Το iPod της Αpple είναι το αντικείμενο που έρχεται πρώτο σε ζήτηση τη φετινή εορταστική περίοδο, σύμφωνα με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς». Πρόκειται για μια μικροσκοπική συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου, η οποία, ως προς τις τεχνικές της δυνατότητες, διαφέρει ριζικά από τα ογκώδη, «προϊστορικά» γουόκμαν. «Στο iPod μου έχω γράψει 10.000 τραγούδια απ’ όλο τον κόσμο», λέει μια φίλη. Έτσι, η «δική» της μουσική τη συνοδεύει παντού: όταν οδηγεί και όταν βαδίζει, όταν μαγειρεύει, όταν ποτίζει τα λουλούδια, όταν κατεβάζει τα σκουπίδια.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι κυκλοφορούν με αυτιά ερμητικά κλειστά στον έξω κόσμο, αλλά τεντωμένα στον ιδιωτικό μουσικό τους κόσμο. Με ένα «αϊποντάκι», στην ορίτζιναλ ή τη μαϊμουδίστικη εκδοχή του, εύκολα μπορεί κανείς να κλειδώσει τη βοή της πόλης, τις κραυγές των μικροπωλητών, τις σκόρπιες κουβέντες των αγνώστων και να οχυρωθεί στον μουσικό του εγώκοσμο.
Στη δουλειά ή στο σχολείο κάνουμε ό,τι πρέπει, ό,τι μας λένε, ό,τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς, αλλά στον δικό μας, τον ατομικό χρόνο, ακούμε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε, συζητάμε με όποιον μας αρέσει, σηκώνουμε το τηλέφωνο εφόσον το θέλουμε, αφού η αναγνώριση κλήσης μάς επιτρέπει να απουσιάζουμε κατά βούληση. Δεν είμαστε πια εξαρτημένοι από το πρόγραμμα των άλλων, του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης, αφού διαρκώς εμπλουτίζεται η ατομική μας συλλογή με cds και dvds, τώρα δίνουμε τη δική μας παραγγελιά στο Ιντερνετ, «κατεβάζουμε» ό,τι μας ανεβάζει, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποστούμε τις επιλογές των άλλων. Είμαστε πλέον αυτάρκεις και μοναχικοί ταξιδιώτες σε ένα μικροσύμπαν που εμείς ορίζουμε τις συντεταγμένες του. Ως προς την ενημέρωση, αν θέλουμε γράφουμε εμείς τα δικά μας πρωτοσέλιδα, σερφάρουμε και διαλέγουμε το είδος των ειδήσεων που μας ενδιαφέρουν.
Είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος που ακούμε μουσική μαζί με άλλους (στη συναυλία, στο πανηγύρι, στη βόλτα) από αυτό το βύθισμα σε έναν κόσμο, όπου κανείς δεν κρυφακούει, κανείς δεν σιγομουρμουρίζει ένα σκοπό μαζί μας, κανείς δεν διαφωνεί ή συμφωνεί με τις μουσικές προτιμήσεις μας. Τη θέση της συλλογικής, της μοιρασμένης ηχητικής ή και οπτικής εμπειρίας καταλαμβάνει ένα ατέλειωτο άθροισμα ατομικών εμπειριών. «Πάρε τα 10.000 τραγούδια σου και φεύγα, δεν σ’ αντέχω πια!».
«Καμία ευχαρίστηση δεν έχει γεύση για εμένα δίχως να τη μεταδίδω σε άλλον», έγραφε πριν από 400 τόσα χρόνια ο Μισέλ ντε Μοντένι, που έβρισκε ότι ακόμα και μια «εύθυμη σκέψη» γίνεται πικρή «επειδή μόνος μου τη γέννησα και δεν έχω κανέναν να του την προσφέρω» («Δοκίμια», Βιβλίο Τρίτο, μετ. Φίλιππος Δρακονταειδής). Αν κάποιος επισκέπτης από το μέλλον χάριζε στον Μοντένι ένα ipod με χιλιάδες εξαίσιες μουσικές, αλλά υπό τον όρο να μην τις μοιραστεί ποτέ με κανέναν, ποια θα ήταν άραγε η απάντησή του;
Όσο λιγότερο μας πέφτει λόγος για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας, π.χ. για την υπερθέρμανση του πλανήτη ή τα δημοκρατικά δικαιώματα, τόσο πιο ελεύθεροι είμαστε να πλάσουμε τον καταναλωτικό μικρόκοσμό μας, να υψώσουμε τα ιδιωτικά μας τείχη με υλικά της αρεσκείας μας.
Μαριάννα Tζιαντζή
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι κυκλοφορούν με αυτιά ερμητικά κλειστά στον έξω κόσμο, αλλά τεντωμένα στον ιδιωτικό μουσικό τους κόσμο. Με ένα «αϊποντάκι», στην ορίτζιναλ ή τη μαϊμουδίστικη εκδοχή του, εύκολα μπορεί κανείς να κλειδώσει τη βοή της πόλης, τις κραυγές των μικροπωλητών, τις σκόρπιες κουβέντες των αγνώστων και να οχυρωθεί στον μουσικό του εγώκοσμο.
Στη δουλειά ή στο σχολείο κάνουμε ό,τι πρέπει, ό,τι μας λένε, ό,τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς, αλλά στον δικό μας, τον ατομικό χρόνο, ακούμε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε, συζητάμε με όποιον μας αρέσει, σηκώνουμε το τηλέφωνο εφόσον το θέλουμε, αφού η αναγνώριση κλήσης μάς επιτρέπει να απουσιάζουμε κατά βούληση. Δεν είμαστε πια εξαρτημένοι από το πρόγραμμα των άλλων, του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης, αφού διαρκώς εμπλουτίζεται η ατομική μας συλλογή με cds και dvds, τώρα δίνουμε τη δική μας παραγγελιά στο Ιντερνετ, «κατεβάζουμε» ό,τι μας ανεβάζει, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποστούμε τις επιλογές των άλλων. Είμαστε πλέον αυτάρκεις και μοναχικοί ταξιδιώτες σε ένα μικροσύμπαν που εμείς ορίζουμε τις συντεταγμένες του. Ως προς την ενημέρωση, αν θέλουμε γράφουμε εμείς τα δικά μας πρωτοσέλιδα, σερφάρουμε και διαλέγουμε το είδος των ειδήσεων που μας ενδιαφέρουν.
Είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος που ακούμε μουσική μαζί με άλλους (στη συναυλία, στο πανηγύρι, στη βόλτα) από αυτό το βύθισμα σε έναν κόσμο, όπου κανείς δεν κρυφακούει, κανείς δεν σιγομουρμουρίζει ένα σκοπό μαζί μας, κανείς δεν διαφωνεί ή συμφωνεί με τις μουσικές προτιμήσεις μας. Τη θέση της συλλογικής, της μοιρασμένης ηχητικής ή και οπτικής εμπειρίας καταλαμβάνει ένα ατέλειωτο άθροισμα ατομικών εμπειριών. «Πάρε τα 10.000 τραγούδια σου και φεύγα, δεν σ’ αντέχω πια!».
«Καμία ευχαρίστηση δεν έχει γεύση για εμένα δίχως να τη μεταδίδω σε άλλον», έγραφε πριν από 400 τόσα χρόνια ο Μισέλ ντε Μοντένι, που έβρισκε ότι ακόμα και μια «εύθυμη σκέψη» γίνεται πικρή «επειδή μόνος μου τη γέννησα και δεν έχω κανέναν να του την προσφέρω» («Δοκίμια», Βιβλίο Τρίτο, μετ. Φίλιππος Δρακονταειδής). Αν κάποιος επισκέπτης από το μέλλον χάριζε στον Μοντένι ένα ipod με χιλιάδες εξαίσιες μουσικές, αλλά υπό τον όρο να μην τις μοιραστεί ποτέ με κανέναν, ποια θα ήταν άραγε η απάντησή του;
Όσο λιγότερο μας πέφτει λόγος για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας, π.χ. για την υπερθέρμανση του πλανήτη ή τα δημοκρατικά δικαιώματα, τόσο πιο ελεύθεροι είμαστε να πλάσουμε τον καταναλωτικό μικρόκοσμό μας, να υψώσουμε τα ιδιωτικά μας τείχη με υλικά της αρεσκείας μας.
Μαριάννα Tζιαντζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου