Η οποιαδήποτε ανίχνευση εσωτερικής τραγικότητας της σχέσης Ευριπίδη – Καραγάτση είναι σίγουρο ότι θα θεωρηθεί ύβρις. Και αν όχι ύβρις τότε σίγουρα θα ξεσηκώσει αντιδράσεις και θα προκαλέσει θύελλες αναλύσεων όπου κοινή συνισταμένη θα είναι η έλλειψη σεβασμού προς το ανάστημα του μεγάλου αρχαίου τραγικού, του οποίου η τραγικότητα παίρνει διαστάσεις και σχήματα ανάλογα του μύθου, καθώς αφήνει ο συγγραφέας τον αναγνώστη-θεατή να παρεισφρήσει στην ψυχολογία των ηρώων.
Εν τούτοις, η γράφουσα τολμά μια προσέγγιση, στην παρουσίαση των θηλυκών ηρωίδων , έχοντας πάντα έκδηλο τον σεβασμό από την μια στον Ευριπίδη και από την άλλη στον αγαπημένο συγγραφέα των εφηβικών της ετών, ο οποίος και παρουσιάζει κατά πρώτον μια ομοιότητα με τον Ευριπίδη, ιστορική.
Ήταν και οι δύο τα «μαύρα πρόβατα » ενός κατεστημένου το οποίο και τους ήθελε υποχείρια στα γρανάζια μιας ευθύγραμμης και μονοσήμαντης καλλιτεχνικής πορείας. Οποιαδήποτε παρέκκλιση ισοδυναμούσε με τον εξοβελισμό τους από το κατεστημένο, με αποτέλεσμα, ο μεν Ευριπίδης να πεθάνει στην Μακεδονία, εξόριστος από την Αθήνα, ο δε Καραγάτσης να παραγκωνιστεί από το συγγραφικό κύκλωμα της εποχής του.
Η προϋπόθεση μύθου είναι η ουσία κάθε δραματουργήματος. Το πάθος , η ύβρις και η άτη, ξεπηδούν αυταπόδεικτα από την εξέλιξή του και διαλέγονται με την οικεία ηθική κάθε μιας κοινωνίας. Η πρώτη λοιπόν σκέψη μου, όταν πρωτοδιάβασα Καραγάτση, έφηβη, ήταν αυτή η οικεία προβληματική πάνω στα καθιερωμένα ήθη μιας κοινωνίας όπου ο μεσοπόλεμος την είχε κάνει άπληστη στις υλικές απολαύσεις και συνάμα προβληματισμένη πάνω στην ύπαρξη μιας ασταθούς ισορροπίας εξ αιτίας όλων αυτών που διαισθάνονταν παρά προέβλεπε. Ο προβληματισμός του Μ.Καραγάτση δεν έχει να κάνει με πολιτικά συστήματα , που ούτως ή άλλως ήταν τα έκδοχα μιας θανατηφόρου ένωσης, της φιλοδοξίας και της υπερεκτίμησης δυνάμεων και πολιτικών, υποτιθέμενων, λύσεων. Η ροή των συναισθημάτων και η ζύμωσή τους με το περιβάλλον όπου λαμβάνουν χώρα, αφετηρία διαρκούς ενδοσκόπησης στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, απετέλεσε για τον Καραγάτση αλλά και για τον Ευριπίδη, την φιλοσοφία του τραγικού με αποτέλεσμα και οι δύο να διαφοροποιηθούν όχι μόνο στην πνευματική τους πορεία, αλλά και στην κοινωνική τους διάσταση, έχοντας αποτελέσει στόχο, όλων εκείνων των συντηρητικών παρατάξεων της σκέψης που έφτιαχναν το κοινωνικό γίγνεσθαι, σύμφωνα με δεδομένα που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και μέχρι εδώ τίποτα δεν ξενίζει. Είναι δεδομένο να υπάρχουν αντιρρησίες συνειδήσεων, οι οποίοι θα δακτυλοδείχνονται στην εποχή τους, γιατί απλούστατα δεν ανήκουν σ’ αυτήν αλλά στην επομένη.
Οι βίοι και των δύο εφάπτονται στο σημείο της « υπονόμευσης » του κοινωνικού καθωσπρεπισμού , όπου οι αιτίες του πάθους απορρίπτονται ως μη συμβατές με τα ήθη εκείνης της εποχής. Κυριαρχεί όμως το ΠΑΘΟΣ με κεφαλαία γράμματα , εκείνο του έρωτα.
Και εκεί ακριβώς, βρίσκεται η ύβρις, στην παραδοχή του αισθήματος, στην αέναη πάλη της συμβατικότητας και της μοιραίας εσωτερικής καταιγίδας. Η, ανάμεσα σε εισαγωγικά, συγκριτική αναφορά, δεν επιλέχθηκε διόλου τυχαία. Η Φαίδρα και η Μαρίνα, σφραγίζουν την μοίρα τους με το πάθος. Αυτό είναι το εφαλτήριο που τοποθετείται η αρχή του μύθου. Γυναικείες μορφές που μονοπωλούν το επώδυνο φορτίο της απαγορευμένης αγάπης, και που αφήνονται στην ορμή της για να παραδοθούν στην Μοίρα, εκείνη που δεν διστάζει να τιμωρήσει γιατί ο χαρακτήρας και η αντίληψη που έχουν, ποδοπατούν την λογική. Αφήνονται έρμαια της παρόρμησης του ενστίκτου που τελικά πιθανόν να μην αντέχουν όλοι οι άνθρωποι, και που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, σε μιαρό χλοερό τόπο όπου η εξιλέωση αφήνεται στην συναισθηματική φόρτιση του αναγνώστη ή θεατή.
Πιθανόν η εντόπιση κοινών αντιδράσεων στο πάθος, να μην είναι εφικτή και αυτό γιατί η εξομοίωσή τους μπορεί να θεωρηθεί αυθαιρεσία. Μα μήπως ολόκληρη η ερμηνεία της λογοτεχνίας δεν είναι αυθαιρεσία; Το μόνο που μπορεί να δικαιολογήσει την προσέγγιση αυτή είναι η σειρά των συλλογισμών που γεννήθηκαν μετά την πολλαπλή ανάγνωση των δύο κειμένων.
Το γεγονός της συσχέτισης των δύο αυτών γυναικείων μορφών, πρωταγωνιστριών σε έργα που θεωρήθηκαν από τα κορυφαία των δύο συγγραφέων, έχει να κάνει σε τελευταία ανάλυση με το συνταίριασμα της θηλυκής τραγικής ουσίας, όπως αυτή μετουσιώνεται ενάντια στο κοινωνικό πλαίσιο και κυρίως στην συνειδητοποίηση της ενοχής του ίδιου τους του πάθους.
Η Φαίδρα, αιμομεικτεί με τη σκέψη, η Μαρίνα φτάνει μέχρι το τέλος και ακριβώς εκείνη τη στιγμή αρχίζει να πληρώνει με τον θάνατο της μικρής άρρωστης κόρης της. Για την Φαίδρα, ο Ευριπίδης ξεδιπλώνει την άτη, σιγά σιγά με μαεστρία, εντείνοντας την αγωνία, ώσπου η κορύφωση είναι η απαιτούμενη και επιβεβλημένη λύση. Και στις δύο περιπτώσεις ο θάνατος λυτρώνει, δικαιώνοντας αυτό καθεαυτό το πάθος. Ο δευτεραγωνιστής Ιππόλυτος ανατριχιάζει μπρος στο αποτρόπαιο μίασμα, μένοντας αγνός μέχρι τέλος. Ο Μηνάς της Χίμαιρας, ξεπλένεται πρώτος καθώς αυτοκτονεί. Το κύριο όμως βάρος το κουβαλούν στις πλάτες τους οι γυναίκες, γιατί τελικά αυτές είναι που η φύση τους είναι σύνθετη, που η ψυχή τους έχει άπειρες πτυχές και μέσα κρύβονται οι πόθοι, τα μυστικά και η τεράστια εκείνη δύναμη που τις ωθεί να πράξουν το ακατονόμαστο και που τελικά είναι αυτό ακριβώς που τις κυβερνά. Πλάθονται δύο μορφές , που το υλικό τους είναι το ίδιο. Το σημαντικό όλης αυτής της σύγκρισης, εντοπίζεται στην ουσία , απ’ όπου ξεπηδούν και οι ηρωίδες. Ο ειρμός των σκέψεων, η αντίδραση στην αρχή, η προσπάθεια να χαλιναγωγηθεί το πάθος, τις σημαδεύουν, τις βασανίζουν. Στο τέλος, φτάνουν τελικά νικημένες να αποδεχτούν αυτό ακριβώς που συγχρόνως αποδιώχνουν. Γονατίζουν και προσφέρουν τον λαιμό τους στην ρομφαία του δικαίου, στην ένωση εκείνη που στην Ελλάδα είναι πιο δυνατή ακόμα και από τον έρωτα. Στην οικογένεια. Η δύναμή της σαρώνει κάθε μεμπτή πράξη, είναι ακόμα ισχυρότερη από το πάθος. Κάθε παράβαση της εσωτερικής νομοτέλειας της ισοδυναμεί με υποχρεωτική αυτοκτονία.
Ο Ευριπίδης στην προσπάθεια του να εμβαθύνει στην ψυχή, παρουσιάζει ένα πρώτο έργο, τον Ιππόλυτο καλυπτόμενο, τον οποίον ο ίδιος λογοκρίνει γιατί συνειδητοποιεί την αντίδραση μιας συντηρητικής κοινωνίας την στιγμή που ο Ιππόλυτος γίνεται ο αποδέκτης και ενδίδει στο δυνατό πάθος της Φαίδρας. Στο άκουσμα των λόγων της καλύπτει το πρόσωπό του από αιδώ. Αυτή η συμμετοχή του θα σοκάριζε το κοινό και ο Ευριπίδης μη θέλοντας να ξεσηκώσει μεγαλύτερη αναταραχή, τροποποιεί την υπόθεση, στον σωζόμενο Ιππόλυτο στεφανιοφόρο, όπως εμείς ξέρουμε. Η αξία λοιπόν της οικογένειας, οι ακατάλυτοι δεσμοί που δένουν τα μέλη της, έστω και εξ αγχιστείας, ισχυροποιείται όχι μόνο στην αρχαιότητα αλλά μέχρι και σήμερα από άγραφους νόμους, καταλύτες κάθε ανοσιουργήματος οποιουδήποτε αντιδραστικού δημιουργού τέχνης. Η Μαρίνα, η Φαίδρα, ακόμα και η Μήδεια, οδηγούνται στο αδιέξοδο μέσα από το μαρτυρικό μονοπάτι της υπέρβασης. Η ύβρις κρυμμένη καλά στην καρδιά τους, χαιρέκακα περιμένει την εκδήλωσή της, γνωρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την μοίρα. Η εκδήλωσή της και η πολλαπλότητά της στην γυναικεία φύση είναι το σημείο αναφοράς, σύμφωνα με το οποίο οι συγγραφείς σηματοδοτούν την ιδιαιτερότητα του φύλου, που είναι ικανό να κρύβει μέσα του τα μεγάλα πάθη κάτω από την χρυσόσκονη του καθωσπρεπισμού. Αμαρτωλά ρίγη συγκλονίζουν τα κορμιά και η ενδιαφέρουσα ενδοσκόπηση χρίζει ιδιαίτερης προσοχής διότι μέσα από αυτήν αποκαλύπτεται άμεσα η προβληματική των συγγραφέων για την γυναίκα. Και οι δύο κατηγορήθηκαν για μισογυνισμό. Και οι δύο έσκυψαν στην γυναικεία φύση προσπαθώντας να εξηγήσουν τα ανεξήγητα. Την έκαναν την κοινωνό των πιο σπουδαίων πραγμάτων. Άτομα που γύρω τους περιστρέφεται το μυστηριακό , απαγορευμένος για άλλους, κόσμος του πάθους . Έγιναν ιεροφάντες στα άδυτα των αισθήσεων και των παρανόμων σκέψεων.
Η θεματική αυτή έρχεται αντιμέτωπη με το σύστημα παραδεδομένων αξιών και τάσεων. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο της λογοτεχνίας και του θεάτρου: να τολμά να εισχωρεί στο υποσυνείδητο της σκέψης, του πάθους, της επιθυμίας. Οι προσεγγίσεις των ερωτικών παθημάτων μεταβάλλονται σε ψυχικές αγορεύσεις, όπου το εύκολο μονοπάτι των συμβάσεων καταστρατηγείται.
Λαμπρίνα Μαραγκού
lambrina@otenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου