Γράφει ο Μανώλης Ε. Δετοράκης
Μια από τις σημαντικότερες γυναικείες παρουσίες στα Γράμματα και στον πολιτισμό της Ευρώπης του 19ου αιώνα, υπήρξε αναμφισβήτητα η Ελενα Γκίκα, περισσότερο γνωστή με το φιλολογικό ψευδώνυμο Δώρα ντ’ Ίστρια (Dora d’ Istria).
Κόρη του Μιχαήλ Γκίκα, πρίγκιπα και υπουργού Εσωτερικών της Βλαχίας, γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1828. Ο πατέρας της ήταν διακεκριμένος αρχαιολόγος και νομισματολόγος και υπήρξε ο θεμελιωτής της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής στη Ρουμανία. Αδελφοί του ήταν οι Γρηγόριος και Αλέξανδρος Γκίκας, που υπήρξαν ηγεμόνες της Βλαχίας, ο πρώτος από το 1822- 1828 και ο δεύτερος από το 1834-1842. Η μητέρα της ήταν γυναίκα με εξαιρετική ωραιότητα, αλλά και στολισμένη με παιδεία, δόκιμη συγγραφέας και μεταφράστρια κλασικών γαλλικών έργων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο γεγονός που η κόρη, βλάστημα τέτοιων γονέων, αναδείχτηκε σε μια σημαντική και πολυτάλαντη προσωπικότητα. Ο Constantin Roman, μας πληροφορεί ότι η Ελενα σε ηλικία μόλις 14 ετών, γνώριζε άριστα εννέα ξένες γλώσσες και ότι κατά το πρώτο ταξίδι της στην Ευρώπη με τους γονείς της το 1842, κατέπληξε την Αυλή του Γουλιέλμου του ΙV της Πρωσίας, με την μετάφραση στα Γερμανικά μιας κλασικής ελληνικής επιγραφής από ένα αρχαιολογικό εύρημα που μεταφέρθηκε στο παλάτι από τον Humboldt. Σε ηλικία 14 ετών, μετέφρασε την Ιλιάδα του Ομήρου στη γερμανική γλώσσα.
Οπως σημειώνεται στο φιλολογικό ημερολόγιο του Κ.Φ. Σκόκκου του 1890, “η νεαρή ηγεμονίς Ελένη πεπροικισμένη από φύσεως δι εκτάκτων σωματικών και πνευματικών θελγήτρων και τυχούσα αρίστης εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως υπό τον αείμνηστον καθηγητήν των Ελληνικών Γραμμάτων Γρηγόριον Παπαδόπουλον, μεθ’ ου διετέλει μέχρι του θανάτου της εν διηνεκεί αλληλογραφία και πνευματική διαμείψει, μετέβη αργότερον δι’ ευρυτέρας σπουδάς εις Βιέννην, Δρέσδην, Βενeτίαν και Βερολίνον, μετά επταετή δε διαμονήν εν τη ξένη επανέκαμψεν οίκαδε, ένθα ενυμφεύθη τον Ρώσσον πρίγκιπα Αλέξανδρον Κολτζώφ Μασσάλσκην, ανήκοντα εις αρχαίαν αριστοκρατικήν οικογένειαν εκ του Ρούρικ θεμελιωτού του Ρωσσικού κράτους”... Ο γάμος της τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια στην Αγία Πετρούπολη, παρέμεινε δε εκεί μέχρι το 1855, όταν αναχώρησε για την Δυτική Ευρώπη, κυρίως στην Ελβετία και Ιταλία, όπου ασχολήθηκε με σημαντικές φιλολογικές μελέτες, που δημοσίευε κατά κανόνα στη γαλλική γλώσσα, με τις οποίες κατέλαβε περίοπτη θέση στον κόσμο των Ευρωπαϊκών Γραμμάτων. Κύριοι λόγοι που την έκαναν να φύγει από τη Ρωσία, ήταν οι διαφορές πολιτικών και θρησκευτικών θέσεων με τον πρίγκιπα σύζυγό της και υπασπιστή του τσάρου και η εύθραυστη υγεία της. Εκείνη ήταν φιλελεύθερη και φωτισμένη προσωπικότητα, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα απελευθερωτικα κινήματα των λαών, εκείνος ήταν δογματικά καθηλωμένος στο ρωσικό εθνικισμό και στην Ορθοδοξία. Ουσιαστικά αναγκάστηκε σε εξορία από τις απολυταρχικές δομές του τσαρικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, ευτυχώς στην Ελβετία και όχι... στη Σιβηρία, όπως επισημαίνει ο Constantin Roman.
Φαίνεται ότι διατήρησε τον τίτλο της Ρωσίδας πριγκίπισσας και το οικόσημο του ανδρός της, με τη βασιλική κορώνα και τα αρχικά Η Μ (Helena Massalski) όπως φαίνεται σε μια επιστολή της που “ανακάλυψα” πρόσφατα στο αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας (ΙΕΕ, Κρητικά 29813), με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκκολαπτόμενη μεγάλη Κρητική επανάσταση του 1866.
Εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στη Φλωρεντία, ο δε οίκος της απέβη φιλολογικό εντευκτήριο, όπου υψηλοί προσκεκλημένοι της εξουσίας, των Γραμμάτων και της διανόησης, αντάλλασσαν απόψεις και θέσεις για τα προβλήματα της εποχής.
Ανάμεσα στους επίσημους επισκέπτες ήταν και ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμβέρτος, ευρίσκων άπληστον γόητρον εις τας μετά της εξόχου γυναικός καλλιτεχνικάς και φιλολογικάς συνδιαλέξεις. Ανεξάντλητοι ήσαν οι θησαυροί των γνώσεων και απαράμιλλος η μόρφωσις της Δόρα δ’ Ιστρια. Εγραφε και ελάλει απταίστως πλείστας των Ευρωπαϊκών γλωσσών, ιδίως όμως την Ιταλικήν και την Γαλλικήν, εις ην συνέγραψε και τα πλείστα των περισπουδάστων αυτής έργων...
Τακτική ερευνήτρια των αρχείων και των βιβλιοθηκών πολλών χωρών του κόσμου, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εθνικές διεκδικήσεις κυρίως των Βαλκανικών λαών, πρόβαλε συστηματικά την εθνική ποίηση των Αλβανών αλλά και των Ελλήνων, έχοντας συνείδηση των ακατάλυτων δεσμών της οικογένειάς της με τους δύο αυτούς λαούς. Ασχολήθηκε πολύ με τα προβλήματα της γυναίκας και τη θέση της στην κοινωνία και στο κράτος και πρόβαλε μελετημένες απόψεις για την αναβάθμισή της.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, συγκινήθηκε και στρατεύτηκε στον αγώνα του Κρητικού λαού για την απελευθέρωσή του από τον Οθωμανικό ζυγό στη μεγάλη επανάσταση του 1866-69. Ο κύριος λόγος που με ώθησε να γράψω αυτές τις λίγες γραμμές για την εξαίσια εκείνη γυναίκα, ήταν μια επιστολή της - απάντηση - προς τον Μάρκο Ρενιέρη, πρόεδρο της Κεντρικής των Κρητών Επιτροπής των Αθηνών με ημερομηνία 12/26 Αυγούστου του 1866. Στην επιστολή αυτή προς τον επιφανή Κρητικό, αναφέρει ότι ήδη έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για το πρόβλημα της Κρήτης προς διάφορες κατευθύνσεις... “Οταν πήρα την επιστολή σας, εργαζόμουν ήδη για τη συγκέντρωση πραγματικών ντοκουμέντων για να φωτίσουν τον πολιτισμένο κόσμο. Εχοντας ανάγκη να κάνω μπάνια εξαιτίας της υγείας μου, δεν έχω δυστυχώς όλο μου το χρόνο διαθέσιμο για να επιτύχω τα καλύτερα στη μελέτη των ερωτημάτων, που μπορούν να επηρεάσουν θετικά τις ανθρώπινες θέσεις για το μέλλον της Ελλάδας... Εσείς να είστε πεπεισμένοι ότι μπορείτε να υπολογίζετε στις δυνάμεις μου, δεν θα σας εγκαταλείψω σε καμία περίπτωση και πρόκειται να επισημάνω στους φίλους μου, ότι η Κρήτη είναι αποφασισμένη να πάρει τα όπλα για να διεκδικήσει τα δίκαιά της...”. Αυτά μεταξύ άλλων έγραφε στην προπαρασκευαστική φάση της μεγάλης Κρητικής επανάστασης τον Αύγουστο του 1866.
Ενας από τους σημαντικούς φίλους της, κυρίαρχη μορφή στα επαναστατικά κινήματα της Ιταλίας και της Ευρώπης της εποχής, ο στρατιωτικός μοχλός της ενοποίησης των Ιταλικών κρατών, ήταν ο στρατηγός Garibaldi, που την είχε αποκαλέσει ηρωική αδελφή, ψυχή που υπηρετεί τα υψηλοτερα ιδανικά”. Αξίζει να θυμηθούμε ότι σημαντικά κομιτάτα υπό το γεραρό όνομα του ένδοξου στρατηγού είχαν ιδρυθεί στην Ιταλία, για την ενίσχυση της Κρητικής επανάστασης του 1866-69.
Σώματα Γαριβαλδινών αξιωματικών και οπλιτών, με πλήρη οπλισμό, ήρθαν και αγωνίστηκαν στην Κρήτη και αργότερα στην Θεσσαλία το 1878.
Στο αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας (ΙΕΕ) βρήκα και μια καταχώρηση του 1867 για την οικονομική στήριξη της Κρητικής Επανάστασης:
..Ιουνίου 15, 1867. Συνδρομή από Μουσικήν Συμφωνίαν, σταλείσαι δια της πριγκιπίσσης κας Γκίκα δρχ. 3.336. Ομοιως έτεραι συνδρομαί εκ Βουκουρεστίου σταλείσα δια της αυτής κυρίας δρχ. 3801...”. Για να εννοήσουμε την πραγματική αξία των ποσών αυτών, υπενθυμίζεται ότι το ημερομίσθιο στις οικοδομές ή στα ναυπηγεία ήταν 2-2,5 δρχ.
Σε έγγραφο της Δημογεροντίας Ηρακλείου προς τον αείμνηστο εθνομάρτυρα Χριστόφορο Αργυράκη με ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1873, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη για διάφορες υποθέσεις της Χριστιανικής κοινότητας αλλά και για την εξασφάλιση δωρεών σημαντικών βιβλίων από ομογενείς για τον πλουτισμό της πρώτης Δημόσιας Βιβλιοθήκης, γίνεται λόγος για την Δώρα ντ’ Ιστρια: Εις την διακεκριμένην επί παιδεία Δώραν Ιστριάδη, θέλομεν γράψει κατ’ ευθείαν εις Φλωρεντίαν” (ΑΔΗ 2.4/2-7, 8/1/1873). Δεν μπόρεσα να εξιχνιάσω τη συνέχεια, εμμέσως όμως συμπεραίνεται ότι και η δική μας δημογεροντία πρόσβλεπε στην υποστήριξη της σημαντικής εκείνης προσωπικότητας στην ενίσχυση των σκοπών της και εν προκειμένω στον πλουτισμό της Βιβλιοθήκης.
Η Δώρα ντ’ Ιστρια αντιτάχθηκε στις ανθελληνικές θέσεις του Φαλμεράϋερ με σειρά μελετών και άρθρων που δημοσιεύτηκαν στον ευρωπαϊκό Τύπο και σε έγκυρα περιοδικά, και έφεραν σε φως πλήθος στοιχείων που εδραίωναν τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού δια μέσου των αιώνων.
Το 1860 επισκέφτηκε την Ελλάδα, οπότε ο πρεσβευτής της Ρωσίας, τηρώντας το πρωτόκολλο, την παρουσίασε στη βασίλισσα Αμαλία ως Ρωσίδα πριγκίπισσα. Το 1866, η Πολιτεία με θέσπισμα της Βουλής των Ελλήνων της απένειμε τον τίτλο “της Ελληνίδος πολίτιδος επί τιμή” σε ανταμοιβή των ποικίλων και σημαντικών υπηρεσιών της προς τη χώρα. Αξίζει να αναφερθεί, ότι ο τίτλος αυτός είχε αποδοθεί μέχρι τότε μόνο στο Λόρδο Βύρωνα.
Γενικότερα, οι ιστορικές, φιλολογικές και κοινωνιολογικές της εργασίες κατέκλυζαν για πολλά χρόνια τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ιταλίας, της Ελβετίας και της Ελλάδας και διέγειραν πάντοτε το ενδιαφέρον και την προσοχή των Ευρωπαίων. Πρόβαλε στην Ευρώπη, την άγνωστη μέχρι τότε ποίηση των Αλβανών και έγινε αφορμή να γίνει γνωστή και να μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, κερδίζοντας αυτοδίκαια την αιώνια ευγνωμοσύνη των πνευματικών ανθρώπων της χώρας και ιδιαίτερα του μεγάλου ποιητή Καμάρδα. Πέθανε στη Φλωρεντία στις 17/11/1888 σε ηλικία 60 ετών “εις ανθηρόν γήρας” αφού με τη διαθήκη της είχε δωρίσει στην πόλη τη βιβλιοθήκη, την αλληλογραφία και τους πίνακές της. Η βίλα της (Villa Fiorentina) καταστράφηκε από το βομβαρδισμό των συμμαχικών αεροπλάνων το 1943, ευτυχώς όμως η πνευματική της κληρονομιά λόγω της προηγηθείσης δωρεάς, διασώθηκε ολόκληρη.
Η εργογραφία της είναι ιδιαίτερα πλούσια, κυρίως στη Γαλλική γλώσσα.
(επιλογή): Lew Iles Ioniennes sous le domination de Venise et sous le protectorat Britanique. Revue des deux Mondes, 16 (1851) pp 381-422. (Το ίδιο Ελληνικά στην “Αθηνά” 1859). /La monastique dans l’ Eglise Orientale, Paris 1855/Excursions en Roumele et en Moree. Zurich-Paris 1863/Venezia nel 1867, Firenze 1873 και πέντε δημοσιεύσεις στη Revue des deux Mondes, 1865-1868 και 1873 για τα δημοτικά τραγούδια των Σέρβων, Αλβανών, Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων.
Βιβλιογραφικές αναφορές: B. Cecchetti: Biografia della principessa Dora d’ Istria, Firenze 1873/Μ. Μαντούβαλου: Αγνωστη αλληλογραφία Δώρας ντ’ Ιστρια και Δημητρίου Βούλγαρη. Παρνασσός, 11 (1969) 602-615/V. Bala: Questions du movement cultural Albanais dans la correspondance de Dora d’ Istria a de Rada, Studia Albanica, 1966, 197-205.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου