Στο Λύκειο, θυμάμαι, εκείνα τα χρόνια που ο άνθρωπος είχε μόλις εφεύρει τον τροχό, κάναμε έκθεση με έναν φιλόλογο που είχε αδυναμία στους καλούς, παρα6οσιακούς προλόγους. Όποια έκθεση άρχιζε με τις -προσφιλείς μας τότε- εισαγωγές «από τότε που ο άνθρωπος περπάτησε στη γη» ή, προς το πιο προχωρημένο, «ο κόσμος μας ζει τις μεγαλύτερες αλλαγές που γνώρισε η ιστορία», βαθμολογείτο απευθείας με μηδέν ανεξαρτήτως του υπολοίπου περιεχομένου της, το οποίο ο καθηγητής δεν έμπαινε καν στον κόπο να διαβάσει. Γι' αυτό, άλλωστε, ο άνθρωπος βρισκόταν σε τρομερό δίλημμα: ενώ μηδένιζε τις εκθέσεις αυτές, του άρεσε που μπορούσε να τις βαθμολογήσει διαβάζοντας μόνον τις πρώτες δύο γραμμές τους και να τις ξεπετάξει σε τρία δευτερόλεπτα. Μηδενίζοντάς τις συστηματικά, όμως, αποθάρρυνε τους μαθητές από τους προλόγους αυτούς, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι «ξεκούραστες» εκθέσεις και να πολλαπλασιάζονται οι σελίδες που ο ίδιος έπρεπε να διαβάσει' αν πάλι δεν τις μηδένιζε, πάλι θα έπρεπε να τις διαβάσει ολόκληρες, οπότε μικρό το καλό. (Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είχε βαθμολογήσει με είκοσι έκθεση, που με θέμα «Γιατί;», είχε περιορίσει την ανάπτυξή της στο «Γιατί όχι;»' προφανώς συνδύαζε την πρωτοτυπία με το... λακωνίζειν.)
Τέλος πάντων, μέχρι που αισίως αποφοίτησα, ο δάσκαλος δεν είχε βρει λύση στο δίλημμα, επέμενε όμως στην άποψή του: «ποιο το νόημα», έλεγε, «να διαβάσεις τις σκέψεις ενός ανθρώπου, όταν τις προλογίζει με ό,τι πιο κοινότοπο, ό,τι πιο τετριμμένο μπορεί να σκεφθεί κανείς;». Σκληρά, βεβαίως, τα αμάχητα τεκμήρια του είδους, δεν αποκλείεται κάποτε-κάποτε να αδικούν. Συνήθως, όμως, επιβεβαιώνονται: η κοινοτοπία του προλόγου βρίσκει το ανάλογό της στο κυρίως θέμα, ο δε επίλογος ξεπερνά και τα δύο.
Τον... μηδενιστή αυτόν φιλόλογο τον έχω, έκτοτε, άπειρες φορές σκεφθεί και μνημονεύσει διαβάζοντας προεκλογικά φυλλάδια και ακούγοντας πολιτικές ομιλίες. Όποτε βλέπω εισαγωγή τύπου «Ζούμε την εποχή της παγκοσμιοποίησης» ή, ακόμη καλύτερα, «στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα» ή «στο χάραμα της νέας Χιλιετίας», σπανιότατα διαβάζω το υπόλοιπο' και απ' όσες φορές ξεχάστηκα και συνέχισα, τις... έντεκα στις δέκα απλώς διαπίστωσα ότι το δόγμα του καθηγητή επιβεβαιωνόταν πλήρως. Δώσ' του «για μια Ελλάδα κυρίαρχη, ισχυρή με κοινωνική ευαισθησία», «πρώτα η Ελλάδα», άντε και «ανταγωνιστική οικονομία με κοινωνικό πρόσωπο».
Τα θυμήθηκα όλα αυτά διαβάζοντας (και ακούγοντας) προεκλογικό υλικό των δικηγόρων για τις επερχόμενες εκλογές των Συλλόγων τους. Για να μην τους αδικούμε, δεν αποκλίνουν από τους διαγκωνιζόμενους σε άλλες επιστημονικές ή επαγγελματικές αρχαιρεσίες, αλλά και έτσι, στον μέσο όρο που λέμε, παραμένει εντυπωσιακό. Το τι «για έναν Σύλλογο αντάξιο του θεσμικού του ρόλου», τι «διεθνοποίηση της οικονομίας», «αξιοπρεπείς συνθήκες του λειτουργήματος» και τα τοιαύτα «πέφτουν» δεν περιγράφεται. Τυπικά πράγματα, δηλαδή, όπως σε όλες τις εκλογές.
Οι Αγγλοσάξονες, θέλοντας να στηλιτεύσουν την τεράστια διαφήμιση που σημαδεύει την προεκλογική δραστηριότητα, δίνουν τον σαρκαστικό ορισμό «εκλογές είναι η μεταβίβαση αγοραστικής δύναμης σε ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης». Πρωτίστως, θα έπρεπε να τις ορίσουμε ως «μείζονα μηχανισμό παραγωγής γραπτής και προφορικής κοινοτοπίας και αδιάφορων ανθρώπινων συγκεντρώσεων». Αλλά πάλι... τόσες χαμένες λέξεις, τόσο χαμένο χαρτί, τόσο χαμένο σάλιο, τόσες άχαρες, άχρηστες ώρες, κρίμα δεν είναι; Ευτυχώς οι πρόλογοι είναι πάντα εκεί για να μας προειδοποιούν.
διασκευασμένο κείμενο του Δ. Καστριώτη στον ημερήσιο τύπο, Κυριακή, 10 Φεβρουαρίου 2002
Τέλος πάντων, μέχρι που αισίως αποφοίτησα, ο δάσκαλος δεν είχε βρει λύση στο δίλημμα, επέμενε όμως στην άποψή του: «ποιο το νόημα», έλεγε, «να διαβάσεις τις σκέψεις ενός ανθρώπου, όταν τις προλογίζει με ό,τι πιο κοινότοπο, ό,τι πιο τετριμμένο μπορεί να σκεφθεί κανείς;». Σκληρά, βεβαίως, τα αμάχητα τεκμήρια του είδους, δεν αποκλείεται κάποτε-κάποτε να αδικούν. Συνήθως, όμως, επιβεβαιώνονται: η κοινοτοπία του προλόγου βρίσκει το ανάλογό της στο κυρίως θέμα, ο δε επίλογος ξεπερνά και τα δύο.
Τον... μηδενιστή αυτόν φιλόλογο τον έχω, έκτοτε, άπειρες φορές σκεφθεί και μνημονεύσει διαβάζοντας προεκλογικά φυλλάδια και ακούγοντας πολιτικές ομιλίες. Όποτε βλέπω εισαγωγή τύπου «Ζούμε την εποχή της παγκοσμιοποίησης» ή, ακόμη καλύτερα, «στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα» ή «στο χάραμα της νέας Χιλιετίας», σπανιότατα διαβάζω το υπόλοιπο' και απ' όσες φορές ξεχάστηκα και συνέχισα, τις... έντεκα στις δέκα απλώς διαπίστωσα ότι το δόγμα του καθηγητή επιβεβαιωνόταν πλήρως. Δώσ' του «για μια Ελλάδα κυρίαρχη, ισχυρή με κοινωνική ευαισθησία», «πρώτα η Ελλάδα», άντε και «ανταγωνιστική οικονομία με κοινωνικό πρόσωπο».
Τα θυμήθηκα όλα αυτά διαβάζοντας (και ακούγοντας) προεκλογικό υλικό των δικηγόρων για τις επερχόμενες εκλογές των Συλλόγων τους. Για να μην τους αδικούμε, δεν αποκλίνουν από τους διαγκωνιζόμενους σε άλλες επιστημονικές ή επαγγελματικές αρχαιρεσίες, αλλά και έτσι, στον μέσο όρο που λέμε, παραμένει εντυπωσιακό. Το τι «για έναν Σύλλογο αντάξιο του θεσμικού του ρόλου», τι «διεθνοποίηση της οικονομίας», «αξιοπρεπείς συνθήκες του λειτουργήματος» και τα τοιαύτα «πέφτουν» δεν περιγράφεται. Τυπικά πράγματα, δηλαδή, όπως σε όλες τις εκλογές.
Οι Αγγλοσάξονες, θέλοντας να στηλιτεύσουν την τεράστια διαφήμιση που σημαδεύει την προεκλογική δραστηριότητα, δίνουν τον σαρκαστικό ορισμό «εκλογές είναι η μεταβίβαση αγοραστικής δύναμης σε ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης». Πρωτίστως, θα έπρεπε να τις ορίσουμε ως «μείζονα μηχανισμό παραγωγής γραπτής και προφορικής κοινοτοπίας και αδιάφορων ανθρώπινων συγκεντρώσεων». Αλλά πάλι... τόσες χαμένες λέξεις, τόσο χαμένο χαρτί, τόσο χαμένο σάλιο, τόσες άχαρες, άχρηστες ώρες, κρίμα δεν είναι; Ευτυχώς οι πρόλογοι είναι πάντα εκεί για να μας προειδοποιούν.
διασκευασμένο κείμενο του Δ. Καστριώτη στον ημερήσιο τύπο, Κυριακή, 10 Φεβρουαρίου 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου