9 Φεβρουαρίου 2012

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ - Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ (2006) / ΥΔΡΟΒΑΤΗΣ (2007)


ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Ο γλύπτης εκτελεί σκοπιές στο μάρμαρο
περιμένοντας να σκάσει
η οβίδα μιας μορφής στο κεφάλι του
να του δείξει του αγάλματος τα σύνορα.
Ο πόλεμος αρχίζει.
Ο γλύπτης εισχωρεί στο μάρμαρο
σκόνη γίνεται το ρούχο της μορφής
χιόνι πέφτει στο έδαφος
φροντίζοντας για κρυοπαγήματα.
Μα τα σύνεργα δε λυγίζουν
όταν έχεις βλέψεις
όταν στο έργο σου θέλεις να φωλιάσει κάτι
απ’ το αεροπλάνο που σε βομβάρδισε.
Ο ποιητής ανάποδα
το σκάλισμα αρχίζει απ’ τα μέσα.
Αλλού είναι τα δικά του σύνορα.
Όταν τελειώσει
μια τρύπα μένει στο μάρμαρο κενή
με γύρω της τη γλώσσα.
Είναι το ποίημα καλό; Δεν ξέρει. Περιμένει.
Τα ποιήματα πάντοτε σιωπούν
είτε πολλά έχουν να πουν είτε τίποτα.
Όταν τα ποιήματα έχουν πολλά να πουν
τα πουλιά εγκαταλείπουνε τα δένδρα
στριμώχνονται στην τρύπα του μαρμάρου
και φτερουγίζουν μες στη γλώσσα δυνατά.
Τέτοιο φτερούγισμα ακούγεται
ως τις μορφές του γλύπτη
το άγαλμα αρχίζει τις φιγούρες
χορεύει με το πάθος στα λευκά.
ΚΟΠΗ ΠΙΤΑΣ
Τούτο το κομμάτι του Χριστού
Μικρότερο ως συνήθως του προσήκοντος
Τούτο το κομμάτι του φτωχού
Σκανδαλωδώς ογκωδέστερο
Αυτού που του αναλογεί
Σε μένα το κομμάτι
Εντός του οποίου κείται
Φλουρί ηχομόνωσης τριαδικής
Τις φορές που θα κλάψουμε φέτος ακούω
Τις φορές που θα θρηνήσουμε φέτος οσφραίνομαι
Τις φορές που θα σταθούμε φέτος μουδιασμένοι
Αναλογίζομαι ο παρανοϊκός
Που παύει πια να με νοιάζει
Της μοιρασιάς η αδικία
Μόνο τη λίρα σφίγγω παρήγορη
Των θορύβων μονωτική
Και των φορών προστάτιδα
Που θα σηκώσω φέτος
Αμείλικτο το μολύβι
ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ
Καθώς στέρεες ξεπροβοδίζονται μειλίχιες οι λέξεις
Στον ατελεύτητο της ποίησης ωραϊστό ορίζοντα
Πληγές ανοίγονται στο σώμα μου σαν πόρτες
Ώσπου αυτό διάπυρο χορεύει με τους ξένους
Χορό συρματοπλέγματος: το κόκκινο
Κανείς τους δε θα τολμά ν’ αγγίξει, σκέφτομαι
Κι ύστερα βυθίζομαι μες στη βαθιά φωνή
Που αγέρωχη προστάζει μειλίχια προσταγή:
Ανώνυμε ποιητή, ρίξε μια ομοβροντία
Πέλεκυς στάζει βαρύς στους ώμους της γυναίκας
Εκεί που το λευκό ανεσπέρως ενδημεί
Τήκοντας τις λέξεις σε αναδευτήρα βλέννας
Μες στης κατάργησης τo αστείρευτο
Τρελό αρωματοποιείο του φακού μου
Aπ’ το ΟΥΑΙ, τότε, αρπάζεται η ποίηση
Κι ανασυντάσσεται σαρωτική κι αδέξια
Στα βάθη της αβύσσου, όταν της ζωής
Εγώ του τίποτα που έρχεται απ’ το τίποτα
Νιώθω ένα το κάτι πυρετού μ’ αισθήσεις
Στην αρχή φθορίζει ο έρωτας
Με ολάκερη την έκλειψη ορατή απ’ τη στεφάνη
Να γυαλίζει γύρω απ’ την πρόθεση γύρω
Τη γύρω ζάλη να διαγράφει εφηβαίο
Ότι αυτό κραυγή πληρότητας της σχάσης
Του ανθρώπου σ’ ανάκλιντρα μυρωδικών
Κι είναι τόσα τα σταχτοστέφανα
Αγίων και μελάνια
Σαν αίφνης ξυπνούν στα μάτια μου
Ταυτόχρονα και θλιμμένα
Που θέλω ανεξάλειπτος
Και αναπυρσευτής
Θέλω στα φτερά των ορτυκιών και στη φλούδα
Του μήλου να κουρνιάζω την πείνα μου
Θέλω να βλέπω των σαλιγκαριών τη βλέννα
Στους δρόμους να ραμφίζει πυξίδα φυσική
Θυμίζοντας στα χνάρια μας το χώμα που ξεχάσαμε
Δίχως να παραγράψουμε την αδίστακτη
Προσμονή της ύστατης εκπνοής
Που το ποίημα παραδίδει πίσω απ’ την αυλαία
Σ’ ένα ξένο των ματιών μας κοινό
Γιατί όποτε προσεύχεσαι ελπίζεις
Δεν ορκίζεσαι
Όμως εγώ ορκίζομαι πως είμαι παντού
Η ζέστα μες στα φτερά του ορτυκιού
Κι η συνοχή της φλούδας και της καρδιάς
Του καρπού που αλλόκοτο βιδώνει τον κόσμο
Στα πινέλα των ζωγράφων όπως είναι
Ενιαίος και άπειρος ομορφιάς
Ώστε εγώ ο ένας της λέξης ειμαρμένος
Το θρόισμα ν’ αγαπώ γιατί σε περιέχει
Κι απύθμενα μες στα οστά σου έρπει
Με σκυρόδεμα αμβροσίας στηρίζοντας το τραγούδι μου:
Το νόημα να εκκινά
Απ’ της εκφοράς την αύρα
Και ν’ αναπλάθει απνευστί
Την εικόνα της Δακράνασσας
Μ’ ομοβροντία όψιμη ανώνυμου ποιητή
Μακριά από του χώματος τη μόνιμη αφή
ΓΥΝΑΙΚΑ
Mέσα σου εκσπερματώνω και γεννιέμαι
Γυναίκα
Και δυο φορές μαθαίνω πώς
Να σ’ αγαπώ: μάνα κι ερωμένη
Τι σημαίνει να πάλλονται
Οι φωνητικές χορδές του αηδονιού
Δεν έχεις καταλάβει: ούτε γιατί
Η αψάδα στο λαιμό του κομμένου
Τριαντάφυλλου
Σου προσφέρει πορφυρή την αμαρτία του κόσμου
Ύδωρ ανθισμένο στους μηρούς σου
Ανάσα άνασσας λαβωματιάς
Δεν έχεις καταλάβει, όμως αντέχεις˙
Με την κοιλιά να σε βαραίνει
Τρέχεις στα χωράφια να στυλώσεις
Τα σπαρτά
Γυναίκα-είσαι η ελπίδα της καμένης σάρκας
Να λιώσει ένα ακόμη μέταλλο
Πάνω σε μια αξιοπρέπεια
Προτού χαράξει η μέρα που όλους θα μας
Καταπιεί
Γυναίκα, δεν έχεις καταλάβει-δεν πειράζει
Είμαι εδώ απ’ τα πόδια σου να εξηγώ
Ποιον διάλεξε η Φύση στη φουρτούνα
Ποιος με κρατά καθώς σκουντουφλώ
Και προσπαθώ αγόρι μικρό να περπατήσω
Εδώ που μ’ έφερες
Κι όπως μέσα στις τόσες απαιτήσεις μου
Κλαις και διαμαρτύρεσαι
Εγώ δε σε παρεξηγώ-τόσα μπορεί το φως
Και άλλα τόσα
-παύει η ομορφιά ποτέ της να εργάζεται;
Κι αν κάπου κάπου
Την πλάτη σου γυρνάς και με προδίδεις
Παίρνοντας πίσω βίαια
Όλες μου τις αισθήσεις απ’ τη σάρκα μου
Όπως μόνο η σάρκα μου μπορεί
Εγώ πάλι ανάπηρος στο ποίημα ανεβαίνω
Και κλείνω με τους ίδιους στίχους
Τα ίδια πνιγμένα δάκρυα στα μάτια
Μέσα σου εκσπερματώνω και γεννιέμαι
Γυναίκα
Κι απ’ τα χείλη σου περιμένω το Θεό:
Μάνα κι ερωμένη της ζωής μου
Πλανεύτρα της βαρύτερής μου ήττας
Ουσία του ευάλωτου αγγίγματος
Παλαίστρα της τρανότερης αγάπης μου
Ο Δημήτριος Γ. Μουζάκης γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Είναι Βιολόγος (M.Sc.). Φοιτά στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών για την απόκτηση δεύτερου τίτλου. Έχει εκδώσει δύο βιβλία ποίησης: Η αδελφότητα της θλίψης (Δωδώνη, 2006) και Υδροβάτης (Δωδώνη, 2007).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

back to top