1. Εισαγωγή
Η Κωνσταντινούπολη μέχρι το 18ο αιώνα έζησε υπό τη σκιά της κλασικής οθωμανικής αρχιτεκτονικής και η δημόσια εικόνα της πόλης επηρεάστηκε από το έργο του αρχιτέκτονα Μέγα (Κοτζά) Σινάν, ο οποίος ήταν χριστιανικής καταγωγής. Ο Σινάν κατασκεύασε το μεγαλύτερο αριθμό κτισμάτων σε όλη την ιστορία της αυτοκρατορίας, καθώς ήταν επικεφαλής του σώματος των αυτοκρατορικών αρχιτεκτόνων. Στην παρούσα φάση δε θα ασχοληθούμε με τις επιρροές της οθωμανικής από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική και κυρίως με τη μίμηση του τρούλου της Αγίας Σοφίας στην κάλυψη των μεγάλων τζαμιών, διότι οι αναφορές σε ένα τμήμα του κτίσματος δεν είναι επαρκές τεκμήριο για την ανάλυση της τυπολογίας. Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, όπως οι ομοιότητες στην τοιχοποιία και στις κορνίζες των στεγών. Επίσης, διάφορα στοιχεία των όψεων, που δίνουν ταυτόχρονα και λειτουργικό χαρακτήρα στην κάτοψη, όπως οι αρχιτεκτονικές προεξοχές, αποτελούν στοιχεία που εμφανίζονται στη μακρόχρονη βυζαντινή οικοδομική παράδοση. Αναμφίβολα, Τούρκοι μελετητές δέχονται ότι υπήρξε πρότυπο ο ναός της του Θεού Σοφίας για τους Οθωμανούς τεχνίτες κυρίως στο τζαμί του Βαγιαζήτ. 1 2. Από την Άλωση έως το 18ο αιώνα
Πριν από το Σινάν υπήρξε ένας αρχαιότερος Σινάν, ο επονομαζόμενος Ατίκ (παλαιός)· επρόκειτο για τον εξισλαμισθέντα Χριστόδουλο (ή αλλιώς Σινάν Γιουσούφ μπιν Αμπντουλάχ), αρχιτέκτονα του παλαιού τεμένους του Μωάμεθ του Πορθητή. 2 Ο τάφος του βρίσκεται πίσω από το σημερινό τζαμί του Φατίχ· στην επιτύμβια πλάκα του έτους 1471 αναφέρεται ότι φυλακίστηκε και θανατώθηκε από το σουλτάνο, όταν αυτός διαπίστωσε ότι ο αρχιτέκτονας δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του, καθώς αυτός επιθυμούσε το κτίσμα που θα έφερε το όνομά του να ξεπεράσει τη μεγαλοπρέπεια του προτύπου.
Η πόλη που στέγαζε περίπου μισό εκατομμύριο κατοίκους κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, με το προνόμιο να συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων πόλεων στην Ευρώπη, αποτυπώθηκε από διάφορους περιηγητές, με προεξάρχοντα το S. Schweigger, 3με τη μορφή των ξύλινων κατασκευών της βαλκανικής αρχιτεκτονικής ή/και με μεικτές κατασκευές από λίθο και ξύλο. Τα μόνα κτήρια που είχαν λίθινη μορφή ήταν τα τεμένη με τα κτήρια συνοδείας τους, το παλάτι του Τοπ Καπί και τα μέγαρα των υψηλόβαθμων αξιωματούχων, όπως το μέγαρο του Νταμάτ Ιμπραήμ πασά, το σημερινό Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης στην πλατεία Σουλτάν Αχμέτ, του οποίου η κατασκευή ανάγεται στο 1524. Η αναφορά σε αυτό το αστικό μέγαρο είναι εσκεμμένη, διότι ελάχιστα δείγματα ιδιωτικής αρχιτεκτονικής σώζονται μέχρι τις μέρες μας. Τα περισσότερα παλαιά μη θρησκευτικά κτίσματα της Κωνσταντινούπολης κατασκευάστηκαν κατά το 18ο, 19ο και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Ακόμη, για τις ελληνορθόδοξες εκκλησίες δεν έχουμε εικόνα της μορφής τους πριν από το 1821, καθώς καταστράφηκαν με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης· έτσι τα κτήρια διασώζουν τη μορφή που απέκτησαν μετά το 1830. Τα μοναδικά δείγματα ελληνορθόδοξης παλαιότερης αρχιτεκτονικής είναι τα λίθινα φαναριώτικα σπίτια –από τα οποία ελάχιστα δείγματα διασώζονται, προφανώς με άλλες χρήσεις σήμερα, στη νότια όχθη του Κεράτιου κόλπου– και ο ναός της Παναγίας Μουχλιώτισσας, το μοναδικό δείγμα βυζαντινής εκκλησίας που δε μετατράπηκε σε τέμενος χάρη στον προαναφερθέντα Χριστόδουλο, σύμφωνα με τον πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄. 4 3. Οργάνωση των αρχιτεκτόνων και οι Ρωμιοί αρχιτέκτονες
3.1. Από το 15ο έως τα μέσα του 16ου αιώνα
Στα πρώιμα στάδια της οργάνωσης του οθωμανικού κράτους στην υπηρεσία της αυλής συναντούμε τους hassa mimarı, αρχιτέκτονες που ήταν οργανωμένοι σε ξεχωριστό σώμα του στρατού των γενιτσάρων. Πριν από την Άλωση δεν ήταν ξεκάθαρο αν οι αρχιτέκτονες, οι χτίστες και οι ξυλουργοί αποτελούσαν ανεξάρτητο σώμα. Στα βακουφικά καταστατικά προ του 15ου αιώνα εμφανίζεται η λέξη mimar και υπάρχει διαφοροποίηση, ανάλογα αν ο αρχιτέκτονας είναι ανακτορικός (has) ή επαρχιακός (eyalet) ή αρχιτέκτονας πόλης (şehir mimarı). 5 Στις διάφορες κρατικές υπηρεσίες επιτρεπόταν η απασχόληση μη μουσουλμάνων τεχνιτών και αρχιτεκτόνων· σώζονται ακόμη και λαϊκές παραδόσεις από την ανέγερση του τεμένους Σελιμιγέ στην Αδριανούπολη –το διασημότερο έργο του Σινάν– για τον Ηλία, τον αρχιμάστορα των δουλγέρηδων (των χτιστών). 6 Ο Ö.L. Barkan κοινοποιεί τα κατάστιχα με τα ονόματα, τον τόπο καταγωγής και τα ημερομίσθια των απασχολουμένων στο εν λόγω τζαμί, 7 όπου προκύπτουν πολλά χριστιανικά ονόματα τεχνιτών. Το κρίσιμο θέμα για τους μη μουσουλμάνους τεχνίτες δεν ήταν να καταλάβουν υπαλληλική θέση αρχιτέκτονα, αλλά να απαλλαγούν από το φόρο προστασίας ή τον κεφαλικό φόρο, εργαζόμενοι στην υπηρεσία του σουλτάνου. 8 Η υπηρεσία των αυτοκρατορικών αρχιτεκτόνων υπολογίζεται από τον C. Orhonlu ότι απαριθμούσε, στα χρόνια 1526-1689, 15-42 μέλη της συντεχνίας των αρχιτεκτόνων, που δεν ήταν όλοι μουσουλμάνοι. 9 Αυτοί εργαζόταν υπό τον αρχιαρχιτέκτονα, ο οποίος διοριζόταν από τα μέλη της συντεχνίας. Συνήθως στο αξίωμα αυτό τοποθετούνταν πάντα –ή τουλάχιστον τα τελευταία 30 έτη πριν από τη διακοπή της λειτουργίας του σώματος των hassa mimarları– εκ γενετής μουσουλμάνοι ή εξισλαμισθέντες. 10 Από τους Αρμένιους καλφάδες διασημότεροι ήταν έξι μέλη της οικογένειας των Μπαλγιάν 11 από τρεις διαφορετικές γενιές, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της επίσημης κτηριακής παραγωγής και της δημόσιας εικόνας της Κωνσταντινούπολης το 19ο αιώνα, κυρίως εισάγοντας το στιλ αμπίρ, δηλαδή τον εκλεκτικισμό του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. 3.2. Από τα μέσα του 16ου έως τα τέλη του 17ου αιώνα
Στην κλασική εποχή της οργάνωσης των αυτοκρατορικών αρχιτεκτόνων (hassa mimarları), δηλαδή από τα μέσα του 16ου έως το τέλος του 17ου αιώνα, περισσότεροι από το 40% αυτών ήταν χριστιανοί. Μάλιστα, στην ανέγερση το τεμένους του Nur-u Osmaniye (1748-55) το 80% των χτιστών καθώς και ο σχεδιαστής του, ο Συμεών Κάλφας, 12 ήταν χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου (zimmi). 13 Εκτός από το σχεδιασμό και την εκτέλεση οποιουδήποτε μεγέθους και λειτουργίας κτηρίων –όπως μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα (külliye), μεγάλα (cami) και μικρά τεμένη (mescid), μαυσωλεία (türbe) και στρατώνες (kışla)– οι αρχιτέκτονες ασχολούνταν και με την κατασκευή ορφανοτροφείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, σχολείων (medrese, mekteb), μεγάρων σε διάφορα μεγέθη (saray, konak, kasır, yalı, köşk), καραβανσαράι αλλά και εγκαταστάσεων φύλαξης και μεταφοράς ύδατος, όπως φράγματα, υδραγωγεία, κρήνες και γέφυρες. Παράλληλα συνέτασσαν προϋπολογισμούς υλικών και μισθοδοσίας για ανέγερση δημόσιων κτηρίων, έλεγχαν τα σχέδια καταστημάτων, οικιών, χανιών και άλλων κατασκευών που οικοδομούσαν ιδιώτες, καθώς και τις προϋποθέσεις άσκησης επαγγέλματος διάφορων τεχνικών της οικοδομής, δηλαδή των σοβατζήδων, μαραγκών κ.ά. Ο πρωτομάστορας έπαιρνε άδεια για την οικοδομή και πλήρωνε το φόρο στον επικεφαλής των αρχιτεκτόνων (μιμάρμπασης)· κάθε μεγάλη πόλη είχε έναν επικεφαλής των αρχιτεκτόνων, ο οποίος είχε αποκλειστικά αυτή την αρμοδιότητα. 14 Επίσης οι αντιπρόσωποι των βακουφικών ιδρυμάτων, όταν επισκεύαζαν τα κτήρια τους, χρειάζονταν οπωσδήποτε την έγκριση των δημόσιων αρχιτεκτόνων. Σήμερα γνωρίζουμε τα ονόματα τεχνιτών του Θησαυροφυλακίου οι οποίοι ήταν εγγεγραμμένοι σε κατάστιχα αμοιβών, σύμφωνα με τις μισθοδοσίες «ουλουφέ» (ημερομίσθια και μηνιαίες αμοιβές) των γενιτσάρων, γεγονός που αποδεικνύει τη στενή σχέση τους με τη σουλτανική αυλή· τα ονόματά τους βρίσκονται στα αρχεία του Τοπ Καπί. 15 Εκεί συναντούμε τα ονόματα:
α) του Αργυρού (Arkiroz), που το έτος 1049 (1640) επιδιορθώνει στην Καλλίπολη το βακούφι του Σινάν πασά μαζί με το «μεραμετσί (τεχνίτη) Κονσταντίν»,
β) του Φώτη Κάλφα, 16 που επιδιορθώνει το έτος 1218 (1809) το κονάκι του Αχμέτ εφένδη, γραμματέα εξ απορρήτων του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, και
γ) του Νικόλα, που το έτος 1001 (1592) συνέταξε προϋπολογισμό για την αποπεράτωση κτηρίων του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, των οποίων ήταν ο αρχιτέκτονας.
3.3. Από το 18ο έως στα μέσα του 19ου αιώνα
Δυστυχώς οι πηγές για τα ονόματα των Ρωμιών αρχιτεκτόνων είναι διάσπαρτες και οι αναφορές αποσπασματικές. Τα καθήκοντά τους σχετίζονταν με τον κλάδο στον οποίο υπηρετούσαν. Στο περιοδικό Arkitekt της περιόδου του Μεσοπολέμου 17 συναντούμε αναφορές στους Ρωμιούς αρχιτέκτονες της κεντρικής διοίκησης του 18ου αιώνα –πρόκειται για εποχή κατά την οποία φτάνουν στην περιοχή δυτικές τεχνοτροπίες και εισάγεται το μπαρόκ και το –, 18όπως ο Συμεών Κάλφας, που φέρεται ότι ήταν σχεδιαστής του Νur-u Οsmaniye (1748-1755) μαζί με το μιμάρμπαση Τσελεμπή Μουσταφά. Αναφέρεται επίσης το τέμενος Laleli (1759-1763), πάλι του Συμεών, ο οποίος το κατασκεύασε με το Sermimar Elhac Ağa και τον Κάλφα Κιορ (τυφλός) Γιάννη (Kalfa Kör Yani). Ο τελευταίος καταγράφεται ως συναρχιτέκτονας του νέου τεμένους του Πορθητή (Fatih 1767-1771) με το μιμάρμπαση Mehmet Tahir, καθώς το προηγούμενο καταστράφηκε, το 1766, από σεισμό. Μάλιστα στιγματίζεται η μελέτη που αποδίδει το σχεδιασμό των πολύτιμων μουσουλμανικών έργων στους ανωτέρω με την παράληψη της έρευνας των μουσουλμάνων αρχιτεκτόνων. 19 Τα τεμένη Νur-u Οsmaniye και Laleli αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα μπαρόκ της οθωμανικής αρχιτεκτονικής ιστορίας. Ειδικότερα το Νur-u Οsmaniye έτυχε του θαυμασμού ξένων περιηγητών που ήταν σύγχρονοι της εποχής ανοικοδόμησής του· θεωρήθηκε δε από Τούρκους ερευνητές ως το μεταβατικό σχέδιο προς τον εκδυτικισμό. Ο ιστορικός αρχιτεκτονικής Ντ. Κουμπάν, αναφερόμενος στη συμβολή των καλφάδων, παραπέμπει στο Γάλλο Ch. Pertusier που έγραφε το 1815 ότι όλα τα κτήρια για τα οποία θα μπορούσε να καυχηθεί η οθωμανική κεντρική εξουσία οικοδομήθηκαν από τους Ρωμιούς. Οι ελληνικές πηγές αναφέρονται στην περίπτωση του Συμεών «αρχιτέκτονος», όπως αποκαλείται από τον Αθανάσιο Κομνηνό Υψηλάντη, 20 ο οποίος το έτος 1755 φέρεται να βοηθά τον πατριάρχη Κύριλλο να αντιμετωπίσει τους αρχιερείς που ζητούσαν την απομάκρυνσή του· σημειώνεται ότι ήταν ένας από τους επιτρόπους του Κοινού 21 και «κτίζοντος τότε το τζαμί το λεγόμενον Νουρί-Οσμανιέ». Ο ίδιος ιστορικός πάντως αποδίδει την ανέγερση του Laleli στον «αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο» (1760). 22 Ο Γεδεών παραπέμπει στο τότε ανέκδοτο έργο του Καισάριου Δαπόντε Βίβλος Βασιλειών που μας «γνωρίζει τον φίλον του Κωνσταντήν κάλφαν», 23 ο οποίος «του έκτισε δε και τζαμί (του βασιλέως Μουσταφά)»· μάλιστα ο Μιλτιάδης Πολυβίου τεκμηριώνει με στοιχεία από τα αυτόγραφα επιγράμματα και τα εξοδολόγια του τελευταίου την κατασκευή προπλάσματος του καθολικού της μονής Ξηροποτάμου, δηλώνοντας ότι ήταν τουλάχιστον συνδημιουργός του εν λόγω τεμένους. 24 Οι δύο αυτοί Ρωμιοί καλφάδες αποτέλεσαν τους ενδιάμεσους πολιτιστικούς κρίκους, διότι πέτυχαν να αφομοιώσουν δυτικά πρότυπα ρυθμολογίας σε λειτουργίες θεοκρατικού χαρακτήρα. Ο Γεδεών αναφέρεται σε διάφορους καλφάδες/αρχιτέκτονες και ειδικότερα: α) στο Χατζή Ανδρέα από τη Μάδυτο (έζησε στο τέλος του 18ου αιώνα), ο οποίος επισκεύασε το 1788 τον Πανάγιο Τάφο, β) στο Χατζή Κομνηνό κάλφα, που ανοικοδόμησε το ναό της Αναστάσεως Ιεροσολύμων (1809-1811), κατοικούσε στο Μέγα Ρεύμα και ήταν αρχιτέκτονας του Ναυστάθμου, γ) στο Μαρκή κάλφα (1759-1858), που το 1802 ασχολήθηκε με την όχι (τότε) μεγάλη οικοδομή της Υψηλής Πύλης, κατασκεύασε το βασιλικό περίπτερο του Αϊναλί-καβάκ και επέβλεψε την ανοικοδόμηση του (παλαιού) Νοσοκομείου του Γαλατά (1818). Ο τάφος του βρίσκεται στον περίβολο του Αγίου Δημητρίου του Κουρτουλούς μαζί με τον τάφο του Βασιλείου Ιωαννίδη (κάλφα) (1821-1903), εγγονού του, 25δ) στο Χατζή Νικολή Νικηταΐδη (+1841) από τη Λέρο, που επιμελήθηκε την ανέγερση ή αποπεράτωση των ναών τεσσάρων Αγίων Γεωργίων, του πατριαρχικού και του αγιοταφικού ναού στο Φανάρι, του Εντιρνέ Καπού και του Κυπαρισσά στα Ψαμαθιά, αλλά και της Αναλήψεως και του Αγίου Νικολάου στο Τζιμπαλί. Επίσης απασχολήθηκε και στο μαυσωλείο του σουλτάνου Χαμίτ Α΄, ε) στους αδελφούς Γαϊτανάκηδες από τη Μάδυτο, το Χατζή Στεφανή, το Χατζή Δημήτρη και το Χατζή Σάββα, που εισχώρησαν στο παλάτι όταν ανέβηκε στο θρόνο ο «αγαθός και ευγενής σουλτάνος Μετζήτ» (1839-1861). Από αυτούς ο Δημήτρης αποπεράτωσε το κτήριο της Υψηλής Πύλης. 263.4. Από τα μέσα του 19ου έως τον 20ό αιώνα
Οι τεχνίτες της εποχής ζώντας σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία ήταν υποχρεωμένοι να κατασκευάζουν χωρίς διάκριση κάθε είδους κτίσματα, δημιουργώντας μια κοινή γλώσσα, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, που ευνοούσε την ανταλλαγή μορφών, τεχνικών, ακόμα και τυπολογικών στοιχείων. Έτσι η ελληνορθόδοξη θρησκευτική αρχιτεκτονική δανειζόταν στοιχεία από την οθωμανική, ενώ οι Ρωμιοί καλφάδες έχτιζαν τζαμιά τόσο καλά όσο και εκκλησιές. Η ανάγκη για την ίδρυση σχολών που θα εκπαίδευαν τα στελέχη ενός σύγχρονου κράτους αρχίζει το 18ο αιώνα, στο πλαίσιο του εκδυτικισμού που χαρακτηρίζεται από την ίδρυση τυπογραφείου, την ανανέωση του στόλου και την απαρχή της εκπαίδευσης των αξιωματικών του ναυτικού και των τεχνιτών ναυπήγησης στη Σχολή Μηχανικών Mühendishane, το έτος 1773, επί βασιλείας του σουλτάνου Μουσταφά Γ΄. 27 Το 1882 με τις «μεταρρυθμίσεις» ιδρύεται η Σχολή Καλών Τεχνών με ανεξάρτητο τμήμα Αρχιτεκτονικής, στα χνάρια της γαλλικής Beaux Arts, η οποία στελεχώνεται από ξένους καθηγητές.
Με τις έρευνες των τελευταίων ετών έχουν δημοσιευτεί κατάλογοι ονομάτων αρχιτεκτόνων που δραστηριοποιήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σύγχρονη Τουρκία. Μάλιστα καταγράφονται χωριστά οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοί που εργάζονταν για το κράτος τη χρονική περίοδο 1869-1922, βάσει της ετήσιας εμπορικής επιθεώρησης Annuaire Oriental. 28 Έτσι οι αρχιτέκτονες εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: α) Aυτοκρατορικοί αρχιτέκτονες (οι ημερομηνίες αφορούν τα έτη δημοσίευσης στην επιθεώρηση και αντιστοιχούν σε πληροφορία του προηγούμενου έτους): 1. Βασιλάκης μπέης Ιωαννίδης, 1889-1901. Αποκαλείται architecte du palais impériale. Ο ναός της Αγίας Τριάδας στο Ταξίμ ολοκληρώθηκε με τα σχέδια του αρχιτέκτονα την τριετία 1876-1879. 29 Επίσης ανέλαβε την οικοδόμηση του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου το 1879. 30 Από το σημερινό Στρατηγείο Ναυτικού της Βόρειας Θάλασσας θεωρείται ότι είναι ο αρχιτέκτονας του κτηρίου διοίκησης της Υπηρεσίας Ναυτικού, στην παραλία του Κεράτιου κόλπου· πρόκειται για ένα από τα καλύτερα δείγματα της οριενταλιστικής ρυθμολογίας. 312. Γιάγκος μπέης Ιωαννίδης, 1897-1908. Αποκαλείται architecte en chef de S.M.I. le Sultan. Γιος του προηγούμενου, υπηρέτησε στην Υπηρεσία του Ναυτικού (Bahriye Nezareti) ως επιβλέπων αρχιτέκτονας το 1901, ως στέλεχος της Διεύθυνσης Φάρων μεταξύ 1903-1904 και 1905-1920 και επιθεωρητής του γραφείου των μηχανολόγων μηχανικών την περίοδο 1903-1904. Επίσης ανέλαβε την ανέγερση του Ζάππειου Παρθεναγωγείου ως αρχιτέκτονας 32 ενώ την ίδια εποχή ήταν μέλος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου. 33 Σύμφωνα με την επιθεώρηση Annuaire Oriental, ο Γιάγκος μπέης απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του το 1907. β) Aρχιτέκτονες κρατικών υπηρεσιών στα: β1) Υπουργείο Βακουφιών, Διεύθυνση Κατασκευών και Ανακαινίσεων: 1. Θεοδωρής εφένδης, αρχιτέκτονας μηχανικός, 1911-1920 2. Γεωργιάδης εφένδης, αρχιτέκτονας, 1911-1920 3. Όθων εφένδης (Ανδρεάδης), αρχιτέκτονας, 1911-1920 4. Βασίλ(ης) εφένδης, αρχιτέκτονας, 1911-1920 β2) Υπουργείο Παιδείας: Παυλή εφένδης, αρχιτέκτονας, 1911-1913 β3) Υπουργείο Ταχυδρομείου, Τηλεγράφου και Τηλεφώνου: Δημητράκης εφένδης, αρχιτέκτονας στη Διεύθυνση Ταχυδρομείου και Τηλεγράφου, 1903 β4) Δημαρχεία: 1. Μ(ιχάλης) Μπογιατζόγλου, αρχιτέκτονας, 1906-1909 2. Γεώργιος Φραγκιάδης, αρχιτέκτονας, 1914 Αν κάτι χαρακτηρίζει τη δράση των ελληνορθόδοξων αρχιτεκτόνων είναι η πολυμορφία και η πολυγλωσσία, κυριολεκτικά και μορφολογικά. Διαφορές στιλ παρατηρούμε στον ίδιο αρχιτέκτονα ανάλογα με τις απαιτήσεις των πελατών, είτε ο πελάτης είναι το κράτος είτε ιδιώτης· παράδειγμα τρανό αποτελεί ο Βασιλάκης εφένδης Ιωαννίδης. Όλες αυτές οι προσπάθειες αναζήτησης νέου ύφους εντάσσονται στο «πνεύμα της εποχής» που πίστευαν ότι εκπροσωπούσαν οι αρχιτέκτονες του τέλους του 19ου αιώνα, συγκρινόμενοι με τους προγόνους τους που ήταν δέσμιοι από τους κανόνες και τις αρχές ενός κλειστού επαγγέλματος, του οποίου η γνώση μεταδιδόταν προφορικά και έτσι έδενε, αν όχι τα χέρια, κατά πολύ τη σκέψη. 34 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου