So I look to my Escimo Friend
(Damien Rice, Escimo)
Πάει καιρός από τότε που ο αυτόκλητος εθνικός σχολιαστής της Δημόσιας Σφαίρας εν Ελλάδι (βλ. Λάκης Λαζόπουλος) κατηγορούσε σε ιδιωτικά κανάλια τη ΝΕΤ πως προβάλλει μόνο ντοκυμαντέρ, επί λέξει «εκείνες τις ταινίες με τις σαύρες πάνω στα δέντρα». Σήμερα, στο σύγχρονο θεατή απευθύνονται διοργανώσεις όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ, θεσμοί που πασχίζουν να αναδείξουν το ειδικό βάρος των ταινιών τεκμηρίωσης έναντι όλων αυτών των βίντεο-ντοκουμέντων και των «αληθινών» ιστοριών που κατακλύζουν τις μικρές οθόνες. Γι΄αυτό και την παρούσα στήλη δε θα μπορούσε να απασχολεί τίποτε άλλο παρά το κλασικότερο των κλασικών, η ταινία που γέννησε τη δημιουργική διαπραγμάτευση του ‘πραγματικού’ και όρισε το εθνογραφικό ή ανθρωπολογικό φιλμ τεκμηρίωσης ως την πιο ανώδυνη μέθοδο γνωριμίας με τον Άλλο, μια ταινία... με ονοματεπώνυμο. Ο «Νανούκ του Βορρά» είναι το πρώτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ στην ιστορία του κινηματογράφου, γυρισμένο το 1922, πριν από την ίδια την εφεύρεση του όρου από τον John Grierson. Ως γνήσιο προϊόν του Μεσοπολέμου, αντικατοπτρίζει μία από τις βασικές τάσεις του Αμερικάνικου πολιτισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’20 – την έστω και νοερή φυγή σε τόπους εξωτικούς που συνδυάζουν το ειδυλλιακό με το επικίνδυνο.
Ο Robert Flaherty ήταν ένας μόνο από τους εξερευνητές της εποχής που έπαιρναν μαζί στις εξορμήσεις τους κάποια κάμερα, ώστε να φέρουν με την επιστροφή τους στην πατρίδα ως ανεκτίμητο λάφυρο τις εικόνες από την καθημερινότητα μιας άλλης κουλτούρας. Ο Flaherty μπορεί μεν να στάλθηκε το 1910 στο Βορρά για να δουλέψει για το ιδιωτικό συμφέρον του σερ William Mc Kenzie που ήθελε να αξιοποιήσει τα κοιτάσματα μετάλλων σε εκείνη την πλευρά του κόλπου Hudson Bay. Κι όμως, χωρίς να είναι εθνογράφος, είχε την ενόραση να πρωτοπορήσει διπλά, τόσο στο πεδίο της αισθητικής, όσο και της ιδεολογίας.
Καθώς εξερευνούσε τη βόρεια πλευρά του Κεμπέκ, δίπλα στον Αρκτικό Κύκλο, αποφάσισε να εξερευνήσει και μια άλλη πτυχή του κινηματογράφου, στην οποία το διάφραγμα της κάμερας θα παραμένει ανοιχτό για να συλλάβει τον άνθρωπο σε όλες τις πληθωρικές διαστάσεις του και ο ίδιος ο κινηματογραφιστής θα παρεμβαίνει στο ελάχιστο δυνατό στο υλικό του. Το οπτικό υλικό περιλάμβανε όλες τις εκφράσεις της πνευματικότητας της κουλτούρας των εσκιμώων Ίνουιτ που εξυμνούσαν το απλό, ίσως γιατί έπρεπε καθημερινά να παλέψουν με τα καπρίτσια της Φύσης. Η πεμπτουσία του φιλμ συμπυκνώνεται στη σκηνή όπου ένας Ίνουιτ, μαθημένος σε συναλλαγές με προϊόντα ανταλλακτικής (άρα και χρηστικής) αξίας έρχεται σε επαφή με ένα γραμμόφωνο, και αποπειράται να το γευτεί.
Στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος βρίσκεται η περιγραφή των δομών της μικρής κοινωνίας των Εσκιμώων, ενώ ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη σχέση των μελών της με το φυσικό περιβάλλον, υπό το φως της εμπειρίας και της Παράδοσης. Κάπως έτσι ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συγκεράσει τις δυο αντίρροπες τάσεις της οπτικής επικοινωνίας της εποχής - από τη μία τη στροφή στο μακρινό και ονειρεμένο, από την άλλη, την προσήλωση στην εξέλιξη, η μελέτη ενός νέου τρόπου ζωής σε ένα τεχνολογικά ανεπτυγμένο, βιομηχανοποιημένο αστικό περιβάλλον. Χρησιμοποιώντας ο ίδιος πενιχρά μέσα (μια δυσκίνητη κάμερα) νοσταλγεί το μοντέλο της κοινωνίας προ μοντερνισμού, καταρρακώνοντας το δίπολο πολιτισμένος – βάρβαρος.
Αυτό δε σημαίνει πως η δουλειά του σκηνοθέτη πέρασε αλώβητη από τη μεταγενέστερη κριτική ή πιο συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε πως σκηνοθέτησε πολλές από τις σκηνές της ταινίας. Άλλωστε, δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ο προβληματισμός πως η κάμερα αλλοιώνει εξ’ ορισμού το περιβάλλον που καταγράφει. Και το πιο σημαντικό; Έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος καλλιτέχνης που χρησιμοποιήσε χορηγό (η δουλειά του χρηματοδοτήθηκε από μια εταιρεία...γουναρικών), δίνοντας λαβή στους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς, και αναδεικνύοντας άλλο ένα γοητευτικό παράδοξο του σύγχρονου πολιτισμού.
Γκέλυ Μαδεμλή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου