Κάθε χρόνο μερικές ημέρες πριν τη Πρωτοχρονιά συνηθίζω να κατηφορίζω στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου με τη συντροφιά στενών και πολιών φίλων κατευθυνόμαστε στο ίδιο τσιπουράδικο κάθε φορά και εν μέσω των διαφόρων ποικιλιών, με τη παρέα πάντα του πατροπαράδοτου ποτού, σχολιάζουμε την επικαιρότητα, γελάμε, καλαμπουρίζουμε, κάνουμε ένα flash back στο χρόνο που έφυγε……… Εφέτος δεν έγινε έτσι. Και σ’ αυτό δεν συνετέλεσε ούτε η δική μου απουσία, ούτε αυτή των φίλων μου. Άλλοι παράγοντες μας «κλέψαν» το έθιμο αρκετών χρόνων. Πάρκαρα λοιπόν στις «Σαράντα Εκκλησιές», το προτιμώ για να περπατώ, και απ΄ εκεί με σταθερό βήμα κατευθύνθηκα προς το κατάστημα, λίγο παραπάνω από τη παραλία. Τα αισθήματα ανάμικτα. Από τη μια η χαρά της συνάντησης των πολιών φίλων, από την άλλη θα σας πω ευθύς αμέσως. Προχωρώντας διαπίστωνα με λύπη μου – μιας και δεν κατεβαίνω πλέον τακτικά στο κέντρο – ότι όλο και περισσότερα καταστήματα ήταν ερμητικά κλειστά, σκονισμένα, λες και ………… Η πορεία μου γίνονταν όλο και περισσότερο δύσβατη, τα βήματά μου απελπιστικά βαριά και αργά και αυτό γιατί δεν συνάντησα πεζοδρόμιο χωρίς δυστυχία, άστεγοι μικροί μεγάλοι, χαρτομάνδυλα, κεριά έξω από τη Παναγία Δεξιά, παιδάκια μικρά με αναπεπταμένη και παγωμένη τη παλάμη τους, ηλικιωμένους ………. Αν θα με ρωτήσετε αν έπραξα το καθήκον μου θα σας πω χωρίς περιστροφές ότι το έκανα (χωρίς καμιά διάθεση επίδειξης της χριστιανικής μου ιδιότητας), αλλά φθάνει αυτό ; Παρακάτω συνάντησα ανθρώπους να ψάχνουν στους κάδους του Δήμου, ένας ηλικιωμένος μου ζητάει τσιγάρα, μια μητέρα με το κοριτσάκι της στην αγκαλιά, χωρίς καν να μιλάει την Ελληνική να μου εκτείνει τη παλάμη της. Βλέπεται η πείνα δεν γνωρίζει γλώσσα. Πρόσωπα σκυφτά, μάτια και βλέμματα άδεια, το ίδιο και τα καταστήματα, απέραντη θλίψη, κατάθλιψη, αέναο γιατί, ψυχές εγκλωβισμένες στον εαυτό τους που δίνουν καθημερινά τις δικές τους μάχες όχι μόνο της βιολογικής επιβίωσης αλλά και με τα φαντάσματα του παρελθόντος τους. Το αστείρευτο ελληνικό χαμόγελο γκρίζο, καταθλιπτικό……….. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήρθε στο νου μου η εικόνα που είδα τη προηγούμενη νύκτα, η οποία με ταρακούνησε, υπάλληλος γνωστής αλυσίδας Πολυκαταστήματος τροφίμων άδειαζε τις ληγμένες κονσέρβες στο κάδο και γύρω στα πέριξ αυτοκίνητα άνθρωποι περίμεναν να συλλέξουν το «δώρο» από το κάδο. Θυμήθηκα τα χαρτόκουτα των άστεγων έξω από το σχολείο στην οδό Ν. Κ…….., θυμήθηκα αυτό που μου είπε ένας φίλος το πρωί ότι στο χωριό του ο ιερέας συγκεντρώνει τρόφιμα και οτιδήποτε άλλο γιατί 28 οικογένειες όχι μόνον δε μπορούν να πληρώσουν το χαράτσι των ακινήτων, αλλά δεν έχουν να φάνε τίποτα, θυμήθηκα τα κρύα πρόσωπα των γερόντων στο ίδρυμα του Άγιου…………… που επισκεφθήκαμε μερικές ημέρες πριν, θυμήθηκα ……………….. Μακρύς ο κατάλογος και μελανός. Έφτασα κάποια στιγμή στο χώρο συνάντησης και εκεί αναπάντεχα συνάντησα ακριβώς τα ίδια συναισθήματα στα πρόσωπα των πολιών συμφοιτητών και φίλων μου, απέραντη λύπη, ένα οιονεί γιατίνα αιωρείται γύρω μας, μια πραγματικότητα άλλη, ξένη, αλλότρια, τρεις απουσίαζαν, ο ένας απολύθηκε, ο άλλος αναζήτησε εργασία σε άλλη πόλη και ο τρίτος όπως πληροφορήθηκα ήταν στα όρια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια και χωρίς δεύτερη κουβέντα είπαμε ευχές χωρίς χρώμα και συναίσθημα, ξερές, φοβισμένες, άγνωστες και αναχωρήσαμε ο καθένας ………………. Αυτό ήταν κατάφεραν να μας διαλύσουν, να μας αλλοτριώσουν, να μας «καταρρακώσουν»………………. Δεν μπόρεσα να ησυχάσω όση ώρα ανηφόριζα το δρόμο για τις «Σαράντα Εκκλησιές» όπου είχα παρκάρει, δεν το χωρούσε ο νους μου, δε με χωρούσε ο τόπος. Και ασφαλώς δεν θέλω να επικεντρώσω τις σκέψεις μου στο θέμα της ανθρώπινης απληστίας που είναι τόσο αρχαίο όσο και μεις. Θύμωσα, εκνευρίστηκα, θύμωσα πρώτα με τον εαυτό μου γιατί ίσως και εγώ φταίω για ό,τι έγινε στο μέτρο που μου αναλογεί με την έννοια ότι δεν φώναξα δυνατότερα όταν έπρεπε, όταν παρακολουθούσα τις ασχήμιες που εκτυλίσσονταν επί χρόνια. Άρχισα να σκέφτομαι ότι βιώνουμε μια σύγχρονη «γενοκτονία» αναίμακτη, ενός λαού ο οποίος έδωσε τα πάντα στο Κόσμο και δεν πήρε τίποτα, ποτέ και από κανέναν. Πάντα πλήρωνε ακριβό τίμημα, πάντα πλήρωνε το «μάρμαρο», αλλά ήταν πάντα εκεί, σε κείνη τη μικρή κουκίδα της Υδρογείου, δημιουργικός και περήφανος. Το σύντομο flash back που έκανα στην ιστορία με έκανε να ενθυμηθώ ότι και άλλες φορές ο Ελληνισμός βίωσε συμφορές, πάντα δηλαδή για να ακριβολογώ, αλλά στάθηκε όρθιος γιατί πάντα αναβαπτίζονταν στην ιστορική του αυτοσυνειδησία, πάντα επέστρεφε στις πηγές του. Αυτή είναι και η λύση σκέφθηκα. Οι πατροπαράδοτες αξίες που αφήσαμε πίσω στο βωμό του δήθεν εκσυγχρονισμού και της δυτικόφερτης λαγνείας όσον αφορά τον τρόπο ζωής, μας έφτασαν εδώ. Oι λέξεις φιλότιμο και τσίπα, οι οποίες δεν υπάρχουν ούτε μεταφράζονται εύκολα σε κάποια ξένη γλώσσα, τείνουν να γίνουν άγνωστες σε μας τους έλληνες που τις δημιουργήσαμε. Την αυτοσυνειδησία την οποία χάσαμε πρέπει αμέσως να τη ξαναβρούμε. Όταν τη βρούμε θ’ αρχίσει ν’ αλλάζει κάτι. Τότε θα ξαναβρεί ο Ελληνισμός ξανά τη περπατησιά του στα μονοπάτια της ιστορίας. Μ’ αυτές τις θολές σκέψεις έφτασα στο αυτοκίνητο, διερευνώντας ταυτόχρονα και το τίτλο που έπρεπε να βάλω στην ανάρτηση. Μου ήρθε τότε στο νου ο τίτλος του βιβλίου του αγαπητού μου Ίωνα Δραγούμη : ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου