Βιογραφικό Δημήτρης Ψαθάς Γεννήθηκε στη Τραπεζούντα του Πόντου το 1907 κι ήρθε στην Αθήνα το1923 κι αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη συγγραφή κωμωδιών, που παίχτηκαν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς και μερικές απ' αυτές καταρρίψανε ρεκόρ παραστάσεων: "Το Στραβόξυλο", "Ο Εαυτούλης Μου", "Μαντάμ Σουσού", "Ζητείται Ψεύτης", "Ένας Βλάκας Και Μισός", "Η Χαρτοπαίχτρα", "Ο Αχόρταγος" και πολλές άλλες. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του κι από το 1925 εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά όπως: Ελεύθερο Βήμα, Αθηναϊκά Νέα,Ελευθεροτυπία, Ταχυδρόμος και χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους του χρονογραφήματος. (Ο Νίκος Δήμου ισχυρίζεται πως ήταν ο ...δολοφόνος του κι επικαλείται μερικά πράματα, που ίσως να 'ναι σωστά, ίσως πάλι κι όχι). Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937, με την έκδοση της συλλογής ευθυμογραφημάτων "Η Θέμις Έχει Κέφια". Ακολούθησαν πολλά ανάλογα έργα, όλα στο χώρο της σατιρικής ευθυμογραφίας, με κορυφαία τη "Μαντάμ Σουσού" 1940.Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1940 με την κωμωδία "Το Στραβόξυλο", που ανέβηκε από το θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου και γνώρισε μεγάλην επιτυχία. Ακολούθησαν έργα όπως: "Φον Δημητράκης", "Μικροί Φαρισαίοι", "Ένας Βλάκας Και Μισός", "Η Χαρτοπαίχτρα", "Ξύπνα Βασίλη", που γνώρισαν επιτυχία στη σκηνή και πολλά μεταφερθήκανε στον κινηματογράφο μ' ανάλογην επιτυχία. Τη δραματική περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, περιέγραψε με το δικό του τρόπο στα βιβλία του "Χειμώνας Του '41" 1945, "Αντίσταση" 1945 και "Χιούμορ Μιας Εποχής" 1946. Ταξίδεψε σε Γαλλία, Αγγλία, Αμερική, Τουρκία, Αίγυπτοκαι περιέλαβε τις εντυπώσεις του στα βιβλία "Κάτω Από Τους Ουρανοξύστες" 1950, "Στη Χώρα Των Μυλόρδων" 1951 και "Παρίσι, Σταμπούλ & 'Αλλα Εύθυμα Ταξίδια"1951, που συνδυάζουν δημοσιογραφικά κι ευθυμογραφικά στοιχεία με κοινωνικά και πολιτικά σχόλια. Εξέδωσεν επίσης κι ένα ιστορικό χρονικό από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του ελληνισμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, με τίτλο "Γη Του Πόντου" το 1966. Πέθανε στις 13 Νοέμβρη 1979, στην Αθήνα, σ' ηλικία 72 ετών. -------------------------------------------------------------------------------------------- Η Νίτσα Έχει Κέφια Αλλά στα κέντρα, στους δημοσίους χορούς έγινε το πραγματικό ξεφάντωμα. Οπωσδήποτε προτού εμφανισθή το κέφι έρχεται το γκαρσόνι. Ο επί κεφαλής της συντροφιάς ωχριά ελαφρώς, ρίχνει λοξές ματιές εις τον κατάλογον, μετρά νοερώς τα μέλη της οικογενείας του, ψιθυρίζει ένα μασσημένον "τι θα πάρετε" κι απαντά ο ίδιος: -"Μια μποτίλια κρασί". -"Μάλιστα. Τίποτε άλλο"; -"Λίγα φρούτα". Το γκαρσόνι φεύγει συνωφρυωμένον σαν να πηγαίνη να συντάξη υπόμνημα περί μη επεμβάσεως εις την Ισπανίαν και πλησιάζει στα άλλα τραπεζάκια, όπου το αντικρύζουν με δυσθυμίαν παρόμοιες παρέες. Επάνω, τα φώτα προσπαθούν να κάνουν παν το δυνατόν για να δώσουν υποβλητικό τόνον εις την αίθουσαν, ενώ κάτω κάποιος θαρραλέος οργιαστής κάνει ο άθλιος χειρονομίαν απονενοημένην. Πετά μια σερπαντίνα που διαγράφει κύκλον στον αέρα και αποσπά την γενικήν προσοχήν. Ο πάτερ φαμίλιας την παρακολουθεί με ανήσυχον βλέμμα να κατευθύνεται προς την κόρη του και την βλέπει με φρίκην να πέφτη ακριβώς επάνω στα αλάβαστρα των ώμων του θελκτικού βλαστού του, που ερωτά αν πρέπει να απαντήση επίσης διά σερπαντίνας. -"Φρόνιμα, Νίτσα"! -"Μα μπαμπά..." -"Καν' το κορόιδο"! Και συγχρόνως πιάνει μετά βδελυγμίας την σερπαντίνα από τους ώμους του θελκτικού βλαστού και την πετά μακρυά. Η αγαθή σύζυγος, τον πληθωρισμόν της οποίας προσπαθεί να περιορίσει ο κορσές, όπως οι αστυφύλακες πολυπληθή διαδήλωσιν, που ξεχύνεται εν τούτοις εδώ κι εκεί παρά την αυστηράν επιτήρησιν, επισκοπεί τα πέριξ διά μακρών και βγάζει εν τέλει το συμπέρασμα ότι καλλίτερα θα ήταν να... εξέδραμε η οικογένεια σε κανένα θέατρον. Αλλά, επί τέλους, ακούονται οι ήχοι της μουσικής. Σβύνουν τα μισά φώτα και η ατμόσφαιρα γεμίζει από γλυκό βύσσινο που προσκαλεί τα ζεύγη σ' ένα σπαρακτικό ταγκό της μόδας, το οποίον τραγουδεί με θρηνώδη φωνήν εσχάτης απογνώσεως ο "ντιζέρ" του κέντρου: Σκότωσέ με! Τρύπησέ με! Παρ' ένα μπαλντά και κλάδεψέ με, γλυκά... Βγαλ' τα μάτια μου, κόψ' την μύτη μου κι ύστερα απ' αυτά κάτσε και κλάψε με πικρά... Το ταγκό αυτό προκαλεί βαθειάν εντύπωσιν στους θαμώνας. Ο τολμηρότερος, νεαρός κατά κανόνα, σηκώνεται, υποκλίνεται με άκραν σοβαρότητα μπροστά σε μια ντάμα και προχωρεί με βήμα σταθερό προς τη πίστα, αδιαφορών για τα άπειρα βλέμματα που έχουν καρφωθή επάνω του. Μερικοί παίρνουν θάρρος και ακολουθούν με αυταπάρνηση το παράδειγμά του. Σιγά-σιγά ακολουθούν και άλλα ζεύγη. Η πίστα γεμίζει. Αλλά επάνω από τα χορεύοντα ζευγάρια πλανάται το φάσμα της πιο μαύρης μελαγχολίας. Οι καβαλλιέροι έχουν το ύφος βασανισμένων ανθρώπων που ετρύγησαν όλες τις πικρίες του κόσμου κι ήλθαν να υποβληθούν στην εσχάτην και χειροτέραν θυσίαν. Οι ντάμες είνε τραγικές. Ρεμβώδεις άλλες, κρέμονται από τα μπράτσα των χορευτών με το μαρτυρικόν ύφος της Μαρίας Στούαρτ που οδηγείται εις το ικρίωμα κι άλλες με το ύφος μοιραίων θηλέων που εβαρέθηκαν πλέον να σκορπίζουν ολόγυρά τους τον όλεθρον. Χορός; Δοκιμασία είναι μάλλον που τελειώνει, ευτυχώς, γρήγορα, μαζί με το τραγούδι του "ντιζέρ" που αφού ελιάνισε την εκλεκτήν του κι ύστερα της έκλαψε πικρώς, αποσύρεται σε μίαν γωνίαν βαθύτατα σκεπτικός, σαν βαρυπενθών που μόλις συνήλθε εκ της πληξάσης αυτόν συμφοράς. Τα ζευγάρια επιστρέφουν με ένα "ουφ" ανακουφίσεως και κάθονται κατάκοπα στα τραπεζάκια τους, όπως ακριβώς οι αγρόται που γυρίζουν το βράδυ από τον τρύγο τσακισμένοι. Αλλά η νεαρά είναι άκρως συγκινημένη. Παίρνει το ποτηράκι του κρασιού με την άκρη των δακτύλων και το ακουμπά στα χείλη. Την κίνησίν της μιμούνται μηχανικώς και τα άλλα μέλη της οικογενειακής συναθροίσεως. Η νεαρά κυττά ολόγυρα, περιφέρει τα βλέμματά της απ' άκρου εις άκρον της σάλας, ύστερα δεν έχει πια τίποτε να κάνη και ξαναπαίρνει το ποτήρι. Οπότε συνοφρυούται ο μπαμπάς: -"Νίτσα!..." -"Τι είναι μπαμπά!; -"'Ασε κάτω το ποτήρι"! -"Μα γιατί, μπαμπά"; -"Θα μεθύσης"! Και συγχρόνως το βλέμμα του πάτερ φαμίλια πέφτει με τρόμον στο μπουκάλι που έχει φτάσει στα μισά. Η αγαθή συμβία και μήτηρ αρχίζει να κινά τα σιαγόνια της ως πρόλογον ενός πανηγυρικού χασμουρητού που θ' άνοιγε τις μασέλες της μέχρι ξεσαγωνιάσματος, αλλά ένα τρομερό βλέμμα της νεαράς το πνίγει εν τη γενέσει του.Κι η δυστυχής γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβη πώς μπορεί να γίνει γλέντι εις ένα κέντρον, όπου απαγορεύεται και το χασμουρητό ακόμη! Αλλά εκείνη την στιγμήν συμβαίνει κάτι έκτακτον στην σάλα. Κάποιος θρασύς νέος παίρνει από το πανεράκι ενός μικρού τα αυγά και τα πετά σε μια παρέαν. Μια θρασυτέρα κυρία της παρέας αυτής παίρνει άλλο αυγό και πετά στον πετάξαντα. Εμβρόντητοι όλοι οι θαμώνες κοιτούν το θέαμα. Ο πάτερ φαμίλιας σκύβει και ρωτά πόσο κάνει ένα αυγό και δαγκώνει τα χείλια του όταν πληροφορείται ότι στοιχίζει τρεις δραχμές. Καθώς βλέπει δε εν συνεχεία τ' αυγά να διασταυρώνωνται μεταξύ των δύο τραπεζιών, κάνει ασυναισθήτως τον λογαριασμό:"Έξη! Δώδεκα, δεκαπέντε! Δεκαοκτώ, είκοσι μία... Τριάντα, τριάντα τρεις, τριάντα έξη!... Σαράντα πέντε, πω, πω λεφτά πεταμένα!..." Αλλά οι δύο πολεμισταί εξαφνικά καταλαμβάνονται από σύνεσιν, καταθέτουν τα όπλα, πληρώνουν με υπολείμματα μειδιάματος τα σπασμένα του στιγμιαίου παραλογισμού και σταυρώνουν φρονίμως τα χέρια. Πάει κι αυτό!... Επί τέλους! Οι μουσικοί σηκώνονται, χύνεται νέον σιρόπι στην ατμόσφαιραν, ήχοι γεμίζουν την αίθουσαν, σηκώνονται τα ζεύγη και αρχίζει γλυκύ λίκνισμα νέου σπαρακτικώτερου ταγκό. Ο "ντιζέρ" αυτή τη φορά είναι άγριος και απειλητικός, χειρονομεί, αφρίζει, λυσσά, ορύεται: Θα σ' εκδικηθώ όπου και νάσαι θα σε μαχαιρώσω ενώ κοιμάσαι. Στον λάρυγγα θα στο βυθίσω το μαχαίρι! Θα σου κόψω με μανία τόνα χέρι! Θα σ' εκδικηθώ μα το σταυρό!... Ρίγος φρίκης διατρέχει τα σώματα των θηλέων που μαζεύονται επάνω στους καβαλιέρους των από ένστικτον αυτοσυντηρήσεως, ενώ ο πάτερ φαμίλιας κάνει ασυναισθήτως κίνησιν προς την πισινή τσέπη, γιατί ο τρυφερός βλαστός του είναι εκτεθειμένος εις την μανίαν του λυσσώντος τραγουδιστού. Τέλος ο κίνδυνος παρέρχεται και τα ζευγάρια ηρεμούν. Η ορχήστρα θρηνεί, τα γοβάκια σέρνονται στην πίστα, τα ματάκια λιγώνουν, ένα ζευγάρι στάζει ζάχαριν και ερωτοτροπεί: -"Πώς νυστάζω..." -"Κι εγώ!" -"Κι είμαι από γρίππη μάλιστα". -"Κι εγώ πήρα βεντούζες χθες". Οι γεροντότεροι βλέπουν το τρυφερό ζεύγος και στενάζουν. Νεότης! Νεότης! ------------------------------------------------------------------------------------------- Το Πιο Πολύτιμο Δώρο Μια φορά κι ένα καιρό, στα βάθη της Ανατολής ζούσε ένας άνθρωπος ξύπνιος αλλά και τυχερός, που την περνούσε όμως άσχημα -καθότι φουκαράς- και σκεφτόταν τι να κάνει, για να λύσει το πρόβλημά του. Πολύ βασάνισε το μυαλό του, και στο τέλος αποφάσισε ν' αναφερθεί στον πολυχρονεμένο Πατισάχ, για να ζητήσει την προστασία και βοήθειά του. Κάποιο δώρο όμως έπρεπε απαραιτήτως να του πάει, κι αυτό βέβαια, ήταν ένα πρόβλημα μεγάλο. Γιατί τι μπορούσε να προσφέρει ένας φουκαράς στον πολυχρονεμένο Πατισάχ, που ζούσε μέσα στα μυθικά παλάτια, στα χρυσάφια και στα πλούτη; Τι θα μπορούσε να μην έχει ο παντοδύναμος αφέντης, ώστε να τον εντυπωσιάσει και να τον ευχαριστήσει με το δώρο του; Ρώτησε από εδώ, ρώτησε από κει, έφαγε τον κόσμο, και στο τέλος βρέθηκε κάποιος, που του είπε: -"Ξέρεις τι δεν έχει ο Πατισάχ"; -"Τι δεν έχει"; -"Κρεμμύδια, άνθρωπέ μου". -"Κρεμμύδια δεν έχει ο πολυχρονεμένος μας αφέντης"; -"Ούτε έχει ούτε και τα ξέρει. Γιατί οι παλατιανοί του δεν τα καταδέχονται και δεν τα βάζουν στο παλάτι". Χωρίς άλλες συζητήσεις, φορτώνει ένα κάρο κρεμμύδια ο ερίφης και τραβά για την Πόλη. Ταξιδεύει μέρες και μέρες, και φτάνει επιτέλους στo παλάτι. Παρουσιάζεται στο Σουλτάνο, κάνει δέκα τεμενάδες, κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει: -"Πολυχρονεμένε Πατισάχ κι αφέντη της ζωής μου, άστρο του μιλετιού και του βιλαετιού, βαλαά, μπιλαά, σου έφερα ένα δώρο, που ούτε το είδες ποτέ σου ούτε το ξέρεις. Να το μαγειρέψεις και να το φας, βιλαΐ, μπιλαΐ, και θα σχωρνάς τα πεθαμένα μου"! Ρουφά το ναργιλέ του ο Πατισάχ, χαϊδεύει τα μακριά του γένια και ρωτά: -"Τι είναι, ορέ; Τι δώρο είναι αυτό; Και πώς το λένε"; -"Κρεμμύδια, Πατισάχ"! -"Και τι θα πει αυτό"; -"Φάε και θα το δεις". Διατάζει ο Πατισάχ να μαγειρέψουν τα κρεμμύδια, τα τρώει και τρελαίνεται. -"Αμάν!" μουγκρίζει. Και μασουλά. "Βάι, βάι, βάι!..." Και καταπίνει. "Αλλάχ, Αλλάχ, τί γλύκα είναι αυτή!..." Και τρώει αχόρταγα, ευχαριστιέται, χαϊδεύει την κοιλιά του και διατάζει: "Πάρτε από το κάρρο του ανθρώπου όλα τα κρεμμύδια, γεμίστε το με χρυσάφι, για ρεγάλο κι ας πάει πίσω στο χωριό του, στην ευχή του Αλλάχ". Φορτωμένος με το χρυσάφι και τρισευτυχισμένος, γυρίζει στο χωριό του ο τυχερός και χοροπηδά απ' τη χαρά του. Τον βλέπει ο αδελφός του -ο άτυχος- αναστατώνεται κι αρχίζει ν' αναρωτιέται μήπως ο πολύχρονεμένος Πατισάχ, που δεν ήξερε τα κρεμμύδια, δεν ξέρει και τα... σκόρδα. Χωρίς πολλές κουβέντες -για να μη χάνει πολύτιμο καιρό- φορτώνει στα κρυφά ένα κάρρο σκόρδα, φτάνει στην Πόλη, παρουσιάζεται στον πολυχρονεμένο Πατισάχ, κάνει είκοσι τεμενάδες, κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει για τα σκόρδα του όσα είπε ο αδελφός του για τα κρεμμύδια. Το πολυχρονεμένο άστρο του βιλαετιού -κι αφέντης του μιλετιού- δε δείχνει καθόλου αδιαφορία, παρά δοκιμάζει ένα σκόρδο και τρελαίνεται. -"Αμάν, αμάν!" φωνάζει. "Τ' είναι τούτο;!". Τρώει κι άλλο... "Βάι, βάι, βάι!" μουγκρίζει. Τρώει και τρίτο και τα χάνει απ' τη νοστιμάδα. "Μωρέ τούτο δώ καψουρίζει λιγάκι και φέρνει μεγάλη χαρά στο στόμα και στο στομάχι. Μα το μεγάλο Γιαραμπή, τέτοιο νόστιμο πράμα δεν έφαγα ποτέ". Κι ενθουσιασμένος γυρίζει στους ανθρώπους του: "Πώς να τον ανταμείψω τούτον τον ευλογημένο;" λέει. "Τι να του δώσω; Μα τον Αλλάχ, θα του δώσω ό,τι πιο ακριβό έχω μέσα στο παλάτι μου. Πάρτε του γρήγορα όλα τα σκόρδα και φορτώστε στο κάρρο του το πιο πολύτιμο πράμα του παλατιού μου, τα... κρεμμύδια"! |
Μάθηση χωρίς σκέψη είναι χαμένος κόπος. Σκέψη χωρίς μάθηση είναι κίνδυνος. Κομφούκιος*
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου