαρτημάτων αυτοκινήτων και αεροσκαφών. Στη φαρμακευτική βιομηχανία χρησιμοποιείται για την παρασκευή αντιοξικών και φαρμάκων κατά της διάρροιας. Χρησιμοποιείται επίσης ευρέως ως πρόσθετο σε τροφές, στα υλικά συσκευασίας των τροφίμων καθώς και στην επεξεργασία του πόσιμου νερού.


Τα πολύ λεπτόκοκκα υλικά που βρίσκονται στο ανεπεξέργαστο νερό έχουν συνήθως διαστάσεις μικρότερες από 10 μm και δεν μπορούν να συγκρατηθούν στις δεξαμενές καθίζησης και στα φίλτρα. Τα σωματίδια αυτά έχουν συνήθως αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και έτσι απωθούνται μεταξύ τους. Στις περιπτώσεις αυτές επιδιώκεται η συνένωσή τους σε μεγαλύτερα συμπλέγματα που ονομάζονται κροκίδες (flocs) για να διευκολυνθεί η συγκράτησή τους. Αυτό επιτυγχάνεται με την προσθήκη χημικών ουσιών που ονομάζονται κροκιδωτικά. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος επεξεργασίας πόσιμου νερού που προέρχεται από επιφανειακά νερά (ποτάμια, λίμνες και φράγματα) είναι η συμβατική επεξεργασία (conventional water treatment process) που περιλαμβάνει προσθήκη κροκιδωτικού υλικού, κροκίδωση, καθίζηση και διύλιση. Η προσθήκη του κροκιδωτικού υλικού γίνεται αμέσως μετά την είσοδο του νερού στη μονάδα επεξεργασίας και ακολουθεί η αργή ανάμειξή του στη δεξαμενή κροκίδωσης όπου δημιουργούνται οι κροκίδες. Στη συνέχεια το κροκιδωμένο νερό εισέρχεται στη δεξαμενή καθίζησης όπου ένα μεγάλο ποσοστό σωματιδίων καθιζάνει στον πυθμένα και απομακρύνεται. Το υπόλοιπο ποσοστό των σωματιδίων συγκρατείται από τα φίλτρα (πρόκειται συνήθως για φίλτρα άμμου). Υπάρχουν όμως και παραλλαγές της παραπάνω μεθόδου όπως είναι η ευθεία διύλιση (direct filtration) και η εν σειρά διύλιση (in-line filtration). Στην ευθεία διύλιση παραλείπεται η δεξαμενή καθίζησης, ενώ στην εν σειρά διύλιση παραλείπεται και η δεξαμενή κροκίδωσης. Τα άλατα του αργιλίου χρησιμοποιούνται ευρέως ως κροκιδωτικά στην επεξεργασία του πόσιμου νερού με πλέον διαδεδομένο το θειικό αργίλιο (alum) του οποίου ο χημικός τύπος είναι Al2(SO4). 18H2O. Ένα άλλο ισχυρό κροκιδωτικό που βασίζεται στο αλουμίνιο και εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια είναι το χλωριούχο πολυαργίλιο (Poly Aluminium Chloride, PAC) με χημικό τύπο Alm(OH)nCl3m-n. Η χρήση των παραπάνω κροκιδωτικών ουσιών έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αλουμινίου στο επεξεργασμένο νερό, μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας, ακόμη και αν το ανεπεξέργαστο νερό δεν περιέχει καθόλου αλουμίνιο, ενώ στις περιπτώσεις που το ανεπεξέργαστο νερό περιέχει ήδη αλουμίνιο, συχνά παρατηρείται αύξηση της συγκέντρωσης μετά την επεξεργασία του νερού. Το αλουμίνιο αυτό ονομάζεται υπολειμματικό (residual aluminum) και φτάνει στις βρύσες των καταναλωτών.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι ενδείξεις ότι υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία από το αλουμίνιο. Το αλουμίνιο θεωρείται από παλιά ως μη τοξικό για υγιή άτομα τα οποία μπορούν να παίρνουν συνολικά ημερήσιες δόσεις μέχρι 7.2 gr χωρίς σοβαρές επιπτώσεις. Τελευταία όμως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το αλουμίνιο επηρεάζει σημαντικά το νευρικό σύστημα του ανθρώπου. Κατά την αιμοκάθαρση ενός νεφροπαθούς χρησιμοποιούνται περίπου 120 l νερού. Επειδή το νερό του δικτύου ύδρευσης περιέχει ρύπους οι οποίοι μπoρούν να περάσουν στο αίμα του ασθενούς, το νερό της αιμοκάθαρσης υφίσταται ειδική επεξεργασία πριν από τη χρήση του. Σε περιπτώσεις που χρησιμοποιείται νερό με υψηλό ποσοστό αλουμινίου οι ασθενείς αναπτύσσουν εγκεφαλοπάθεια που χαρακτηρίζεται από αλλαγές συμπεριφοράς και λόγου, τρέμουλο και ψυχωτικές καταστάσεις. Oι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι για το πρόβλημα αυτό ευθύνεται το υψηλό ποσοστό αλουμινίου και ο έλεγχος της συγκέντρωσής του στο νερό και στα φάρμακα αποτρέπει την εμφάνιση της νόσου. Είναι επίσης γνωστό ότι η λήψη μεγάλων ποσοτήτων αλουμινίου από τον ανθρώπινο οργανισμό προκαλεί αναιμία, οστεομαλάκια (προκαλεί εύθραυστα ή μαλακά κόκαλα) και καρδιακά προβλήματα.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι το αλουμίνιο σχετίζεται με σοβαρές ασθένειες όπως είναι η νόσος του Parkinson, η μυοατροφική σκλήρυνση (νόσος του Lou Gehrig) και η νόσος του Alzheimer. Π.χ. παρατηρούνται υψηλά ποσοστά ασθενειών Parkinson και Lou Gehrig στους πληθυσμούς του Guam και της New Guinea που συσχετίζονται με τα υψηλά ποσοστά του αλουμινίου της περιοχής. Έχει επίσης αποδειχτεί ότι τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο του Alzheimer έχουν υψηλά ποσοστά αλουμινίου στον εγκέφαλό τους. Τα πρώτα συμπτώματα της νόσου του Alzheimer είναι συνήθως η απώλεια μνήμης, έλλειψη προσανατολισμού και η σύγχυση. Με το πέρασμα του χρόνου επέρχεται πλήρης έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον. Υπάρχουν στη βιβλιογραφία εκατοντάδες έρευνες και επιδημιολογικές μελέτες που προσπαθούν να εντοπίσουν τα αίτια της νόσου. Όλες όμως βρίσκονται υπό εξέλιξη και επανεξετάζονται. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και έρευνες που αποδίδουν τη νόσο σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως είναι το αλουμίνιο. Πολλές επιδημιολογικές έρευνες έχουν δείξει θετική συσχέτιση μεταξύ της ύπαρξης αλουμινίου στο πόσιμο νερό και στη νόσο του Alzheimer. Σε έρευνα που έγινε στον Καναδά το 1995 βρέθηκε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ του αλουμινίου στο πόσιμο νερό και στη νόσο του Alzheimer. Η έρευνα περιέλαβε 100 κοινότητες της περιοχής του Ontario. Σε κάθε κοινότητα οι ερευνητές μέτρησαν το αλουμίνιο στο πόσιμο νερό και το συσχέτισαν με τη διανοητική κατάσταση των κατοίκων ηλικίας άνω των 45 ετών. Το συμπέρασμα ήταν ότι η πιθανότητα ανάπτυξης διανοητικών προβλημάτων ήταν 10 φορές μεγαλύτερη στις κοινότητες με υψηλό ποσοστό αλουμινίου στο πόσιμο νερό. Σε άλλη έρευνα βρέθηκε ότι μεταξύ των 66000-117000 περιπτώσεων ατόμων με Alzheimer, 15180-26910 άτομα θα μπορούσαν να αποφύγουν τη νόσο, αν η συγκέντρωση του αλουμινίου στο πόσιμο νερό ήταν μικρότερη από 100 μg/l. Υπάρχουν όμως και έρευνες οι οποίες αποκλείουν τη συσχέτιση αυτή.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα παραπάνω, το γραφείο προστασίας περιβάλλοντος των ΗΠΑ (Environmental Protection Agency, EPA) δημοσίευσε τον Μάρτιο του 1998 έναν κατάλογο ουσιών για τις οποίες απαιτείται λεπτομερής έρευνα με στόχο να διαπιστωθεί αν είναι επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία και εν συνεχεία να θεσπιστούν όρια συγκέντρωσής τους στο πόσιμο νερό ή να αναθεωρηθούν τα υπάρχοντα (Contaminant Candidate List, CCL). Η διαδικασία που ακολουθείται για την ένταξη κάποιας ουσίας στον κατάλογο είναι η εξής. Το EPA δίνει στη δημοσιότητα έναν πρώτο κατάλογο ουσιών για τις οποίες πιστεύει ότι θα πρέπει να γίνει περαιτέρω έρευνα, επειδή υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Στη συνέχεια δέχεται προτάσεις και κριτικές θετικές ή αρνητικές από οποιονδήποτε φορέα ή άτομο σχετικά με την απόφαση για την ένταξη της ουσίας στον κατάλογο. Μετά τη συγκέντρωση των σχολίων και την αξιολόγησή τους λαμβάνεται η τελική απόφαση για την ένταξη ή μη της ουσίας στον κατάλογο. Στον κατάλογο που δημοσιεύτηκε το 1998 περιλαμβάνεται και το αλουμίνιο. Για το θέμα αυτό το EPA έλαβε αρκετές αρνητικές κριτικές οι οποίες υποστήριζαν ότι το αλουμίνιο δεν πρέπει να περιληφθεί στον κατάλογο, επειδή δεν έχει τεκμηριωθεί απόλυτα μέχρι σήμερα η σχέση του με τη νόσο του Alzheimer. Παρ' όλα αυτά το EPA συμπεριέλαβε το αλουμίνιο στη λίστα με στόχο την περαιτέρω έρευνα και την ενδεχόμενη θέσπιση αυστηρότερου ορίου συγκέντρωσης στο πόσιμο νερό. Η τελική απόφαση θα ληφθεί το 2001. Υπενθυμίζεται εδώ ότι στις ΗΠΑ το ισχύον επιτρεπτό όριο για το αλουμίνιο στο πόσιμο νερό είναι 50-200 μg/l. Το όριο αυτό έχει καθοριστεί από το EPA το 1991, ενώ η Αμερικανική Ένωση Υδραυλικών Έργων (American Water Works Association, AWWA) έχει προτείνει ως ανώτατη τιμή τα 50 μg/l.
O Παγκόσμιος Oργανισμός Υγείας (World Health Organisation, WHO) έχει καθορίσει ως ανώτατη επιτρεπτή τιμή για το αλουμίνιο στο πόσιμο νερό τα 200 μg/l με βάση αισθητικούς παράγοντες και όχι για λόγους υγείας. Το όριο αυτό έχει τεθεί για την αποφυγή δυσάρεστης οσμής και γεύσης στο πόσιμο νερό. Το 1995 αποφάσισε ότι τα διαθέσιμα στοιχεία μέχρι εκείνη την περίοδο δεν ήταν επαρκή για να τεκμηριώσουν αναθεώρηση του ορίου προς τα κάτω για λόγους υγείας.
O Καναδάς, χώρα ευαίσθητη στα περιβαλλοντικά θέματα, παρ' όλο που το θέμα της συσχέτισης του αλουμινίου με τη νόσο του Alzheimer δεν έχει τεκμηριωθεί απόλυτα, είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που έχει αναθεωρήσει ήδη το ισχύον ανώτατο επιτρεπτό όριο της συγκέντρωσης του αλουμινίου στο πόσιμο νερό. Με απόφαση που λήφθηκε τον Απρίλιο του 1999, εκδόθηκε οδηγία προς τους χειριστές των μονάδων επεξεργασίας πόσιμου νερού στις οποίες χρησιμοποιούνται κροκιδωτικά βασισμένα στο αργίλιο, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε η συγκέντρωση του αργιλίου στο επεξεργασμένο νερό να είναι στο κατώτατο δυνατό επίπεδο. Το ανώτατο όριο είναι 100 μg/l για τις συμβατικές μονάδες επεξεργασίας και 200 μg/l για άλλου είδους επεξεργασία όπως είναι η ευθεία και η εν σειρά διύλιση. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι πρόκειται για λειτουργική οδηγία (operational guidance) και όχι για κανονική οδηγία (health-based guideline) εξ αιτίας του γεγονότος ότι το θέμα είναι ακόμη επιστημονικά ανοιχτό. Στη μη έκδοση κανονικής οδηγίας σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αντίδραση της βιομηχανίας αλουμινίου η οποία επικαλείται το γεγονός ότι το θέμα παραμένει ανοιχτό από επιστημονική άποψη.
Η παλιά οδηγία (80/778/EEC) της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το πόσιμο νερό προέβλεπε για το αργίλιο ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση 200 μg/l και ενδεικτική τιμή 50 μg/l. Η νέα οδηγία που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1998 (98/83/EC) προβλέπει και πάλι ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση 200 μg/l, ενώ έχει καταργηθεί η ενδεικτική τιμή. Αυτό αποτελεί οπισθοδρόμηση, δεδομένου ότι, ενώ υπάρχει τάση για μείωση του ανώτατου επιτρεπτού ορίου, στη νέα οδηγία όχι μόνο δεν διαφαίνεται τέτοια τάση αλλά έχει καταργηθεί και η ενδεικτική τιμή η οποία θα αποτελούσε έναν οδηγό για τους χειριστές των μονάδων επεξεργασίας, ώστε να διατηρούν τη συγκέντρωση του αργιλίου σε χαμηλά επίπεδα σύμφωνα με τα ισχύοντα στον Καναδά.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η ριζική αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος, δηλαδή η εξάλειψη της παρουσίας υπολειμματικού αλουμινίου στο πόσιμο νερό, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αντικατάσταση των αλάτων του αργιλίου ως κροκιδωτικών. Αυτό βέβαια είναι αδύνατο να γίνει σήμερα, διότι τα παραπάνω κροκιδωτικά και ιδιαίτερα το θειικό αργίλιο είναι πολύ αποτελεσματικά και με μικρό κόστος. Ήδη όμως διεξάγονται έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση. Το εργαστήριο υδραυλικής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (MIT) δοκιμάζει τα τελευταία χρόνια ως κροκιδωτικό την ουσία chitosan η οποία βρίσκεται στα οστρακοειδή (γαρίδες, καβούρια κλπ) και παράγεται από τα υπολείμματά τους. Πρόκειται για μη τοξικό, οργανικό, βιοαποδομήσιμο πολυμερές, που επιτρέπει καλύτερη επεξεργασία της λάσπης των δεξαμενών καθίζησης και επί πλέον παράγεται από πρώτη ύλη που είναι ανανεώσιμη. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά.
Συμπέρασμα. Παρ' όλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ασχοληθεί ακόμη σοβαρά με το θέμα ο γράφων πιστεύει ότι οι Έλληνες χειριστές των μονάδων επεξεργασίας πόσιμου νερού στις οποίες χρησιμοποιούνται άλατα του αργιλίου ως κροκιδωτικά θα πρέπει να φροντίζουν ώστε η συγκέντρωση του αργιλίου στο επεξεργασμένο νερό να είναι στο χαμηλότερο δυνατό σημείο χωρίς αυτό βέβαια να γίνεται σε βάρος της κανονικής επεξεργασίας και της απομάκρυνσης των άλλων ρύπων από το νερό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top