ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

28 Δεκεμβρίου 2011

Περί δημιουργικής γραφής και άλλων δαιμονίων…


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ  http://www.bookpress.gr/stiles/sintaktikon/creative-writing-and-other-demons 
E-mailΕκτύπωση
karl_marx_writing_needs_marxismΤου Κώστα Κατσουλάρη
Εδώ και περίπου δύο μήνες «τρέχει» η τελευταία δημοσκόπηση στο bookpress.gr (βλ. αριστερά κάτω στην πρώτη σελίδα του ιστότοπου) αναφορικά με την άποψη που έχουν οι αναγνώστες μας για τα σεμινάρια/εργαστήρια δημιουργικής γραφής. H εικόνα παραμένει εντυπωσιακά απαράλλαχτη: Από την πρώτη κιόλας μέρα ισοψηφούν οι δύο από τις συνολικά επτά απαντήσεις, καταλαμβάνοντας εναλλάξ την πρώτη θέση, χωρίς ποτέ κάποια εκ των δύο να παίρνει σημαντικό προβάδισμα*... 
Η πρώτη απάντηση εκφράζει το μεγάλο ρεύμα της καχυποψίας ή άρνησης απέναντι σε τέτοιου είδους διδασκαλίες: «Τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής δεν ωφελούν σε τίποτε – η λογοτεχνική γραφήδεν διδάσκεται». Ενδιαφέρον θα είχε πάντως να γνωρίζαμε πόσοι από τους επισκέπτες του ιστότοπού μας που «τσέκαραν» τη συγκεκριμένη απάντηση έχουν συμμετάσχει σε τέτοια σεμινάρια/εργαστήρια. (Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε βέβαια να βλέπαμε σε ποιο πλαίσιο συμμετείχαν και με ποιους διδάσκοντες.)
Η δεύτερη απάντηση, σαφώς πιο διαλεκτική, επιχειρεί μια μετάθεση: «Εξαρτάται από το δάσκαλο», λέει. «Ο καλός δάσκαλος μπορεί να εμπνεύσει». Όσοι «υπογράφουν» αυτή την απάντηση στην ουσία αποδέχονται τη μετατόπιση του ερωτήματος από τη φύση της σπουδής (λογοτεχνική γραφή κι αν αυτή διδάσκεται) στην επάρκεια του δασκάλου. Μήπως αυτό μας λέει κάτι για τη φύση του «αντικειμένου»;
dimoskopisiΕπίσης, δεν πρέπει να μας διαφύγει πόσο δημοφιλής είναι η τρίτη απάντηση: «Τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής κάνουν τους συμμετέχοντες καλύτερους… αναγνώστες». Σίγουρα μια άποψη που εκφράζει κάτι περισσότερο από διάθεση ανατρεπτικού χιούμορ.Readers don’t need to write, but writers do need to read.
Τι ξέρουμε για τη λογοτεχνική γραφή;
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιστημολόγος για να κατανοήσει ότι όσο πιο στέρεο είναι το corpus ενός γνωστικού αντικειμένου τόσο πιο εύκολα ελέγχεται η επάρκεια εκείνου που το διδάσκει – καθώς και το αποτέλεσμα της μαθησιακής διδασκαλίας. Για παράδειγμα, έπειτα από ένα σεμινάριο μαθηματικών είναι σχετικά απλό να ελέγξεις τη βελτίωση του επιπέδου των μαθητών από την περιπλοκότητα και τη δυσκολία των ασκήσεων που είναι σε θέση να λύσουν. Τα αποτελέσματα είναι λίγο πολύ μετρήσιμα, εξού και κανείς δεν θα διανοούταν να ισχυριστεί ότι «τα σεμινάρια μαθηματικών δεν ωφελούν σε τίποτε – τα μαθηματικά δεν διδάσκονται». Ομοίως, λιγότερο σοβαρή θα ηχούσε σε αυτή την περίπτωση η δήλωση «εξαρτάται από τον δάσκαλο». Είναι όμως η αδυναμία επιστημονικής συγκρότησης ενός γνωστικού αντικειμένου επαρκής λόγος ώστε η διδαχή του να θεωρείται άσκοπη, άχρηστη, ενίοτε –από ορισμένους σφοδρούς επικριτές της- ακόμη κι επιβλαβής;
Υπάρχει πράγματι σοβαρό επιστημολογικό κενό στον ορισμό της λογοτεχνίας, καθώς και στον ορισμό του «σώματος» των κειμένων που θα αποτελούσαν το γνωστικό corpus της. Ακόμη και σήμερα, έπειτα από έναν αιώνα Κριτικής και Θεωρίας, δεν είμαστε σε θέση να πούμε με αντικειμενικό τρόπο πότε ένα κείμενο είναι λογοτεχνικό, πότε ένα άλλο δεν είναι και για ποιους λόγους. Κείμενα που χθες θεωρούνταν εκτός λογοτεχνικού νυμφώνα (βλ. τα αστυνομικά μυθιστορήματα), σήμερα αποτελούν πολύφερνες νύφες διεκδικώντας ρόλο Πρώτης Κυρίας. Αν έλεγες σε κάποιον σαν τον Τζέιμς Τζόις ή τον Στρατή Τσίρκα ότι η Αγκάθα Κρίστι κάνει την ίδια δουλειά με εκείνους θα σε περιγελούσαν, αν δεν προσβάλλονταν κιόλας. Σήμερα, επιτρέπουμε στον εαυτό μας –καλώς ή κακώς– να μιλάμε για τους τρεις αυτούς δημιουργούς χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα. Θεωρούμε ότι όλοι τους, με τις όποιες διαφορές τους, δεν είναι παρά «συγγραφείς». Γενικότερα, η αδυναμία των ενασχολούμενων με τη λογοτεχνία να ορίσουν το αντικείμενό τους (αδυναμία αντικειμενική, κατά την άποψή μας, ουδένας ψόγος) έχει ως αποτέλεσμα γύρω από το σώμα (καμιά φορά και το πτώμα) της λογοτεχνίας να ερίζουν κάθε λογής γραφιάδες: από τους συγγραφείς τυποποιημένων θρίλερ και μυθιστορημάτων αγωνίας μέχρι τις θεραπαινίδες της ροζ λογοτεχνίας. (Με την ευκαιρία, να διευκρινίσουμε ότι η μομφή «ροζ» ή «γαλάζια» λογοτεχνία δεν αφορά το αναγνωστικό κοινό στο οποίο προνομιακά απευθύνονται, αλλά τη στερεοτυπική αντίληψη για τις έμφυλες σχέσεις που είναι η πλέον σημαντική κοινή συνιστώσα αυτόν των αφηγημάτων).
Text-Reading-explosionΚακό γράψιμο; Τι ν’ αυτό;
Ακόμη πιο περίπλοκα γίνονται τα πράγματα αν βάλουμε στο τραπέζι το ζήτημα της αξιολόγησης. Πώς να διδάξεις ένα αντικείμενο (τη λογοτεχνική γραφή, εν προκειμένω) χωρίς να διαθέτεις ένα επαρκές και ξεκάθαρο σύστημα αξιολόγησης; Σε ποια βάση θα στηθεί ένα «μάθημα» δημιουργικής γραφής όταν όλα όσα έχεις να διδάξειςσχετικοποιούνται (αν δεν ακυρώνονται, κιόλας, στα μάτια ορισμένων), από τις λίστες των ευπώλητων, από την αλήθεια της Αγοράς;
Προσωπική μαρτυρία (σίγουρα όχι μόνο δική μου): Όλα όσα έχω να προτείνω σε επίπεδο εκφραστικό, στο επίπεδο της γλώσσας και της σύνταξης (π.χ. για την αποφυγή αλόγιστης χρήσης επιθέτων και επιρρημάτων, «έτοιμων» εκφράσεων, άσκοπων λυρικών εξάρσεων, ουσιαστικοποίησης εννοιών [«η αλήθεια μου αισθάνεται πονοκέφαλο», «η ομορφιά ήταν τώρα ένας φυγάς της ψυχής»], επανάληψης της ίδιας πληροφορίας με πολλαπλούς τρόπους [της φλυαρίας, δηλαδή]), αλλά και σε επίπεδο επεξεργασίας των χαρακτήρων (αποφυγή «απόλυτων κακών» ή «απόλυτων καλών», χαρακτήρων που μοιάζουν υπερβολικά μεταξύ τους, χαρακτήρων που είναι άψυχα σκεύη ιδεών, ιδεότυπων, που εξυπηρετούν στερεότυπα, χωρίς τόλμη κι εμβάθυνση στις αντιφάσεις και τη ρευστότητα της ανθρώπινης συνθήκης), όλα όσα για μένα συνιστούν το «κακό γράψιμο», τα βρίσκω όλα, και μάλιστα σε δόσεις επικίνδυνες για την αισθητική υγεία, όχι μόνο στα περισσότερα από τα ευπώλητα μυθιστορήματα, σε ροζ ή γαλάζιες συγγραφικές ελαφρότητες, τα βρίσκω ακόμη και στο γράψιμο συγγραφέων με περγαμηνές, σε μυθιστορήματα με… συστάσεις. Πώς να αντιπαλέψεις τις προκαταλήψεις και τις αδυναμίες του ίδιου του λογοτεχνικού πεδίου; Ώστε να έχεις το θράσος να «σπρώξεις» κι άλλους –συχνά ανυποψίαστους– σ’ αυτή την ανοίκεια οικία;
Tex-ReadingΟικείοι μύθοι
Σε αυτές τις δυσκολίες, που δεν είναι πρωτόγνωρες –αντίθετα, χαρακτηρίζουν κι άλλους τομείς των επιστημών του ανθρώπου–, προστίθενται και ορισμένοι μύθοι που απαντούν συχνότερα στους περί τη λογοτεχνία τυρβάζοντες. Ο επικρατέστερος από αυτούς συνδέει την ικανότητα του «γράφειν» με μια ιδιαίτερη σχέση του «ταλαντούχου» συγγραφέα με τις Μούσες (οι οποίες κατά περίπτωση μπορούν να ονομαστούν «μύχια της ανθρώπινης ψυχής»), αν όχι με κάποια ιδιαίτερη κλίση του στη ζώσα επαφή με τις δυνάμεις του επέκεινα. Ο μύθος αυτός –που όπως όλοι οι μύθοι, δεν στερείται αλήθειας– στην πιο ακραία του εκδοχή αποσυνδέει πλήρως τη διδαχή της γραφής από την ανάγνωση, με τραγελαφικά συχνά αποτελέσματα. Πρότυπο αυτής της «σχολής» είναι ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ο οποίος καίτοι «αγράμματος» κατάφερε να εκφράσει τα «μύχια» πάθη της ελληνικής ψυχής...
(Είναι άραγε άσχετο το γεγονός ότι ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό εκείνων που συρρέουν στα σεμινάρια/εργαστήρια δημιουργικής γραφής έχουν από μικρή έως μηδαμινή σχέση με την ανάγνωση λογοτεχνίας; Δύσκολα μπορεί κανείς να μεταδώσει την αμηχανία που αισθάνεται ο εμψυχωτής αυτού του έτσι-κι-αλλιώς-φευγαλέου αντικειμένου όταν στην ερώτηση «εσείς, ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία» εισπράττει ως απάντηση τον τίτλο κάποιας… ταινίας.)
Όπως υπαινίχτηκα παραπάνω, πολλά από τα επιστημολογικά προβλήματα της λογοτεχνικής γραφής (κι άρα της συγκρότησής της ως «μάθημα») είναι κοινά με άλλα πεδία επιστημών του ανθρώπου ή των τεχνών. Άραγε η Φιλοσοφία «διδάσκεται»; (όχι η ιστορία της, αλλά η ίδια καθαυτήν;) Η μουσική «διδάσκεται»; (όχι το πεντάγραμμο, αυτό δεν είναι παρά μια «γλώσσα», αλλά η ίδια η μουσική;)
Τι είναι λοιπόν αυτό που διδάσκεται σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής;
creative_writingΕν οίδα...
Καταρχάς, η άγνοια διδάσκεται. Είναι ίσως το μοναδικό «μάθημα» που οφείλει ένας δάσκαλος να επαναλαμβάνει διαρκώς στους μαθητές του, εφευρίσκοντας διαρκώς νέους τρόπους επιβεβαίωσης αυτής της μίας και μόνης αλήθειας. Πριν αρχίσουμε να γράφουμε, πρέπει πρώτα να ξεχάσουμε. Η διδαχή σε ό,τι έχει να κάνει με τη λογοτεχνική γραφή (αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται) έχει σε πολύ μικρό βαθμό να κάνει με την μετάδοση πληροφοριών, κόλπων, τεχνασμάτων που θα σε κάνουν καλύτερο συγγραφέα και πολύ περισσότερο με την προσπάθεια να πείσεις τους μαθητές σου να ξεχάσουν όλα όσα θεωρούν «αλήθεια τους», «γράψιμό τους», «ύφος» τους.
Κι έπειτα: Η αφηγηματολογία διδάσκεται, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ασκήσεων, μιας μαθησιακής διαδικασίας. Δηλαδή: όλα όσα έχουν να κάνουν με το πώς αρθρώνεται μια ιστορία, πώς ξεδιπλώνεται η πλοκή. Ποιος μιλάει, πώς μεταφέρονται οι πληροφορίες, ο χειρισμός των διαφορετικών φωνών αλλά και του χρόνου στις αφηγήσεις.
Εδώ ελλοχεύει ένας κίνδυνος: Η αφηγηματολογία –στην προσπάθειά της να συγκροτηθεί ως επιστημονικοφανές γνωστικό αντικείμενο– έχει γίνει στριφνή, περίπλοκη, δύσκαμπτη και δυσνόητη. Αν δεν διδαχτεί με το σωστό πνεύμα, μπορεί να μεταδώσει λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους συγγραφείς. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο ο δάσκαλος δημιουργικής γραφής να είναι ο ίδιος συγγραφέας (όσο καλύτερος, τόσο το καλύτερο). Αυτό που (πρέπει να) ενδιαφέρει τους μαθητές είναι πώς οι διάφορες θεωρητικούρες των "δομιστικών", "μεταδομιστικών" και "αναγνωστικών" θεωριών μπολιάζονται με πάθος, ενέργεια, οίστρο· πώς γίνονται πράξη, έργο – ειδάλλως, ας διαβάσουν κάνα βιβλίο…
Και βέβαια, όπως προείπα, η εκφραστική οικονομία διδάσκεται, η μελέτη χαρακτήρων διδάσκεται, η ικανότητα να βλέπεις πίσω από μια ιστορία την αρχιτεκτονική της, όλα αυτά –κι άλλα πολλά, δεν είναι ο σκοπός μου σε αυτό το σημείωμα να τα απαριθμήσω όλα–διδάσκονται. Κι όμως: ούτε όλοι είναι σε θέση να τα διδάξουν, ούτε κι όλοι σε θέση να τα διδαχτούν.
Ας μην ξεχνάμε: Ο μεγαλύτερος εχθρός της γραφής είναι τα στερεότυπα. Κάθε είδους. Ακόμη κι η «μάχη» ενάντια στα στερεότυπα μπορεί να γίνει μηχανιστική, ανέμπνευστη, βαρετή. Ας θυμηθούμε τον Χίτσκοκ, μετρ των στερεοτύπων: «Καλύτερα να ξεκινάς από μια κατάσταση κλισέ και να καταλήγεις στην πρωτοτυπία, παρά το αντίστροφο».
othersΗ περιουσία του συγγραφέα είναι ο εαυτός του
Μια συνηθισμένη παρανόηση στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, και βασική αιτία δυστοκιών σε αρκετά από αυτά, είναι ότι πολλοί από όσους τα διδάσκουν νομίζουν ότι έχουν να κάνουν με κείμενα: Τα κείμενα των συμμετεχόντων σε αυτά τα σεμινάρια. Ενώ η πραγματικότητα είναι άλλη: το υλικό των σεμιναρίων είναι οι άνθρωποι, οι ίδιοι οι συμμετέχοντες. Και το υλικό των ανθρώπων είναι οι επιθυμίες τους («Είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό των ονείρων», γράφει ο Σαίξπηρ). Τα κείμενα είναι η αφορμή για να μιλήσουμε για τους ανθρώπους· αυτοί είναι που πρέπει να αλλάξουν, να βελτιωθούν, να ξεχάσουν και να μάθουν από την αρχή. Κείμενα (ξανα)έρχονται στην πορεία.
Συνοψίζοντας: Το δυσκολότερο εμπόδιο που έχει να ξεπεράσει ο δάσκαλος δημιουργικής γραφής είναι να αποκρυπτογραφήσει το «αίτημα» πίσω από την παρουσία ενός μαθητή ή μιας μαθήτριας σ’ ένα σεμινάριο – την επιθυμία του, δηλαδή. Το σημαίνον είναι για όλους κοινό, στην περίπτωσή μας «λογοτεχνία». Τα σημαινόμενα όμως είναι πολλά και ποικίλα, κι ο δάσκαλος πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει αυτιά να ακούει και κατά δεύτερον μύτη να μυρίζει. Αν διαθέτει αυτά τα «χαρίσματα», θα είναι σίγουρα και καλός αναγνώστης. Δεξιότητα –δεν χρειάζεται επεξήγηση– δίχως την οποία κάθε «μάθημα» δημιουργικής γραφής κινδυνεύει να βυθιστεί στη σύγχυση και την αοριστία. (Αφήστε μερικούς απαίδευτους αναγνώστες να μιλήσουν για ένα βιβλίο για είκοσι λεπτά χωρίς να παρέμβετε. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ξέρουν πια για τι μιλούν…)
Αναζητώντας το απίθανο
rock-paper-scissorsΔύσκολα προκύπτει πραγματικός συγγραφέας. Αυτό δεν είναι πρόβλημα των σεμιναρίων, είναι πρόβλημα της πραγματικότητας, της ζωής. Απαιτούνται τόσο πολλά υλικά, σε τόσο τέλεια ζυγισμένες δόσεις, ώστε το υποκείμενο "συγγραφέας" προκύπτει μόνον ως αποτέλεσμα αλχημείας (η χημεία, σε αυτή την περίπτωση, δίνει απλώς ανθρώπους «που γράφουν», είδος διόλου σπάνιο, όπως ξέρουμε).
Συνηθίζω να λέω ότι ο συγγραφέας είναι προϊόν μιας δημιουργικής καταστροφής. Ενός προσωπικού μπινγκ-μπανγκ. Δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν έχεις υποστεί μέσα σου μια τέτοια έκρηξη: ταυτόχρονα κατάρρευση της ύλης που σε δομούσε και την ίδια στιγμή εκτίναξη προς το κενό, προς το τίποτε. «Η αρχή μου είναι στο τέλος μου», με τα λόγια του Τζ. Τ. Έλλιοτ.
Επαναλαμβάνω: Δεν γίνεσαι συγγραφέας παρά μόνο ως προϊόν μιας δημιουργικής προσωπικής καταστροφής. Το πρόβλημα είναι –στην πραγματικότητα πρόκειται για δράμα– ότι καμιά προσωπική καταστροφή δεν αρκεί από μόνη της για να σε κάνει συγγραφέα. Ειδάλλως θα ίσχυε ο ρομαντικός μύθος που θέλει τα ιδρύματα ψυχικής υγείας γεμάτα από ιδιοφυίες: ποιητικές, επιστημονικές, καλλιτεχνικές... Η πραγματικότητα, το γνωρίζουμε, είναι άλλη: Ως επί το πλείστον έχουμε να κάνουμε με κατεστραμμένους ανθρώπους, όχι με παραγνωρισμένους συγγραφείς. (Η σχέση τρέλας και καλλιτεχνικής ιδιοφυίας είναι βέβαια κάτι πολύ πιο σύνθετο κι έχει μελετηθεί δεόντως, ακόμη κι από τον Φρόιντ. Σε κάθε περίπτωση, οι εξαιρέσεις δεν παρέχουν επαρκές στήριγμα στον ρομαντικό μύθο…)
Οι επιζώντες και οι μαραθωνοδρόμοι
Ο συγγραφέας είναι με αυτή την έννοια ένας επιζήσας. Κατάφερε να βγει σώος από τον προσωπικό του Αρμαγεδδών, όχι δίχως σημαντικές απώλειες, σίγουρα, αλλά τελικά ακέραιος. Κι αυτή του την εμπειρία πρόκειται –οφείλει, θα έλεγα– να τη διηγηθεί. Αυτή θα είναι ο δικός του, προσωπικός δημιουργικός πυρήνας. Μένει να βρει το δρόμο μέσα από το σωστό pattern, να μην χαθεί στην απειρία των μορφών, να μην τον ρουφήξει η μαύρη τρύπα της ίδιας της δημιουργικότητάς του.
cat-sleeping-bookshelfΤελικά θα τα καταφέρει; Αυτό είναι ένα στοίχημα που κανείς λογικός «παίκτης» δεν θα έβαζε. Το πιθανότερο είναι κάπου στην πορεία να «φάει τα μούτρα του». (Έκφραση με δυνατή εικονοποιεία: να φας το ίδιο το πρόσωπό σου, την εικόνα σου…)
Η συγγραφή θυμίζει μαραθώνιο, απ' αυτούς που συχνά γίνονται για «καλούς σκοπούς», με τους αθλητές στην εκκίνηση άμορφο μπουλούκι· η βιασύνη να περάσεις μπροστά σε αυτή τη φάση δεν ωφελεί· αλλού, στη διάρκεια θα κριθεί το παιχνίδι. Άλλωστε, οι περισσότεροι αγωνίζονται απλώς για να τερματίσουν, για τις δάφνες μιας τιμητικής συμμετοχής. 
Τέτοιοι είναι, στην συντριπτική τους πλειονότητα, οι συμμετέχοντες στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Τέτοιοι είναι, στην συντριπτική τους πλειονότητα, και οι δάσκαλοι που τα εμψυχώνουν. Οι νικητές, οι προικισμένοι, οι ελάχιστοι, συνήθως βρίσκουν μόνοι το δρόμο τους. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις. Γι’ αυτές προπονούνται οι περισσότεροι δάσκαλοι, αυτές προσμένουν.
Η αναπόφευκτη απογοήτευση
Σε κάθε καινούργιο σεμινάριο-εργαστήριο δημιουργικής γραφής που κάνω προσπαθώ να καθυστερήσω τη στιγμή της αλήθειας: τη στιγμή της απογοήτευσης. Είναι μια στιγμή σημαντική για τον κάθε φέρελπι συγγραφέα η οποία καλό είναι να μην έρθει πολύ νωρίς αλλά ούτε και να αργήσει υπερβολικά. Είναι μια στιγμή κρίσης που μπορεί να αποβεί καταστροφική αλλά και δημιουργική. Εξαρτάται από τον μαθητή, από τον δάσκαλο, από τη μεταξύ τους σχέση. Εξαρτάται βέβαια και από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης με την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα δεν είναι –τις περισσότερες φορές– ότι δεν γράφεις καλά, ότι δεν επιδέχεσαι βελτίωση, ότι «δεν το έχεις»· η πραγματικότητα είναι ότι η συγγραφή είναι ένα διαβολεμένα δύσκολο πράγμα – ακόμη και γι’ αυτούς που το κάνουν πολύ εύκολα και πολύ καλά.
Με άλλα λόγια: Πρέπει να σπάσουν πολλοί διαβόλοι τα ποδάρια τους για να προκύψει ένας συγγραφέας. Κι άλλοι τόσοι ώστε όταν-και-αν-αυτός-ή-αυτή-προκύψει, να δώσει έργο. Συγγραφέας χωρίς έργο, θα μου πείτε; Είναι, δυστυχώς, ο κανόνας, θα σας απαντήσω.
Τι είναι ένας συγγραφέας;
Ένας συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που, Κύριος οίδε γιατί, φιλτράρει όλη του την ύπαρξη μέσα από την κρισάρα των λέξεων και των αφηγήσεων. Το κάνει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αλλά αυτό δεν περιγράφει το σύνολο των κινήτρων του. Ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που επιθυμεί να φτιάξει έναν κόσμο από το μηδέν, να γίνει κοσμοποιός. Στον κόσμο περισσεύει και ο κόσμος δεν του φτάνει.Αλλιώς: βλέπει συνεχώς εναλλακτικά σύμπαντα. Είναι οραματιστής και συγχρόνως μηδενιστής. Δεν καταφέρνει να πιστέψει σε τίποτε για πολύ, εξού και καταφεύγει πάντοτε στο στρατήγημα της αφήγησης. Η αφήγηση μιας ιστορίας είναι ο πιο γοητευτικός και ο πιο παραγωγικός τρόπος για να μην ισχυριστείς τίποτε.
writingrulesΟ συγγραφέας είναι απαραιτήτως ματαιόδοξος. Δεν κλείνεται κανείς ώρες και μέρες μέσα σ’ ένα δωμάτιο, μόνος του με φαντάσματα, αν δεν φαντασιώνεται κάτι τρομακτικό και συνάμα μοναδικό, «Έγινα μια όπερα περίφημη: Είδα πώς κάθε πλάσμα καταδικάστηκε στην ευτυχία», λέει ο Ρεμπώ στο «Μια εποχή στην κόλαση». Το μέτρο κάθε συγγραφέα είναι το μέτρο αυτής της πρωταρχικής του φαντασίωσης. Σοφός της φυλής, σαμάνος, ο άρχων των θηλυκών, μητέρα των πάντων, του φωτός και του σκότους: Κάθε συγγραφέας κρύβει μέσα του μια μεγάλη ιδέα (για τον εαυτό του). Το έργο του, αν προκύψει έργο, θα είναι η επιβεβαίωσή της ή η ματαίωσή της: χωρίς αυτή πάντως, η συγγραφική μηχανή δεν παίρνει μπροστά.
Δεν αρκεί
Πράγματι, και πάλι δεν αρκεί· δεν αρκεί να θες πολύ, δεν αρκεί να δέχεσαι να χάσεις πολλά, και βέβαια δεν αρκεί να ποθείς πολλά, πάρα πολλά, για να γίνεις συγγραφέας. Πάνω απ’ όλα, μαζί με όλα, πρέπει να θέλεις να προσφέρεις. Να έχεις έναν αμετακίνητο, ισχυρό ηθικό πυρήνα. Ο συγγραφέας είναι –δεν μπορεί παρά να είναι– ένας ανθρωπιστής. Οι εξαιρέσεις, υπαρκτές, πλην λιγοστές κι αμφιλεγόμενες.
Ο σημαντικός συγγραφέας είναι ένας μεγάλος ανθρωπιστής.
(Αλλιώς, δεν κάνεις άλλο από το να παίζεις με τα παιχνίδια σου, εν προκειμένω τις παιχνιδιάρικες λέξεις σου. Αρκεί αυτό; Σε αγοράζει κανείς «γι’ αυτό»; Σε βάζει κανείς στο προσκεφάλι του «γι’ αυτό;». Σε βάθος χρόνου, στη λογοτεχνία, στο σύμπαν των αφηγήσεων, σε αντίθεση με τη ζωή, το καλό θριαμβεύει. Δεν μπορεί παρά να θριαμβεύει. Για το πώς το κακό θριαμβεύει ακούμε καθημερινά. Τα ξέρουμε όλοι απ’ έξω κι ανακατωτά. Πες μας με ποιο τρόπο μπορεί το καλό να θριαμβεύσει και την άλλη μέρα όλοι θα παραληρούν για σένα. Να αναμοχλεύεις τα περιττώματα δεν σε κάνει δημιουργό. Αυτό μπορεί να το κάνει κι ένα παιδί. Το «άλλο» είναι που θέλουμε από εσένα, συγγραφέα. Μπορείς να το δώσεις;)
Μπρος γκρεμός και πίσω... ρεύμα
Τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, όπως και τα πάσης φύσης σεμινάρια με αφορμή τη λογοτεχνία και τα βιβλία, έχουν «ρεύμα» στις μέρες μας και πιστεύω ότι θα συνεχίσουν να έχουν. Πρώτα απ’ όλα, είναι μια νέα μορφή κοινωνικότητας, που δεν συνδέεται με την κοινωνική επίδειξη και την ψυχοφθόρα διασκέδαση: Αισθάνεται κανείς ότι προσφέρει στον εαυτό του επαφή με κάτι σημαντικό, εκτός της καθημερινής τύρβης, το οποίο μπορεί να το μοιραστεί σε συνθήκες διαλόγου, συνύπαρξης, ήρεμης συντροφικότητας με άλλους ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, συχνά από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Από μόνη της, η συνθήκη αυτή έχει γίνει πολύτιμη και δυσεύρετη στις μέρες μας.
Όσο για τα άλλα, τα δύσκολα και τα μεγάλα, για τα οποία επιχείρησα να μιλήσω παραπάνω, μοιραία καταλήγουμε στον στοχαστικό σχετικισμό: ποτέ δεν ξέρεις πού και πότε θα ανθίσει το σπάνιο λουλούδι. Αυτός δεν είναι λόγος ώστε να μην καλλιεργείς καθημερινά τον κήπο σου…
* Έκτοτε τα "αποτελέσματα" της άτυπης αυτής δημοσκόπησης έχουν μεταβληθεί. Η απάντηση "Διάσημοι συγγραφείς έχουν συμμετάσχει σε τέτοια σεμινάρια, κι αυτό "μιλάει" από μόνο του" προηγείται σταθερά και με διαφορά (είναι το 41% των ψήφων). Ενδιαφέρουσα τροπή... Όπως και να έχει, το θέμα αυτού του κειμένου δεν είναι η εν λόγω δημοσκόπηση (η οποία, άλλωστε, δεν διεκδικεί επιστημονική εγκυρότητα), αλλά να θιγούν οι κοινοί τόποι και οι προκαταλήψεις που σχετίζονται με την έννοια της "δημιουργικής γραφής"...
www.bookpress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου