Διαβάζοντας το βιβλίο "Τα παιδιά ως φιλόσοφοι" παρατηρώ ότι οι λέξεις στην εκπαίδευση είναι γεμάτες μύθους, στερεότυπα, παραποιήσεις, στρεβλώσεις, λανθασμένες παγιωμένες αντιλήψεις. Χρειάζεται λοιπόν ένας αναστοχασμός πάνω στην εκπαιδευτική γλώσσα. Ακολουθούν οι παρακάτω προσπάθειες αναστοχασμού με βάση τις απορίες που δημιουργεί το βιβλίο.
Πρέπει ο εκπαιδευτικός να προσπαθεί να καταστήσει το μάθημα ενδιαφέρον;
Αυτό είναι ένα ερώτημα-παγίδα που θέτει ο Dewey. Ο μαθητής είτε έχει ενδιαφέρον για το μάθημα είτε όχι. Δε μπορεί ο εκπαιδευτικός να το καταστήσει ενδιαφέρον. Πρέπει το παιδί το ίδιο να αισθανθεί ότι είναι ενδιαφέρον για τον εαυτό του. Ρίχνεται επομένως λανθασμένα η ευθύνη της επιτυχημένης διδασκαλίας στο εκπαιδευτικό από το αν θα καταφέρει να καταστήσει το μάθημα ενδιαφέρον.
Ποιες θεωρεί ο εκπαιδευτικός καλές ιδιότητες ενός μαθητή;
Θεωρείται κυρίως η υπακοή. Ο υπάκουος μαθητής είναι μια έννοια γεμάτη προκατάληψη. Πρέπει να επαναπροσδιοριστεί. Η ανάγκη για επιτυχημένη διδασκαλία συμβαίνει να απαιτεί τον υπάκουο μαθητή, διαφορετικά υπάρχει δυσκολία στη διδασκαλία. Ο εκπαιδευτικός θεωρεί ότι μεταδίδει γνώση. Μπορεί ο μαθητής ή μάλλον πρέπει να είναι υπάκουος στη γνώση; Ο Dewey θεωρεί ότι αυτό είναι ένα ψευδοερώτημα. Είναι η μαθησιακή ετοιμότητα σωστό να είναι επιθυμητή και, ακόμα περισσότερο, είναι εφικτή; Αυτό συνεπάγεται ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να επιβάλλει κάτι. Είναι, επομένως, ένα θέμα που αναδεικνύει μια σειρά από άλλα ζητήματα. Ο μαθητής, για παράδειγμα, πώς μπορεί να δέχεται τις ενέργειες του δασκάλου για μαθητική ετοιμότητα, χωρίς να υποστεί πίεση, χωρίς να νιώθει ότι του επιβάλλονται; Άρα, καταλήγουμε στο ότι είναι επιθυμητή η εσωτερική θέληση του μαθητή και όχι η πειθαρχία από εξωτερική επιβολή. Από εδώ προκύπτει η βασική διαφορά ενός φιλελεύθερου σχολείου με ένα συντηρητικό.
Έχει ο εκπαιδευτικός συνείδηση της σχολικής πραγματικότητας; Μπορεί να αντέξει εύκολα την κριτική;
Οι εκπαιδευτικοί δε μπορούμε να δεχτούμε την κριτική εύκολα. Είναι θέμα ψυχολογίας. Λειτουργούν οι μηχανισμοί άμυνας που βοηθάνε το άτομο, όταν βάλλεται ο ιδανικός εαυτός του, να περισώσει την εικόνα και το κύρος του από τις κατηγορίες των άλλων. Επειδή ακριβώς δε μπορεί ο καθηγητής να δεχτεί την κριτική εύκολα, διαμορφώνει μια αυστηρή στάση απέναντι στο μαθητή, πράγμα που τον απομακρύνει από αυτόν χωρίς να έχει συνείδηση της πραγματικότητας. Επομένως, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί έχουν προκαταλήψεις και δε το γνωρίζουν. Χρειάζεται να γίνει ένας συλλογισμός για να επαναδιαπραγματεύσουν τις απόψεις τους πάνω στην εκπαιδευτική γλώσσα, καθώς επικρατούν προκαταλήψεις για τις έννοιες των λέξεων. Λάθος αρχικές εκτιμήσεις δημιουργούν συγκεκριμένα συναισθήματα και στη συνέχεια προκαταλήψεις. Η προκατάληψη συναισθημάτων σημαίνει ότι κάποιος έχει ψευδείς, μη αληθινές ερμηνείες για τα συναισθήματά του. Χρειάζεται να κάνουν οι εκπαιδευτικοί αυτοδιαχείριση συναισθημάτων, δηλαδή να τα κρίνουν, να τα αιτιολογήσουν, να προσέχουν τις ερμηνείες που δίνουν στα γεγονότα, γιατί τα συναισθήματά τους και οι απόψεις τους είναι μεστά από στρεβλώσεις, όπως και οι έννοιες που αφορούν την εκπαίδευση.
Σε ποια άλλα ζητήματα αναγνωρίζω ότι έχω προκαταλήψεις; Εγώ μπορώ να κάνω αυτοκριτική; Μπορώ να δεχτώ την κριτική από τους άλλους; Πώς διαμορφώνω την ψυχολογία των μαθητών και πόσο την καταλαβαίνω; Κάνω αγώνα να τις αποφύγω;
Αυτό που λείπει από τη διδασκαλία είναι η διδακτική αρχή της λογικότητας, μια αρχή δηλαδή που πρέπει να διέπει τη διδασκαλία και την οργάνωσή της και η οποία σημαίνει τη λογική διαχείριση των δεδομένων των παιδιών και των απαιτήσεων των γνωστικών αντικειμένων, τη λογική που απλά συνδέει τα συναισθήματα των παιδιών με το γνωστικό αντικείμενο. Να προτείνω τη λεπτή ισορροπία, τη λογική που συνδέει τα συναισθήματα των παιδιών με το αντικείμενο.
Joanna Haynes. Τα παιδιά ως φιλόσοφοι. Μάθηση μέσω έρευνας και διαλόγου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Πρόλογος - Μετάφραση: Γιάννης Τζαβάρας. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2009.
https://docs.google.com/document/d/13fbp_bKI1PCOtItP2XIISOFz70SLSlLNMjgNyEuCjlw/edit
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου