Οι συνέπειες της παθολογικής προσκόλλησης στο νοικοκυριό
Στη ζωή μου γνώρισα πολλές γυναίκες που ήταν παθολογικά προσκολλημένες στις δουλειές του νοικοκυριού. Όλη την ημέρα απασχολούνταν με κάτι. Ήταν σωματικά, συναισθηματικά κ ψυχικά δεμένες, σφιχταγκαλιασμένες θα έλεγα, με τα "οικιακά καθήκοντα" και με τα ίδια τα πράγματα του σπιτιού τους. Μου έδιναν την εντύπωση ότι τα λάτρευαν σαν θεϊκά είδωλα. Λες και πάνω τους στήριζαν τις ελπίδες τους για τη σωτηρία τους. Από τι άραγε; Ίσως από τη μοναξιά, την υποτίμηση, τα ψυχικά κενά. Η μοναξιά που αισθάνεται η γυναίκα που μένει ολημερίς στο σπίτι, και ως μοναδική της απασχόληση έχει τις δουλείες του νοικοκυριού, είναι πολύ μεγαλύτερη από το αν εργαζόταν έξω από το σπίτι. Ίσως γι' αυτό όταν επικοινωνεί με τις φίλες της τηλεφωνικά χρειάζεται να πει τόσα πολλά ή όταν σμίγει μαζί τους κάνει το ίδιο. Ο διάλογος σ' αυτές τις περιπτώσεις εμπεριέχει και μια αναγκαία εκτόνωση. Και τις αδικούν όσοι τις κατηγορούν για φλύαρες. Αναρίθμητες φορές είχα προβληματιστεί καθώς παρακολουθούσα, σκεφτική, όλες αυτές τις υπεράξιες νοικοκυρές, φίλες, γνωστές ή συγγενείς. Ξεσκόνιζαν, καθάριζαν, τακτοποιούσαν τα πράγματά του σπιτιού σαν καλλιτέχνες. Κάτω από την επίδραση μιας παθολογικής μανίας γυάλιζαν μ' ένα μοναδικό πάθος τα μπρούτζινα αντικείμενα και τα κατσαρολικά της κουζίνας. Δεν τ' άφηναν από τα χέρια τους αν η επιφάνειά τους δε γινόταν πιο αστραφτερή κι απ' τον καθρέφτη. Και καθώς έσκυβαν από πάνω τους, καθρέφτιζαν την απελπισία που έρεε από το αγωνιώδες πρόσωπό τους.
Στη ζωή μου γνώρισα γυναίκες που όλη την ημέρα ασχολούνταν με τις δουλειές του νοικοκυριού και ούτε καν υποψιάζονταν ότι γι' αυτές το σπίτι λειτουργούσε σαν μια ισόβια φυλακή.
Τις παρακολουθούσα, έντρομη, ν' αγκαλιάζουν με μια ενδόμυχη απελπισία τα τραπέζια, τις καρέκλες, τα κάδρα, τα μπιμπελό της εταζέρας, σαν να τους έλεγαν: "Σώστε με από τον εαυτό μου και την κρυφή πληγή που τον σιγοτρώει..."Μια βαθιά πληγή άνοιγε και μέσα στη δική μου ψυχή καθώς τις παρακολουθούσα χρόνια και χρόνια να ξεσκονίζουν ξανά και ξανά εκείνα τα λαμπερά έπιπλα, να τα χαϊδεύουν με τα παραμορφωμένα από τις αέναες κινήσεις -στο νεροχύτη, στις σκάφες, στις κατσαρόλες-χέρια τους. Να ψάχνουν τις γωνιές τις μυστικές όλων των ντουλαπιών με τα κουρασμένα τους μάτια για ν΄ ανακαλύψουν το τελευταίο ίχνος βρωμιάς και σκόνης. Τελικά, αυτή τη γυναίκα την ένιωθα να γίνεται και η ίδια ένα "πράγμα", να γίνεται η ψυχή των πραγμάτων, βαριά, αμετακίνητη, ασάλευτη σαν τη μοίρα και τη δυστυχία του απελπισμένου.
Είχα πειστεί ότι στο νου της μέσα δεν υπήρχε τίποτα άλλο από την ασίγαστη έννοια για τις ανάγκες της οικογένειας, του άντρα της, των παιδιών της. Δικές της σκέψεις δεν είχε. Ούτε όνειρα. Τι της χρειάζονταν; Κι αν έκανε σκέψεις, πού να τις χρησιμοποιήσει; Θα σκόνταφταν πάνω στις εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του σπιτιού της και…τα όνειρα είναι μόνο γι’ αυτούς που μπορούν να φεύγουν από το σπίτι.
Ναι είναι πολλές είναι οι νοικοκυρές που δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν συνηθίσει να σκέφτονται. Κάτω από τη δυναμική και επιβλητική προσωπικότητα του συζύγου, που εργάζεται και τη συντηρεί, η λειτουργία του νου της αχρηστεύτηκε. Ο άντρας είναι ο προστάτης όλης της οικογένειας. Είναι αυτός που την τρέφει και, κατά συνέπεια, έχει και τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα, ακόμα και πάνω στον τρόπο ζωής της γυναίκας του. Η υποταγμένη νοικοκυρά δεν τολμάει να ριψοκινδυνέψει μια ανοιχτή θαρραλέα κουβέντα μαζί το, αν αυτός τολμάει να κάνει κάτι άπρεπο που βλάπτει όλη την οικογένεια, όπως ο αλκοολισμός, η χαρτοπαιξία, οι εξωσπιτικές συζυγικές περιπέτειες.
Επιχειρώντας μια ελάχιστη προσέγγιση του γυναικείου προβλήματος βρίσκεται σε κάθε του βήμα αντιμέτωπος με ολοένα νέα προβλήματα. Το πρόβλημα, ωστόσο, της νοικοκυράς είναι το πιο ακανθώδες. Για την ίδια τη νοικοκυρά δεν ήρθε ακόμα η ώρα της αμφισβήτησης. Και είναι άδηλο πότε θα έρθει. Και αποτελούν οι νοικοκυρές τα 2/3 στο σύνολο της ανθρωπότητας.
Εκτός από την οικονομική εξάρτηση είναι και συναισθηματικοί δεσμοί που ρυθμίζουν τον τρόπο ζωής της νοικοκυράς.
Η ανεξαρτησία, ωστόσο, και η περηφάνια του ανθρώπου είναι λειτουργία καθοριστική για την προσωπικότητα της γυναίκας. Αυτό, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να το κατανοήσει και να το αποδεχτεί μια νοικοκυρά σύγχρονου τύπου;
Η εργασία της νοικοκυράς γίνεται τις περισσότερες ώρες της μέρες στην κουζίνα. Κι όπως γνωρίζουμε οι κουζίνες στις πολυκατοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων είναι ένας χώρος αποπνικτικός. Μόλις χωράει το ψυγείο, η κουζίνα. Ο νεροχύτης κι ένα τραπεζάκι με μια καρέκλα. Υπάρχει κι ένα παράθυρο που συνήθως βλέπει στο φωταγωγό της πολυκατοικίας, εκεί όπου ξεθυμαίνουν όλες οι «ευωδιές» από τις τουαλέτες και τις άλλες κουζίνες. Η νοικοκυρά μέσα σ’ αυτόν το χώρο φυλακής, με το φως αναμμένο, δεν ξεχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα.
Η νοικοκυρά του χωριού βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από περιβαλλοντική άποψη. Αυτή τουλάχιστον ζει σε καθαρή ατμόσφαιρα και τα παράθυρα του σπιτιού της και της κουζίνας επικοινωνούν με τα δέντρα της αυλής. Τα μέσα όμως του νοικοκυριού στα χωριά παραμένουν στην πλειονότητά τους πρωτόγονα και κουραστικά.
Για τον άντρα το σπίτι είναι ο χώρος ξεκούρασης από την καθημερινή βιοπάλη. Αντίθετα, για τη γυναίκα είναι ο χώρος που η δουλειά δε τελειώνει ποτέ. Κι ας είναι αυτός ο λόγος που πολλά αντρόγυνα γκρινιάζουν όταν η γυναίκα εκφράζει την επιθυμία να βγουν λίγο έξω, να ξεδώσουν σε κάποια διασκέδαση. Ο άντρας προτιμά να μείνει στο σπίτι, να ξαπλώσει αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και μ’ ένα ποτό στο πλάι του να δει τηλεόραση, χωρίς να τον απασχολεί το γεγονός ότι η γυναίκα του δεν κάνει τίποτα που να ευχαριστεί τον ίδιο τον εαυτό της, ότι δουλεύει για τους άλλους για να μη στερούνται τίποτα. Το ίδιο, βέβαια, κάνει και ο άντρας με τη εξωσπιτική εργασία του, με τη διαφορά ότι εκείνος ζει παράλληλα και κοινωνική ζωή, κουβεντιάζει με τους συναδέλφους του και είναι ενήμερος για το συμβαίνει σε όλο τον κόσμο κάθε στιγμή. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία.
Η νοικοκυρά φοβάται την αλλαγή.
[…] Οι νοικοκυρές στην πλειονότητά τους, διάλεξαν ελεύθερα, έτσι πιστεύουν- όσο ελεύθερες τις άφησε μια διαστρεβλωτική διαπαιδαγώγηση- την απασχόληση με τα οικιακά που τους δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι αισθάνονται ασφαλισμένες, ψυχικά άνετα, μέσα στον σπιτικό τους χώρο.
Με τον σπιτικό χώρο τις δένει μια συναισθηματική εξάρτηση. Πολλά πράγματα, άλλωστε, στη γυναίκα ξεκινούν από το συναίσθημα. Το μικρό κορίτσι όντας συναισθηματικά δεμένο με τη μάνα του ταυτίζεται μαζί της. Κι αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο για όλη του τη ζωή. Αυτό όμως τη δημιουργεί παράλληλα κι ένα αίσθημα μειονεξίας, χάρις στην υπερβολική εξάρτησή της από τη μητέρα. Μεγαλώνοντας την παρακολουθεί αυτή η ανάγκη- κάποιος να την αγαπά, αν τη φροντίζει και να νιώθει ασφαλής.
Η παθολογική προσκόλληση της νοικοκυράς στα οικιακά εμποδίζει την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς της. «Μέσα σ’ αυτό τον παραλογισμό», γράφει η Σιμόν ντε Μποβουάρ, «η γυναίκα είναι τόσο απασχολημένη που ξεχνάει την ύπαρξή της. Στην πραγματικότητα το σπιτικό με τα σχολαστικά και ανεξάντλητα καθήκοντα προσφέρει στη γυναίκα μια σαδομαζοχιστική φυγή από τον εαυτό της».
Η Μπρέττυ Φρήνταν γράφει ότι έψαξε με το φανάρι του Διογένη να βρει έστω μια έξυπνη και ικανή γυναίκα που να ένιωθε ολοκληρωμένη έχοντας ως αποκλειστική απασχόλησή της το νοικοκυριό. Δε βρήκε καμία. Αυτό που βρήκε, μέσω ενός δειγματοληπτικού τεστ 28 γυναικών της ανώτερης εισοδηματικής τάξης, ήταν τα παρακάτω:
Οι 16 από τις 28 γυναίκες έκαναν ψυχανάλυση˙ 18 από αυτές έπαιρναν ηρεμιστικά˙ κάμποσες είχαν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και μερικές είχαν μπει σε ψυχιατρείο για κατάθλιψη. «Θα εκπλαγείτε με τον αριθμό αυτών των ευτυχισμένων γυναικών των προαστίων που πολύ απλά εξαγριώνονται ένα βράδυ και τρέχουν ουρλιάζοντας στους δρόμους ολόγυμνες», είπε τοπικός γιατρός, όχι ψυχίατρος, ο οποίος είχε κληθεί σε τέτοιου είδους επείγουσες καταστάσεις… «Δώδεκα απ’ αυτές είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, στην πραγματικότητα ή στη φαντασία τους».
Πολλοί άντρες εκμεταλλεύονται την οικονομική εξάρτηση της γυναίκας τους απ’ αυτούς και αξιώνουν παράλογες περιποιήσεις. Πάνω στις γυναίκες τους εκτονώνουν κάποτε όλες τους τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην εργασία τους. Και ο ρόλος της γυναίκας είναι να τον ενθαρρύνει να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του. Δεν κάνει όμως το ίδιο και ο άντρας όταν η γυναίκα του είναι θλιμμένη και κατάκοπη από το μόχθο του νοικοκυριού και τις ευθύνες της οικογένειας.
[…] Οι νοικοκυρές του τόπου μας, στο σύνολό τους, δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη μειονεκτική τους θέση στη ζωή και τον υπηρετικό ρόλο που οι άλλοι τους όρισαν να παίξουν μια ολόκληρη ζωή. Η ίδια η νοικοκυρά μετουσίωνε τις δουλειές του νοικοκυριού σε σκοπό ζωής. Ο ρόλος αυτός, κρατώντας την υπανάπτυκτη πνευματικά και αχρηστευμένη κοινωνικά, την καταβρόχθισε. Και έτσι λειτουργεί σαν ένα πλάσμα λειψό, ανολοκλήρωτο, υπαρξιακά ανάπηρο, με τις δημιουργικές της δυνάμεις αχρησιμοποίητες και ολόκληρο τον εσωτερικό της κόσμο ναρκωμένο και ανέκφραστο.
Ο αποκλειστικός ρόλος της γυναίκας μέσα στον κλειστό σπιτικό χώρο, με τα οικιακά, είναι ένας ρόλος επιφορτισμένος με καθήκοντα, χωρίς δικαιώματα, εξουθενωτικός και ανενεργός για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς της. Ο τρόπος αυτός διαβίωσης και απασχόλησης, χιλιετίες ολόκληρες, οδήγησε τελικά τη γυναίκα να αποδεχτεί και μοιρολατρικά την κατασκευασμένη μειονεκτικότητά της.
Η γυναίκα με τον καιρό συνήθιζε τον υποτιμητικό ρόλο της. Συνήθιζε να αντιμετωπίζει με συγκατάβαση ακόμα και τις αδυναμίες του συζύγου, την τσιγκουνιά, τη χαρτοπαιξία, τον αλκοολισμό, τις ερωτικές περιπέτειες. Ακόμα και όταν σήκωνε το χέρι και τη χτυπούσε. Οι μεγαλύτερες γυναίκες, ως πιο έμπειρες, τις συμβούλευαν: « Κάνε υπομονή. Έτσι είναι οι άντρες. Καλύτερο δε θα βρεις».
«Οι άντρες θέλουν τις γυναίκες να υπομένουν σιωπηλά την υποδούλωσή τους. Και λίγο τους ενδιαφέρει αν είναι ευτυχισμένες ή όχι.[…] Πιστεύουν, πραγματικά, ότι οι γυναίκες απολαμβάνουν την κακομεταχείρισή τους, ότι είναι από τη φύση τους μαζοχίστριες. Ο Φρόυντ, διαιώνισε το μύθο του γυναικείου μαζοχισμού για να δικαιολογήσει τη σαδιστική μεταχείριση στην οποία υπέβαλε την ταλαίπωρη γυναίκα του. Και ο μύθος έγινε με ευγνωμοσύνη δεκτός κα προπαγανδίστηκε από άντρες με ηπιότερο χαρακτήρα που συνειδητά ενοχλούνται από τη σκληρότητα του άντρα προς τη γυναίκα. Η πεποίθηση ότι αυτό «αρέσει» στις γυναίκες ελαφρώνει το φορτίο της ενοχής τους». (Ντέιβις)
«Βασίλισσα του οίκου της» την αποκάλεσαν τη φτωχή νοικοκυρά οι πανούργοι εκμεταλλευτές της. Κι από τότε η «βασίλισσα» της λάντζας, του νεροχύτη και του σφουγγαρόπανου βολεύτηκε ακόμα πιο σίγουρα μέσα στον σκοταδίστικο, πνευματικά και πολιτιστικά, σπιτικό της χώρο, ένα χώρο αδιαπέραστο από τα ιδανικά της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Τους καρπούς των ιδανικών αυτών τους γεύονται μόνο οι άντρες. «Ε, άντρες είναι, ό, τι θέλουν κάνουν», είπαν πάλι κάποιες έξυπνες απλές λαϊκές γυναίκες. Σαν πιο ηλικιωμένες κάτι περισσότερα ήξεραν…
Όταν κάποτε έρχεται ένα οδυνηρό τέλος
Η γυναίκα όταν το νοικοκυριό το κάνει έργο και σκοπό ζωής, όταν μέσα από ένα αδιάκοπο καθημερινό σωματικό και ψυχικό μόχθο, μέσα από συναισθήματα αγωνίας και ευθύνης δίνει και δίνει… από τα βάθη της καρδιάς της αισθήματα και περιποιήσεις και όλα στο χέρι των αγαπημένων της παιδιών και του συζύγου, πρώτου και καλύτερου, δεν περνάει από το νου της το «κακό»: Πως ο γάμος της θα μπορούσε ξαφνικά μια μέρα να χαλάσει είτε από το θάνατο του συζύγου της είτε από το διαζύγιο- φαινόμενο συνηθισμένο σε περασμένες και σύγχρονες κοινωνίες. Για πολλές όμως γυναίκες ένα τέτοιο γεγονός στέκεται πολλές φορές καταλυτικό[…]
Για τις γυναίκες αυτές που οι σύζυγοι της εγκαταλείπουν μια μέρα για χίλιες δυο αιτίες και αφορμές, έχουμε τα παρακάτω πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία από μια έρευνα του Συνδέσμου Πανεπιστημιακών Γυναικών της Αμερικής: Οι ξεσπιτωμένες νοικοκυρές που εγκαταλείφθηκαν από τους άντρες τους φτάνουν τα 25 εκατομμύρια. Οι γυναίκες αυτές ήταν νοικοκυρές, που σημαίνει δεν ανέπτυξαν ποτέ τις ατομικές τους ικανότητες για να μπορούν ως εργαζόμενες να συντηρούν τον εαυτό τους.
Οι νοικοκυρές αυτές είχαν την εθελοτυφλία και την ψευδαίσθηση ότι ο σύζυγος θα αναγνώριζε τα όσα του πρόσφερε η γυναίκα του υπηρετώντας τον μια ολόκληρη ζωή. Φύλαξε πιστά την οικογενειακή εστία, ότι υπήρξε τέλεια νοικοκυρά, σύζυγος και μητέρα. Κι ούτε καν περνούσε από το νου της ότι μπορούσε μια μέρα να βρεθεί στο δρόμο χωρίς πόρους και όντας σε μεγάλη ηλικία να μην έχει τη δυνατότητα να βρει εργασία.
Για πάρα πολλές γυναίκες έρχεται κάποτε κάποια στιγμή που με τρόμο ανακαλύπτουν πόσο τις γέλασαν οι ελπίδες και τα όνειρα που έκαναν ότι η ευτυχία τους ως σύζυγοι θα τις αποζημίωνε για όλες τις θυσίες μιας ολόκληρης ζωής.
Κάποια μέρα οι γυναίκες της Γερμανίας ανατρίχιασαν από αγωνία όταν το 1930, ένας δικτάτορας, ο Χίτλερ, που ύστερα από μια δεκαετία αιματοκύλησε τον κόσμο, επέβαλε για όλες τις γυναίκες τα διαβόητα εκείνα τρία κάπα. Kinder, Kurche, Kirche, που σήμαινε παιδιά, κουζίνα, εκκλησία. Και απέλυσε τότε όλες τις γυναίκες από τις εργασίες τους και τις ξανάστειλε στα σπίτια τους[...]
Πέπη Δαράκη, Το όραμα της ισοτιμίας της γυναίκας, 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου