Περιγραφή:
Καλώς ήρθατε στην αιώνια ζωή, φίλοι μου.
Αυτό το βιβλίο οφείλει την ύπαρξή του στη Χάριετ Βολφ, μια Γερμανίδα δημοσιογράφο που συνάντησα στο Βερολίνο πριν από μερικά χρόνια. Προτού μου κάνει τις ερωτήσεις της, η Χάριετ θέλησε να μου διηγηθεί έναν μικρό μύθο. Ο μύθος αυτός συμβόλιζε, σύμφωνα με την ίδια, τη θέση του συγγραφέα που υιοθετώ εγώ.
Βρίσκομαι σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, μετά το τέλος του κόσμου. Μπορώ να κάνω όσα τηλεφωνήματα θέλω, δεν υπάρχει κανένα όριο. Δεν είναι γνωστό αν έχουν επιζήσει κι άλλα άτομα ή αν τα τηλεφωνήματά μου είναι απλώς ο μονόλογος ενός ανισόρροπου. Άλλοτε το τηλεφώνημα είναι σύντομο, σαν να μου κλείνουν το τηλέφωνο στα μούτρα· άλλοτε κρατάει ώρα, σαν να μ ακούν με την περιέργεια του ενόχου. Δεν υπάρχει ούτε μέρα ούτε νύχτα· η κατάσταση δεν μπορεί να πάρει τέλος.
Καλώς ήρθες στην αιώνια ζωή, Χάριετ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο ανά χείρας, τελευταίο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ πρωταγωνιστούν οι κλώνοι, γεγονός που αποδεικνύει την επαφή του συγγραφέα με τη σύγχρονη πραγματικότητα· αυτήν εξάλλου σχολιάζει με τη «δηλητηριώδη» γλώσσα του. Σε πρώτο πλάνο κυριαρχεί το πρωτότυπο, και ακολουθούν οι μελλοντικές «κόπιες» του, την ιστορία των οποίων βιώνει ο αναγνώστης στα διάφορα κεφάλαια που εξιστορούν το κοινωνικοπολιτικό σήμερα και αύριο της ανθρωπότητας. Μπορεί, βεβαίως, να δίνεται η εντύπωση ότι όλοι «συμβαδίζουν», αλλά η οπτική τους παρεκκλίνει, καθώς είναι στραμμένη προς άλλους ορίζοντες. Και παρότι λίγο-πολύ μοιάζουν διαπρύσιοι κήρυκες των ιδεών του συγγραφέα, εκ των πραγμάτων εκδηλώνουν έναν «Αλλο εαυτό». Και είναι αυτοί ακριβώς οι πολλοί «Αλλοι εαυτοί», διαφορετικοί και ποικίλοι, που συγκροτούν την πολυμορφία του ανθρώπινου σύμπαντος, όσο κι αν ο συγγραφέας προσπαθεί να τους καθηλώσει στο δικό του ιδεολογικό μοντέλο. Ο Προφήτης, επί παραδείγματι, ένας εκ των κύριων προσώπων του μυθιστορήματος, που δημιουργεί μια πνευματική-θρησκευτική κοινότητα διακηρύσσοντας τον υλικό ευδαιμονισμό μέσω της σεξουαλικής ικανοποίησης, θα δολοφονηθεί από έναν «πιστό» της σέχτας του, ο οποίος δεν ανέχεται την ελευθεριότητα του ζωώδους που μοιάζει να πρεσβεύει ο συγγραφέας. Το φανταστικό νησί, στο οποίο οραματίζεται την εγκαθίδρυση μιας καθημερινότητας, οικοδομημένης στην εφήμερη χαρά της σαρκικής απόλαυσης μόνο, θα παραμείνει ένα ουτοπικό όνειρο στο μυαλό του, επειδή η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Στυγνή, ωμή, ψυχρή, αμοραλιστική, βάρβαρη, παρ όλη την επικάλυψη που της προσφέρει το χρυσόχαρτο του «πολιτισμού». Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο κεντρικός αντιήρωας του έργου, κλασικός εκπρόσωπος του σύγχρονου μεταμοντέρνου μυθιστορήματος, ο Ντάνιελ 1, γελωτοποιός σταρ, με τα προκλητικά, αιρετικά, «βλάσφημα» έως «βρομερά» έργα του, μοιάζει να είναι η συνισταμένη της. Με γλώσσα «αισχρή», «χυδαία», απροκάλυπτα επιθετική, σχεδιάζει έναν κόσμο σήψης, που η εξωτερική, παρακμιακή μορφή του δεν είναι παρά η αντανάκλαση της εσωτερικής φθοράς του. Τα «υψηλά» συναισθήματα απουσιάζουν εντελώς απ αυτόν, καθώς οι πάντες μοιάζει να "σκέφτονται" από τη μέση και κάτω». Με έναν λόγο επιδεικτικά αποκρουστικό, εντελώς απογυμνωμένο από ποιητικές ωραιοποιήσεις και συναισθηματικές συμβατικότητες, ο συγγραφέας εκθέτει στο προσκήνιο του έργου το κατάστικτο από εξανθήματα και αποστήματα πρόσωπο αυτού του θλιβερού κόσμου. Ανδρική και γυναικεία ανατομία, καθώς και τα επίμαχα σημεία του σώματός τους κατονομάζονται με το λεξιλόγιο των χαμαιτυπείων. Το μόνο «συναίσθημα» που μπορεί να ενώσει, για παράδειγμα, δύο ανθρώπινα πλάσματα είναι ο σεξουαλικός ερεθισμός. Που όμως και αυτός ακόμη αναιρείται ενώπιον του αχαλίνωτου, κτηνώδους «πάθους» στα διάφορα οργιώδη πάρτι με τα πολλαπλά συμπλέγματα. Οταν, όμως, ο χρόνος και η αναπόφευκτη φθορά που συνεπιφέρει στα όργανα, δηλώσουν το τέλος τους, στη λειτουργία των οποίων έχει στηρίξει την ύπαρξή του ο Ντάνιελ 1, ο κλόουν της ζωής και του ίδιου του εαυτού του, τότε το μόνο που του απομένει είναι να διαπιστώσει περίτρομος το κενό του.
Το μεγάλο, εφιαλτικό του τίποτα. Ισταται ενώπιος ενωπίω και αντιμετωπίζει -δεν μπορεί εξάλλου να κάνει κάτι άλλο- αυτό που είναι: «Ενας αχυρένιος άνθρωπος», σύμφωνα με τον Ελιοτ, σε μια «Ερημη Χώρα»· και η τραγωδία του έγκειται στο γεγονός ότι έχει πλέον απόλυτη συνείδηση και της «αχυροποίησής» του και της ερημιάς που πρέπει να βιώσει: Μου έμεναν ίσως εξήντα χρόνια ζωής· περισσότερες από είκοσι χιλιάδες μέρες που θα ήταν πανομοιότυπες - τώρα είχα εισέλθει σε έναν ήρεμο χώρο, απ όπου θα με απομάκρυνε μόνον η διαδικασία του θανάτου. Η ευτυχία δεν ήταν πιθανή προοπτική. Ο κόσμος είχε προδώσει. Το μέλλον ήταν κενό· ήταν το βουνό. Ημουν, πλέον δεν ήμουν.
Ωστόσο, μέσα απ αυτό το σκοτεινό πλέγμα, ο συγγραφέας συλλαμβάνει, ίσως, το ύφος, την ποιότητα, και, πιθανώς, την «αλήθεια» ενός κόσμου ο οποίος, παρ όλες τις πομπώδεις τυμπανοκρουσίες θρησκείας, φιλοσοφίας, πολιτικής, τέχνης, πνεύματος, «πολιτισμού» γενικώς, προσπαθεί -και αγωνίζεται- να ξορκίσει το κτήνος που του κληροδότησε και εναποθήκευσε εντός του η Φύση, και που υπαγορεύει τη συμπεριφορά και τις εκδηλώσεις του. Ενα ανερμήνευτο κτήνος, όμως, που όσο περισσότερο ο οικοδεσπότης του διαπιστώνει την ύπαρξή του εντός του, το ομολογεί και το καταγράφει, θέλοντας ενδεχομένως να συμφιλιωθεί μαζί του, να το εξανθρωπίσει και να το αναβαθμίσει, τόσο αυτό αντιστέκεται, γιγαντώνεται και αποδεικνύεται ιδιαίτερα παντοδύναμο. Ετσι, το ανθρώπινο ον, ακόμη κι όταν διαπιστώνει την ήττα του στην αναμέτρηση μαζί του, τη φθορά του, τη μοιραία καταφυγή του στη διαπιστωμένη ομολογία της ύπαρξής του ως τέτοιας, δεν καταφέρνει να αξιωθεί ούτε την εξιλέωση ούτε την κατανόηση. Ετσι κι αλλιώς, η φρίκη καραδοκεί -και καγχάζει- στο τέλος του δρόμου και σε όλο το απεχθές σύμπαν τής θλιβερά επαναλαμβανόμενης, σταθερά καθοδικής καθημερινότητάς του. Ο Ντάνιελ 1, ο διασκεδαστής της ζωής, έχοντας διασχίσει με επιφανειακή, πλασματική επιτυχία, αυτή την εφιαλτική ζωή, την οποία, υπό ευρεία έννοια, επαναλαμβάνουν οι κλώνοι του, προσβλέποντας στην έλευση κάποιων ιδανικών, ανώτερων πλασμάτων, των Μελλόντων, μια φυλή υπεράνθρωπων που θα εγκαθιδρύσουν τον επί της Γης φανταστικό παράδεισο, έχοντας χάσει τις δύο γυναίκες της μάταιης ζωής του, την Εστερ και την Ιζαμπελ, που μόνο η «διείσδυση» εντός τους έμοιαζε να τις ενώνει μαζί του, δεν είναι πλέον σε θέση να καγχάζει, να σαρκάζει και να συμπεριφέρεται γενικώς με υπεροπτική αλαζονεία. Τώρα στέκεται μπροστά στο καθημαγμένο πρόσωπο της ζωής του, μάρτυρας και θεατής της τραγικής του κωμωδίας, στην οποία είναι ο μόνος «πρωταγωνιστής», που πιθανώς να είναι «Θεία», κατά τον Δάντη, και το μόνο που είναι σε θέση να κάνει, είναι να θρηνεί την απώλεια ενός σκύλου, στα μάτια του οποίου έβλεπε την ανιδιοτελή προσφορά, το βάθος της ζωής, που του ήταν αδύνατο να δει στα μάτια των παρακμιακών συνανθρώπων του. Το μέλλον του, όπως ήδη προειπώθηκε, είναι προδιαγεγραμμένο: Πρέπει να βιώσει την ερημιά του, έρημος σ ένα έρημο, άγονο τοπίο, μπροστά σε μια έρημη θάλασσα.
Αυτή η ερημιά, όμως, αυτό το «παγωμένο» αύριο που ξετυλίγεται ως εφιαλτικό όραμα μπροστά του, και που το βιώνει ο μελλοντικός του κλώνος Ντάνιελ 25, δεν είναι παρά μια συμβολική προέκταση της άνυδρης, αμοραλιστικής, σημερινής πραγματικότητας. Ο συγγραφέας το εικονογραφεί με τις προδιαγραφές και τα υλικά της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας - και είναι ιδιαίτερα τρομακτικό. Από τον «ευφυή» άνθρωπο δεν έχουν απομείνει παρά μόνον ομάδες εξαθλιωμένων αγρίων, που περιφέρονται σε αγέλες εδώ κι εκεί. Υπάρχει μια Κεντρική Πολιτεία οικοδομημένη από τους Νεοανθρώπους, την οποία έχουν δημιουργήσει οι Επτά Ιδρυτές. Στην κορυφή της κυριαρχεί η Υπατη Αδελφή - μια υποσυνείδητη επιστροφή στη μητριαρχία; Ισως. Η επαφή μεταξύ των Νεοανθρώπων δεν υφίσταται, ως εκ τούτου έχουν εκλείψει ο πόθος, ο έρωτας, η αγάπη και η συνεύρεση. Ο Ντάνιελ του μέλλοντος, πολύ φυσικά, αναρωτιέται: Δεν είχα ακόμη καταλάβει απολύτως τι εννοούσαν οι άνθρωποι με τη λέξη «αγάπη». Αυτή η αποξήρανση του ανθρώπινου τοπίου δίνεται, και αυτή συμβολικά, με την αποξήρανση της Μεσογείου και περίπου όλης της Γης. Και σ αυτό το φρυγμένο τοπίο ο μελλοντικός Ντάνιελ, όπως και ο πρόγονός του, περιπλανιέται αναζητώντας ένα νόημα ύπαρξης που μοιάζει να μην υπάρχει: Πλέον ήμουν μόνος.
Η νύχτα έπεφτε στη λίμνη και η μοναξιά μου ήταν οριστική. Πολυβραβευμένος, προκλητικός, θορυβώδης, προσβλητικός, βλάσφημος, ο Μισέλ Ουελμπέκ (Νησί Ρεϊνιόν, Ινδικός Ωκεανός, 1958), με τις αρνητικές περί του Ισλάμ απόψεις του, όπως τις εξέφρασε στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, «Πλατφόρμα», το τρομερό παιδί των σύγχρονων γαλλικών γραμμάτων, που εξύβρισε τα μέλη της απονομής του βραβείου Γκονκούρ επειδή δεν του το απένειμαν και που δικαιωματικά του ανήκε, όπως ισχυρίστηκε μέσα από την ιστοσελίδα του, καταθέτει τους οραματισμούς, τους εφιάλτες και τις εμμονές του, ταράζοντας για μία ακόμη φορά τα νερά με τις αιρετικές απόψεις του. Αρνούμενος ακόμη και το γέλιο των συνανθρώπων του, «αυτή τη φρικτή παραμόρφωση του προσώπου», και με δηλώσεις του τύπου «Μισώ τους φτωχούς», «Οι Παλαιστίνιοι είναι γελοίοι», «Ας ρίξουμε με αλεξίπτωτα μίνι φούστες στην Παλαιστίνη», «Οι Αραβες είναι τα σκουλήκια του Αλλάχ» ή «Τη χώρα λυμαίνονταν καθάρματα τόσο σημαντικά, όπως ο Σελίν, ο Σαρτρ ή ο Ζενέ», προκαλεί και διχάζει. Μπορεί όλη αυτή η συμπεριφορά να εκφράζει και τον άνθρωπο και τον συγγραφέα Ουελμπέκ.
Μπορεί, όμως, να είναι και πόζα προκειμένου να προκαλέσει. Ετσι κι αλλιώς, το επιτυγχάνει. Οι δηλωμένοι εχθροί του τον απορρίπτουν, οι ένθερμοι φίλοι του τον χειροκροτούν. Ο ψύχραιμος αναγνώστης, ωστόσο, θα αποφασίσει σε ποιο από τα δύο στρατόπεδα θα προσχωρήσει.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/03/2007
Κριτική:
Η ΧΑΜΕΝΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του είναι η Δυνατότητα ενός νησιού (Εστία), μια μελλοντολογική μυθιστορία επιστημονικής φαντασίας. Ένα βιβλίο που ριζώνει στις αφηγήσεις του ψυχωτικού Λάβκραφτ, σε σκοτεινές μεσαιωνικές ιστορίες, στα «περιβάλλοντα» του Γιόζεφ Μπόις στον Φρανκεστάιν , στον Χ.Τζ. Γουέλς, ακόμη και σε έναν καρτουνίστικο Ιούλιο Βερν. Είναι αδιανόητο να βάλεις σε περίληψη την ιστορία του Ντάνιελ1 έως τον Ντάνιελ25, τους τελευταίους ανθρώπους και τους κλώνους τους, που είναι άφυλοι και αθάνατοι. Ο πλανήτης μας βρίσκεται στο απώτατο μέλλον, καθώς ο Ντάνιελ1, ο γελωτοποιός ήρωας, μας αφήνει την αναφορά του για έναν πολιτισμό που εγκατέλειψε την αγάπη και υπέκυψε σε απαθή κλωνοειδή. Κατά βάθος η «δυνατότητα ενός νησιού» είναι η χαμένη δυνατότητα της ανθρωπότητας, όπως την οραματίστηκε ο νεοπροφήτης Μισέλ Ουελμπέκ. Μια θλιμμένη, χαοτική και διαβρωτική μυθιστορία. Ένα μυθιστόρημα που, μαζί με τα προηγούμενα, δημιουργεί έναν κόσμο που εξελίσσεται ή μάλλον που αποσυντίθεται. Η κατάρρευση κάθε αξίας και ελπίδας, η προφητική δύναμη και ενόραση του συγγραφέα, η αντι-φιλοσοφική του διάθεση, η απαξίωση των παλιών λογοτεχνικώ0ν μοντέλων, μεταλλάσσουν τον συγγραφέα Ουελμπέκ σε λογοτεχνικό κλώνο των δικών του αφηγήσεων.
πηγή
Καλώς ήρθατε στην αιώνια ζωή, φίλοι μου.
Αυτό το βιβλίο οφείλει την ύπαρξή του στη Χάριετ Βολφ, μια Γερμανίδα δημοσιογράφο που συνάντησα στο Βερολίνο πριν από μερικά χρόνια. Προτού μου κάνει τις ερωτήσεις της, η Χάριετ θέλησε να μου διηγηθεί έναν μικρό μύθο. Ο μύθος αυτός συμβόλιζε, σύμφωνα με την ίδια, τη θέση του συγγραφέα που υιοθετώ εγώ.
Βρίσκομαι σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, μετά το τέλος του κόσμου. Μπορώ να κάνω όσα τηλεφωνήματα θέλω, δεν υπάρχει κανένα όριο. Δεν είναι γνωστό αν έχουν επιζήσει κι άλλα άτομα ή αν τα τηλεφωνήματά μου είναι απλώς ο μονόλογος ενός ανισόρροπου. Άλλοτε το τηλεφώνημα είναι σύντομο, σαν να μου κλείνουν το τηλέφωνο στα μούτρα· άλλοτε κρατάει ώρα, σαν να μ ακούν με την περιέργεια του ενόχου. Δεν υπάρχει ούτε μέρα ούτε νύχτα· η κατάσταση δεν μπορεί να πάρει τέλος.
Καλώς ήρθες στην αιώνια ζωή, Χάριετ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο ανά χείρας, τελευταίο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ πρωταγωνιστούν οι κλώνοι, γεγονός που αποδεικνύει την επαφή του συγγραφέα με τη σύγχρονη πραγματικότητα· αυτήν εξάλλου σχολιάζει με τη «δηλητηριώδη» γλώσσα του. Σε πρώτο πλάνο κυριαρχεί το πρωτότυπο, και ακολουθούν οι μελλοντικές «κόπιες» του, την ιστορία των οποίων βιώνει ο αναγνώστης στα διάφορα κεφάλαια που εξιστορούν το κοινωνικοπολιτικό σήμερα και αύριο της ανθρωπότητας. Μπορεί, βεβαίως, να δίνεται η εντύπωση ότι όλοι «συμβαδίζουν», αλλά η οπτική τους παρεκκλίνει, καθώς είναι στραμμένη προς άλλους ορίζοντες. Και παρότι λίγο-πολύ μοιάζουν διαπρύσιοι κήρυκες των ιδεών του συγγραφέα, εκ των πραγμάτων εκδηλώνουν έναν «Αλλο εαυτό». Και είναι αυτοί ακριβώς οι πολλοί «Αλλοι εαυτοί», διαφορετικοί και ποικίλοι, που συγκροτούν την πολυμορφία του ανθρώπινου σύμπαντος, όσο κι αν ο συγγραφέας προσπαθεί να τους καθηλώσει στο δικό του ιδεολογικό μοντέλο. Ο Προφήτης, επί παραδείγματι, ένας εκ των κύριων προσώπων του μυθιστορήματος, που δημιουργεί μια πνευματική-θρησκευτική κοινότητα διακηρύσσοντας τον υλικό ευδαιμονισμό μέσω της σεξουαλικής ικανοποίησης, θα δολοφονηθεί από έναν «πιστό» της σέχτας του, ο οποίος δεν ανέχεται την ελευθεριότητα του ζωώδους που μοιάζει να πρεσβεύει ο συγγραφέας. Το φανταστικό νησί, στο οποίο οραματίζεται την εγκαθίδρυση μιας καθημερινότητας, οικοδομημένης στην εφήμερη χαρά της σαρκικής απόλαυσης μόνο, θα παραμείνει ένα ουτοπικό όνειρο στο μυαλό του, επειδή η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Στυγνή, ωμή, ψυχρή, αμοραλιστική, βάρβαρη, παρ όλη την επικάλυψη που της προσφέρει το χρυσόχαρτο του «πολιτισμού». Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο κεντρικός αντιήρωας του έργου, κλασικός εκπρόσωπος του σύγχρονου μεταμοντέρνου μυθιστορήματος, ο Ντάνιελ 1, γελωτοποιός σταρ, με τα προκλητικά, αιρετικά, «βλάσφημα» έως «βρομερά» έργα του, μοιάζει να είναι η συνισταμένη της. Με γλώσσα «αισχρή», «χυδαία», απροκάλυπτα επιθετική, σχεδιάζει έναν κόσμο σήψης, που η εξωτερική, παρακμιακή μορφή του δεν είναι παρά η αντανάκλαση της εσωτερικής φθοράς του. Τα «υψηλά» συναισθήματα απουσιάζουν εντελώς απ αυτόν, καθώς οι πάντες μοιάζει να "σκέφτονται" από τη μέση και κάτω». Με έναν λόγο επιδεικτικά αποκρουστικό, εντελώς απογυμνωμένο από ποιητικές ωραιοποιήσεις και συναισθηματικές συμβατικότητες, ο συγγραφέας εκθέτει στο προσκήνιο του έργου το κατάστικτο από εξανθήματα και αποστήματα πρόσωπο αυτού του θλιβερού κόσμου. Ανδρική και γυναικεία ανατομία, καθώς και τα επίμαχα σημεία του σώματός τους κατονομάζονται με το λεξιλόγιο των χαμαιτυπείων. Το μόνο «συναίσθημα» που μπορεί να ενώσει, για παράδειγμα, δύο ανθρώπινα πλάσματα είναι ο σεξουαλικός ερεθισμός. Που όμως και αυτός ακόμη αναιρείται ενώπιον του αχαλίνωτου, κτηνώδους «πάθους» στα διάφορα οργιώδη πάρτι με τα πολλαπλά συμπλέγματα. Οταν, όμως, ο χρόνος και η αναπόφευκτη φθορά που συνεπιφέρει στα όργανα, δηλώσουν το τέλος τους, στη λειτουργία των οποίων έχει στηρίξει την ύπαρξή του ο Ντάνιελ 1, ο κλόουν της ζωής και του ίδιου του εαυτού του, τότε το μόνο που του απομένει είναι να διαπιστώσει περίτρομος το κενό του.
Το μεγάλο, εφιαλτικό του τίποτα. Ισταται ενώπιος ενωπίω και αντιμετωπίζει -δεν μπορεί εξάλλου να κάνει κάτι άλλο- αυτό που είναι: «Ενας αχυρένιος άνθρωπος», σύμφωνα με τον Ελιοτ, σε μια «Ερημη Χώρα»· και η τραγωδία του έγκειται στο γεγονός ότι έχει πλέον απόλυτη συνείδηση και της «αχυροποίησής» του και της ερημιάς που πρέπει να βιώσει: Μου έμεναν ίσως εξήντα χρόνια ζωής· περισσότερες από είκοσι χιλιάδες μέρες που θα ήταν πανομοιότυπες - τώρα είχα εισέλθει σε έναν ήρεμο χώρο, απ όπου θα με απομάκρυνε μόνον η διαδικασία του θανάτου. Η ευτυχία δεν ήταν πιθανή προοπτική. Ο κόσμος είχε προδώσει. Το μέλλον ήταν κενό· ήταν το βουνό. Ημουν, πλέον δεν ήμουν.
Ωστόσο, μέσα απ αυτό το σκοτεινό πλέγμα, ο συγγραφέας συλλαμβάνει, ίσως, το ύφος, την ποιότητα, και, πιθανώς, την «αλήθεια» ενός κόσμου ο οποίος, παρ όλες τις πομπώδεις τυμπανοκρουσίες θρησκείας, φιλοσοφίας, πολιτικής, τέχνης, πνεύματος, «πολιτισμού» γενικώς, προσπαθεί -και αγωνίζεται- να ξορκίσει το κτήνος που του κληροδότησε και εναποθήκευσε εντός του η Φύση, και που υπαγορεύει τη συμπεριφορά και τις εκδηλώσεις του. Ενα ανερμήνευτο κτήνος, όμως, που όσο περισσότερο ο οικοδεσπότης του διαπιστώνει την ύπαρξή του εντός του, το ομολογεί και το καταγράφει, θέλοντας ενδεχομένως να συμφιλιωθεί μαζί του, να το εξανθρωπίσει και να το αναβαθμίσει, τόσο αυτό αντιστέκεται, γιγαντώνεται και αποδεικνύεται ιδιαίτερα παντοδύναμο. Ετσι, το ανθρώπινο ον, ακόμη κι όταν διαπιστώνει την ήττα του στην αναμέτρηση μαζί του, τη φθορά του, τη μοιραία καταφυγή του στη διαπιστωμένη ομολογία της ύπαρξής του ως τέτοιας, δεν καταφέρνει να αξιωθεί ούτε την εξιλέωση ούτε την κατανόηση. Ετσι κι αλλιώς, η φρίκη καραδοκεί -και καγχάζει- στο τέλος του δρόμου και σε όλο το απεχθές σύμπαν τής θλιβερά επαναλαμβανόμενης, σταθερά καθοδικής καθημερινότητάς του. Ο Ντάνιελ 1, ο διασκεδαστής της ζωής, έχοντας διασχίσει με επιφανειακή, πλασματική επιτυχία, αυτή την εφιαλτική ζωή, την οποία, υπό ευρεία έννοια, επαναλαμβάνουν οι κλώνοι του, προσβλέποντας στην έλευση κάποιων ιδανικών, ανώτερων πλασμάτων, των Μελλόντων, μια φυλή υπεράνθρωπων που θα εγκαθιδρύσουν τον επί της Γης φανταστικό παράδεισο, έχοντας χάσει τις δύο γυναίκες της μάταιης ζωής του, την Εστερ και την Ιζαμπελ, που μόνο η «διείσδυση» εντός τους έμοιαζε να τις ενώνει μαζί του, δεν είναι πλέον σε θέση να καγχάζει, να σαρκάζει και να συμπεριφέρεται γενικώς με υπεροπτική αλαζονεία. Τώρα στέκεται μπροστά στο καθημαγμένο πρόσωπο της ζωής του, μάρτυρας και θεατής της τραγικής του κωμωδίας, στην οποία είναι ο μόνος «πρωταγωνιστής», που πιθανώς να είναι «Θεία», κατά τον Δάντη, και το μόνο που είναι σε θέση να κάνει, είναι να θρηνεί την απώλεια ενός σκύλου, στα μάτια του οποίου έβλεπε την ανιδιοτελή προσφορά, το βάθος της ζωής, που του ήταν αδύνατο να δει στα μάτια των παρακμιακών συνανθρώπων του. Το μέλλον του, όπως ήδη προειπώθηκε, είναι προδιαγεγραμμένο: Πρέπει να βιώσει την ερημιά του, έρημος σ ένα έρημο, άγονο τοπίο, μπροστά σε μια έρημη θάλασσα.
Αυτή η ερημιά, όμως, αυτό το «παγωμένο» αύριο που ξετυλίγεται ως εφιαλτικό όραμα μπροστά του, και που το βιώνει ο μελλοντικός του κλώνος Ντάνιελ 25, δεν είναι παρά μια συμβολική προέκταση της άνυδρης, αμοραλιστικής, σημερινής πραγματικότητας. Ο συγγραφέας το εικονογραφεί με τις προδιαγραφές και τα υλικά της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας - και είναι ιδιαίτερα τρομακτικό. Από τον «ευφυή» άνθρωπο δεν έχουν απομείνει παρά μόνον ομάδες εξαθλιωμένων αγρίων, που περιφέρονται σε αγέλες εδώ κι εκεί. Υπάρχει μια Κεντρική Πολιτεία οικοδομημένη από τους Νεοανθρώπους, την οποία έχουν δημιουργήσει οι Επτά Ιδρυτές. Στην κορυφή της κυριαρχεί η Υπατη Αδελφή - μια υποσυνείδητη επιστροφή στη μητριαρχία; Ισως. Η επαφή μεταξύ των Νεοανθρώπων δεν υφίσταται, ως εκ τούτου έχουν εκλείψει ο πόθος, ο έρωτας, η αγάπη και η συνεύρεση. Ο Ντάνιελ του μέλλοντος, πολύ φυσικά, αναρωτιέται: Δεν είχα ακόμη καταλάβει απολύτως τι εννοούσαν οι άνθρωποι με τη λέξη «αγάπη». Αυτή η αποξήρανση του ανθρώπινου τοπίου δίνεται, και αυτή συμβολικά, με την αποξήρανση της Μεσογείου και περίπου όλης της Γης. Και σ αυτό το φρυγμένο τοπίο ο μελλοντικός Ντάνιελ, όπως και ο πρόγονός του, περιπλανιέται αναζητώντας ένα νόημα ύπαρξης που μοιάζει να μην υπάρχει: Πλέον ήμουν μόνος.
Η νύχτα έπεφτε στη λίμνη και η μοναξιά μου ήταν οριστική. Πολυβραβευμένος, προκλητικός, θορυβώδης, προσβλητικός, βλάσφημος, ο Μισέλ Ουελμπέκ (Νησί Ρεϊνιόν, Ινδικός Ωκεανός, 1958), με τις αρνητικές περί του Ισλάμ απόψεις του, όπως τις εξέφρασε στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, «Πλατφόρμα», το τρομερό παιδί των σύγχρονων γαλλικών γραμμάτων, που εξύβρισε τα μέλη της απονομής του βραβείου Γκονκούρ επειδή δεν του το απένειμαν και που δικαιωματικά του ανήκε, όπως ισχυρίστηκε μέσα από την ιστοσελίδα του, καταθέτει τους οραματισμούς, τους εφιάλτες και τις εμμονές του, ταράζοντας για μία ακόμη φορά τα νερά με τις αιρετικές απόψεις του. Αρνούμενος ακόμη και το γέλιο των συνανθρώπων του, «αυτή τη φρικτή παραμόρφωση του προσώπου», και με δηλώσεις του τύπου «Μισώ τους φτωχούς», «Οι Παλαιστίνιοι είναι γελοίοι», «Ας ρίξουμε με αλεξίπτωτα μίνι φούστες στην Παλαιστίνη», «Οι Αραβες είναι τα σκουλήκια του Αλλάχ» ή «Τη χώρα λυμαίνονταν καθάρματα τόσο σημαντικά, όπως ο Σελίν, ο Σαρτρ ή ο Ζενέ», προκαλεί και διχάζει. Μπορεί όλη αυτή η συμπεριφορά να εκφράζει και τον άνθρωπο και τον συγγραφέα Ουελμπέκ.
Μπορεί, όμως, να είναι και πόζα προκειμένου να προκαλέσει. Ετσι κι αλλιώς, το επιτυγχάνει. Οι δηλωμένοι εχθροί του τον απορρίπτουν, οι ένθερμοι φίλοι του τον χειροκροτούν. Ο ψύχραιμος αναγνώστης, ωστόσο, θα αποφασίσει σε ποιο από τα δύο στρατόπεδα θα προσχωρήσει.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/03/2007
Κριτική:
Η ΧΑΜΕΝΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του είναι η Δυνατότητα ενός νησιού (Εστία), μια μελλοντολογική μυθιστορία επιστημονικής φαντασίας. Ένα βιβλίο που ριζώνει στις αφηγήσεις του ψυχωτικού Λάβκραφτ, σε σκοτεινές μεσαιωνικές ιστορίες, στα «περιβάλλοντα» του Γιόζεφ Μπόις στον Φρανκεστάιν , στον Χ.Τζ. Γουέλς, ακόμη και σε έναν καρτουνίστικο Ιούλιο Βερν. Είναι αδιανόητο να βάλεις σε περίληψη την ιστορία του Ντάνιελ1 έως τον Ντάνιελ25, τους τελευταίους ανθρώπους και τους κλώνους τους, που είναι άφυλοι και αθάνατοι. Ο πλανήτης μας βρίσκεται στο απώτατο μέλλον, καθώς ο Ντάνιελ1, ο γελωτοποιός ήρωας, μας αφήνει την αναφορά του για έναν πολιτισμό που εγκατέλειψε την αγάπη και υπέκυψε σε απαθή κλωνοειδή. Κατά βάθος η «δυνατότητα ενός νησιού» είναι η χαμένη δυνατότητα της ανθρωπότητας, όπως την οραματίστηκε ο νεοπροφήτης Μισέλ Ουελμπέκ. Μια θλιμμένη, χαοτική και διαβρωτική μυθιστορία. Ένα μυθιστόρημα που, μαζί με τα προηγούμενα, δημιουργεί έναν κόσμο που εξελίσσεται ή μάλλον που αποσυντίθεται. Η κατάρρευση κάθε αξίας και ελπίδας, η προφητική δύναμη και ενόραση του συγγραφέα, η αντι-φιλοσοφική του διάθεση, η απαξίωση των παλιών λογοτεχνικώ0ν μοντέλων, μεταλλάσσουν τον συγγραφέα Ουελμπέκ σε λογοτεχνικό κλώνο των δικών του αφηγήσεων.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου