ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ- ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΚΑΥΚΙΟΥ
http://psyche.gr/epist1.htm
Η αληθινότητα των θεωρητικών υποθέσεων.
"Το παράδοξο
είναι η πηγή του πάθους για τον διανοούμενο,
και ο διανοούμενος χωρίς το παράδοξο
είναι σαν ένας εραστής χωρίς αισθήματα,
μια ταλαίπωρη μετριότητα". Kierkegaard.
H Αλήθεια είναι το Είναι έτσι όπως είναι, αυτό καθ' εαυτό. Αληθινό είναι αυτό που όντως Είναι. Αυτό που όντως Είναι, δεν προσεγγίζεται απόλυτα από καμιά γνωσιολογική προσέγγιση. Είναι υπεράγνωστο. Υπερβαίνει το βεληνεκές των ανθρώπινων γνωστικών δυνατοτήτων."Τα όντα ως φαινόμενα φανερώνουν μόνο τον εαυτό τους, ενώ το Είναι μένει απέξω, λανθάνει, η αλήθεια του Είναι εκπίπτει. Δεν γνωρίζουμε το Είναι καθεαυτό, γνωρίζουμε μόνο τον τρόπο με τον οποίο είναι ό,τι είναι". (Χρήστος Γιανναράς (1988) α)
Δεν συλλαμβάνουμε νοητικά ή εμπειρικά το ίδιο το Είναι στην ολότητά του, ούτε μπορούμε να γνωρίσουμε κάποιο αντικείμενο ανεξάρτητα από την γνωρίζουσα συνειδητότητά μας, ζούμε απλά ένα είδος σχέσης με αυτό που φαίνεται, με τα φαινόμενα. Η γνώση είναι σχέση, δεσμός, επαφή με την αλήθεια και όχι κατοχή της Αλήθειας. "η ύπαρξή μου και η γνώση που κατορθώνω (ο τρόπος που υπάρχω και ο τρόπος που γνωρίζω) είναι γεγονότα συντελούμενων σχέσεων". (Χρήστος Γιανναράς (1988) β)
Ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε εραστής της αλήθειας, φίλος της σοφίας, φιλόσοφος. Μπορεί να φλερτάρει την αλήθεια αλλά δεν μπορεί να την κάνει δική του.
Η αναγκαιότητα ισορροπίας και εναρμόνισης που διέπει τις σχέσεις των φυσικών πραγμάτων του υλικού κόσμου ενυπάρχει στον άνθρωπο ως έμφυτη δυνατότητα, συγκρότησης και συμφιλίωσης των ετερογενών στοιχείων. Οι ψυχικές λειτουργίες της αντίληψης και της σκέψης εντάσουν τις έννοιες και τις εμπειρίες σε έλλογες συγκροτημένες μορφές. Διαμορφώνονται έτσι ομοιογενή ερμηνευτικά φίλτρα και πλαίσια αναφοράς σύμφωνα με τα οποία κατανοείται και αξιολογείται η πραγματικότητα.
Η αντίληψη, ως προσωπική εμπειρία θέασης του κόσμου έχει μόνο αναλογική και όχι ουσιαστική σχέση με τα αντικείμενα. Οι πληροφορίες τις οποίες επεξεργάζεται ο εγκέφαλος δεν έχουν σχέση με τις ιδιότητες των αντικειμένων που λειτουργούν ως ερεθίσματα. Η αληθινή φύση του υλικού κόσμου είναι ξένη από την φαινομενική του εκδοχή. Τα χρώματα, οι ήχοι και οι μυρωδιές δεν είναι ιδιότητες των αντικειμένων αλλά νοητικά κατασκευάσματα. Μπορούμε να πούμε ότι οι αισθήσεις περισσότερο ερμηνεύουν παρά αντανακλούν τη φυσική πραγματικότητα. Με αυτή την έννοια οποιαδήποτε αίσθηση είναι κατά κάποιο τρόπο παρ-αίσθηση. Η αξία των εντυπώσεων δεν έγκειται τόσο στο ότι αναπαριστούν με ακρίβεια την πραγματικότητα όσο στο ότι μας βοηθούν να προσαρμοζόμαστε σε αυτήν. Οι αντιληπτικές εντυπώσεις είναι αξιόπιστες επειδή είναι λειτουργικές όχι επειδή είναι αληθινές.
Δεν μπορούμε να έχουμε ποτέ μια αντικειμενική εικόνα του κόσμου ανεξάρτητη από τους περιορισμούς και τις αλλοιώσεις των νοητικών και αντιληπτικών μας δυνατοτήτων. "Δεν υπάρχει μία και ορισμένη και οριστική όψη του κόσμου. Η όψη του κόσμου που έχουμε δεν είναι παρά το δημιούργημα, το "φιλοσόφημα", της κοινής και καθημερινής μας συνείδησης". (Χρήστος Μαλεβίτσης, 1985)
Τα αντιληπτικά, ερμηνευτικά εργαλεία παραμένουν συνήθως ασυνείδητα, αυτονόητα και αναμφισβήτητα. Ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας είναι η συνισταμένη των αντιληπτικών μας ιδιοτήτων και των ερμηνευτικών φίλτρων που μας κληροδοτεί το πολισμικό μας περιβάλλον. "Η εικόνα του κόσμου είναι προϊόν επικοινωνίας ... ένα κατασκεύασμα φτιαγμένο από κατασκευάσματα, μια ερμηνεία σχηματισμένη από ερμηνείες, αποτέλεσμα από αδιάκοπες επιλογές για το τι θα συμπεριληφθεί και τι όχι σε τούτες τις μεθερμηνείες, που προέρχονται και αυτές από προηγούμενες επιλογές". (Paul Watzlawick, 1981)
Η θέαση του κόσμου δεν είναι τόσο μια αντικειμενική αντανάκλαση της πραγματικότητας όσο μια ψυχολογική, φιλοσοφική ή και πνευματική ερμηνεία. Η επιστημονική υπόθεση της αντικειμενικής γνώσης παρ' ότι απολαμβάνει το προνόμιο της ευρείας αποδοχής από το σύγχρονο κόσμο δεν διαθέτει περισσότερη γνωσιολογική εγκυρότητα από τους αρχαίους μύθους. Η υπόθεση ότι η αντικειμενική διάσταση του κόσμου είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα δεν αποδεικνύεται με την επιστημονική μεθοδολογία. Η επιστημονική κοινότητα συνήθως δεν συνειδητοποιεί την σχετικότητα και την υποκειμενικότητα των γνωσιολογικών προϋποθέσεων που υποκρύπτουν οι επιστημονικές θεωρίες και μέθοδοι. Αυτή η μετα-φυσική αμέλεια οδηγεί συχνά σε λανθασμένα συμπεράσματα. "Τίποτα δεν είναι πιο υποκειμενικό από την αντικειμενικότητα που δεν μπορεί να δει την υποκειμενικότητά της". (Laing, R. D., 1982)
Οι επιστημονικές θεωρίες δεν προσεγγίζουν απροϋπόθετα και αντικειμενικά την πραγματικότητα αλλά, εξαρτώνται αναπόφευκτα από μετα-επιστημονικές, μετα-φυσικές, κοσμοθεωρητικές υποθέσεις. (Βλ. Popper, Feyerabend, Agassi, Kuhn) Αυτές οι λανθάνουσες μετα-επιστημονικές κοσμοθεωρητικές αρχές οδηγούν στη διαμόρφωση αποτελεσματικών μεθόδων. Τις περισσότερες φορές όμως οι επιστήμονες δεν λαμβάνουν αρκετά υπόψη τους τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις των επιστημονικών τους θεωριών και μεθόδων.
Ενώ η ίδια η δυνατότητα επιστημονικής προσέγγισης του κόσμου αναδύεται μέσα από το πρίσμα συγκεκριμένων μεταφυσικών αντιλήψεων. "Στη βάση και στο βάθος κάθε επιστημονικής έρευνας υπήρξε μια γενική θεώρηση των πραγμάτων που θα μπορούσε δίχως άλλο να χαρακτηρισθεί ως μεταφυσική". (Joseph Agassi)
Η επιστημονική γνώση δεν αποτελείται από ένα συγκροτημένο σύνολο αδιαμφισβήτητων, αντικειμενικά θεμελιωμένων βεβαιοτήτων. Είναι μια προοδευτική διαδικασία διαμόρφωσης και αναδιαμόρφωσης υποθέσεων οι οποίες επαληθεύονται ή διαψεύδονται από τα εμπειρικά δεδομένα.
Με την είσοδο στην τρίτη χιλιετία εγκαταλείπεται ως ουτοπική η φιλοδοξία της απόλυτης θεωρητικής γνώσης. Για πρώτη φορά μάλιστα αμφισβητούνται οι παραδοσιακά αυτονόητες αρχές και αξίες από το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών. σημ 1 Είμαστε υποχρεωμένοι να συμβιβαστούμε με τη συνειδητή αποδοχή λειτουργικών, χρήσιμων, συμβατικών διατυπώσεων.
Ακόμη και τα θεωρητικά μοντέλα των θετικών επιστημών υποχρεώνουν τον ερευνητή να ταπεινωθεί γνωσιολογικά αναγνωρίζοντας ότι αυτό που γνωρίζει είναι καρπός μιας πράξης πίστης, εμπιστευτικής αποδοχής διαψεύσιμων, θεωρητικών υποθέσεων, αναπόσπαστα συνυφασμένων με την υποκειμενικότητα του. (Βλ. Heisenberg)
Η δογματική προσκόλληση στην έλλογη,γνωστική, ορθολογιστική, αντικειμενική προοπτική ισοδυναμεί με μια νέα μυθολογική κοσμοθεώρηση. "Συνεπώς η επιστήμη είναι πιο κοντά στο μύθο απ' ότι μια επιστημονική φιλοσοφία είναι έτοιμη να αποδεχτεί. Είναι μια από τις πολλές μορφές σκέψης που αναπτύχθηκαν από τον άνθρωπο κι όχι αναγκαστικά η καλύτερη. Είναι κραυγαλέα, θορυβώδης και αυθάδης και η υπεροχή της δεν είναι αυτονόητη παρά μόνο για όσους έχουν ήδη αποφασίσει υπέρ κάποιας ιδεολογίας ή την έχουν αποδεχτεί χωρίς να εξετάσουν τα προτερήματα και τα όριά της". (Paul Feyerabend, 1975)
Η μετανεωτερική επιστημολογία επιστρέφει στον αρχαίο Πρωταγόρα υιοθετώντας ως κριτήριο εγκυρότητας της αλήθειας την ανθρώπινη υποκειμενικότητα. "μέτρο πάντων χρημάτων άνθρωπος". Η αντίληψη για την αλήθεια και το ψέμμα είναι πιο κοντά στους σοφιστές και τους σκεπτικούς παρά στον Αριστοτέλη και τους Στωϊκούς. Η υποκειμενικότητα δεν θεωρείται πια πηγή ψεύδους.
Το να πρέπει να διαλέξει κανείς ανάμεσα σε δύο μόνο εναλλακτικές, θεωρητικές προτάσεις από τις οποίες η μία μόνο είναι αληθινή και η άλλη ψεύτικη είναι υπεραπλουστευτικός, ερμηνευτικός βιασμός της πραγματικότητας. Είναι δυνατόν να ισχύουν ταυτόχρονα διαφορετικές παράληλες, ερμηνευτικές, υποθετικές, θεωρητικές προτάσεις για την ερμηνεία ενός φαινομένου. Οι θεωρητικές αυτές προτάσεις μπορεί να είναι αντικειμενικές και να έχουν καθολική ισχύ ή υποκειμενικές και να ισχύουν μόνο γι' αυτόν που τις εκφράζει ή να είναι ταυτόχρονα και αντικειμενικές και υποκειμενικές.
Η φύση της πραγματικότητας δεν προσαρμόζεται στις ανθρώπινες γνωσιολογικές δυνατότητες. Η εξακρίβωση των κανόνων που διέπουν τα φαινόμενα δεν είναι πάντοτε εφικτή. Ο προσδιοριστικός εστιασμός περιορίζει την ευρύτητα του αντιληπτικού πεδίου. Η ερμηνεία μεταστοιχειώνει τη φύση της πραγματικότητας. Η μετάθεση των φαινομένων στη διάσταση της αντίληψης και η προβολή τους στο επίπεδο της λογικής φτωχαίνει το σύνθετο βάθος τους. Αμφισβητώντας τα όρια ασφαλείας της Αριστοτέλειας λογικής μπορούμε να υποθέσουμε ότι το Α δεν είναι πάντοτε Α. Το Β μπορεί να είναι ταυτόχρονα και Β και Α. Α + Β μπορεί άλλοτε να είναι ίσον με Α, άλλοτε με Β, άλλοτε με ΑΒ ή κάτι άλλο. Η θετικιστική, γνωσιολογική μεθοδολογία αποδεικνύεται ανεπαρκής για την βαθύτερη, ολοκληρωμένη διερεύνηση των σύνθετων φαινομένων.
Για να προσεγγίσουμε ένα πολυσύνθετο, πολύμορφο, πολυδιάστατο ερευνητικό αντικείμενο χρειάζεται να υιοθετήσουμε μια εξίσου διευρυμένη, πλουραλιστική οντολογία, επιστημολογία και μεθοδολογία.
"Το πρόβλημα είναι πως θ' ανοίξουμε την οπτική μας για ν' αγκαλιάσει ένα ευρύτερο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, πως θ΄ αναπτύξουμε και θ΄ απελευθερώσουμε τις μεθόδους μας για να εκτιμήσουν κατά το δυνατόν δίκαια τον πλούτο και το εύρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν αναπτύξουμε τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις".
(Rollo May. 1961)
Το ότι δεν μπορούμε να προσδώσουμε ποτέ απόλυτη ισχύ σε κανένα υποκειμενικό, αντικειμενικό ή οντολογικό κριτήριο δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε κάθε δυνατότητα διατύπωσης της αλήθειας. Μπορούμε να αποδεχθούμε συμβατικά ως αληθινό αυτό που σε ιστορικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ή προσωπικό επίπεδο φαίνεται ως αληθινό. Ο προσανατολισμός της ζωής μας σύμφωνα με το φαινόμενο (με αυτό που φαίνεται αληθινό) είναι απαραίτητος όρος επιβίωσης και προόδου. Η σχετική, υποκειμενική αλήθεια (εσχατολογικά αβέβαιη) αν και δεν διαθέτει απόλυτη οντολογική εγκυρότητα είναι χρήσιμη και λειτουργική. Αν και δεν μπορώ με απόλυτη, γνωσιολογικά έγκυρη βεβαιότητα να υποστηρίξω ότι "το χ είναι ψ", μπορώ με υποκειμενική, βιωματική βεβαιότητα να υποστηρίξω ότι τι "το χ μου φαίνεται ότι είναι ψ" και η εντύπωσή μου αυτή μερικές φορές είναι τόσο έντονη ώστε να μπορώ να πώ ότι "για μένα το χ είναι ψ" ή και εν τέλει ότι "το χ είναι ψ". Μπορώ δηλαδή να εξακολουθώ να υποστηρίζω μια διατύπωση παρά το γεγονός ότι δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για την ορθότητα αυτής της διατύπωσης. (Βλ. Καρνεάδη, www.psyche.gr/epist3.htm#Karneade)
Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε την απόλυτη αλήθεια ή την απόλυτη βεβαιότητα δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε αλήθειες οι οποίες υποστηρίζονται από την λογική, την εμπειρία ή τα αντικειμενικά δεδομένα. Σύμφωνα με την επιστημολογική τοποθέτηση του semantic contextualism η αλλαγή των κριτηρίων γνωσιολογικής εγκυρότητας έχει ως αποτέλεσμα μία άποψη να θεωρείται έγκυρη στα πλαίσια της καθημερινής ζωής και επικοινωνίας αλλά να θεωρείται λανθασμένη στα πλαίσια πιο αυστηρών κριτηρίων γνωσιολογικής εγκυρότητας. "και ο σκεπτικισμός και ο αντι-σκεπτικισμός θα μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο να είναι αληθινοί. Σε ένα σκεπτικιστικό επικοινωνιακό πλαίσιο όπου τα κριτήρια είναι υψηλά, το σκεπτικιστικό συμπέρασμα ότι γνωρίζουμε πολύ λίγα θα είναι αληθινό. Αντίθετα, σε ένα μη-σκεπτικιστικό επικοινωνιακό πλαίσιο όπου τα κριτήρια θα είναι σχετικά χαμηλά, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολλά από αυτά που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, παρά το ότι αυτό ισχύει μόνο σε σχέση με αυτό το χαμηλό επιστημολογικό κριτήριο". (Duncan Pritchard)
Μια υπόθεση μπορεί να επαληθευθεί ή να διαψευσθεί μόνο σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο εννοιολογικό πλαίσιο αναφοράς. Δεν υπάρχει αλήθεια ανεξάρτητα από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο θεωρητικών, μη αποδεδειγμένων υποθέσεων. Μπορούμε να διαμορφώσουμε πολλαπλά, θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τα αντικειμενικά δεδομένα. Αν αλλάξει το δίκτυο των θεωρητικών - επιστημολογικών προϋποθέσεων τότε αλλάζει αναγκαστικά αυτό που θεωρούμε αληθινό ή ψεύτικο. (σημ.2) Η αλήθεια εξαρτάται πάντοτε από τις φιλοσοφικές της προϋποθέσεις. "Αυτό που μαθαίνουμε από την εμπειρία εξαρτάται από το είδος της φιλοσοφίας που φέρνουμε στην εμπειρία." C. Lewis (1947) Καμμιά επιστημονική θεωρία δεν μπορεί να διεκδικήσει απόλυτη εγκυρότητα. Οι θεωρίες συνοδεύονται πάντοτε από αβεβαιότητα. Ιδιαίτερα όταν προσεγγίζουν ερμηνευτικά, πολυσύνθετα φαινόμενα οφείλουν να επιτρέπουν ένα σημαντικό ποσοστό άγνοιας και αβεβαιότητας ώστε να μην παραθεωρούν άγνωστες ή ακατάληπτες διαστάσεις του αντικειμένου έρευνας.
Η γνώση δεν είναι συνώνυμη με την απόλυτη βεβαιότητα. Δεν αναιρεί την αμφιβολία, απλά διεισδύει με μεγαλύτερη ακρίβεια σε περισσότερες και βαθύτερες πτυχές των φαινομένων. Μια υπόθεση θεωρείται περισσότερο σωστή από μία άλλη στο βαθμό που υποστηρίζεται από περισσότερα εμπειρικά-πειραματικά δεδομένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πιο "σωστή" θεωρία έχει απόλυτο κύρος ή ότι την εμπιστευόμαστε απόλυτα. Ούτε ότι η λιγότερο σωστή είναι απόλυτα λανθασμένη. Σε πρακτικό επίπεδο είμαστε συχνά υποχρεωμένοι να παίρνουμε αποφάσεις και να ενεργούμε με βάση αβέβαιες, αμφισβητούμενες ή ακόμη και αντιφατικές υποθέσεις. Όσο πιο διευρυμένη είναι η αντιληπτική μας συνειδητότητα και πιο σύνθετα είναι τα δεδομένα τα οποία επεξεργαζόμαστε τόσο δυσκολότερο είναι να καταλήξουμε σε βέβαια γνωστικά συμπεράσματα. (το μόνο που γνωρίζω είναι ότι τίποτε δεν γνωρίζω) Οι βεβαιότητές μας θα συνοδεύονται πάντοτε από κάποιο βαθμό άγνοιας και αμφιβολίας. Το μέτρο της γνώσης αυξάνεται παράλληλα με το μέτρο της αγνωσίας. Η γνώση και η αγνωσία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. (Βλ. Σκεπτικούς, www.psyche.gr/epist3)
Κοσμοθεωρητικές Προσεγγίσεις
Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να βεβαιωθώ ότι
αυτό που πιστεύω είναι όντως αληθινό.
Καμιά ερευνητική μεθοδολογία δεν μπορεί να προσδώσει
απόλυτο κύρος στις πεποιθήσεις μου.
Με τον όρο κοσμοθεωρία εννοούμε την ευρύτερη αντιληπτική προοπτική, το νοητικό, βιωματικό, πολιτισμικό και πνευματικό φίλτρο, μέσα από το οποίο κατανοούμε, ερμηνεύουμε και νοηματοδοτούμε τον εαυτό μας, τους άλλους και το σύμπαν.
Η κοσμοθεωρία προτείνει ερμηνείες σχετικά με την προέλευση και τη φύση του υλικού κόμου, του ανθρώπου και των ηθικών κριτηρίων και τοποθετείται απέναντι στα ζητήματα της ύπαρξης ή όχι έσχατου νοήματος και μετά θάνατον ζωής.
Η κοσμοθεωρία αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου στο βαθμό που:
α. Χαρακτηρίζεται από συγκρότηση, συνέπεια, εσωτερική συνοχή, ακρίβεια, σαφήνεια, πιστότητα σε σχέση με τα δεδομένα που υποπίπτουν στην αντίληψή μας.
β. Δεν αντιφάσκει με υψηλού βαθμού εμπειρικές ή επιστημονικές βεβαιότητες οι οποίες θεμελιώνονται σε πολύ πιθανά στοιχεία της πραγματικότητας.
Δεν συνειδητοποιούμε τις κοσμοθεωρητικές μας προϋποθέσεις όπως δεν βλέπουμε τα μάτια μας όταν κοιτάζουμε γύρω μας. Οι κοσμοθεωρητικές προοπτικές διανοίγουν αντιληπτικές και νοηματικές δυνατότητες προσεγγίζοντας, αποσπασματικά και με αμφισβητούμενο τρόπο, αυτό που φαίνεται αληθινό και όχι αυτό που είναι όντως αληθινό.
O άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του, συνειδητοποιεί την ιδιαιτερότητά του ως πρόσωπο μέσα σε ένα συγκεκριμένο γεω-πολιτισμικό περιβάλλον. Παλαιότερα οι νοηματικές συντεταγμένες οι οποίες μόρφωναν την προσωπικότητα και την κοσμοθεωρία του ήταν κυρίως μυθολογικές. Οι προσωπικές του ενδογενείς, γνωσιο-συναισθηματικές δυνατότητες έβρισκαν νόημα και προσανατολισμό μέσα στα πλαίσια των ιδιαίτερων μυθολογικών, κοινωνικο-πολιτιστικών συντεταγμένων της κοινωνίας στην οποία ανήκε.
Στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές, καταναλωτικές, δυτικές κοινωνίες οι παραδοσιακές, γεωγραφικά οριοθετημένες, κοσμοθεωρητικές προτάσεις ζωής έχασαν την δύναμή και τη λειτουργικότητά τους.
Ο άνθρωπος της πληροφορικής και της παγκοσμιοποίησης χωρίς να συνδέεται με ζωηφόρα νήματα παραδοσιακού πολιτισμού, βομβαρδίζεται από μια πληθώρα ετερογενών και αντιφατικών μηνυμάτων. Καλείται να διαμορφώσει μια κοσμοθεωρητική προοπτική όχι πια μονοσήμαντη και απλουστευτική αλλά σύνθετη και πλουραλιστική η οποία συμπεριλαμβάνει συγκροτημένες και ευσταθείς ερμηνευτικές εκδοχές για όλα τα ετερογενή στοιχεία που υποπίπτουν στην αντίληψή του. Η αρμονική σύνθεση αντιθετικών απόψεων, θεωριών και εμπειριών καθίσταται αναπόφευκτη αναγκαιότητα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να διαμορφώσει μια προσωπική κοσμοθεωρητική προσέγγιση που συνθέτει την πολυεπίπεδη ετερότητα σε αλληλοεξαρτόμενες, αισθητικές, ενοιολογικές, υπαρξιακές και πνευματικές αντιληπτικές, δομές οι οποίες αλληλεπιδρώντας μεταλλάσονται και εξελίσσονται επιδιώκοντας όλο και υψηλότερα επίπεδα ευστάθειας και δια-γνωστικής πληρότητας.
Η γνώση που προκύπτει από αυτή την πολυεπίπεδη προσέγγιση της πραγματικότητας δεν είναι η απλή, συγκεκριμένη, ξεκάθαρη, βέβαιη, λογική γνώση του απλού ανθρώπου ή της κλασσικής επιστήμης αλλά η πολυδιάστατη, πλουραλιστική, αμφισβητήσιμη γνώση η οποία συγκροτεί αρμονικές συνθέσεις αλληλοεξαρτώμενων και αδιαχώριστων, ετερογενών δεδομένων. Μια γνώση που δεν διεκδικεί τη στωική αλλά τη σκεπτική εγκυρότητα. (Βλ. Αινεδήσιμο, www.psyche.gr/epist3#Ainesid), Feyerabend Paul.)
Ανεξάρτητα από τη λογική συγκρότηση ή τη μεταφυσική ευστάθεια μιας κοσμοθεωρητικής αντίληψης και ανεξάρτητα από το βαθμό αφοσίωσης, λατρείας, πίστης ή δέους που μας συνδέουν μαζί της δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ απόλυτη γνωσιολογική εγγύηση ότι μια κοσμοθεωρητική στάση είναι πιο κοντά στην αλήθεια από μια άλλη. Μπορούμε να πιστεύουμε με απόλυτο τρόπο αυτό που πιστεύουμε αλλά δεν υπάρχει κανένα απόλυτο αντικειμενικό ή υπερ-υποκειμενικό κριτήριο που να μπορεί να εγγυηθεί την αληθινότητα αυτού που πιστεύουμε. Η σχετικότητα είναι ανυπέρβλητο όριο των ανθρώπινων γνωσιολογικών δυνατοτήτων.
Η επιστημονική γνώση
Ο επιστήμονας δεν συμμετέχει υπαρξιακά στη διαδικασία της γνώσης. Δεν αποζητά μέσα από την έρευνα να αναμορφώσει την εσωτερικότητα του. Η γνώση δεν είναι εμπειρία ζωτικής σημασίας για την προσωπική του ζωή. Θέλει να περιγράψει, να ερμηνεύσει λογικά και να ανακαλύψει τους κανόνες που διέπουν τα φαινόμενα. " Σκοπός της επιστήμης είναι η περιγραφή και η ερμηνεία των φαινομένων. Η ερμηνεία προϋποθέτει τον καθορισμό του είδους και του βαθμού της αλληλεξαρτήσεως που υπάρχει μεταξύ των διαφόρων παραγόντων του φαινομένου και αποβλέπει στην πρόβλεψη και στον σκόπιμο έλεγχο των φαινομένων. ... Η επιστημονική έρευνα δηλαδή ενδιαφέρεται τόσο για την περιγραφή των εμπειρικών δεδομένων, για τα δεδομένα αυτά καθ' εαυτά, όσο και για την γενίκευση, την αναγωγή σε όσο το δυνατό ανώτερα επίπεδα γενικότητας". Ιωάννου Ν. Παρασκευόπουλου (1980)
Η επιστημονική μέθοδος είναι η διαδικασία εξακρίβωσης της εγκυρότητας μιας θεωρητικής πρότασης. Χαρακτηρίζεται από τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων μέσα από τα εμπειρικά δεδομένα για να δοκιμαστεί η πιστότητά τους. Η επιστημονική θεωρία δοκιμάζεται στην πράξη για να επαληθευτεί ή να διαψευσθεί.
Η επιστήμη από τη φύση της δεν διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια. Δεν είναι αυτός ο στόχος της. Οι επιστήμονες διαμορφώνουν θεωρίες οι οποίες θεμελιώνονται σε εμπειρικά δεδομένα και μας βοηθούν να κατανοήσουμε τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία των φαινομένων.
Οι επιστήμονες ακολουθούν συνήθως τα παρακάτω βήματα:
- Παρατήρηση: Συλλογή στοιχείων και επεξεργασία πληροφοριών.
- Υπόθεση: Διαμόρφωση μιας προσωρινής, ερμηνευτικής προσέγγισης η οποία κατά κάποιο τρόπο προσπαθεί να προβλέψει την απάντηση στο πρόβλημα. ( Κάτω από κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι πιθανόν συμβούν κάποια συγκεκριμένα φαινόμενα).
- Εξέταση: Εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις ή πειραματικές διαδικασίες με στόχο την επιβεβαίωση ή την απόρριψη της υπόθεσης.
(Στην ψυχοθεραπεία σημ.3 η αληθινότητα των υποθέσεων, εκτός από τα πειράματα εξακριβώνεται με ερωτηματολόγια, ψυχοδιαγνωστικά τεστ, στατιστικές συσχετίσεις και την εμπειρία που προκύπτει μέσα από τις θεραπευτικές σχέσεις).
- Συμπέρασμα: Ανάλυση των αποτελεσμάτων της εξεταστικής διαδικασίας, επεξηγηματικά σχόλια. Σκιαγράφηση της δυνατότητας μελλοντικών ερευνών για την περαιτέρω ενίσχυση, επιβεβαίωση ή διεύρυνση του πεδίου ισχύς των ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Οι σύγχρονες επιστήμες και ιδιαίτερα οι ανθρωπιστικές χρειάζονται επιστημολογικά μοντέλα που παρέχουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης θεωριών οι οποίες:
- Διασαφηνίζουν τις φιλοσοφικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και ιστορικές τους προϋποθέσεις.
- Θεμελιώνονται σε εμπειρικά δεδομένα χωρίς να δεσμεύονται από τα αυστηρά θετικιστικά κριτήρια εγκυρότητας.
- Δεν υποστηρίζονται φανατικά ώστε να αναθεωρούνται και να αναμορφώνονται συνεχώς μέσα από την άντληση νέων δεδομένων.
-Ανταποκρίνονται στη φύση του ερευνητικού αντικειμένου χωρίς να απλουστεύουν τις πολύπλευρες δια-στάσεις των εμπλεκόμενων φαινομένων. σημ. 4
- Αναφέρονται ξεκάθαρα στις δυνατότητες διαφορετικής αντίληψης, κατανόησης και ερμηνείας των φαινομένων.
- Διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να επιδέχονται αμφισβήτηση. (Βλ. Popper)
- Αποδέχονται με σεβασμό την αυτόνομη αξία και σημασία των φιλοσοφικών, αισθητικών και θρησκευτικών δεδομένων χωρίς να προσπαθούν να ανάγουν την σύνθετη ιδιοτυπία τους στο οριζόντιο επίπεδο της επιστημονικής ερμηνευτικής.
Τα όρια εγκυρότητας της επιστήμης
"Και η επιστήμη φωτίζει
αλλά τους διαδρόμους ενός λαβυρίνθου,
όχι τους συμπαγείς τοίχους της".
Μαλεβίτσης Χρήστος
Ένας από τους μεγάλους επιστημολόγους του 20ου αιώνα ο Karl Popper συνέβαλλε ουσιαστικά στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο η σύγρονη επιστημονική κοινότητα αντιλαμβάνετε την εγκυρότητα της επιστημονικής γνώσης. Σύμφωνα με τον Popper μια άποψη δεν μπορεί ποτέ να επιβεβαιωθεί με απόλυτη βεβαιότητα διότι όσο και αν υποστηρίζεται από τα ερευνητικά δεδομένα μπορεί να παραμένει εσφαλμένη. Υπάρχουν πάντα κάποια περιθώρια λάθους. Κάποια δεδομένα που θα προκύψουν στο μέλλον μέσα από την παρατήρηση ή το πείραμα μπορεί να την διαψεύσουν. Σύμφωνα με τον Popper οι θεωρίες δεν μπορούν ποτέ να ξεπεράσουν το επίπεδο της εικασίας και της πίστης. Μια θεωρία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονική επειδή επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά δεδομένα της έρευνας αλλά επειδή ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένη επιτρέπει τη δυνατότητα της διάψευσής της μέσα από εμπειρική έρευνα. "Μια θεωρία που δεν μπορεί να αφισβητηθεί από οποιοδήποτε δυνατό τέχνασμα ή γεγονός είναι μη επιστημονική. Το αναμφισβήτητο δεν είναι αρετή μιας θεωρίας (όπως συχνά νομίζουν οι άνθρωποι) αλλά ελλάτωμα". (Karl Popper, 1992) Επιστημονικά έγκυρη είναι η διαψεύσιμη θεωρία η οποία δεν έχει ακόμη διαψευσθεί από τα αντικειμενικά δεδομένα και αντέχει στις δοκιμασίες διάψευσης ή επαλήθευσής της.
Η θεωρία της σχετικότητας του Einstein ή η θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Darwin θεωρούνται από την επιστημονική κοινότητα έγκυρες στο βαθμό που μας βοηθούν περισσότερο άπο άλλες θεωρίες στην κατανόηση και την πρόβλεψη της λειτουργίας των φαινομένων. "Για να γίνει αποδεκτή ως επιστημονικό μοντέλο (paradigm) μια θεωρία θα πρέπει να φαίνεται καλύτερη από αυτές που την ανταγωνίζονται, αλλά δεν θα πρέπει, και στην πραγματικότητα ποτέ δεν το κάνει , να εξηγεί όλα τα γεγονότα με τα οποία έρχεται σε αντιπαράθεση". (Thomas S. Kuhn, 1962) Αν οι έρευνες προσκομίσουν στοιχεία που ανατρέπουν τις θεωρίες, τότε αυτές καταρρίπτονται ή αναθεωρούνται. Δεν υπάρχει κανένας επιστημονικός λόγος για να μείνει ο ερευνητής προσκολλημένος σε μια θεωρία εφόσον αυτή αναιρείται από τα δεδομένα της παρατήρησης και των πειραμάτων.
Οι επιστήμονες ερευνούν φαινόμενα, έννοιες και σχέσεις που μπορούν να μελετηθούν εμπειρικά - πειραματικά και αφήνουν στη δικαιοδοσία της φιλοσοφίας και της θρησκείας ερωτήματα που αφορούν στην πραγματικότητα αυτή καθ' εαυτή, στην ουσία και στη φύση των πραγμάτων, στο γιατί γίνεται αυτό που γίνεται και στο τι είναι αυτό που μπορεί να γνωρισθεί και να εκφραστεί και τι παραμένει άγνωστο και άρρητο.
Ο ερευνητής επιστήμονας εξετάζει τις δυνατότητες αναίρεσής των θεωρητικών μοντέλων που επικρατούν στην επιστημονική κοινότητα. Δεν έχει κανένα προσωπικό λόγο να πιστεύει στις θεωρίες και τις υποθέσεις. Όταν προσκολλάται και εμμένει στις θεωρητικές του τοποθετήσεις ενώ αυτές διαψεύδονται από τα γεγονότα προδίδει την ερευνητική, επιστημονική δεοντολογία. Μεταφέρεται από το επίπεδο της επιστήμης στη σφαίρα της ιδεολογίας. Οι θεωρητικές του τοποθετήσεις μετατρέπονται σε ιδεολογικές βεβαιότητες. Και συμβαίνει συχνά οι επιστήμονες να ιδεολογικοποιούν τις θεωρίες τους, να δεσμεύονται από αυτές και να τις υπερασπίζονται φανατικά.
Η ερευνητική μεθοδολογία
Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα πραγματικότητας όπως για παράδειγμα το φυσικό, το βιολογικό, το ψυχολογικό, το κοινωνικό και το πνευματικό. Το ένα δεν μπορεί να εξαντληθεί ερμηνευτικά μέσα από τις κατηγορίες του άλλου. Η κατανόηση των βιοχημικών λειτουργιών του εγκεφάλου δεν εξαντλεί το νόημα της εμπειρίας που αντιστοιχεί σε αυτές τις βιοχημικές λειτουργίες.
Μιά μέθοδος μπορεί να είναι λειτουργική στο επίπεδο του μετρήσιμου, αντικειμενικού κόσμου, αλλά ακατάλληλη στο επίπεδο του υποκειμενικού κόσμου της εμπειρίας και του νοήματος.
Η επιστημονική μέθοδος εξαρτάται:
- Από το αντικείμενο που θέλουμε να ερευνήσουμε.
- Από τις κοσμοθεωρητικές, θεωρητικές, πνευματικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις του ερευνητή.
Είναι αδύνατον να περιορισθούμε αποδίδοντας εγκυρότητα σε μια μόνο γνωστική μεθοδολογία και θεωρία της γνώσης. ( Όπως άλλωστε δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως αληθινή μια μόνο οντολογική διάσταση της πραγματικότητας).
Με διαφορετικό τρόπο μπορώ να διερευνήσουμε για παράδειγμα:
- Τις βιολογικές λειτουργίες του σώματος.
- Τη σχέση ανάμεσα στις ψυχικές συγκινήσεις και τη βιο-φυσιολογία του σώματος.
- Τον τρόπο επέμβασης της πρόνοιας του Θεού στην καθημερινή ζωή των πιστών.
[...]
Κάποιες αρχές και μέθοδοι που ισχύουν στη φυσική πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε γύρω μας, μπορεί να μην ισχύουν σε υπο-ατομικό ή μακρο-κοσμικό ή ψυχολογικό ή πνευματικό επίπεδο.
Τα γνωσιολογικά-επιστημολογικά κριτήρια που απαιτούνται για την πιστοποίηση της έγκυρης γνώσης αλλάζουν ανάλογα με το αντικείμενο της έρευνας. Άλλοτε χρησιμοποιούμε υψηλής ακρίβειας και άλλοτε χαμηλής ακρίβειας γνωσιολογικά-επιστημολογικά κριτήρια.
Δεν είναι όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας απτά και μετρήσιμα. Σε πολλούς τομείς της έρευνας δεν μπορούμε να αποδεχθούμε μια μόνο ερμηνευτική προσέγγιση. Πολλαπλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις μπορούν να ευσταθούν παράλληλα χωρίς κάποια απ' αυτές να διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια. Σε μερικές περιπτώσεις μπορούμε να σχηματίσουμε μια περισσότερο ρεαλιστική εκόνα της πραγματικότητας και να καταλήξουμε σε συμπεράσματα ενός υψηλού επιπέδου βεβαιότητας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το ίδιο το αντικείμενο έρευνας (π.χ. κβαντική φυσική, ψυχοθεραπεία) μας εξαναγκάζει σε μια υποθετική- κονστρουκτιβιστική ερμηνευτική, θεωρητική προσέγγιση. (Βλ. Καρνεάδη, www.psyche.gr/epist3.htm#Karneade)
Η γνωσιολογική εγκυρότητα στην ψυχοθεραπευτική έρευνα
Η ψυχοθεραπευτική έρευνα δεν είναι δυνατόν να υποταχθεί στις μεθόδους των θετικών επιστημών. Αυτό δεν σημαίνει ότι η γνώση που προσκομίζει είναι εκ προοιμίου ελατωματικά ασαφής αλλά ότι η ιδιαίτερη φύση του αντικειμένου της έρευνας είναι από τη φύση του απροσδιόριστο και ασταθές. Μιά ξεκάθαρη, συγκεκριμένη απάντηση μπορεί να είναι παραπλανητική, εφόσον (και στο βαθμό που) βιάζει το ανεξάντλητο βάθος του ερωτήματος. "Πρέπει να ξεπεράσουμε την ψυδαίσθησή μας ότι τα πράγματα πρέπει να είναι συγκεκριμένα για να είναι αληθινά, και ότι μόνο αυτό που είναι ποσοτικά μετρήσιμο είναι αληθινό, αν θέλουμε να κάνουμε κάποια πρόοδο στην κατανόηση του ανθρώπου και των προβλημάτων του". (Rollo May, 1967)
Η αποδοχή της αβεβαιότητας συχνά επιβάλλεται από την αστάθμητη πολυπλοκότητα κάποιων φαινομένων. Η κβαντική φυσική επανεισάγει τον σκεπτικισμό. Η αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg υποστηρίζει ότι η αβεβαιότητα ως προς τον προσδιορισμό των κβαντικών φαινομένων δεν οφείλεται σε σφάλματα των μετρήσεων, αλλά στις κυματικές ιδιότητες των στοιχειωδών σωματιδίων. Για τον παρατηρητή λοιπόν καταργείται η δυνατότητα ακριβούς προσδιορισμού της θέσης και της ταχύτητας ενός υποατομικού σωματιδίου. Ο προσδιορισμός της αιτιότητας και της αντικειμενικότητας αμφισβητείται χάριν της απροσδιοριστίας και της αλληλεξάρτησης παρατηρητή και φαινομένου. Αυτό που γνωρίζουμε δεν είναι η αντικειμενική πραγματικότητα αυτή καθεαυτή αλλά η πραγματικότητα έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από τις διαγνωστικές μεθόδους που κάθε φορά εφαρμόζουμε. "περιγράφουν τη φύση όπως αυτή φανερώνεται στη μέθοδο των ερωτήσεών μας". (Heisenberg, 1928)
Το ίδιο ισχύει και για την εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Για να κατανοήσουμε την ψυχολογική και την πνευματική ζωή του ανθρώπου οφείλουμε να διευρύνουμε τους ορίζοντες της μεθοδολογίας μας αλλά και να υιοθετήσουμε ελαστικότερα κριτήρια αξιολόγησης της εγκυρότητας των θεωρητικών μας διατυπώσεων. H ορθή κατανόηση της εσωτερικής, ψυχικής πραγματικότητας αλλοιώνεται από υποσυνείδητες, συγκινησιακές εντάσεις. Στο επίπεδο των πεποιθήσεων, των κρίσεων, των κινήτρων ή των συναισθημάτων οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η ακρίβεια και η αξιοπιστία των αντιλήψεων είναι περισσότερο μειωμένη."Δεν πιστεύω ούτε στιγμή πως έχω απόλυτο δίκιο. Κανένας δεν έχει απόλυτο δίκιο όταν πρόκειται για ψυχολογικά πράγματα. Δεν πρέπει να ξεχνάτε πως στην ψυχολογία το μέσο, με το οποίο παρατηρεί κανείς και κρίνει την ψυχή είναι η ίδια η ψυχή. …Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη ψυχολογίας. Ένα ολοκληρωτικό χάος κυριαρχεί στην ψυχολογία. Συνεπώς μην παίρνετε και πολύ στα σοβαρά τις ψυχολογικές θεωρίες. Η ψυχολογία δεν είναι θρησκευτική πίστη, δεν είναι παρά μια άποψη… Ο κόσμος είναι τεράστιος και δεν υπάρχει μόνο μια θεωρία που να εξηγεί τα πάντα."
(C. G. Jung, 1935)
Είναι αναγκαία και αναπόφευκτη η υιοθέτηση μιας πλουραλιστικής επιστημολογίας η οποία θα επιτρέπει την επιλογή της κατάλληλης δια-γνωστικής, μεθοδολογικής, στρατηγικής για κάθε αντικείμενο της έρευνας. Μια διεύρυνση της γνωσιολογικής προοπτικής ώστε οι αρχές, οι προϋποθέσεις και οι μεθοδολογίες να εξαρτώνται από μια ποικιλία υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων και η οποία θα επικυρώνεται από την λειτουργικότητα και την ευρυστική της δεινότητα. Μόνο έτσι μπορούμε να αποφύγουμε τις παρενέργειες των διάφορων μορφών περιορισμού της γνώσης. "Ο ψυχολόγος δεν μπορεί να προσεγγίσει γνωστικά την προσωπικότητα με ένα τρόπο ολοκληρωμένο, πράγματι κάθε θεωρία μας επιτρέπει να εστιάσουμε μόνο κάποια πτυχή της. Η ερμηνευτική γονιμότητα, η εσωτερική συνάφεια, η δυνατότητα επαλήθευσης και κλινικο-διαγνωστικής λειτουργικότητας, συνιστούν τα κριτήρια που προσδιορίζουν την επιλογή ενός δεδομένου θεωρητικού μοντέλου από ένα άλλο". (Alessandro Salvini - Marco Guicciardi, 1983)
Σημειώσεις
Σημ. 1: Γεγονός που είχε προβλέψει ο Nietzsche στο τέλος του 19ου αιώνα.
Σημ. 2: Βλ. σχετικά το ενδιαφέρον και εύληπτο κείμενο του Piero Scaruffi. Thinking About Thought Ανάκτηση 30/0103, από http://www.thymos.com/tat/meaning.html.
Σημ. 3: "Στις πειραματικές έρευνες γίνεται σκόπιμη επανάληψη ενός φαινομένου, συνήθως στο πειραματικό εργαστήριο, και προραμματισμένος έλεγχος των παραγόντων του φαινομένου". Ιωάννου Παρακευόπουλου. 1980. Μεθοδολογία Επιστημονικής Έρευνας. (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις). Αθήνα. σελ. 42.
" Πείραμα είναι η αναπαραγωγή μιας συμπεριφοράς κάτω από τεχνητούς όρους με στόχο τη μελέτη, την ανάλυση και τη σύλληψη των παραγόντων που καθορίζουν την εμφάνισή τους."Θρασύβουλου Μπέλλα. 1977. Η Έρευνα στις επιστήμες της συμπεριφοράς. Μεθοδολογία και όργανα. Α' τόμος. Αθήνα. σελ. 57.
Σημ. 4: ¨μια πολυεπίπεδη άντίληψη της πραγματικότητας όπου διαφορετικά (επιστημολογικά) επίπεδα ανάλυσης αναφέρονται σε διαφορετικά (οντολογικά) επίπεδα γεγονότων και διαδικασιών του κόσμου" Ian G. Barbour. 2000. When Science Meets Religion: Enemies Strangers or Partners. HarperCollins, New York. σελ. 109.
- Ανάλογες τοποθετήσεις διαπιστώνουμε στο έργο του Karl Jaspers. 1919. Psychologie der Weltanschauungen. Springer, Berlin. και του Χρήστου Μαλεβίτση. 1975. Εσωτερική Διάσταση. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα.
Βιβλιογραφία
Joseph Agassi
- Le radici metafisiche delle teorie scientifiche; Italian translation of "The Nature of Scientific Problems and Their Roots in Metaphysics", "What is a Natural Law?", "Unity and Diversity in Science", and "The Logic of Science and Metaphysics", Borla, Roma, 1983. σελ. 30
Βλ. επίσης: - On Line Papers (http://www.tau.ac.il/~agass/onlinep.html) ,από την ιστοσελίδα του Joseph Agassi και της συζύγου του Judy Buber Agassi.
Ζαν Βαλ. Εισαγωγή στις φιλοφοφίες του Υπαρξισμού. μφρ, εισαγ., σχόλια. Χρήστου Μαλεβίτση. σελ. 5
Χρήστου Γιανναρά (α). Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης. 1988. Β΄αναθεωρημένη έκδοση, Δόμος, Αθήνα. σελ. 61. Βλ. το βιβλίο του Heidegger: "What Is Metaphysics?" on line στην ηλεκτρον. διευθ. http://www.msu.org/e&r/content_e&r/texts/index.htm ως διδακτική ύλη του EXISTENCE AND REALITY COURSE HOME PAGE: Virtual Office Tom Bridges, Philosophy and Religion Departement.
Χρήστου Γιανναρά (β). οπ. αν. σελ. 31.
Paul Feyerabend: Για τον Feyerabend το να θεωρήσουμε την επιστήμη ως ανώτερη μορφή γνώσης από άλλες γνωσιολογικές προσεγγίσεις όπως η θρησκεία, η φιλοσοφία ή η μυθολογία είναι καθαρά θέμα προσωπικής-υποκειμενικής εκτίμησης και επιλογής. Η επιστήμη είναι απλά μια σύγχρονη μυθολογική προσέγγιση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Feyerabend Paul.1975. Against Method: Outline of an Anarchistic Theory of Knowledge, London: New Left Books. μτφρ. Ενάντια στη Μέθοδο. 1983. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης. Εκδ. Σύγχρονα θέματα, Θεσσαλονίκη. σελ. 353.
Heisenberg 1928. Physics and Philosophy: The Revolution in Modern Science (Ελλην. μετ. Κ. Κωνσταντινίδου) Φυσική και φιλοσοφία Αθήνα 1971. σελ. 105.
Στα αγγλικά Βλ. επίσης α) http://www.synaptic.bc.ca/ejournal/uncertin.htm , β) http://www.pbs.org/wgbh/aso/databank/entries/dp27un.html
C. G. Jung. 1935. «Uber Grundlangen der analytischen Psychologie». Die Tavistock Lectures 1935. μτφρ. Οι βάσεις της αναλυτικής ψυχολογίας. Εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα. σελ. 163-164
Kierkegaard Soren, Howard V. Hong (Edited by): 1967 Philosophical Fragments, or a Fragment of Philosophy, (http://www.amazon.com/exec/obidos/tg/detail/-/0691020361/t/103-2818894-3941469), - Johannes Climacus, or De Omnibus Dubitandum Est. Princeton University Press. (http://www.amazon.com/exec/obidos/tg/detail/-/0691020361/t/103-2818894-3941469). Βλ. επίσης κείμενο για τον Kierkegaard - Willed Faith and Belief an essay on Kierkegaard ,(http://www.lib.uwaterloo.ca/~cjewell/paper.html#6)
Michael Krausz: 2000. Limits of Rightness. Rowman & Littlefield (http://www.uwo.ca/modlang/ailc/old35/ReviewsDeciu.htm)
Βλ. κριτική του βιβλίου από τον Andrea Deciu , (http://www.uwo.ca/modlang/ailc/old35/ReviewsDeciu.htm)
Thomas Kuhn: Οι ισχύουσες στον επιστημονικό χώρο θεωρητικές αρχές και υποθέσεις καθώς και η ερευνητική μεθοδολογία συνιστούν το παράδειγμα-μοντέλο (paradigm). Όταν προκύψουν νέα, σημαντικά ερευνητικά δεδομένα που αμφισβητούν την αξιοπιστία και την εγκυρότητα ενός παραδείγματος-μοντέλου τότε αυτό καταρίπτεται και δίνει τη θέση του σε ενα νέο μοντέλο. Για παράδειγμα το επιστημονικό παράδειγμα-μοντέλο των επιστημονικών υποθέσεων του Νεύτωνα αναιρέθηκε με την εμφάνιση του παραδείγματος-μοντέλου του Einstein. Οι επιστημονικές θεωρίες δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά εύλογες εικασίες που γίνονται αποδεκτές ως αληθινές για πρακτικούς λόγους για κάποια χρονική περίοδο.
"Οι επιστημονικές θεωρήσεις εξαρτώνται από ενοιολογικές, μεθοδολογικές και μεταφυσικές προϋποθέσεις οι οποίες δεν διαθέτουν επιστημονική αξιοπιστία, επικρατούν για κάποιο χρονικό διάστημα στην επιστημονική κοινότητα αλλά μπορούν να ανατραπούν από τα ίδια τα ερευνητικά δεδομένα". Thomas Kuhn. 1970. The structure of scientific Revolutions. Chicago U.P.
Thomas S. Kuhn. (1962). The Structure of Scientific Revolutions. University of Chicago Press, 1962. p. 17-18. One chapter plus one postscript reproduced here , (http://www.marxists.org/reference/subject/philosophy/works/us/kuhn.htm)
Laing, R. D. (1982). The voice of experience. μτφρ. Η φωνή της εμπειρίας.(1984). Εκδ. Ελεύθερος Τύπος. Αθήνα. σελ. 13.
C. Lewis. 1947. Miracles. Macmillan, New York. pp. 11
Μαλεβίτση Χρήστου. 1985. Φιλοσοφία και Θρησκεία. Εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή -Χορν, Αθήνα. σελ 24
Ιωάννου Ν. Παρασκευόπουλου. 1980. Μεθοδολογία Επιστημονικής Έρευνας (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις). Αθήνα. σελ. 9
Rollo May. 1961. Existential psychology. Μτφρ. Υπαρξιακή ψυχολογία. 1980. Εκδ. Επίκουρος.
Rollo May. 1967. Psychology and the Human Dilemma. trad ital. La psicologia e il Dilemma Umano. ed. Astrolabio, 1970. p 191.
Karl Popper. (1992 Reprint edition). Scientific Theory and Falsifiability. Routledge, σελ. 10 Βλ. κείμενα του Popper στα Ιταλικά (http://www.swif.uniba.it/lei/rassegna/popper.htm)
Duncan Pritchard. Contemporary Skepticism. The Internet Encyclopedia of philosophy. Ανάκτηση 30/01/03, από http://www.utm.edu/research/iep/s/skepcont.htm.
Alessandro Salvini - Marco Guicciardi. 1983. Interpesonalita: Strumenti per l' indagine clinica dei processi interpersonali. Ed. Unicolpi, Milano. pp 8
Paul Watzlawick. (1981). Η γλώσσα της αλλαγής. Στοιχεία θεραπευτικής επικοινωνίας. Εκδ. Κέδρος. ( Α' έκδοση στα Αγγλικά 1978), σελ. 66.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου