Από
το άρθρο «30 χρόνια πριν-και πώς ζούμε σήμερα», Περιοδικό
«Ταχυδρόμος», αρ. 22 27 Μαϊου 1992, σελ. 63-68.
«Μοιάζει να
ήταν χθες. Η Ελλάδα του ΄60. Μια χώρα, που προσπαθεί να κλείσει τις
πληγές του εμφυλίου. Η Αθήνα του 1.850.000 κατοίκων και τα χωριά που
νεκρώνονταν από το μεταναστευτικό κύμα. Η δεκαετία της «αντιπαροχής» και
των δόσεων για το οικόπεδο «πέντε λεπτά από την Ομόνοια». Στους 200
κατοίκους αντιστοιχούσε ένα αυτοκίνητο και μόνον επτά κάτοικοι
στους εκατό είχαν τηλέφωνα. Εκατόν εξήντα χιλιάδες ήσαν οι τυχεροί,
που διέθεταν ηλεκτρικό ψυγείο, ενώ σήμερα υπάρχουν 2.800.000
κομμάτια στα ελληνικά νοικοκυριά. Εκατόν δώδεκα ήσαν όλοι και όλοι οι
ιδιοκτήτες πλεούμενων, ενώ σήμερα ο αριθμός τους φθάνει τις 40.000.
Με τι έπαιζαν τα παιδιά τότε; Πάνινα τόπια για ποδόσφαιρο στις αλάνες των
Προσφυγικών, του Ποδονίφτη, των Ποδαράδων και των Κουπονιών, κούκλες που οι πιο
ακριβές ανοιγόκλειναν τα μάτια τους και τα Χριστούγεννα η μεγάλη
εξόρμηση των οικογενειών με τα παιδιά τους στην υπαίθρια αγορά της
Αιόλου για ν' αγοράσουν γιο-γιο και μπαλόνια. Σήμερα η δαπάνη για αγορές
παιχνιδιών έφτασε τα 20 δισεκατομμύρια, ποσό που αντιστοιχεί σε 70.000 δρχ το
χρόνο για κάθε οικογένεια. Οι «λεφτάδες» που σπούδαζαν σε
ξένα Πανεπιστήμια.
Το φοιτητικό
κίνημα ανδρώνεται και οι διαδηλωτές φωνάζουν: «Προίκα στην Παιδεία και
όχι στη Σοφία». Οι μυθικοί γάμοι της πριγκήπισσας Σοφίας με τον
Δον Χουάν της Ισπανίας ξεσηκώνουν θύελλα διαμαρτυριών στη χώρα, που
προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της... Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «ανησυχεί
διά τας εξελίξεις» και οι μητέρες ανησυχούν για την παρθενία της κόρης
τους...
Η ζωή μας
τριάντα χρόνια πριν. Η ζωή μας σε ασπρόμαυρο. Η ζωή σε μια Αθήνα που
προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές του πρόσφατου παρελθόντος με τα πρώτα
«Χανσαπλάστ». Η Αθήνα του 1.852.000 κατοίκων. Η πόλη για την οποία ο πολεοδόμος
Κ.Δοξιάδης σε συνέδριο Αρχιτεκτονικής που είχε γίνει στο Ζάππειο το 1962,
είχε πει ότι σε είκοσι χρόνια δεν θα κατοικείται. Και όμως, μετά από 30
χρόνια εξακολουθεί να κατοικείται από 4.500.000 κόσμο. Από εμάς! Μια πόλη
εντελώς διαφορετική από αυτό που υπήρξε κάποτε. Σαν ένα νέο κορίτσι με
πικέ καλοκαιρινό φουστάνι που μεγάλωσε, έγινε μεγαλοκοπέλα με τάσεις
γεροντοκορισμού, φόρεσε παντελόνι, «στρέτς», Swatch και σακάκι Αρμάνι, έμαθε να πίνει σφηνάκια
και καμικάζι, αλλά που κατά βάθος εξακολουθεί να έχει τούς ίδιους πόθους, τα
ίδια όνειρα, τις ίδιες εμμονές και τις ίδιες –πάντα ανεκπλήρωτες- επιθυμίες...
Μια πόλη σε γενική ανοικοδόμηση. Η μονοκατοικία στους
Αμπελοκήπους «δίδεται αντιπαροχή για δύο τριάρια και ένα μαγαζί προσόψεως».
Το Πολεμικό Μουσείο δεν υπήρχε ούτε ο Πύργος των Αθηνών.Και απέναντι, εκεί που
είναι σήμερα η Κτηματική Τράπεζα, ήταν το περίφημο σπίτι-τούρτα. Όλοι οι δρόμοι
οδηγούν στην Αθήνα.Και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Εσωτερική μετανάστευση και
κατασκευή εθνικών και περιφερειακών οδών.Τριάντα χρόνια μετά,
Κυριακάς και εορτάς, οι ίδιοι δρόμοι οδηγούν στας εξοχάς και στα «εξοχικά»,
Ραφήνα, Σούνιο, Άγιοι Θεόδωροι. «Εξοχικά» που χτίστηκαν σε οικόπεδα
αγορασμένα τότε με 7.000 δρχ. προκαταβολή και 200 δρχ. τον μήνα. ΄Η
στο Μεγάλο Πεύκο προς 8 δρχ. ο πήχυς... Το διαμέρισμα στην Κυψέλη
ήταν ό,τι είναι σήμερα η μεζονέτα στην Εκάλη. Κι αν μάλιστα ήταν και
ρετιρέ, η επιτυχία του γάμου ήταν εξασφαλισμένη. Βέβαια, δεν ήταν όλοι
εργολάβοι οικοδομών, επαγγελματίες που εκτινάχτηκαν οικονομικά στα ύψη εκείνη
την εποχή, για να εξελιχθούν σήμερα σε «κατασκευαστικές εταιρείες εμπορικών
κέντρων».
Υπήρχαν και οι
φτωχότεροι.Αυτοί νοίκιαζαν ημιυπόγειο στην Κοδριγκτώνος προς 700 δρχ. Τον
μήνα.Και για τούς ακόμη φτωχότερους υπήρχε το «Υ/Κ Μαριάννα IV» για την Αυστραλία, το «Βασίλισσα Φρειδερίκη» για
Καναδά και το «Χάλιφαξ» για Νέα Υόρκη. «Ειδικαί τιμαί διά μετανάστας». Οι
προσβάσεις προς το αμερικάνικο όνειρο μπορούσαν να γίνουν και με
αεροπλάνο.Σε εξαιρετικά τσουχτερές τιμές όμως!Αθήνα-Νέα Υόρκη 18.000 δρχ.
Η «φυγή» προς
τον Νέο Κόσμο όμως μπορούσε να κοστίσει και πολύ φτηνότερα. Δυόμιση
δραχμές το εισιτήριο, ένα πενηνταράκι ο πασατέμπος και στην οθόνη ενός από
τους 381 κινηματογράφους που υπήρχαν σε Αθήνα-Πειραιά το «Αμέρικα-Αμέρικα». Με
την ίδια τιμή θα μπορούσε να ταξιδέψει κανείς και στις Ινδίες. Η
Ναργκίς ήταν εκεί, στο «Ιρις» ή στα «Παναθήναια», εκλιπαρούσα «Συγχώρεσέ
με μητέρα». Ο δρόμος για τον Νίκο Ξανθόπουλο είχε ανοίξει...
Όπως επίσης
είχε ανοίξει και η νέα παραλιακή οδός για Βάρκιζα και Σούνιο. Για όσους
διέθεταν φυσικά... «κούρσα». Οι άλλοι μπορούσαν να κάνουν οικονομία από
τις 3.000 δρχ. που ήταν ο μισθός ενός υπαλλήλου εκείνη την εποχή, για να
αγοράσουν ένα Σκόντα με 50.000 δρχ. ή ένα Ρενώ Ντωφίν με 53.000 δρχ. Βέβαια, οι
υπάλληλοι δεν είχαν αρχίσει να ξεπουλάνε τα αγροτεμάχιά τους και το
ιδιωτικό αυτοκίνητο θα παρέμενε για αρκετά χρόνια ακόμη ανεκπλήρωτο όνειρο
γι΄αυτούς.
Για τούς
νεαρούς, η επανάσταση ερχόταν καβάλα σε μια «Λαμπρέτα», το «καλύτερο
σκούτερ», με μαλλιά κολλημένα με μπριγιαντίνη, μονόπετα σακάκια, τρανζιστοράκια
στο χέρι που «έπιαναν» μέχρι Ναύπλιο, ηλεκτρόφωνα Τεπάζ και
γιαούρτια για τούς καθηγητές. Αλλά φευ! Η επανάσταση αυτή έσπαγε τα
μούτρα της στον Νόμο 4000 «περί τεντυμποϊσμού».
Η απόσταση από
τον κεσέ στη Βελουτέλα είναι πολύ μεγάλη. Όση περίπου από τα
έπιπλα ραδιοπικάπ-μπαράκια από γυαλιστερή φορμάϊκα έως τα CD Players. Ή από τις ψυχοκόρες
από το χωριό, στις Φιλιππινέζες. Ή από την «Τριάνα του Χειλά» στο
«Διογένης Παλάς». Ή από την ελβιέλα στο Asics Gel.
H λέξη μπουτίκ δεν είχε εφευρεθεί
ακόμη. Αντ΄αυτής κάθε δρόμος και μοδίστρα. Που «ξεπατίκωνε» τα πάντα. Oλα τα μοντέλα του Ντεσσέ και του Τσοπανέλη. Ταγιέρ με
ή χωρίς μπλούζα, από λενάζ λεπτό με κομπαλάκια μεταξωτά. Φούστες
ίσιες με πένσες ή λοξές με φασούλες στο ίδιο χρώμα με τον γιακά και την
μπάσκα. Ζέρσεϋ με γαζιά σελιέ και γιακαδάκι ξεχειλωτό. Τουήντ
καστανόξανθο με οράνζ κομπαλάκια με στρογγυλές ντεκούπ στο
στήθος και τέλειωμα λοξό πικεδένιο λευκό φιτιλάκι». Όλα
αυτά τα «μοδελάκια» ήθελαν και το ανάλογο χτένισμα. Κότσο λάχανο
-θυμάστε, αυτόν που είχε πιάσει κατσαρίδες- ή σε γραμμή τσάρλεστον
-Φαραώ και Σατ όπως υπαγόρευαν οι επιδείξεις της Σχολής Κομμωτών Πέτρου
Αμάραντου. Από κει περνούσε ο δρόμος προς την επαγγελματική αποκατάσταση
κάθε πτωχής πλην τιμίας νέας από την επαρχία ή τις ανατολικές συνοικίες της
Αθήνας. Όσες δεν είχαν τα φόντα για τέτοιου ύψους «ακαδημαϊκές»
σπουδές περιορίζονταν στο «Συλλαμβάνονται πόντοι». Και στις
«Πλεκτομηχανές Passap -Δεύτερο
εισόδημα μέσα στο σπίτι».
Αν τελικά ο
πόντος δε συλλαμβανόταν ή η πελάτισσα καιγόταν στην κάσκα του σεσουάρ
ήταν γιατί τα εργαζόμενα κορίτσια ονειρεύονταν το Μπάρκουλη, τον
Κακκαβά, το Γιαννακά. «Τζένη Καρέζη, Κώστας
Κακκαβάς, Αλίκη Βουγιουκλάκη, βγαίνω και τα φυλάς». Διότι τα παιδιά έπαιζαν
κρυφτό, μήλα και κουτσό στις αυλές και όχι Nintendo στα «πρόχειρα καθιστικά».
Γι΄αυτά τα
παιδιά το μέλλον προδιαγραφόταν λαμπρό. Οι εφημερίδες της
εποχής ανήγγειλαν με περηφάνια την ίδρυση των πρώτων
μεγάλων βιομηχανικών μονάδων στην περιοχή της Αττικής. Χαλυβουργική,
εργοστάσια τσιμέντων, διυλιστήρια, δεκαπέντε λεπτά από την Ομόνοια. Το νέφος
του μέλλοντός μας είχε εξασφαλιστεί.
Ακόμη όμως τότε
η Αθήνα ήταν μια όμορφη πόλη. Μια ήσυχη πόλη, που δούλευε στο ρελαντί.
Γι΄αυτό και η βόλτα στην Ομόνοια, στον Βασιλικό Κήπο, στη Φωκίωνος Νέγρη ή στο
Σύνταγμα ήταν βραδινή έξοδος.Ανέξοδη διασκέδαση. Ξεκινώντας λοιπόν από
μηδενική βάση, ο καθένας ανάλογα με τα οικονομικά του μπορούσε να
οργανώσει τη βραδιά του. Πάστα στα «Ηνωμένα Βουστάσια» τρεις δραχμές. Άντε και
ένα δίφραγκο «ζεστά» από τον πλανόδιο φιστικά.Είκοσι τέσσερις δραχμές έκανε το
εισιτήριο στο θέατρο.Και 120 δρχ το τάμπλ ντ΄οτ σε κοσμικό κέντρο με πρόγραμμα.Βέβαια,
120 δρχ. Ήταν σημαντικό ποσό για την εποχή, όταν ένα ζευγάρι παπούτσια έκανε
225 δρχ., ένα καινούριο ψυγείο ΙΖΟΛΑ 5.900 δρχ., ένα κοστούμι 680 δρχ.
και το κοτόπουλο 33 δρχ. το κιλό.
Η φτώχεια όμως
ανέκαθεν ήθελε καλοπέραση.Και «Λαός και Κολωνάκι» έβρισκε τα λεφτά
για να διασκεδάσει με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα στη «Σπηλιά του
Παρασκευά», να ακούσει τη Νάνα Μούσχουρη στις καινούριες επιτυχίες του
Μάνου Χατζιδάκι στο «Τζάκι» και να απολαύσει το αναψυκτικό στο «Green Park» του Γιώργου Οικονομίδη.
«Φίλοι μου
αγαπημένοι»... Η Ελλάδα ζούσε τις δικές της Radio Days. Τα περισσότερα σπίτια είχαν πια
ραδιόφωνο σε περίοπτη θέση στο σαλόνι με σεμεδάκι και βάζο από πάνω. Η
ηλεκτρονική διασκέδαση είχε χτυπήσει την πόρτα μας. Και εμείς την
ανοίξαμε. Στον Αχιλλέα Μαμάκη με το «Θέατρο στο Μικρόφωνο», στην Τόνια Κάραλη
με το «Μουσικό μου λεύκωμα», στην Τζόλυ Γαρμπή, τον Παντελή Ζερβό, τη Νάντια
Χωραφά, τον Στέφανο Ληναίο και τη θρυλική Παγώνα-΄Αση Γαλαίου της «Οικογένειας
Παπαδοπούλου», στην Κλημεντίνη της ανεπανάληπτης Σαπφώς Νοταρά και στον Μικέ
του Γιάννη Βογιατζή από το «Ημερολόγιο ενός θυρωρού». Ο... πρόγονος του
«Τροχού της Τύχης» ήταν το «Εσείς , εμείς και το τηλέφωνο» και το «Σε
τριάντα δευτερόλεπτα με τον Μίμη Πλέσσα». Α, όλα και όλα! Αν είναι κάτι
που μας χαρακτηρίζει ως λαό, είναι η ροπή προς τον τζόγο. Ανέκαθεν
οι Ελληνες κυνηγούσαν την τύχη τους σε λαχεία και τυχερά παιχνίδια. ΛΟΤΤΟ τώρα;
Λαχείο Συντακτών τότε. Τριακόσια εκατομμύρια τώρα; Μια πολυκατοικία τότε.
Η τηλεόραση
ακόμη ήταν η θαυμαστή καινούρια λέξη. Οι εφημερίδες αναρωτιούνται: «Θα
έρθει ποτέ στην Ελλάδα η τηλεόρασις;». Ε, καημένε μου, και να ήξερες. Σε
τριάντα χρόνια οι ρεπόρτερς όλων την καναλιών θα κυνηγάνε το ίδιο πτώμα
για το ποιος θα εξασφαλίσει πρώτος δηλώσεις.
Και βέβαια, τηλεόραση
μπορεί να μην είχαμε αλλά Νίκο Μαστοράκη είχαμε από τότε. Εποχούμενο στο
«Λεωφορείο η Μελωδία». Και Τέρενς Κουίκ αρθρογραφούντα στους
«Μοντέρνους ρυθμούς».
Τα περιοδικά
της εποχής ήταν για τούς αναγνώστες τους ένα μεγάλο παράθυρο στον κόσμο. Το «Ρομάντσο»
πουλούσε 280.000 φύλλα. Στις «μερικώς έγχρωμες πυκνογραμμένες
σελίδες του» συνωστίζονταν «Κοινωνικά, δραματικά, αισθηματικά,
ιστορικά μυθιστορήματα συναρπαστικής πλοκής και υποθέσεως»,
φωτορομάντζα, χρονογραφήματα, εξωτικές ιστορίες. «Ιστορίες που γράφει η
ζωή», κουτσομπολιά για τη Λάνα Τάρνερ και τον Ροκ Χάτσον,
η «Επιστήμη με απλά λόγια», κανόνες του σαβουάρ βίβρ, μόδα,
παραμύθια και σπαζοκεφαλιές. Όσο για τον Fido Dido των Sixties ήταν ο Σπαγκοραμμένος του «Ρομάντσου», η χοντρή
του «Θησαυρού», το κόμμα των βαρελοφρόνων.
Αθήνα 1962. Τη
χρονιά αυτή ο Γάλλος φιλόσοφος Jean Marie Domenach διατύπωσε για πρώτη φορά
την έκφραση «Η κοινωνία της κατανάλωσης». Μια φράση που οι Αθηναίοι μπορεί
ακόμη να μην την ξέρουν, αλλά τη βιώνουν με πάθος στην καθημερινή ζωή
τους. Οι ασπρόμαυρες γραφίστικες κυρίως διαφημίσεις είναι ο «σεισμογράφος» των
ημερών. Γλώσσα επιτηδευμένη, ξένες λέξεις ελληνικοποιημένες και τα πρώτα
σλόγκαν για έναν κόσμο που μόλις ανακάλυπτε την κρυφή γοητεία
της κατανάλωσης. Το δέλεαρ δεν ήταν αυτό καθαυτό το προϊόν, αλλά ο καινούριος
τρόπος ζωής που υποσχόταν. «Όχι πια αναβολές στον γάμο! Βουρτσίζοντας τα δόντια
σας με Colgate με Gardol λύνετε το πρόβλημα της κακοσμίας του στόματος»
και εκείνος σας παντρεύεται αυτόματα. Οπότε γίνεστε μία από τις
«250.000 ενθουσιασμένες νοικοκυρές που συνιστούν το αεροζόλ B.P.D». Όταν η εποχή του αεροζόλ διαδεχόταν την εποχή
του μυγοχάφτη και του φλιτ. «Εσείς χαίρεστε που σας μαλώνει ο άντρας σας
γιατί είστε πάντα ωραία χρησιμοποιώντας κρέμα Tokalon» και εκείνου του δίνουν «Συγχαρητήρια γιατί
χρησιμοποιεί ξυραφάκια Astor». Την εποχή
που τα τυποποιημένα καλλυντικά και τα ξυραφάκια διαδέχονταν
τις πομάδες και τις ξυριστικές λεπίδες.Τα κοτόπουλα κήρυσσαν
«ανένδοτο αγώνα», γιατί δεν τα σούβλιζαν σε αυτόματη σούβλα της
κουζίνας Ega. Εάν οι
δουλειές του συζύγου πήγαιναν καλά, στο σπίτι έμπαινε και πλυντήριο Candy ρομπότ. Και η σκάφη γινόταν
ζαρντινιέρα για λουλούδια. Όταν ο σύζυγος πήγαινε στο γήπεδο
της λεωφόρου Αλεξάνδρας για τον Λουκανίδη, τον Λινοξυλάκη, τον Στεφανάκο
και τον Σεραφίδη, η σύζυγος «ξεχνιόταν» με ένα «Ζέφυρο-Εξωτικά και
αισθηματικά διηγήματα».
Το χύμα, πολύ
πριν γίνει τρόπος ζωής υπήρχε στα μπακάλικα. Χύμα όσπρια, χύμα ζάχαρη, χύμα
σαπούνι Αρκάδι, χύμα μακαρόνια. Στο περίπτερο χύμα τσιγάρα και στα
φαρμακεία χύμα κολόνια Μενούνος, Εσπερίδες και Φουζέρ. Το σελοφάν
όμως, πολύ γρήγορα, άρχισε να τυλίγει τα πάντα.
Αθήνα 1962.
Λίγο πριν, λίγο μετά. Βεγγέρες με σοκολατάκια μαργαρίτες,
συμπυκνωμένο χυμό «Χρυσό πορτοκάλι», λικέρ «Παναγιωτάκη»,
παγωτό στιγμής Kornil, τυράκι
Ιταλίας «Πελαργός» και ζαμπονάκι Zwan σε κονσέρβα, η Haute Gastronomie της εποχής.Τα τηλέφωνα
ήταν ακόμη πενταψήφια, η εφημερίδα κόστιζε μιάμιση δραχμή και η αθηναϊκή χαϊ
σοσάϊτι διασκέδαζε στην «Αθηναία» και έδινε
ραντεβού στην «Ωμπέρζ» της Βαρυμπόμπης. Από τους
συνοικιακούς δρόμους, που πολλοί ήταν ακόμη χωματόδρομοι, τα καλοκαιρινά
απογεύματα περνούσε το «δημοτικό καταβρεχτήρι», ο γιαουρτάς, ο καρεκλάς, ο
στρωματάς, ο τυροπιτάς και δυστυχώς, κάποια στιγμή, και ο δοσάς... Ενώ η
αρκούδα χόρευε στον ρυθμό του «Αυτή η νύχτα μένει που θα' μαστε μαζί».
Η ελληνική
Ντίσνεϋλαντ του '60 ήταν τα βιού μάστερ και το Σινεάκ, ο Μικρός Ηρωας, ο
Γκαούρ και ο Ταρζάν, ο Ποκοπίκο και η Χουχού, τα Κλασικά
Εικονογραφημένα και φυσικά η θεία Λένα.Οι κοπέλες κένταγαν κομπλέν το
πορτραίτο της Φρειδερίκης και ονειρεύονταν έναν γάμο με κάποιον που είχε
προοπτικές να γίνει βασιλιάς, επηρεασμένες από το γάμο της Σοφίας με τον Δον
Χουάν Κάρλος, ενώ οι έφηβοι έσπαγαν τα χέρια τους στα μπιλιάρδα και τα
ποδοσφαιράκια. Βασιλιάς των τζουκ μποξ ο Καζαντζίδης και πρίγκιπας ο
«Γρηγόριος Μπιθικώτσης».
Σε περιπτώσεις
απιστίας η προδομένη περίμενε τον σκορδόπιστο στη γωνία με το βιτριόλι
στο χέρι. Οι φοιτητές από την επαρχία νοίκιαζαν δωμάτια σε
αυλές, το απολυτήριο Γυμνασίου ήταν τίτλος σπουδών και η παρθενιά προίκα.
Λαμπράκηδες,
ροκ εν ρολ, «Αμερικάνος»... Όλα μαζί και ανάκατα σε πλήρη ισορροπία για τη
νεολαία του ΄60.Τα στεγανά ανάμεσα στον αμερικάνικο τρόπο
ζωής και τα κομμουνιστικά ιδεώδη ήρθαν πολύ αργότερα. Τα παιδιά των Sixties κατόρθωναν να σφυρηλατούν την αριστερή τους
συνείδηση υπό τους ήχους του Νηλ Σεντάκα και του Πωλ Ανκα. Όχι
στο «Intercontinental» αλλα στις
ΕΒΓΕΣ που ήταν συγχρόνως γαλακτοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, μικρομπακάλικα, είχαν
τζουκ μπόξ και ποδοσφαιράκια και ενίοτε έπαιζαν παράνομα πόκα. Τα θερινά
σινεμά άνοιγαν το Πάσχα και έκλειναν τα Χριστούγεννα, γι' αυτό και
στο τέλος της σαιζόν πήγαιναν με γκαμπαρντίνες και ομπρέλες. «Σήμερον
δύο έργα». Καμιά φορά και τρία. Το τρίτο ήταν πάντα κωμωδία. Μουσικά
πρωϊνά στο «Rex» από το Γιώργο
Οικονομίδη και στον Πειραιά από τον Κίμωνα Αρέτα. Τα μεσημέρια στις
αμερικάνικες αγορές για χαβανέζικα πουκάμισα και ριγέ μαρινιέρες και τα
βράδια πάρτυ ρεφενέ με βερμούτ.
Το «Λαός και
Κολωνάκι» στη δεκαετία τού ΄60 δεν ήταν μόνο τίτλος τραγουδιού και
ταινίας. Ήταν και κοινωνική πραγματικότητα. Οι πλούσιοι ήταν πλούσιοι και
υπερασπίζονταν φανατικά το οχυρό της πνευματικής τους τάξης.Πήγαιναν στην
Ελβετία για Χριστούγεννα, στο Παρίσι για ανανέωση της γκαρνταρόμπας τους
και στο Λονδίνο καλεσμένοι από τους εφοπλιστές φίλους τους.Το Κολωνάκι
ήταν κέντρο της αριστοκρατίας αλλά και της διανόησης. Και στα τραπεζάκια
του «Ελληνικού» κάθονταν δίπλα-δίπλα η «κυρία με το σκυλάκι» και ο Κώστας
Βάρναλης. Η πλατεία Κολωνακίου ήταν τότε μια μεγαλοαστική μεν, αλλά
συνοικιακή πλατεία. Με τα ψαράδικα, τα μανάβικα, τα γαλακτοπωλεία. Εκεί απ΄όπου
έπαιρναν τηλέφωνο οι «ψυχοκόρες» τον στρατευμένο «ξάδελφο».
Αθήνα 1962.
Λίγο πριν, λίγο μετά. Με τη Σούζι, μόνιμα διαγωνιζόμενη στα νέα ταλέντα
του Οικονομίδη. Εκδρομές με λεωφορεία και μπάνια στο Φάληρο.
Περίπατος στην Ταραντέλλα και βουτιές στον Μπάτη. Όταν τα
σουβλατζίδικα πουλούσαν ακόμη ντονέρ και τα ζαχαροπλαστεία κορνέδες. Όταν
την «Αυγή» την κρατούσαν διπλωμένη για να μη φαίνεται ο τίτλος. Όταν οι
θυρωροί-συνήθως χαφιέδες της Ασφάλειας- δεν είχαν γίνει ακόμη «Group 4». Προτού οι γλάστρες στην ταράτσα
γίνουν ρουφ γκάρντεν και τα καφενεία καφετέριες. Προτού το μπακάλικο
γίνει σούπερ μάρκετ και οι ομολογίες της ΔΕΗ με ρήτρα δολαρίου γίνουν
ομόλογα ΕΤΒΑ με ρήτρα ECU. Προτού το zapping, το στρες, το ραπ, το self service, το Mass Media, το λίφτινγκ, οι γιάπις, οι
εξέκιουτιβ και το φαστ φουντ μπουν στη ζωή μας. Προτού ο Τζίμης Μάκουλης
γίνει Τζίμης Πανούσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου