Το παρόν αποτελεί τμήμα της εργασίας 'Κοινωνικές αναπαραστάσεις, πρακτικές και χρήσεις του σώματος' της Αγγελικής Αρώνη, Αθήνα 2008, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Ψυχολογίας. Σελ. 31- 43.
2.1 Το Σώμα στην Μετανεωτερικότητα
Το άτομο είναι διαφορετικό στη μετανεωτερικότητα σε σχέση με την περίοδο και τις αντιλήψεις της νεωτερικότητας. Όπως υποστηρίζει ο Gergen (1991), παρόλο που δεν ασχολείται με το θέμα του σώματος, ενώ ο μοντέρνος άνθρωπος παρουσίαζε απαραίτητες ιδιότητες, όπως μετρήσιμα χαρακτηριστικά που συγκροτούσαν την προσωπικότητα, ο μεταμοντέρνος εαυτός αγκαλιάζει την ποικιλία και την αλλαγή. Για τον Gergen, κάτω από τις συνθήκες της μετανεωτερικότητας, τα άτομα βρίσκονται σε μία κατάσταση διαρκούς κατασκευής και ανακατασκευής.
Πιο συγκεκριμένα, το σώμα, σύμφωνα με τη Μακρυνιώτη, (2004), στις συνθήκες της
μετανεωτερικότητας τροφοδοτεί μια πληθώρα επιστημονικών λόγων, ειδικοτήτων και πρακτικών που στοχεύουν στην όλο και μεγαλύτερη άντληση γνώσης για τα μεμονωμένα μέρη, τις λειτουργίες και δυσλειτουργίες του. Βασικό ρόλο παίζει η αλληλεξάρτηση και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, της ιατρικής και της βιολογίας που τροποποιούν ριζικά την υπόστασή του (πλαστική-προσθετική, νανοτεχνολογία, μεταμοσχεύσεις, τεχνητές μορφές ύπαρξης-cyborgs-, ηλεκτρονικές μορφές αναπαράστασης της ανθρώπινης ύπαρξης – avatars-, κ.α.) και καθορίζουν εκ νέου την πρόσληψη και απεικόνιση του μεταμοντέρνου, ιατρικοποιημένου σώματος. Καθιστούν το σώμα όλο και πιο διαχειρίσιμο, με το καρτεσιανό σώμα-μηχανή να βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο: το σώμα προσλαμβάνεται ως περίπλοκη μηχανή που έχει τη δυνατότητα να επισκευαστεί και να επαναπρογραμματιστεί με την βοήθεια τεχνολογικών, χημικών, μηχανικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο των σύγχρονων τεχνολογικών και επιστημονικών πρακτικών, τόσο τα εξωτερικά μέρη του σώματος όσο και τα εσωτερικά του όργανα, μπορούν να τροποποιηθούν και να επισκευαστούν. (Shine, 2004, Balsamo, 2004).
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το σώμα χάνει την εννοιολόγησή του σαν ολότητα και
κατακερματίζεται σε μικρά κομμάτια που αποτελούν αντικείμενο επέμβασης. Η επέμβαση αυτή δεν πραγματοποιείται μόνο από την ιατρική αλλά και από τη βιομηχανία της ομορφιάς- μέσω προϊόντων, υπηρεσιών και ειδικών επαγγελματιών- που κυριαρχεί στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία. Σημαντικός είναι ο ρόλος της πλαστικής- κοσμητικής χειρουργικής που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιατρικής και της ομορφιάς. Οι πρακτικές της κοσμητικής χειρουργικής, αναπαράγοντας κι ενισχύοντας τα ευρύτερα κοινωνικο-πολιτισμικά πρότυπα της εμφάνισης, διαμελίζουν την εξωτερική επιφάνεια του σώματος σε απομονωμένα μέρη -μάτια,
μύτη, ζυγωματικά, στήθος, κοιλιά- τα επανορίζουν στη συνέχεια με τις τεχνολογίες
απεικόνισης σύμφωνα με το κοινωνικό ιδεώδες της ομορφιάς, για να επέμβουν στο τέλος να χειριστούν και ξανασμιλέψουν τα «ελαττωματικά» μέρη. (Balsamo, 2004).
Το σώμα υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι απλώς αντικείμενο, αλλά ορίζεται και υποκείμενο αυτών των διαδικασιών, τις οποίες καλείται να χρησιμοποιήσει για τη διατήρηση της καλής εμφάνισης, φυσικής κατάστασης και απόδοσής του. Ο όρος «διατήρηση» υποδεικνύει τη δημοτικότητα της μεταφορικής χρήσης του σώματος σαν μηχανή. Όπως τα αυτοκίνητα και άλλα καταναλωτικά προϊόντα, τα σώματα απαιτούν σέρβις, τακτική φροντίδα και προσοχή για να συντηρηθεί η μέγιστη αποδοτικότητά τους. (Featherstone, 1982).Το σώμα πλέον ελέγχεται τόσο από τον κάτοχό του όσο και από τις νέες, περισσότερο επεξεργασμένες και λανθάνουσες κοινωνικές μορφές ελέγχου, ρύθμισης και παρέμβασης, που συνιστούν μια καινούργια μορφή βιοπολιτικής. Στο πλαίσιο αυτής, το σώμα μετατρέπεται σε αντικείμενο χειραγώγησης μιας βιοπολιτικής οικονομίας, όπου οι νέες πρακτικές, όπως οι δίαιτες και η άσκηση, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή πειθαρχημένων και υπάκουων σωμάτων. Το σώμα μετατρέπεται σε καθρέφτη του εαυτού και της ατομικότητας όπως στο παρελθόν αποτελούσε καθρέφτη της ψυχής. Ενώ η δίαιτα χρησίμευε ως μηχανισμός πειθαρχίας για τη θρησκευτική λύτρωση, μετατράπηκε πλέον σε μηχανισμό ελέγχου του εξωτερικού σώματος. (Turner, 1991).
Ταυτόχρονα, στη μετανεωτερικότητα, το σώμα αναδεικνύεται σε βασικό συστατικό της ταυτότητας και του εαυτού. Καθώς η ταχύτητα και το εύρος των κοινωνικών αλλαγών ακυρώνουν την αντίληψη του ενοποιημένου και σταθερού υποκειμένου και η αίσθηση της ταυτότητας του εαυτού γίνεται ρευστή, ασταθής, αποσπασματική και ατελής, το σώμα γίνεται η πρώτη ύλη προς επεξεργασία και την ίδια στιγμή το μέσο και ο άμεσος αποδέκτης αυτής της επεξεργασίας. (Falk, 1994).
Το σώμα γίνεται σχέδιο εργασίας (project) με τον κάτοχό του να το αναστοχάζεται και αναλόγως να παρεμβαίνει. (Shilling 1993). Αν και μία εκδοχή του σώματος σαν σχέδιο εργασίας συναντάται τόσο στις θρησκευτικές πρακτικές όσο και στην ψυχαναλυτική διαδικασία, το καινούργιο στοιχείο στη μετανεωτερικότητα είναι ότι οι πρακτικές τροποποίησης ή μετασχηματισμού που έχουν κατακλύσει την ελεύθερη αγορά, παίρνουν τη μορφή αγαθών προς κατανάλωση μετατρέποντας τις επιθυμίες και τις ανάγκες του σώματος σε εμπόρευμα. (Μακρυνιώτη, 2004).
Σε μια κεφαλαιοκρατική κοινωνία, η γενική καταστατική θέση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας εφαρμόζεται και στο σώμα, στις κοινωνικές πρακτικές και στις νοητικές παραστάσεις που έχουν τα άτομα για αυτό. Οι σύγχρονες μετα μοντέρνες δομές της παραγωγής/κατανάλωσης προσδίδουν στο ενσώματο υποκείμενο μια διπλή πρακτική που συνδέεται με μια αλληλένδετη, αν και όχι ενιαία παράσταση του σώματός του: «του σώματός του ως ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, και του σώματός του ως ΦΕΤΙΧ (ή καταναλωτικού αντικειμένου)». (Baudrillard, 2000, σελ. 153). Το σώμα μετατρέπεται σε αντικείμενο μιας «εργασίας επένδυσης» (μέριμνας, ιδεοληψίας) που πίσω από τον μύθο της απελευθέρωσής του γίνεται μια εργασία βαθύτερα αλλοτριωμένη από την εκμετάλλευσή του στην εργασιακή δύναμη. Ο Baudrillard συνεχίζει, αναφέροντας πως η κατανάλωση πρέπει να συλληφθεί σαν μια διαδικασία στην οποία ο αγοραστής ενός αγαθού είναι ενεργητικά αναμεμειγμένος στην προσπάθεια να δημιουργήσει ή να διατηρήσει μια αίσθηση ταυτότητας, μέσα από την επίδειξη των αγορασμένων προϊόντων. Η κατανάλωση, δεν πρέπει παρόλα αυτά να εκληφθεί σαν μια δραστηριότητα που παράγεται και επιβάλλεται από την βιομηχανία της διαφήμισης και τα εμπορικά συμφέροντα σε ένα παθητικό κοινό. Η κατανάλωση έχει γίνει μια ενεργητική διαδικασία που περιλαμβάνει την συμβολική κατασκευή της αίσθησης, τόσο των ατομικών όσο και των συλλογικών ταυτοτήτων. Αυτή η αίσθηση της ταυτότητας, δεν πρέπει πλέον να θεωρείται σαν δεδομένη στα άτομα από την ιδιότητά τους σαν μέλη μιας συγκεκριμένης οικονομικής και κοινωνικής τάξης ή άμεσα από την εθνικότητα ή το φύλο. Οι ταυτότητες στις συνθήκες της μετανεωτερικότητας, είναι κατασκευές ατομικών πλέον επιλογών και αποφάσεων όπου η κατανάλωση παίζει κεντρικό ρόλο. Ο Baudrillard γράφει, πως οι καταναλωτές δεν αγοράζουν προϊόντα ρουχισμού, διατροφής, καλλωπισμού του σώματος, έπιπλα, ή είδη ψυχαγωγίας για να εκφράσουν μια ήδη υπάρχουσα αίσθηση εαυτού, αλλά για να δημιουργήσουν την εικόνα του ατόμου που επιθυμούν να γίνουν. Να αγοράσουν το "look", την εικόνα ενός νεανικού, αδύνατου, γυμνασμένου σώματος, κάνοντας χρήση της αυξημένης πρόσβασης σε προϊόντα που τους προβάλλει, διαφημίζει και προσφέρει η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία. (Craik, 1994).
Στα πλαίσια της καταναλωτικής κοινωνίας η πλειονότητα των προϊόντων και υπηρεσιών για υγιεινή διατροφή, αδυνάτισμα, άσκηση, ομορφιά που παράγονται, προωθούνται και πωλούνται τονίζουν τη σημασία της εξωτερικής εμφάνισης και της σωματικής συντήρησης στην ύστερη καπιταλιστική κοινωνία. Η έμφαση αυτή προτείνει δύο «κατηγορίες»: το έσω και το έξω σώμα. Το πρώτο αναφέρεται στις πρακτικές που αποσκοπούν στην υγεία και την ιδανική λειτουργικότητα του σώματος, ενώ το δεύτερο τόσο στη εμφάνιση όσο και στη κίνηση και τον έλεγχο αυτού στο κοινωνικό χώρο. Στα πλαίσια της κοινωνίας της κατανάλωσης οι δύο κατηγορίες συγκλίνουν, καθώς ο πρωταρχικός σκοπός της διατήρησης και λειτουργικότητας του εσωτερικού σώματος μετατρέπεται σε βελτίωση της εμφάνισης του εξωτερικού σώματος. (Featherstone, 1991). Η μελέτη του «εξωτερικού» αυτού σώματος μπορεί να το κάνει αντικείμενο πολλαπλών λόγων, από τις δημογραφικές αντιλήψεις έως τις αλληλεπιδράσεις πρόσωπο με πρόσωπο όπου η εμφάνιση, η διατήρηση του εαυτού και η διαχείριση των εντυπώσεων (Goffman, 1969) γίνεται η εστία της προσοχής. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει επίσης την οργάνωση και επιτήρηση πειθήνιων και πειθαρχημένων σωμάτων μέσα στο κοινωνικό χώρο (Foucault, 1991) καθώς και τις αισθητικές διαστάσεις του σώματος.
Το σώμα συνιστά περισσότερο από κάθε άλλη φορά τόπο πολιτικής διαμάχης και
αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης. Μοιάζει να παίρνει απειλητικές διαστάσεις τόσο για όσα πραγματοποιεί όσο και για την ποικιλία των σημασιών που διαμεσολαβεί. Στο πλαίσιο αυτό, ο έλεγχος του σώματος των μεμονωμένων πολιτών αλλά και του πληθυσμού γενικότερα, γίνεται κύριο μέλημα των μετανεωτερικών κοινωνιών. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα μεγάλο μέρος της τεχνολογικής εξέλιξης στοχεύει στην καταγραφή και συγκέντρωση προσωπικών πληροφοριών για το άτομο (π.χ. τράπεζες συλλογής προσωπικών δεδομένων), στον έλεγχο, τη ρύθμιση και την επιτήρηση του ανθρώπινου σώματος αλλά και στη διάγνωση της παρέκκλισης, όπως αυτή ορίζεται σε κάθε κοινωνία με γνώμονα τις επικρατούσες πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν κατά τη Μακρυνιώτη, (2004), οι σύγχρονες πρακτικές της βιομετρικής και ιδιαίτερα, της ιριδομετρικής, καθώς σηματοδοτούν το πέρασμα σε μια νέου τύπου σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το κράτος ή τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής. «Με τη βιομετρική, ο στόχος είναι η αποκωδικοποίηση και η αξιολόγηση πληροφοριών που τα ίδια τα σώματα φέρουν και αφήνουν να διαρρεύσουν παρά τη θέληση και συχνά σε βάρος των κατόχων τους». (σελ.29).
Και ενώ παρόμοιες πρακτικές προϋπήρχαν της μετανεωτερικότητας, οι νεοεισαχθείσες ξεπερνούν κατά πολύ τις παλαιότερες οι οποίες άφηναν κάποια περιθώρια διαφυγής ή αντίστασης, όπως στην περίπτωση των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Η μετατόπιση από τα δάχτυλα στα μάτια, αφενός περιορίζει στο ελάχιστο την υποκειμενική παρέμβαση και αφετέρου στρέφει το ίδιο το σώμα ενάντια στον εαυτό του δημιουργώντας έναν προβληματισμό σχετικά με τις νέες μορφές σχέσης του υποκειμένου με το σώμα του.
Το άτομο είναι διαφορετικό στη μετανεωτερικότητα σε σχέση με την περίοδο και τις αντιλήψεις της νεωτερικότητας. Όπως υποστηρίζει ο Gergen (1991), παρόλο που δεν ασχολείται με το θέμα του σώματος, ενώ ο μοντέρνος άνθρωπος παρουσίαζε απαραίτητες ιδιότητες, όπως μετρήσιμα χαρακτηριστικά που συγκροτούσαν την προσωπικότητα, ο μεταμοντέρνος εαυτός αγκαλιάζει την ποικιλία και την αλλαγή. Για τον Gergen, κάτω από τις συνθήκες της μετανεωτερικότητας, τα άτομα βρίσκονται σε μία κατάσταση διαρκούς κατασκευής και ανακατασκευής.
Πιο συγκεκριμένα, το σώμα, σύμφωνα με τη Μακρυνιώτη, (2004), στις συνθήκες της
μετανεωτερικότητας τροφοδοτεί μια πληθώρα επιστημονικών λόγων, ειδικοτήτων και πρακτικών που στοχεύουν στην όλο και μεγαλύτερη άντληση γνώσης για τα μεμονωμένα μέρη, τις λειτουργίες και δυσλειτουργίες του. Βασικό ρόλο παίζει η αλληλεξάρτηση και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, της ιατρικής και της βιολογίας που τροποποιούν ριζικά την υπόστασή του (πλαστική-προσθετική, νανοτεχνολογία, μεταμοσχεύσεις, τεχνητές μορφές ύπαρξης-cyborgs-, ηλεκτρονικές μορφές αναπαράστασης της ανθρώπινης ύπαρξης – avatars-, κ.α.) και καθορίζουν εκ νέου την πρόσληψη και απεικόνιση του μεταμοντέρνου, ιατρικοποιημένου σώματος. Καθιστούν το σώμα όλο και πιο διαχειρίσιμο, με το καρτεσιανό σώμα-μηχανή να βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο: το σώμα προσλαμβάνεται ως περίπλοκη μηχανή που έχει τη δυνατότητα να επισκευαστεί και να επαναπρογραμματιστεί με την βοήθεια τεχνολογικών, χημικών, μηχανικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο των σύγχρονων τεχνολογικών και επιστημονικών πρακτικών, τόσο τα εξωτερικά μέρη του σώματος όσο και τα εσωτερικά του όργανα, μπορούν να τροποποιηθούν και να επισκευαστούν. (Shine, 2004, Balsamo, 2004).
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το σώμα χάνει την εννοιολόγησή του σαν ολότητα και
κατακερματίζεται σε μικρά κομμάτια που αποτελούν αντικείμενο επέμβασης. Η επέμβαση αυτή δεν πραγματοποιείται μόνο από την ιατρική αλλά και από τη βιομηχανία της ομορφιάς- μέσω προϊόντων, υπηρεσιών και ειδικών επαγγελματιών- που κυριαρχεί στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία. Σημαντικός είναι ο ρόλος της πλαστικής- κοσμητικής χειρουργικής που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιατρικής και της ομορφιάς. Οι πρακτικές της κοσμητικής χειρουργικής, αναπαράγοντας κι ενισχύοντας τα ευρύτερα κοινωνικο-πολιτισμικά πρότυπα της εμφάνισης, διαμελίζουν την εξωτερική επιφάνεια του σώματος σε απομονωμένα μέρη -μάτια,
μύτη, ζυγωματικά, στήθος, κοιλιά- τα επανορίζουν στη συνέχεια με τις τεχνολογίες
απεικόνισης σύμφωνα με το κοινωνικό ιδεώδες της ομορφιάς, για να επέμβουν στο τέλος να χειριστούν και ξανασμιλέψουν τα «ελαττωματικά» μέρη. (Balsamo, 2004).
Το σώμα υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι απλώς αντικείμενο, αλλά ορίζεται και υποκείμενο αυτών των διαδικασιών, τις οποίες καλείται να χρησιμοποιήσει για τη διατήρηση της καλής εμφάνισης, φυσικής κατάστασης και απόδοσής του. Ο όρος «διατήρηση» υποδεικνύει τη δημοτικότητα της μεταφορικής χρήσης του σώματος σαν μηχανή. Όπως τα αυτοκίνητα και άλλα καταναλωτικά προϊόντα, τα σώματα απαιτούν σέρβις, τακτική φροντίδα και προσοχή για να συντηρηθεί η μέγιστη αποδοτικότητά τους. (Featherstone, 1982).Το σώμα πλέον ελέγχεται τόσο από τον κάτοχό του όσο και από τις νέες, περισσότερο επεξεργασμένες και λανθάνουσες κοινωνικές μορφές ελέγχου, ρύθμισης και παρέμβασης, που συνιστούν μια καινούργια μορφή βιοπολιτικής. Στο πλαίσιο αυτής, το σώμα μετατρέπεται σε αντικείμενο χειραγώγησης μιας βιοπολιτικής οικονομίας, όπου οι νέες πρακτικές, όπως οι δίαιτες και η άσκηση, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή πειθαρχημένων και υπάκουων σωμάτων. Το σώμα μετατρέπεται σε καθρέφτη του εαυτού και της ατομικότητας όπως στο παρελθόν αποτελούσε καθρέφτη της ψυχής. Ενώ η δίαιτα χρησίμευε ως μηχανισμός πειθαρχίας για τη θρησκευτική λύτρωση, μετατράπηκε πλέον σε μηχανισμό ελέγχου του εξωτερικού σώματος. (Turner, 1991).
Ταυτόχρονα, στη μετανεωτερικότητα, το σώμα αναδεικνύεται σε βασικό συστατικό της ταυτότητας και του εαυτού. Καθώς η ταχύτητα και το εύρος των κοινωνικών αλλαγών ακυρώνουν την αντίληψη του ενοποιημένου και σταθερού υποκειμένου και η αίσθηση της ταυτότητας του εαυτού γίνεται ρευστή, ασταθής, αποσπασματική και ατελής, το σώμα γίνεται η πρώτη ύλη προς επεξεργασία και την ίδια στιγμή το μέσο και ο άμεσος αποδέκτης αυτής της επεξεργασίας. (Falk, 1994).
Το σώμα γίνεται σχέδιο εργασίας (project) με τον κάτοχό του να το αναστοχάζεται και αναλόγως να παρεμβαίνει. (Shilling 1993). Αν και μία εκδοχή του σώματος σαν σχέδιο εργασίας συναντάται τόσο στις θρησκευτικές πρακτικές όσο και στην ψυχαναλυτική διαδικασία, το καινούργιο στοιχείο στη μετανεωτερικότητα είναι ότι οι πρακτικές τροποποίησης ή μετασχηματισμού που έχουν κατακλύσει την ελεύθερη αγορά, παίρνουν τη μορφή αγαθών προς κατανάλωση μετατρέποντας τις επιθυμίες και τις ανάγκες του σώματος σε εμπόρευμα. (Μακρυνιώτη, 2004).
Σε μια κεφαλαιοκρατική κοινωνία, η γενική καταστατική θέση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας εφαρμόζεται και στο σώμα, στις κοινωνικές πρακτικές και στις νοητικές παραστάσεις που έχουν τα άτομα για αυτό. Οι σύγχρονες μετα μοντέρνες δομές της παραγωγής/κατανάλωσης προσδίδουν στο ενσώματο υποκείμενο μια διπλή πρακτική που συνδέεται με μια αλληλένδετη, αν και όχι ενιαία παράσταση του σώματός του: «του σώματός του ως ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, και του σώματός του ως ΦΕΤΙΧ (ή καταναλωτικού αντικειμένου)». (Baudrillard, 2000, σελ. 153). Το σώμα μετατρέπεται σε αντικείμενο μιας «εργασίας επένδυσης» (μέριμνας, ιδεοληψίας) που πίσω από τον μύθο της απελευθέρωσής του γίνεται μια εργασία βαθύτερα αλλοτριωμένη από την εκμετάλλευσή του στην εργασιακή δύναμη. Ο Baudrillard συνεχίζει, αναφέροντας πως η κατανάλωση πρέπει να συλληφθεί σαν μια διαδικασία στην οποία ο αγοραστής ενός αγαθού είναι ενεργητικά αναμεμειγμένος στην προσπάθεια να δημιουργήσει ή να διατηρήσει μια αίσθηση ταυτότητας, μέσα από την επίδειξη των αγορασμένων προϊόντων. Η κατανάλωση, δεν πρέπει παρόλα αυτά να εκληφθεί σαν μια δραστηριότητα που παράγεται και επιβάλλεται από την βιομηχανία της διαφήμισης και τα εμπορικά συμφέροντα σε ένα παθητικό κοινό. Η κατανάλωση έχει γίνει μια ενεργητική διαδικασία που περιλαμβάνει την συμβολική κατασκευή της αίσθησης, τόσο των ατομικών όσο και των συλλογικών ταυτοτήτων. Αυτή η αίσθηση της ταυτότητας, δεν πρέπει πλέον να θεωρείται σαν δεδομένη στα άτομα από την ιδιότητά τους σαν μέλη μιας συγκεκριμένης οικονομικής και κοινωνικής τάξης ή άμεσα από την εθνικότητα ή το φύλο. Οι ταυτότητες στις συνθήκες της μετανεωτερικότητας, είναι κατασκευές ατομικών πλέον επιλογών και αποφάσεων όπου η κατανάλωση παίζει κεντρικό ρόλο. Ο Baudrillard γράφει, πως οι καταναλωτές δεν αγοράζουν προϊόντα ρουχισμού, διατροφής, καλλωπισμού του σώματος, έπιπλα, ή είδη ψυχαγωγίας για να εκφράσουν μια ήδη υπάρχουσα αίσθηση εαυτού, αλλά για να δημιουργήσουν την εικόνα του ατόμου που επιθυμούν να γίνουν. Να αγοράσουν το "look", την εικόνα ενός νεανικού, αδύνατου, γυμνασμένου σώματος, κάνοντας χρήση της αυξημένης πρόσβασης σε προϊόντα που τους προβάλλει, διαφημίζει και προσφέρει η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία. (Craik, 1994).
Στα πλαίσια της καταναλωτικής κοινωνίας η πλειονότητα των προϊόντων και υπηρεσιών για υγιεινή διατροφή, αδυνάτισμα, άσκηση, ομορφιά που παράγονται, προωθούνται και πωλούνται τονίζουν τη σημασία της εξωτερικής εμφάνισης και της σωματικής συντήρησης στην ύστερη καπιταλιστική κοινωνία. Η έμφαση αυτή προτείνει δύο «κατηγορίες»: το έσω και το έξω σώμα. Το πρώτο αναφέρεται στις πρακτικές που αποσκοπούν στην υγεία και την ιδανική λειτουργικότητα του σώματος, ενώ το δεύτερο τόσο στη εμφάνιση όσο και στη κίνηση και τον έλεγχο αυτού στο κοινωνικό χώρο. Στα πλαίσια της κοινωνίας της κατανάλωσης οι δύο κατηγορίες συγκλίνουν, καθώς ο πρωταρχικός σκοπός της διατήρησης και λειτουργικότητας του εσωτερικού σώματος μετατρέπεται σε βελτίωση της εμφάνισης του εξωτερικού σώματος. (Featherstone, 1991). Η μελέτη του «εξωτερικού» αυτού σώματος μπορεί να το κάνει αντικείμενο πολλαπλών λόγων, από τις δημογραφικές αντιλήψεις έως τις αλληλεπιδράσεις πρόσωπο με πρόσωπο όπου η εμφάνιση, η διατήρηση του εαυτού και η διαχείριση των εντυπώσεων (Goffman, 1969) γίνεται η εστία της προσοχής. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει επίσης την οργάνωση και επιτήρηση πειθήνιων και πειθαρχημένων σωμάτων μέσα στο κοινωνικό χώρο (Foucault, 1991) καθώς και τις αισθητικές διαστάσεις του σώματος.
Το σώμα συνιστά περισσότερο από κάθε άλλη φορά τόπο πολιτικής διαμάχης και
αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης. Μοιάζει να παίρνει απειλητικές διαστάσεις τόσο για όσα πραγματοποιεί όσο και για την ποικιλία των σημασιών που διαμεσολαβεί. Στο πλαίσιο αυτό, ο έλεγχος του σώματος των μεμονωμένων πολιτών αλλά και του πληθυσμού γενικότερα, γίνεται κύριο μέλημα των μετανεωτερικών κοινωνιών. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα μεγάλο μέρος της τεχνολογικής εξέλιξης στοχεύει στην καταγραφή και συγκέντρωση προσωπικών πληροφοριών για το άτομο (π.χ. τράπεζες συλλογής προσωπικών δεδομένων), στον έλεγχο, τη ρύθμιση και την επιτήρηση του ανθρώπινου σώματος αλλά και στη διάγνωση της παρέκκλισης, όπως αυτή ορίζεται σε κάθε κοινωνία με γνώμονα τις επικρατούσες πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν κατά τη Μακρυνιώτη, (2004), οι σύγχρονες πρακτικές της βιομετρικής και ιδιαίτερα, της ιριδομετρικής, καθώς σηματοδοτούν το πέρασμα σε μια νέου τύπου σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το κράτος ή τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής. «Με τη βιομετρική, ο στόχος είναι η αποκωδικοποίηση και η αξιολόγηση πληροφοριών που τα ίδια τα σώματα φέρουν και αφήνουν να διαρρεύσουν παρά τη θέληση και συχνά σε βάρος των κατόχων τους». (σελ.29).
Και ενώ παρόμοιες πρακτικές προϋπήρχαν της μετανεωτερικότητας, οι νεοεισαχθείσες ξεπερνούν κατά πολύ τις παλαιότερες οι οποίες άφηναν κάποια περιθώρια διαφυγής ή αντίστασης, όπως στην περίπτωση των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Η μετατόπιση από τα δάχτυλα στα μάτια, αφενός περιορίζει στο ελάχιστο την υποκειμενική παρέμβαση και αφετέρου στρέφει το ίδιο το σώμα ενάντια στον εαυτό του δημιουργώντας έναν προβληματισμό σχετικά με τις νέες μορφές σχέσης του υποκειμένου με το σώμα του.
2 Κοινωνικός Κονστρουκτιβισμός
Στη μετανεωτερικότητα και πιο συγκεκριμένα στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου
αιώνα, οι θεωρίες του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού (ή κοινωνικής μορφοποίησης), η φαινομενολογία και οι φεμινιστικές θεωρίες επιβεβαίωσαν την αποσταθεροποίηση της καρτεσιανής θεώρησης, στάθηκαν κριτικά απέναντι στο μέχρι πρότινος αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα των εμπειρικών δεδομένων, ιδιαίτερα όταν αυτά παίρνουν τη μορφή βιολογικών, φυσικών δεδομένων, εξετάζοντάς τα σε συνάρτηση με τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, τις ισχύουσες σχέσεις εξουσίας και τους λόγους που διατυπώνονται για τη διατήρηση και νομιμοποίηση τους. Το φύλο, η κοινωνική τάξη, η φυλή, η εθνότητα, αναδεικνύονται σε παράγοντες που ανατρέπουν τον ενιαίο και οικουμενικό χαρακτήρα της κοινωνικής πραγματικότητας και προκαλούν ανισότητες και συγκρούσεις. (Μακρυνιώτη, 2004).
Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός προϋποθέτει την κοινωνική κατασκευή του σώματος και επικεντρώνεται στις διαδικασίες και πρακτικές μέσω των οποίων το σώμα διαμορφώνεται θεσμικά, απορρίπτοντας την άποψη ότι η βιολογία μπορεί να προσφέρει ικανοποιητικές ερμηνείες για την εμφάνιση και καθιέρωση κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας και υποτέλειας. Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός δεν αποτελεί ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο ούτε προάγει μία κοινή θεωρητική θέση. (Μακρυνιώτη, 2001). Τέσσερις βασικές επιρροές φαίνεται να έχουν συμβάλλει στις αντιλήψεις του σώματος σαν κοινωνικά κατασκευασμένο. Η κοινωνική ανθρωπολογία της Mary Douglas, τα γραπτά του Michel Foucault, οι μελέτες του Erving Goffman και η πρόσφατη δουλειά πάνω στην ιστορία του ανθρώπινου σώματος. (Shilling, 1993).
Η ανθρωπολογία σαν επιστήμη, ανέπτυξε πολύ νωρίς ενδιαφέρον και θεωρία για το σώμα γιατί στις παραδοσιακές κοινωνίες το σώμα διαδραμάτιζε κοινωνικό ρόλο καθώς αποτελούσε μια σημαντική επιφάνεια πάνω στην οποία αναδεικνυόταν δημόσια, η κοινωνική θέση, η ηλικία, η φυλή, η θρησκεία κλπ. και συμμετείχε ενεργά στις τελετές μύησης και κοινωνικής εξέλιξης. Ενώ είναι εμφανές πως και στις σύγχρονες κοινωνίες τα εκθέματα του σώματος, (ρουχισμός, καλλυντικά, παράστημα), είναι καθοριστικά για την επίδειξη πλούτου και τρόπου ζωής, στις παραδοσιακές κοινωνίες το σώμα ήταν ένας πιο σημαντικός και πανταχού παρών στόχος κοινωνικού συμβολισμού, συχνά μέσω της διακόσμησης, του τατουάζ και του σκαριφησμού. (Featherstone et. al., 1991).
2.2.1 Mary Douglas
Σε αυτό το πλαίσιο, η εργασία της Mary Douglas είχε σαν κύριο θέμα την ανθρώπινη
αντίδραση στην αταξία. Αντίδραση που περιελάμβανε τη συστηματική ταξινόμηση και συστηματοποίηση των κατηγοριών εκείνων που ερμηνεύουν την αταξία και επαναφέρουν την τάξη. Το σώμα αποτελεί το πρωταρχικό σύστημα ταξινόμησης της αταξίας σε μια πλειάδα πολιτισμικών πλαισίων, από τις δίαιτες της παλαιάς διαθήκης μέχρι και τις σύγχρονες μορφές οργανωτικής συμπεριφοράς, το οποίο μπορεί να περιέχει το επικίνδυνο (ρίσκο), την αβεβαιότητα, την αντίφαση, τη διάκριση μεταξύ του ιερού και μιαρού. (Αλεξιάς, 2006).
Αν και η Douglas δεν παρέχει σαφή εξήγηση γιατί το σώμα κι όχι κάποιο άλλο μέσο είναι το πρωταρχικό σύστημα ταξινόμησης, θεωρούμε πως το σώμα είναι το πιο φυσικό, άμεσο, πανταχού παρόν μέσο για να χρησιμοποιηθεί από την κοινωνία μεταφορικά προκειμένου να κατανοηθούν οι καταστάσεις και αλληγορίες της κοινωνικής τάξης και αταξίας. (Featherstone et. al., 1991).
Ο Turner, (1992), υποστηρίζει πως το έργο της Douglas αποτελεί όχι ανθρωπολογία
του σώματος, αλλά του συμβολισμού του κινδύνου και ο Shilling (1993) προσθέτει σε αυτό και την ανθρωπολογία του κοινωνικού τόπου και της διαστρωμάτωσης. Οι αγωνίες μας για τα ρίσκα και την αβεβαιότητα, τόσο στις κοινωνικές σχέσεις όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον προβάλλονται και μεταφέρονται σε μία ανησυχία για το σώμα. Κατά συνέπεια, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το σώμα έχει μετατραπεί σε σχέδιο εργασίας (project) για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων που ζούνε σε αυτό που ο Ulrich Beck ονομάζει «κοινωνίες κινδύνου» ("risk societies").(Shilling, 1993). Το γενικό θέμα του έργου της Douglas, είναι πως υπάρχουν δύο σώματα, το βιολογικό και το κοινωνικό, με το κοινωνικό σώμα να περιορίζει και να προσδιορίζει το πώς αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε το βιολογικό σώμα. Κατά την Douglas, η πρόσληψη του φυσικού σώματος διαμεσολαβείται από το κοινωνικό σώμα. Η βιολογική εμπειρία του σώματος τροποποιείται από τις κοινωνικές κατηγορίες και συντηρεί μια ορισμένη οπτική της κοινωνίας. Υπάρχει μια συνεχής σχέση ανταλλαγής σημασιών ανάμεσα στα δύο είδη σωματικής εμπειρίας έτσι ώστε η μία να ενισχύει τις κατηγορίες της άλλης. Το σώμα παρέχει μια βάση ταξινόμησης και αντίστοιχα, η οργάνωση του κοινωνικού συστήματος αντικατοπτρίζεται στο πώς προσλαμβάνεται το σώμα. Το σώμα, κατά την Douglas, νοείται ως πολιτισμικό κείμενο, απεικονίζοντας με συγκεκριμένους τρόπους έναν ορισμένο πολιτισμό και καταλήγει να θεωρείται τόπος που σημασιοδοτούνται οι πρακτικές μιας κοινωνίας. Το σώμα προσδίδει υλική υπόσταση στις αξίες, προδιαθέσεις και αγωνίες ενός πολιτισμού. Ο τελευταίος διαμεσολαβεί στις βιολογικές ιδιότητες του σώματος και τις μεταφράζει σε σύμβολα με σημασία. Από τη στιγμή που διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτισμό, το σώμα μεταφέρει την κοινωνική πίεση που του ασκείται και η αυθόρμητη έκφρασή του περιστέλλεται. Οι εκάστοτε κοινωνικές περιστάσεις, επιβάλλονται στο σώμα και το ωθούν να ενεργήσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Στην ουσία το σώμα μετατρέπεται έτσι σε ένα σύμβολο της περίστασης. (Entwistle, 2000). Η Douglas υποστηρίζει ότι όλες οι κοινωνίες έχουν στοιχεία τόσο ιερά όσο και κοσμικά και ότι ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων. Έτσι, οι κοινωνίες απαντούν στην αταξία, αναπτύσσοντας συστήματα ταξινόμησης που μπορούν να προσδιορίσουν ορισμένα φαινόμενα, ως «ζητήματα εκτός τόπου». (Nettleton, 2002).
Στο έργο της «Καθαρότητα και Κίνδυνος» γράφει πώς είναι δυνατόν να σκεφτούμε τη βρωμιά έξω από τα συμφραζόμενα της παθογένειας. Παρά τις διαφορετικές αντιλήψεις περί βρωμιάς και τις υιοθετούμενες πρακτικές για την αποφυγή της, η βρωμιά είναι ύλη εκτός τόπου, υποπροϊόν μιας συστηματικής τακτοποίησης και ταξινόμησης της ύλης στο βαθμό που η τακτοποίηση συνεπάγεται την απόρριψη των ακατάλληλων στοιχείων (Douglas, 2004). Για την Douglas, το σώμα σε κάθε πολιτισμό δεν υπόκειται μόνο σε κανόνες καθαρότητας και ρυπαρότητας, αλλά και το ίδιο θεωρείται πηγή ρυπαρότητας και εστία μόλυνσης. Το σώμα, και ιδιαιτέρως οι προσεγγίσεις της Douglas για τη ρυπαρότητα και τη μόλυνση, συνθέτουν τη βάση για τη συγκρότηση μεταφορών σχετικά με την οργάνωση και την αποδιοργάνωση μιας κοινωνίας, την κατάσταση της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, τη ζωή και το θάνατο. Η θεώρηση του σώματος ως συμβόλου είναι κεντρική. (Μακρυνιώτη, 2001). Οτιδήποτε διαπερνά τα κοινωνικά ή τα σωματικά όρια θα θεωρηθεί μόλυνση. (Nettleton, 2002). Έτσι, οι διαδικασίες παρατήρησης και αξιολόγησης των σωμάτων γίνονται με βάση τα εκάστοτε κοινωνικά κριτήρια σχετικά με το αποδεκτό και «φυσιολογικό» σώμα, τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί καθαρότητας και ρυπαρότητας και τις σχέσεις εξουσίας που τα κριτήρια και οι αντιλήψεις αυτές υποβαστάζουν. Στη λογική αυτή το σώμα δεν μπορεί να θεωρηθεί τόπος κοινωνικά ουδέτερος. (Μακρυνιώτη, 2004).
Η παραπάνω προβληματική για τα κοινωνικά κριτήρια παρατήρησης, καταγραφής και αξιολόγησης των σωμάτων καθώς και των πρακτικών παρέμβασης και ρύθμισής τους βρίσκεται και στον πυρήνα του έργου του Michel Foucault.
2.2.2 Michel Foucault
Ο Foucault υποστηρίζει πως η μετάβαση από την προνεωτερικότητα προς τη νεωτερικότητα περιέλαβε την αντικατάσταση της ηγεμονικής εξουσίας (sovereign power) από την βιο-εξουσία (bio-power). (Foucault, 1991). Στην πρώτη, η ισχύς υπήρχε στο σώμα του ηγεμόνα ο οποίος είχε και την εξουσία του θανάτου που θεμελιωνόταν στο δικαίωμά του να αμύνεται ή να απαιτεί να τον υπερασπίζουν. Η δεύτερη, αναπτύχθηκε από τον 17ο αιώνα και μετά κάτω από δύο κύριες μορφές, όχι αντιθετικές αλλά που αποτελούν μάλλον δύο πόλους ανάπτυξης συνδεόμενους μεταξύ τους με ένα ενδιάμεσο πλέγμα σχέσεων. Ο ένας, που καθώς φαίνεται αναπτύχθηκε πρώτος, είχε κεντροθετηθεί στο ατομικό σώμα σαν μηχανή.
Μεμονωμένα σώματα εκπαιδεύονται, παρατηρούνται και εντάσσονται σε αποτελεσματικά και οικονομικά συστήματα ελέγχου. Όλα αυτά τα εξασφαλίζουν διαδικασίες εξουσίας που χαρακτηρίζουν τους επιστημονικούς κλάδους: την ανατομικο-πολιτική του ανθρώπινου σώματος. Ο δεύτερος πόλος που σχηματίστηκε λίγο αργότερα, προς τα μέσα του 18ου αιώνα, έχει σαν επίκεντρο το σώμα, που διαποτίζεται από τη μηχανική της ζωής και χρησιμεύει σαν βάση των βιολογικών διαδικασιών (γεννήσεις και θνησιμότητα, επίπεδο υγείας, διάρκεια ζωής). Η επιτήρησή τους επιτυγχάνεται από μια ολόκληρη σειρά από επεμβάσεις και ρυθμιστικούς ελέγχους: μια βιο-πολιτική του πληθυσμού. Η παλιά δύναμη του θανάτου που ήταν το σύμβολο της κυρίαρχης εξουσίας καλύπτεται τώρα από τη χειραγώγηση των σωμάτων και την υπολογιστική διαχείριση της ζωής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εξηγείται η κεντρικότητα της σεξουαλικότητας στους κοινωνικούς λόγους και τις πρακτικές του 19ου αιώνα, στο έργο του Foucault, αφού από τη μια μεριά το σεξ σχετίζεται με τους τομείς της αγωγής του σώματος: άσκηση, εντατικοποίηση και κατανομή δυνάμεων, συναρμογή και οικονομία ενεργειών κι από την άλλη συνδέεται με τη ρύθμιση των πληθυσμών διαμέσου όλων των γενικών συνεπειών που αποφέρει. (Foucault, 1982). Το έργο του μας επιτρέπει να δούμε τη χειραγώγηση τόσο των μεμονωμένων σωμάτων μέσω συγκεκριμένων πρακτικών όπως η δίαιτα και η σωματική άσκηση, οι οποίες καθιστούν το άτομο υπεύθυνο για την διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης του σώματός του (η πειθαρχία του σώματος) όσο και τον έλεγχο και συντονισμό των σωμάτων του πληθυσμού (βιο-πολιτική). Η εγκαθίδρυση αυτής της πειθαρχικής τεχνολογίας υγιεινής προετοιμάζει τα άτομα για την υποδοχή της βιο-πολιτικής στη μετανεωτερικότητα. (Μακρυνιώτη, 2004). Όσο τα άτομα ορίζονται υπεύθυνα για τον έλεγχο και την συντήρηση των σωμάτων τους τόσο συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων πεδίων γνώσης. Οι έννοιες της συντήρησης και της ιδιοκτησίας του σώματος αποκτούν ξεχωριστό ενδιαφέρον καθώς τα υποκείμενα στη μετανεωτερικότητα ρυθμίζουν τις σωματικές πρακτικές τους (άσκηση, διατροφή, υγιεινή) με όλο και μεγαλύτερη πειθαρχία. Η ρύθμιση αυτή γίνεται αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, καθιερώνει πρότυπα και αναπτύσσει θεραπείες που επιτρέπουν ή απαιτούν από τα άτομα να διατηρούν τα σώματά τους με το πιο αποτελεσματικό τρόπο. (Μακρυνιώτη, 2004).
Στο έργο του Foucault το σώμα ορίζεται ως προϊόν εξουσιαστικών σχέσεων.
Διερευνώνται οι ιστορικά μεταβαλλόμενες σχέσεις ανάμεσα στην εξουσία, τη γνώση και το σώμα. Οι σχέσεις αυτές καταγράφονται σε αυτό που ο Foucault ορίζει σαν τα τρία βασικά εργαλεία της πειθαρχικής ισχύος. (Nettleton, 2002). Το πρώτο από αυτά είναι η ιεραρχική παρατήρηση, όπου στο διάσημο παραστατικό παράδειγμά του μιας φυλακής σε «πανοπτικό» σχήμα οι δεσμοφύλακες είχαν, αν το ήθελαν, πλήρη επιτήρηση όλων των εγκληματιών. Για το λόγο αυτό οι φυλακισμένοι παρακινούνταν να φρουρούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Απαιτείται ουσιαστικά μόνο ένα βλέμμα επιθεώρησης, αυτοελέγχου που καθιστά τον καθένα επιτηρητή του εαυτού του. Το κάθε άτομο ασκεί αυτήν την επιτήρηση στον εαυτό του και εναντίον του.
Ο Foucault θεωρεί πως αυτό είναι μια εξαιρετική συνταγή αφού η εξουσία εξασκείται διαρκώς και με το ελάχιστο κόστος. (Foucault, 1991). Σ' αυτήν την κανονικοποιούσα κρίση, που αναφέρεται στο γεγονός ότι οι πράξεις ή οι ιδιότητες κάθε ατόμου συγκρίνονται με αυτές των άλλων, τα άτομα σταθμίζονται και μετρώνται, πράγμα που επιτρέπει την εγκαθίδρυση ενός κανόνα, μιας νόρμας με βάση την οποία οικοδομούνται τόσο τα φυσιολογικά όσο και τα παρεκκλίνοντα σώματα. Οι κριτές της κανονικότητας βρίσκονται σε διάφορους θεσμούς (ιατρική, εκπαίδευση, στρατός, κ.λ.π.). Το μέλημα του Foucault να προσδιορίσει και να αναλύσει τους συγκεκριμένους αυτούς λόγους (discours) που αναπτύσσονται γύρω από το σώμα στους παραπάνω διαφορετικούς θεσμούς και να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους οι σχέσεις εξουσίας, που οι λόγοι αυτοί εμπεριέχουν, εγγράφονται πάνω στα μεμονωμένα σώματα, δημιούργησε ένα θεωρητικό πλαίσιο για τη λεπτομερή μελέτη των τεχνικών επιτήρησης και κανονικοποίησης των σωμάτων. Το τρίτο εργαλείο της πειθαρχικής ισχύος συνδυάζει την κανονικοποιούσα κρίση με την ιεραρχική παρατήρηση και είναι η εξέταση. Εδώ το κάθε υποκείμενο μπορεί όχι μόνο να σταθμιστεί και μετρηθεί αλλά και να σωφρονιστεί. (Nettleton, 2002).
Ο έλεγχος του σώματος, η υποταγή του σε απαγορεύσεις, καταναγκασμούς και υποχρεώσεις συνυπάρχουν κατά τη νεωτερικότητα με πρακτικές συγκρότησης του παραγωγικού, χρήσιμου σώματος και συνθέτουν ένα σύνολο ζητημάτων που χρήζουν πολιτικής διευθέτησης και παρέμβασης. Τόσο οι πρακτικές αυτές όσο και οι επιστημονικοί λόγοι που τις αναδεικνύουν υπογραμμίζουν στο φουκωικό σχήμα ότι η κοινωνική θεώρηση του σώματος είναι αδύνατη αν δεν ανατρέξει κανείς στους λόγους περί σώματος και στα σημεία/τόπους που οι λόγοι αυτοί παράγουν προκειμένου το σώμα να τοποθετηθεί στα εκάστοτε κοινωνικά και ιστορικά δεδομένα. (Μακρυνιώτη, 2004). Οι απόψεις του Foucault συνέβαλαν δραστικά στην κριτική της βιολογικής «αντικειμενικής» βάσης του ανθρώπινου σώματος αναδεικνύοντάς το σε αντικείμενο άσκησης τεχνικών ελέγχου και εξουσίας. Το σώμα μετατράπηκε σε ένα ιστορικό αντικείμενο η κατανόηση του οποίου νοηματοδοτείται από το πλαίσιο ιδεών και τις συνθήκες που επικρατούν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και παράγουν την εικόνα του εαυτού σε άμεση σύνδεση με τον τρόπο πρόσληψης και κατανόησης του σώματος (ατομική και συλλογική). (Αλεξιάς, 2006).
2.2.3 Erving Goffman
Σε σύγκριση με τον Foucault, ο οποίος εστιάζει στο πώς το σώμα επενδύεται με τις
σχέσεις εξουσίας που ελέγχουν το άτομο, τα γραπτά του Erving Goffman φαίνονται να δίνουν περισσότερη έμφαση στο σώμα σαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης δράσης. (Shilling, 1993).
Ο Goffman ενδιαφέρεται για το πώς το σώμα παρεμβαίνει και επηρεάζει το είδος και την έκβαση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στο πλαίσιο της καθημερινότητας. Αν και βασική κοινωνική μεταβλητή, τα ενσώματα υποκείμενα δεν είναι αυτόνομα αλλά υπόκεινται σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η προσέγγιση του Goffman χαρακτηρίζεται από τρεις κεντρικές θέσεις: Πρώτον, το σώμα θεωρείται ως υλική ιδιοκτησία του ατόμου. Σε αντίθεση με τις νατουραλιστικές πεποιθήσεις οι οποίες θέλουν τις πράξεις των ατόμων καθορισμένες από τα βιολογικά τους σώματα, ο Goffman θεωρεί πως τα άτομα έχουν συνήθως την ικανότητα να ελέγξουν και να ρυθμίσουν τις σωματικές τους λειτουργίες προκειμένου να διευκολύνουν την κοινωνική αλληλεπίδραση. Εδώ το σώμα σχετίζεται με την άσκηση της ανθρώπινης δράσης και αποτελεί πηγή η οποία απαιτεί αλλά ταυτόχρονα καθιστά τα άτομα ικανά να διαχειριστούν τις κινήσεις και τις εμφανίσεις τους. Δεύτερον, ενώ το σώμα δεν παράγεται στην πραγματικότητα από κοινωνικές δυνάμεις, όπως στο έργο του Foucault, οι σημασίες που αποδίδονται σε αυτό είναι καθορισμένες από «ιδιωματισμούς του σώματος» (body idioms) τους οποίους τα άτομα ναι μεν έχουν από κοινού, αλλά δεν βρίσκονται κάτω από τον άμεσο έλεγχό τους. Ο όρος «ιδιωματισμός του σώματος», είναι ένας συμβατικό σχήμα μη-λεκτικής επικοινωνίας η οποία είναι κατά πολύ το πιο σημαντικό συστατικό της δημόσιας συμπεριφοράς. Χρησιμοποιείται από τον Goffman με μια γενικότερη έννοια για να αναφερθεί στις πληροφορίες που δίνει το σώμα μέσω της στάσης, της έκφρασης του προσώπου, της φωνής, του ντυσίματος, των χειρονομιών. Μέσω των ιδιωματισμών του σώματος πραγματοποιείται η κοινωνική αξιολόγηση και ιεράρχηση των ατόμων. Τα πρώτα δύο χαρακτηριστικά στη προσέγγιση του Goffman, υποδεικνύουν ότι τα ανθρώπινα σώματα έχουν έναν διπλό τόπο. Είναι η ιδιοκτησία των ατόμων, αλλά ταυτόχρονα ορίζονται σαν σημαντικά από την κοινωνία. Αυτή η διαπίστωση βρίσκεται στο πυρήνα του τρίτου χαρακτηριστικού στη προσέγγιση του Goffman για το σώμα. Το σώμα διαμεσολαβεί αποφασιστικά στη σχέση ανάμεσα στη ταυτότητα του εαυτού και την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου. Οι κοινωνικές σημασίες που αποδίδονται σε συγκεκριμένες σωματικές μορφές και λειτουργίες εσωτερικεύονται και ασκούν μεγάλη επιρροή στην ατομική αίσθηση του εαυτού και της γενικότερης αυτό εκτίμησης. (Shilling, 1993).
Η γενικότερη προσέγγιση του Goffman για το σώμα φαίνεται στις αναλύσεις του για τις διαδικασίες, τις πρακτικές εκείνες μέσω των οποίων διατηρείται αυτό που ονομάζει «η τάξη της αλληλεπίδρασης» (interaction order). Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες οι οποίοι κειμενοποιούν τη σημασία του σώματος στην «τάξη της αλληλεπίδρασης». Πρώτον, τα άτομα μέσα στην κοινωνία αποδίδουν παρόμοιες σημασίες, και συχνά μεγάλη σπουδαιότητα, στις εμφανίσεις του σώματος και τις σωματικές πράξεις, όπως τις εκφράσεις του προσώπου και τις χειρονομίες. Όπως προαναφέρθηκε ο Goffman υποστηρίζει πως κατέχουμε κοινά λεξιλόγια «ιδιωματισμών του σώματος» τα οποία μας παρέχουν ένα κοινό μέσο κατηγοριοποίησης των ενσώματων πληροφοριών. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά στο σώμα σαν τόπο σημασιών οι οποίες αναγνωρίζονται και αποκωδικοποιούνται από τους υπόλοιπους μετέχοντες στην αλληλεπίδραση. Το σώμα αποτελεί μία επικοινωνιακή ολότητα την οποία τα άτομα μπορούν να ελέγξουν και να διαχειριστούν προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταξύ τους επικοινωνία. (Goffman, 1963). Η υιοθέτηση απλών πρακτικών, όπως οι εκφράσεις, οι χειρονομίες, οι κινήσεις, οι στάσεις του σώματος συμβάλλει στη διατήρηση της ηθικής τάξης της περίστασης και επιβεβαιώνει τους ισχύοντες ηθικούς κανόνες καθώς αναγνωρίζει και ενισχύει την ύπαρξη «σωστών» και «λανθασμένων» τρόπων παρουσίασης του εαυτού. Η διαχείριση του σώματος (body management) μέσω των παραπάνω πρακτικών κατέχει κεντρική θέση στην ομαλή ροή των καθημερινών κοινωνικών περιστάσεων, και γενικότερα στην αποδοχή του ατόμου σαν «άξιο» μέλος της «τάξης της αλληλεπίδρασης». Η αποδοχή αυτή με τη σειρά της είναι ζωτικής σημασίας για την ταυτότητα του ατόμου. (Goffman, 2004).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια διάσταση υποταγής των αισθήσεων στα υπάρχοντα ηθικά πρότυπα, ειδικά όταν αυτή η υποταγή ή ρύθμιση αφορά την κυριαρχία της όρασης και τον αδυσώπητο έλεγχο που ασκεί το ανθρώπινο βλέμμα, καθώς σχεδόν αναπόφευκτα ενεργοποιεί διαδικασίες παρατήρησης, καταγραφής, αξιολόγησης και κατηγοριοποίησης της εξωτερικής επιφάνειας του άλλου. Εκ των πραγμάτων οι παραπάνω διαδικασίες εντείνονται σε περιπτώσεις αποκλίνουσας ή ανεπιθύμητης εμφάνισης. (Μακρυνιώτη, 2004). Με γνώμονα λοιπόν την αρχή της ορατότητας, το σώμα τοποθετείται στο κέντρο των τεχνικών ανάγνωσης, ελέγχου και επιτήρησης. Η όραση στρέφει την προσοχή στην αναζήτηση συγκεκριμένων ομοιοτήτων ώστε να συντηρεί και να προάγει ένα σύνολο κανόνων για την αναγνώριση και επιθεώρηση των σωματικών χαρακτηριστικών προκειμένου να κριθεί το στάτους τους και να προσδιοριστούν τυχόν ελαττώματα. Η πρώτη ματιά, ενεργοποιεί την κυριαρχία των φυσιολογικών και επιθυμητών εμφανίσεων και εντοπίζει την ομοιότητα ή τη διαφορά πυροδοτώντας έτσι τη μειονεξία και αποτυχία του στιγματισμένου –έξω ή έσω – σώματος. (Goffman, 2001). Παράλληλα, και με δεδομένη την αμηχανία ή την δυσφορία που αισθάνεται κανείς όταν κάποιος τον κοιτάζει έντονα ή επίμονα, το ίδιο βλέμμα χρησιμοποιείται ευρέως ως μέσο κύρωσης. Αποτελεί την πρώτη προειδοποίηση που δέχεται κάποιος όταν ξεφεύγει «εκτός ορίων» αλλά και την τελευταία που είναι αναγκαίο να του δοθεί.
Το βλέμμα λοιπόν, δεν είναι ουδέτερο αλλά είναι φορτισμένο με ηθικές κρίσεις και επικρίσεις καθώς και συναισθήματα. Δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο και τις νοητικές του λειτουργίες, ούτε μπορεί να γίνει κατανοητό εκτός κοινωνικού πλαισίου. Βλέπουμε τους άλλους και μας βλέπουν, μια διαδικασία με την οποία ανταλλάσσονται οι πρώτες πληροφορίες που το κάθε σώμα αφήνει να διαρρεύσουν.
Η πρακτική της «ευγενικής έλλειψης προσοχής» (civil inattention) φαίνεται να είναι η χρυσή τομή, η ηθικά ουδέτερη πρακτική ανάμεσα στο έντονο βλέμμα και το βλέμμα της απρόσωπης μεταχείρισης. Συνίσταται, στο να δίνει ένα άτομο σε κάποιο άλλο αρκετή οπτική σημασία ώστε να αποδείξει πως εκτιμά το γεγονός ότι ο άλλος είναι παρών (ότι παραδέχεται ανοιχτά πως τον έχει δει), ενώ την επόμενη στιγμή αποσύρει την προσοχή του από αυτόν ώστε να καταδείξει ότι δεν αποτελεί στόχο ειδικής περιέργειας ή πρόθεσης. Η συμμόρφωση αυτή του βλέμματος αποτελεί μια πράξη αβρότητας και είναι μια τόσο λεπτή διευθέτηση που έχουμε συνεχείς παρακάμψεις των κανόνων που την αφορούν όπως τα μαύρα γυαλιά σήμερα ή η βεντάλια και το παρασόλι παλαιότερα (Goffman, 2004). Κατά τον Goffman, η ηθική μιας κοινωνικής ομάδας δοκιμάζεται όσον αφορά την πρακτική της «ευγενικής έλλειψης προσοχής» κάθε φορά που είναι παρόν κάποιο άτομο πραγματικά αποκλίνοντος κοινωνικού στάτους ή πραγματικά αποκλίνουσας φυσικής εμφάνισης, όπως στην περίπτωση των στιγματισμένων, η έκθεση των οποίων στην αμεσότητα του βλέμματος υπαγορεύει την επινόηση τεχνικών. Πρόκειται για τεχνικές του σώματος που στοχεύουν στη συγκάλυψη τόσο σωματικών όσο και συναισθηματικών ατελειών. Η διαχείριση αυτή του στίγματος, είναι ένα γενικό γνώρισμα μιας κοινωνίας όπου υπάρχουν κανονιστικά πρότυπα ταυτότητας. Τα ίδια γνωρίσματα εκδηλώνονται είτε πρόκειται για μια μείζονα διαφορετικότητα του τύπου που ορίζεται παραδοσιακά ως στιγματική είτε για μια ασήμαντη διαφορετικότητα για την οποία όμως το άτομο ντρέπεται. (Goffman, 2001). Για τον Goffman λοιπόν, το σώμα –στιγματισμένο ή μη αποτελεί μια επικοινωνιακή ολότητα η διαχείριση της οποίας από τα υποκείμενα έχει σαν σκοπό να διευκολυνθεί τόσο η επικοινωνία μεταξύ τους όσο και η ροή των καθημερινών κοινωνικών περιστάσεων και αλληλεπιδράσεων.
Παρόλη την σπουδαιότητα των εργασιών των Θεωρητικών του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού για το σώμα, αρκετά έχουν γραφτεί για τον περιορισμό της θεωρητικής τους πρότασης. Πιο συγκεκριμένα, για τους θεωρητικούς αυτούς, η σημασία του σώματος καθορίζεται από πηγές (πολιτισμούς, κοινά λεξιλόγια «ιδιωματισμών του σώματος», επιστημονικούς Λόγους) που βρίσκονται έξω από το σώμα, σε απόσταση από τα άτομα που υπόκεινται σε αυτές. Δεν ασχολούνται με το σώμα καθεαυτό, με το σώμα του ενεργού υποκειμένου και την συμβολή του στην ανθρώπινη δράση. (Shilling, 1993). Ο τρόπος πρόσληψής του υστερεί στην κατανόηση της φαινομενολογίας του ως δυναμικό ζωντανό σώμα το οποίο μπορεί δυνητικά να υπερβεί τους περιορισμούς της βιολογικής του βάσης. Η ζωντανή καθημερινή εμπειρία της βίωσης του σώματος αγνοείται προς χάριν των πολιτισμικών του μεταφορών, των κοινωνικών του κατηγοριοποιήσεων ή των εξουσιαστικών του μηχανισμών και τεχνικών. (Αλεξιάς, 2006).
Πηγή: http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/12/Aroni-24grammata.com_.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου